Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Γερόντιος μοναχός Προδρομίτης (1901 - 1984)

Ο κατά κόσμον Γεώργιος Μπάτσιου γεννήθηκε το έτος 1901 στο χωριό Μπάικα του νομού Φολτιτσέν της ορθόδοξης χώρας της Ρουμανίας. 
Νέος ήλθε στο Περιβόλι της Παναγίας, όπου μόναζαν πολ­λοί συμπατριώτες του. Εγκαταβίωσε στο Παντοκρατορινό Κελλί του Ευαγγελισμου της Θεοτόκου της Κάτω Καψάλας. Εκεί εκάρη μοναχός το 1927 και ονομάσθηκε Γεδεών. 
Το επόμενο έτος προσήλθε στη ρου­μανική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, όπου έκάρη μεγαλόσχημος μο­ναχός και ονομάσθηκε Γερόντιος. 
Οι πατέρες της σκήτης διακρίνονταν για το ασκητικό τους φρόνημα, τα έργα της αρετής και της μετανοίας. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Δίκαιος Ματθαίος, που είχε έλθει στη σκήτη από νεαράς ηλικίας και αγωνίσθηκε σκληρά για την επιβίωση της σκήτης μέσα από πολλές αντίξοες συνθήκες.
Ο τυφλός Γέρον­τας Βαρθολομαίος, που έλεγε με κατάνυξη το Μεσονυκτικό και τον Εξάψαλμο καθημερινά από στήθους. 
Ο διάκονος Αρκάδιος, που είχε έλθει δωδεκάχρονος στη σκήτη. Είχε μεγάλη αγάπη για τις ακολουθίες. Πήγαινε με μεγάλη δυσκολία και με δύο μπαστούνια στην εκκλησία. Στην ευλάβειά του στην Παναγία και στην καρτερία στους σωματικούς του πόνους, ξεχώριζε απ’ όλους.
Ο Γέροντας Γερόντιος, παρά τα γεράματά του, αναφέρει ο π. Δαμα­σκηνός Γρηγοριάτης, έτρεχε παντού φιλότιμα και πρόθυμα να συνδρά­μει, παρότι από ένα κτύπημα είχε χωλωθεί. Ήταν κοντός και κυρτωμέ­νος. Ο Δίκαιος Πετρώνιος τον χαρακτηρίζει υπάκουο, ταπεινό, αγωνιστή. Είχε περίπου πέντε δεκαετίες στη σκήτη. Τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν είχε βγει καθόλου από αυτή. Είχε περάσει με ζήλο από διάφορα διακονήματα της κοινοβιακής σκήτης: βουρδουνάρης, μάγειρος, φούρ­ναρης, κηπουρός και άλλα. Όταν τέλειωνε το διακόνημά του, έτρεχε να βοηθήσει τους πατέρες και σε άλλα διακονήματα. Στο κελλί του διάβα­ζε το Ψαλτήρι, το οποίο είχε πάντοτε ανοιχτό στό αναλόγιό του. Ήταν ακτήμων, απλός και χαριτωμένος. Αν κάποιος του πρόσφερε χρήματα, τα έδινε αμέσως στον Δικαίο, λέγοντας: «Πάρτα, γιατί δεν θέλω να μ’ εύρει η νύχτα με χρήματα στα χέρια μου».
Η τελευταία ημέρα της ζωής του ήταν εντυπωσιακή. Το πρωί, μετά την ακολουθία, είχε πάει να βοηθήσει στο μαγειρείο, για την προετοι­μασία του φαγητού. Κατόπιν πήγε να βοηθήσει νεότερους μοναχούς, που φόρτωναν άμμο ένα φορτηγό, για την επισκευή των κτιρίων. Όταν του είπαν να μην κουράζεται, γιατί είναι ηλικιωμένος, απάντησε: «Εγώ μετά θα πάω να ξεκουραστώ, ενώ οι πατέρες θα εργάζονται μέχρι το βράδυ…». Την ίδια ημέρα στη σκήτη θα έφτιαχναν ψωμί. Πήγε στον φούρνο να βοηθήσει στο κοσκίνισμα του αλεύρου. Ο φούρναρης του είπε να πάει και αργότερα, να βοηθήσει στη ζύμη. Όταν πήγε στο κελλί του να τον ειδοποιήσει για να έλθει, ενώ χτύπησε την πόρτα δεν απάντησε. Άνοιξε τη θύρα του κελλιού του και τον βρήκε ξαπλωμένο με το Ψαλτήρι. Νόμιζε πως αποκοιμήθηκε από την κόπωση και τον ξαναφώναξε. Ο Γέροντας Γερόντιος δεν υπάκουσε, για πρώτη και τελευ­ταία φορά. Υπάκουσε στο ουράνιο κάλεσμα, ν’ αφήσει τα επίγεια για τα επουράνια. Αναχώρησε, για να λάβει τον μισθό των καμάτων του. Έφυγε σαν πουλάκι, δίχως καμιά προειδοποίηση, για να υπάγει στη χαρά του Κυρίου του, τον οποίο διακόνησε σε όλη του τη ζωή φιλότιμα, αντικρίζοντάς τον στα πρόσωπα των αγαπητών αδελφών του.
Ο αξιομακάριστος Γέροντας Γερόντιος Προδρομίτης αναπαύθηκε εν Κυρίω στις 5.6.1984.
Πήγες – Βιβλιογραφία         
Μοναχολόγιο Ιεράς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Μ. Λαύρας. Διήγηση μοναχού Δα­μασκηνού Γρηγοριάτου.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Γ΄ 1984-2000, σελ. 1103-1104
http://www.pemptousia.gr


Μεγαλόσχημος Μοναχός Γερόντιος Προδρομίτης.
Ἀπό τό 1982 συνδέθηκα μέ τήν Ρουμανική Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, διότι ἀπό τότε μέ τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μου Γέροντος π. Γεωργίου ἄρχισα νά μαθαίνω τήν ρουμανική γλῶσσα καί συχνά κατέβαινα στήν Σκήτη αὐτή νά βοηθηθῶ ἀπό τόν Δικαῖο ἀρχιμ. π. Πετρώνιο γιά τήν ἐκμάθησι τῆς γλώσσης.
Ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ Πατέρες δέν ἦσαν περισότεροι ἀπό 25. Ἀνάμεσά τους διέκρινα ὁσιακές μορφές, οἱ ὁποῖοι διέβησαν τόν παρόντα ἀπατεῶνα αἰῶνα μέ ἀσκητικό φρόνημα καί ἔργα ἀρετῆς καί μετανοίας.
Ἐγνώρισα τόν Γέροντα Ματθαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στήν Σκήτη ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας. Ἀγωνίσθηκε σκληρά καί σάν Δικαῖος μέσα σέ ἀντίξοες συνθῆκες γιά τήν ἐπιβίωσι τῆς Σκήτης τους.
Ὁ μοναχός Βαρθολομαῖος ἦτο ἕνα τυφλό Γεροντάκι, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν στήν ἐκκλησία ἀπό τούς πρώτους καί συνήθιζε νά λέγη τό Μεσονυκτικό καί τόν Ἐξάψαλμο ἀπό στήθους. Ἦτο ἄλλωστε καί τυφλός.
Ὁ Διακο-Ἀρκάδιος εἶχε ἔλθει στήν Σκήτη ἀπό τῆς ἡλικίας τῶν 12 ἐτῶν. Ἤξερε πολύ καλά καί καί τήν ἑλληνική γλῶσσα. Τόν γνώρισα λίγο καιρό πρίν ἀπό τήν ὁσία κοίμησί του. Τόν ἐθαύμαζα γιά τήν καρτερία του στούς πόνους καί τήν ἐλπίδα του πού ἔτρεφε πρός τό Πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Περιπατοῦσε μέ δύο μπαστούνια καί κυριολεκτικά σερνόταν γιά νά πάη στήν ἐκκλησία τήν ὁποία μέ κανένα τρόπο δέν ἤθελε ν᾿ ἀφήση.
Ἐντύπωσι ἐπίσης μοῦ ἔκανε ὁ Γέρο Γερόντιος. Ὁσάκις ἐπήγαινα στήν Ρουμανική Σκήτη τόν ἔβλεπα νά τρέχη παντοῦ, ὅπου τόν καλοῦσαν μέ νεανικό ζῆλο, παρά τά 80 καί πλέον χρόνια του.
Πρίν ἀπό πολλά χρόνια εἶχε σπάσει τό πόδι του καί οἱ γιατροί τοῦ εἶχαν βάλει καί ἑνώσει τά ὀστᾶ μέ λάμες καί σιδερένια καρφιά. Γι᾿ αὐτό καί βάδιζε ὁ Παπποῦς μέ δυσκολία κουτσαίνοντας. Αὐτή ὅμως ἡ πάθησις δέν τόν εἶχε καθηλώσει κάτω, ἀλλά ἔτρεχε παντοῦ νά βοηθήση.
Καταγόταν ἀπό τήν Μολδαβία καί εἶχε ἔλθει ἀπό τήν νεαρά του ἡλικία στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦτο ἀπό τούς τελευταίους παλαιούς Πατέρες τῆς Σκήτης. Κοντός στό ἀνάστημα καί λίγο κυρτωμένος. Μᾶς ἔλεγε ὁ Δικαῖος π. Πετρώνιος τά ἑξῆς: "Μοῦ ἔμεινε στήν μνήμη μου αὐτός ὁ μοναχός σάν μιά εἰκόνα ὑπάκουου, ταπεινοῦ καί ἀγωνιστοῦ κοινοβιάτου μοναχοῦ.
Εἶχε περίπου 50 χρόνια στήν Σκήτη μας. Τά τελευταῖα 20 χρόνια δέν εἶχε βγῆ καθόλου ἔξω ἀπ᾿ αὐτήν. Εἶχε περάσει ἀπ᾿ ὅλα τά διακονήματα: Βουρδουνάρης (ὑπεύθυνος γιά τήν συντήρησι τῶν ζώων τῆς Σκήτης), μάγειρος, φούρναρης, κηπουρός.
Ὅταν τελείωνε τό διακόνημά του, ἔτρεχε νά βοηθήση καί ἄλλους πατέρες στά δικά τους διακονήματα. Ἐάν τοῦ ἔμενε λίγος χρόνος ἐπήγαινε στό κελλί του καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο, τό ὁποῖο πάντοτε εἶχε ἀνοικτό ἐπάνω στό ἀναλόγιό του.
Νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ψαλτηρίου γιά τούς σλαβικούς λαούς εἶναι τό εὐλαβέστερο καί ἀναγκαιότερο πνευματικά ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Ἡ ἐπίδρασις αὐτή ἔχει περάσει φυσικά καί στόν ὀρθόδοξο Ρουμανικό μοναχισμό.
Ἡ ἁπλότης καί ἀκτημοσύνη τοῦ γέροντος Γεροντίου δέν περιεγράφοντο. Ἐάν ἐλάμβανε ἀπό κἄπου χρήματα ἤ τοῦ ἔδινε κάποιος προσκυνητής, τά ἔδινε ὅλα στό γραφεῖο τῆς Σκήτης λέγοντας στόν Ἀδελφό: "Πάρτα, γιατί δέν θέλω νά μ᾿ εὕρη ἡ νύκτα μέ χρήματα στά χέρια μου".
Μεγάλη ἐντύπωσι μᾶς ἔκανε ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
Τό πρωΐ εἶχε πάει νά βοηθήση στό μαγειρεῖο γιά τόν καθαρισμό τῶν λαχανικῶν καί τήν προετοιμασία γιά τό μαγείρευμα τῶν φαγητῶν. Μετά βγῆκε στήν αὐλή καί εἶδε τούς νεωτέρους μοναχούς νά φορτώνουν μέ τά φτυάρια ἄμμο ἐπάνω στήν καρότσα γιά νά μεταφερθῆ σέ ἄλλο σημεῖο, ὅπου ἐπρόκειτο νά γίνουν οἱ ἐπισκευές τῶν κτιρίων. Ἐπῆρε κι αὐτός ἕνα φτυάρι κι ἄρχισε νά πετάη τήν ἄμμο ἐπάνω στήν  καρότσα.
-Γιατί δέν ἀφήνεις τούς νεωτέρους Πατέρας νά κάνουν αὐτή τήν δουλειά, πάτερ Γερόντιε;
-Ἄφησέ με, Γέροντα νά τούς βοηθήσω, διότι μετά ἐγώ θά πάω νά ξεκουρασθῶ, ἐνῶ οἱ Πατέρες θά συνεχίσουν νά δουλεύουν μέχρι τό βράδυ...
Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ φούρναρης ἔφτιαξε ψωμί καί ὁ π. Γερόντιος ἐπῆγε καί τόν βοήθησε στό κοσκίνισμα τοῦ ἀλεύρου. Ἀφοῦ τελείωσε τήν δουλειά του, ὁ φούρναρης π. Μακάριος τοῦ εἶπε:
-Πάτερ Γερόντιε, σέ παρακαλῶ νά ἔλθης πάλι μετά ἀπό μισή ὥρα γιά νά μέ βοηθήσης στό ζύμωμα.
-Κι αὐτός τοῦ ἀπήντησε: Πηγαίνω στό κελλί μου καί στήν κατάλληλη ὥρα είδοποίησέ με...
Μετά ἀπό μισή ὥρα ἐπῆγε ὁ π. Μακάριος στό κελλί του:
-Πάτερ Γερόντιε, μπορεῖς νά ἔλθης τώρα νά μέ βοηθήσης;
Δέν ἐπῆρε καμμία ἀπάντησι. Ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καί τί νά ἰδῆ! Ὁ π. Γερόντιος ἦτο ξαπλωμένος στό κρεββάτι του καί εἶχε δίπλα ἀνοικτό τό βιβλίο τοῦ Ψαλτηρίου. Ἐνόμισε ὅτι κοιμᾶται γι᾿ αὐτό καί δεύτερη φορά τόν ἐφώναξε:
-Πάτερ Γερόντιε, ἄϊντε, ἔλα νά μέ βοηθήσης.
Ἀλλά αὐτή ἡ φορά, ἦταν καί ἡ τελευταία του, πού δέν ἔκανε ὑπακοή ὁ π. Γερόντιος. Εἶχε λάβει τό κάλεσμα καί ἀποκρίθηκε στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ Πατρός προκειμένου νά ἐγκαταλείψη τά ἐπίγεια γιά νά ἀπολαύση τά οὐράνια!  Ἀνεχώρησε γιά νά πάρη τόν μισθό ἀκέραιο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀγάπης του γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἔφυγε σάν πουλί, χωρίς καμμία προειδοποίησι γιά νά ὑπάγη στήν χαρά τοῦ Κυρίου του, τόν ὁποῖον ὑπηρέτησε σ᾿ ὅλη τήν ζωή του μέ αὐτοθυσία, ταπείνωσι καί ἔνθεο ζῆλο.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε Γέροντα Γερόντιε.
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις

Ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ μοναχοῦ Γεροντίου Προδρομίτου
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε 
Ὁ μεγαλόσχημος μοναχός π. Γερόντιος ἀνῆκε στούς τελευταίους γέροντες ἀδελφούς τῆς Σκήτης μας τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους. Κοντός στό ἀνάστημα, λίγο κυρτωμένος, περίπου 84 ἐτῶν ἦτο σβέλτος καί ἕτοιμος γιά τήν ὁποιαδήποτε ὑπακοή. Μοῦ ἔμεινε στήν μνήμη μου σάν μία εἰκόνα τελείου ὑποτακτικοῦ, ταπεινοῦ καί ζηλωτοῦ σ᾿ ὅλες τίς μονα¬στηριακές ἀσχολίες.
Εἶχε 50 χρόνια μοναχός στήν Σκήτη μας, ἀπ᾿  ὅπου τά τελευταῖα 20 χρόνια δέν βγῆκε νά πάη πουθενά. Εἶχε περάσει ἀπ᾿ ὅλα τά διακονήματα: Στά μουλάρια, στό μαγειρεῖο, στόν φοῦρνο, στόν κῆπο. Ὅταν τοῦ ἔμενε ὀλίγος ἐλεύθερος  χρόνος, ἔτρεχε στό κελλί του καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο, τό ὁποῖον εἶχε πάντοτε ἀνοικτό στό ἀναλόγιο τοῦ κελλιοῦ του.
Ἡ ἁπλότης καί ἡ πτωχεία του δέν περιγράφονται. Ὅταν δεχόταν ἀπό κἄπου χρήματα, ὅλα τά ἔδινε στό ταμεῖο τῆς Σκήτης μας: «Πᾶρτε αὐτά τά χρήματα, ἔλεγε, γιά νά μή μέ πιάση ἡ νύκτα μέ χρήματα στά χέρια».
Παρέμεινε ζωντανή στήν μνήμη μου ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του:
Ἐκεῖνο τό πρωϊνό εἶχε περάσει ἀπό τό μαγειρεῖο νά βοηθήση στό πλύσιμο τῶν χορταρικῶν, κατόπιν, βλέποντας στήν αὐλή τό τρακτέρ μέ τήν ρυμούλκα ἕτοιμο γιά νά φορτώση ἄμμο γιά νά μεταφερθῆ κἄπου ἀλλοῦ γιά ἐπισκευές, ἐπῆγε ἐκεῖ, ἐπῆρε τό φτυάρι καί πετοῦσε τήν ἄμμο στήν ρυμούλκα.
-Γιατί, πάτερ Γερόντιε, δέν ἄφήνεις κάποιον νέον νά κάνη αὐτή τήν δύσκολη δουλειά; Τόν ἐρώτησα ἐγώ.
-Ἄφησε, γιατί οἱ ἄλλοι πατέρες ἔχουν ἀρκετές δουλειές νά κάνουν...
Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ φούρναρης ἔψηνε τό ψωμί τῆς ἀδελφότητος. Ὁ π. Γερόντιος ἐπῆγε ἐκεῖ νά κοσκινίση τό ἀλεύρι. Ἀφοῦ ἐτελείωσε τήν δουλειά αὐτή, τόν ἐρώτησε ὁ φούρναρης:
-Πάτερ Γερόντιε, θά ἔλθης μετά ἀπό μισή ὥρα νά μέ βοηθήσης στό ψήσιμο;
-Πηγαίνω τώρα στό κελλί μου, ἀπήντησε ἐκεῖνος, καί νά μέ εἰδοποιήσης.
Μετά ἀπό μισή ὥρα ἐπῆγε ὁ φούρναρης στό κελλί του:
-Πάτερ Γερόντιε, μπορεῖς νά ἔλθης τώρα νά μέ βοηθήσης;
Ἀλλά, ἐπειδή δέν ἔπαιρνε ἀπάντησι, ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε μέσα καί τί βλέπει; Ὁ π. Γερόντιος ἦτο ξαπλωμένος στό κρεββάτι του ἔχοντας δίπλα του τό Ψαλτήριο ἀνοικτό. Ἐνόμισε ὁ φούρναρης ὅτι ἐκοιμᾶτο. Τόν ἐφώναξε πάλι μέ τ᾿ ὄνομά του:
-Πάτερ Γερόντιε, ἔλα νά μέ βοηθήσης...
Ὅμως αὐτή τήν φορά ὁ φλογερός ὑποτακτικός δέν ὑπήκουσε στό κάλεσμα τοῦ ἀδελφοῦ. Εἶχε ἀναχωρήσει γιά νά λάβη τόν μισθό τῆς ὑπακοῆς τῶν 50 χρόνων μοναχικῆς ζωῆς. Μετέβη στήν αἰωνιότητα στήν χαρά τοῦ Κυρίου του, τόν Ὁποῖον ὑπηρέτησε σ᾿ ὅλη του τήν ζωή μέ πολλή ἀγάπη, ταπείνωσι καί ζῆλο.
Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω
2002
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου