Γεννήθηκε στο χωριό Βάτσα Ντε Σους
της Ρουμανίας το 1910, ο Ιωάννης, ο υιός του Ιωσήφ Μπόκα και της Χριστίνας. Το
«παρατσούκλι» του στο σχολείο από τους συμμαθητές του ήταν «άγιος», για την
ωραία και καθαρή ζωή του. Το σχολείο τελείωσε το 1929 αριστεύοντας. Κατόπιν
σπούδασε στη Θεολογική Ακαδημία Σιμπίου. Επίσης έμαθε εκκλησιαστική μουσική,
αγιογραφία και ιατρική. Το 1939 εκάρη μοναχός στο μοναστήρι Σίμπαντα Ντε Σιούς
και στη συνέχεια χειροτονήθηκε ιερεύς από τον μητροπολίτη Νικόλαο.
Το 1940 ήλθε στο Άγιον Όρος για να
εμβαθύνει στον μοναχισμό. Μη γνωρίζοντας κανένα, περιδιάβαινε τα δάση και
προσευχόταν να του φανερώσει ο Κύριος πνευματικό οδηγό. Μη βρίσκοντας απάντηση
στις προσευχές του, παρακαλούσε θερμά και μετά δακρύων την Παναγία, η οποία του
παρουσιάσθηκε και τον ανέβασε στον Άθωνα. Εκεί του φανερώθηκε ένας έμπειρος,
άγνωστος, γηραιός ασκητής, ο οποίος του δίδαξε τα της μοναχικής πολιτείας. Η
Παναγία τον ενίσχυσε κι έμεινε εκεί επί σαράντα ήμερες νηστικός.
Επέστρεψε στην πατρίδα του από τον
ιερό Άθωνα με πλούσιες εμπειρίες, Με τον π. Δημήτριο Στανιλοάε συζητούσε τα του
αθωνικού ησυχασμού. Μαζί εργάσθηκαν για τη μετάφραση και τον σχολιασμό της
Φίλοκαλιας. Τον καιρό εκείνο όποιος τον πλησίαζε του μιλούσε μόνο για τη
Φιλοκαλία. Μένοντας στο μοναστήρι Σίμπαντα Ντε Σιούς απόκτησε το χάρισμα της
προοράσεως, Οι καρδιές των άνθρώπων του ήταν ανοιχτό βιβλίο. Ως εξομολόγος
βοηθούσε τους εξομολογούμενους ν’ ανοίξουν διάπλατα την καρδιά τους και να πουν
όλα τους τ’ ανομήματα, δίχως να κρύβουν τίποτε. Πολύ τον λυπούσε η αμετανοησία
των ανθρώπων.
Στην περίοδο του αθεϊστικού
καθεστώτος φυλακίσθηκε και ταλαιπωρήθηκε. Δεν έπαυσε όμως ποτέ να προσεύχεται
και να βοηθά τους ανθρώπους με διάφορους τρόπους, Προείδε το τέλος του τρία έτη
προ της εκδημίας του. Ανεπαύθη στις 29.11.1989, αφού προείπε την πτώση του
κομμουνισμού. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τώρα γνωρίζω που πηγαίνω…», Πλήθος
κληρικών, μοναχών και λαϊκών τον συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία του.
Ετάφη στο προαύλιο της γυναικείας μονής Πρίσλοπ, πού ήταν Πνευματικός. Ο τάφος του κατέστη προσκύνημα. Οι πιστοί μετά το προσκύνημά τους, την προσευχή τους, και κατά την πίστη τους, βλέπουν θαύματα. Τον όσιο επικαλούνται ιδιαίτερα οι νέοι.
Στον τάφο του συμβαίνει ένα παράδοξο. Ενώ εκεί έχει συνήθως παγωνιά, τα λουλούδια του τάφου του είναι πάντοτε ανθισμένα και ποτέ δεν μαραίνονται, δεν καίγονται, δεν παγώνουν. Ο μακαριστός φίλος του μακάριου π. Αρσενίου, π. Δημήτριος Στανιλοάε, έλεγε: «Ο π. Αρσένιος είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ορθοδόξου ρουμανικού μοναχισμού».
Ετάφη στο προαύλιο της γυναικείας μονής Πρίσλοπ, πού ήταν Πνευματικός. Ο τάφος του κατέστη προσκύνημα. Οι πιστοί μετά το προσκύνημά τους, την προσευχή τους, και κατά την πίστη τους, βλέπουν θαύματα. Τον όσιο επικαλούνται ιδιαίτερα οι νέοι.
Στον τάφο του συμβαίνει ένα παράδοξο. Ενώ εκεί έχει συνήθως παγωνιά, τα λουλούδια του τάφου του είναι πάντοτε ανθισμένα και ποτέ δεν μαραίνονται, δεν καίγονται, δεν παγώνουν. Ο μακαριστός φίλος του μακάριου π. Αρσενίου, π. Δημήτριος Στανιλοάε, έλεγε: «Ο π. Αρσένιος είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ορθοδόξου ρουμανικού μοναχισμού».
Ο π. Αρσένιος γράφοντας προς
μοναχούς, ανέφερε τα εξής αξιοσημείωτα: «Οι λαϊκοί βλέπουν τους μοναχούς μέσα
από τα πάθη τους, από τα οποία πολεμούνται, και δεν θέλουν να πιστεύσουν ότι
είναι δυνατόν οι μοναχοί να κάμουν μία ενάρετη ζωή. Η αρετή είναι ακατανόητη,
ενίοτε ονομάζεται άπ’ αυτούς και υποκρισία. Έτσι, αδελφέ μοναχέ, σκέπασε τους
ανθρώπους εν αγάπη με την πολλή σου προσευχή και θα ιδής να ανάπτη στις καρδιές
αυτών των εκκοσμικευμένων χριστιανών, με τους οποίους συνομιλούσες, μία θεία
φλόγα, την οποία δεν ημπορώ να περιγράψω, αλλά μόνο με πάθος την υποστηρίζω».
Ο υποτακτικός του ιεροδιάκονος
Δομέτιος, έξι μήνες μετά την κοίμηση του οσίου Γέροντός του, έγραφε γι’ αυτόν:
«Ο π. Αρσένιος ήτο άνθρωπος του Θεού. Ήτο και θα παραμείνη ένα φως στον ουρανό
της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας. Εγοήτευε τα πλήθη των πιστών, όλων των
ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων. Ιδιαίτερα τον αγάπησε η σπουδάζουσα νεολαία,
η οποία επιθυμούσε να γευθή τα πνευματικά του βιώματα και ενεργήματα της θείας
Χάριτος για την διατήρησι της ανθρωπίνης αξιοπρέπειας και την βίωση της
Αληθείας. Πολλές διδαχές και έργα θαυμαστά έκανε ο πατήρ με την θεία Χάρι, τα
οποία αποκαλύπτονται και θα αποκαλυφθούν στον καιρό τους. Εμείς ημπορούμε να
βεβαιώσουμε ότι ο πατήρ ήτο προορατικός και θαυματουργός άγιος των ημερών μας,
ότι βασανίσθηκε πολύ στις φυλακές και, όταν εξήλθε, εργάσθηκε σαν ποιμήν
αληθινός υπέρ σωτηρίας του λαού του Θεού…».
Πηγές – Βιβλιογραφία:
Δομετίου Ιεροδιακόνου, Η ζωή του
οσίου Γέροντος Αρσενίου Μπόκα (1910-1989) Ρουμάνου χαρισματούχου αγίου των
ημερών μας (μετάφραση μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη),Ορθόδοξη Μαρτυρία 72/2004,
σσ. 58-63, 73/2004, σσ. 48-51, Όσιος Φιλόθεος της Πάρου 9/2003, σσ. 91-123.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου,
Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄ – 1984-2000, §
Ιερομόναχος Αρσένιος Αγιορείτης (1910-1989), Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις,
Σεπτέμβριος 2011.
http://www.pemptousia.gr
Ὁ Πανοσιώτατος πατήρ Ἀρσένιος Μπόκα γεννήθηκε τό 1910 στό χωριό Βάτσα ντέ Σούς, δίπλα στήν περιοχή Μπράντ τοῦ νομοῦ Χουνεντοάρα ἀπό ὀρθοδόξους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Ἰωσήφ καί τήν Χριστίνα.
Ὅταν ἡ μητέρα του, ἔμεινε ἔγκυος στόν Ἰωάννη, (διότι αὐτό τό ὄνομα ἔλαβε στό βάπτισμά του ὁ π. Ἀρσένιος) ὠνειρεύθηκε ὅτι ἔλαμπε στήν κοιλιά της πότε ὁ ἥλιος καί πότε ἡ σελήνη καί πάντοτε σκεπτόταν καί ἀναρρωτιόταν τί παιδί θά εἶναι αὐτό πού θά γεννηθῆ.
Κάποιο καιρό ἀπέθανε ὁ πατέρας του Ἰωσήφ, ἡ μητέρα του ἔμεινε χήρα σέ νέα ἡλικία, ἐνῶ ἡ μητέρα της τήν ἐπίεζε νά ὑπανδρευθῆ γιά δεύτερη φορά.
Αὐτός ὁ δεύτερος γάμος τῆς μητέρας του στενοχωροῦσε πολύ τόν υἱό της Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος πλέον δέν ἤθελε νά πηγαίνη στό σπίτι του, γι᾿ αὐτό καί ἡ μητέρα του γιά πολλά χρόνια δέν ἤξερε τίποτε γι᾿ αὐτόν.
Ὁ Πατήρ μᾶς ἐδιηγεῖτο ὅτι ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τήν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, τόν ἐμάθαινε κι αὐτόν νά καρφώνη καρφιά στό ξύλο, ἀλλά αὐτός μή ἔχοντας τήν ἀναγκαία δεξιοτεχνία, τά ἔσπαζε ἤ τοῦ ἐλύγιζαν καί τότε ὁ πατέρας του τόν κτυποῦσε μέ τό λουρί πού ἀκόνιζε τίς φαλτσέτες τοῦ μαγαζιοῦ του.
Εἶχε καί μία ἀδελφή, πού ὠνομαζόταν Κωνσταντινιά, ἀλλά ἀπέθανε νέα. Ἡ γιαγιά του Ἄννα, ἦτο καί αὐτή πολύ πιστή χριστιανή καί ἔθαψε τήν ἐγγόνα της σ᾿ ἕνα τόπο πολύ ὡραῖο καί ὑψηλό. Ἐκεῖ στόν τάφο της ἔκτισε καί ἐκκλησούλα, λέγοντας ὅτι, ἐάν ὁ ἀδελφός της Ἰωάννης γίνη ἱερεύς, θά λειτουργῆ στήν ἐκκλησούλα καί θά ἔχη δίπλα καί τήν ἀδελφή του.
Ὁ
χριστιανὸς
πρέπει νὰ
πονᾶ
βαθιὰ
γιὰ
τὴν
σωτηρία τῆς
ψυχῆς
του. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρωταρχικό του καθῆκον. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μόνο μέσα γι’ αὐτὴ τὴν ἐργασία τῆς σωτηρίας. Ἡ αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς εἶναι τόσο ἀναγκαία, ὥστε χωρὶς αὐτὴν τὸ πᾶν στὸν κόσμο εἶναι μηδέν.
Ὅλες
οἱ
χαρὲς
τοῦ
κόσμου, ὅλες
οἱ
ὡραιότητες,
τὰ
δῶρα,
ὅλες
οἱ
ἐπιστῆμες, οἱ τέχνες, τὰ ἐπαγγέλματα πρέπει νὰ ἐκτιμοῦνται μόνο στὸ μέτρο στὸ ὁποῖο συμβάλλουν στὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν.
Ἀλήθεια,
ὠφέλιμο
εἶναι
τὸ
ἔργο
ἐκεῖνο ποὺ γίνεται γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ ὄχι ἡ ἄνεσις καὶ τὰ ἐπίγεια ἔργα. Εἶναι τελείως ἀνόητος ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει περισσότερο γι’ αὐτά, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ τὸν βοηθήσουν καθόλου γιὰ τὴν σωτηρία του.
Ἐὰν
θέλης νὰ
ζήσης σαρκικά, θὰ χάσης τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα σου, ἐνῶ, ἐὰν θέλης νὰ ζήσης μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ σώσης καὶ τὰ δύο: καὶ τὸ σῶμα σου καὶ τὴν ψυχή σου.
Ἐὰν
ἐπιθυμῆς
τὴν
σωτηρία, κᾶνε
ὅ,τι
ἠμπορεῖς
γι’ αὐτήν.
Ὅπως
εἶναι
ἁμαρτία
νὰ
κάνης τὸ
κακό, ἔτσι
εἶναι
ἁμαρτία
νὰ
μὴ
κάνης τὸ
καλό.
Δὲν
ἠμπορεῖ
νὰ
θεωρηθῆ
δοῦλος
τοῦ
Κυρίου ἐκεῖνος
ὁ
ὁποῖος
ὑποτάσσεται
στὶς
ἐπιθυμίες
του.
Ὅποιος
ἀποφεύγει
τὴν
ὑπομονή,
ἀποφεύγει
καὶ
τὴν
σωτηρία. Ἡ
σωτηρία δὲν
εἶναι
μόνο νὰ
μὴ
κάνης τὸ
κακό, ἀλλὰ
καὶ
νὰ
ὑπομένης
μὲ
ἀνδρεία
τὸ
κακό.
Τί πολλοὶ
κόποι καταβάλλονται γιὰ
τὸν
ἐπίγειο
μισθό! Ἄραγε
δὲν
πρέπει νὰ
κοπιάσουμε περισσότερο γιὰ
τὴν
οὐράνια
ἀμοιβή;
Εἶναι
μεγάλος ὁ
ἀγώνας
γιὰ
τὶς
ἀρετές,
ἀλλὰ
εἶναι
μεγαλύτερος ὁ
μισθὸς
καὶ
τιμιώτερη ἡ
ἄσκησις.
Γιὰ
ἕνα
πουλὶ
ποὺ
πετᾶ
στὸν
ἀέρα
ἄραγε
εἶναι
βαρειὲς
οἱ
πτεροῦγες
του; Ὄχι.
Ἔτσι
ἀκριβῶς
καὶ γιὰ
τὸν
ἀληθινὸ
χριστιανὸ
δὲν
εἶναι
δύσκολες οἱ
ἐντολὲς
τοῦ
Χριστοῦ,
διὰ
τῆς
ἐφαρμογῆς
τῶν
ὁποίων
ἡ
ψυχή μας ἐνισχυομένη
πετᾶ
στὸν
οὐρανό.
Μακάριος εἶναι
ἐκεῖνος,
ὁ
ὁποῖος
ἀρχίζει
καλά, ἀλλὰ
καὶ
τελειώνει καλὰ
τὸν
ἀγῶνα
του. Ἡ
ἄσκησις
τῆς
μετανοίας καὶ
τῆς
μάχης μὲ
τὰ
πάθη πρέπει νὰ
γίνεται σὲ
ὅλη
μας τὴν
ζωή.
Τὰ
ἔργα
ποὺ
δὲν
γίνονται μὲ
καλὴ
πρόθεσι ὁμοιάζουν
μὲ
σῶμα
χωρὶς
ψυχὴ
καὶ
ὁ
Θεὸς
τὰ
ἀπορρίπτει.
Ὅλες
οἱ
ἐντολὲς
τοῦ
Θεοῦ
ἑνώνονται
στὴν
ἐντολὴ
τῆς
ἀγάπης.
Ὀνομάζεσαι πατὴρ τῶν παιδιῶν σου κατὰ σάρκα, νὰ εἶσαι καὶ πατήρ τους κατὰ πνεῦμα. Ὄχι μόνο νὰ κάνης τὴν ἁπλῆ γέννησι σὰν πατέρας, ἀλλὰ προπαντὸς νὰ τοὺς δώσης τὴν καλὴ ἀγωγὴ στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἔμαθες νὰ γεννᾶς παιδιά; Τώρα νὰ τὰ παιδαγωγήσεις ὅπως πρέπει, γιὰ νὰ φέρης μὲ ἀξία τὸ ὄνομα τοῦ πατρός.
Ὄχι μόνο ἡ κυοφορία τοῦ παιδιοῦ στὴν κοιλιά σου σὲ κάνει μητέρα, ἀλλὰ ἡ καλὴ χριστιανικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν σου. Ὁ πρῶτος λόγος ποὺ θὰ εἰπῆς στὸ παιδί σου νὰ εἶναι γιὰ τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο χαρίζεται καὶ τὸ πρῶτο χαμόγελο τοῦ παιδιοῦ σου.
Ὅταν
γεννᾶται
ἕνα
παιδί, ἡ
μητέρα δίνει στὸν
κόσμο ἕνα
ἄνθρωπο
καὶ
στὴν
συνέχεια πρέπει δι’ αὐτῆς νὰ δώση ὁ οὐρανὸς ἕνα ἄγγελο. Ἡ καλὴ ψυχικὴ κατάστασις τῶν παιδιῶν ἐξαρτᾶται κατὰ μέγα μέρος ἀπὸ τὴν ἁγία ἐπίδρασι τὴν ὁποία ἔχει ἡ μητέρα ἐπάνω τους.
Δῶστε μας τὶς καλύτερες μητέρες (ταπεινὲς καὶ πιστὲς στὸν Θεό) καὶ θὰ σᾶς δώσουμε τοὺς καλύτερους ἀνθρώπους.
Δὲν ὑπάρχει καμία ἀνώτερη τέχνη ἀπὸ τὴν τέχνη τῆς ἀγωγῆς. Ὅ,τι ἀγωγὴ θὰ δώσουν οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους, στὴν νηπιακὴ τους ἡλικία, ἀπ’ αὐτὴ συνήθως θὰ ἐξαρτηθῆ, ἂν θὰ γίνουν εὐάρεστα στὸν Θεό.
Οἱ γονεῖς θὰ τιμωρηθοῦν ὄχι μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παιδιά τους, τὰ ὁποῖα δὲν τὰ ἀνέθρεψαν μὲ τὸ πνεῦμα τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς πίστεως στὸν Χριστό.
Γονεῖς οἱ ὁποῖοι δὲν μεγαλώνουν τὰ παιδιά τους ὅπως πρέπει, δηλαδὴ χριστιανικά, τὰ γεννοῦν μόνο γιὰ μιὰ παροδικὴ ζωή, σωματική, καὶ τοὺς ἀνοίγουν τὴν πόρτα γιὰ τὸν αἰώνιο θάνατο, τὴν κόλασι.
Νὰ εἶσαι πρῶτα ἐσὺ ὁ ἴδιος, αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνης στὸν ἄλλον. Ἐὰν θέλης νὰ διδάξης τὰ παιδιά σου, δίδαξε πρῶτα τὸν ἑαυτό σου ἐν πνεύματι τοῦ Θεοῦ.
Ἱερομονάχου
Γέροντα Ἀρσενίου
Μπόκα (+1910-1989)
Πρόλογος
Τό παρόν βιβλίο περιέχει κείμενα ἑνός
μοναχοῦ,
πού ἀπευθύνονται
σέ μοναχούς. Ὁ
μοναχός, ὁ
ὁποῖος
ἔγραψε
αὐτά
πού ἀκολουθοῦν
στό βιβλίο αὐτό
εἶναι
ὁ
π. Ἀρσένιος
Μπόκα, μεγάλος καθοδηγητής τῶν
ψυχῶν
κατά τόν 20ον αἰῶνα.
Ἀνάμεσα
στά γραπτά του πού ἄφησε,
περιλαμβάνονται κι αὐτά
μέ τόν τίτλο: «Βαθμοί τῆς
μοναχικῆς
πολιτείας», τό ὁποῖο
παρουσιάζουμε ἐδῶ.
Σ᾿ αὐτό καταγράφθηκαν οἱ σκέψεις τοῦ π. Ἀρσενίου προοριζόμενες γιά τούς μοναχούς, σάν μαθήματα τῆς μοναχικῆς σχολῆς. Αὐτά τά κείμενα ἔφθασαν σέ μένα, μέσῳ τῆς μοναχῆς Ἀμβροσίας Στόϊκα, πού εἶναι τώρα στό μοναστήρι Πρισλόπ, στό ὁποῖο τό ἔτος 1960, βάσει τοῦ κυβερνητικοῦ διατάγματος 410, ὑποχρεώθηκε ν᾿ ἀναχωρήση ἀπό τό μοναστήρι Χουρέζι, στό ὁποῖο ζοῦσε μέχρι τότε.
Ἀναχωρώντας ἀπό τό μοναστήρι της ἡ μοναχή Ἀμβροσία, ἐγκαταστάθηκε στό χωριό πού γεννήθηκε, Ντραγκούσι τῆς περιοχῆς τοῦ Φαγκαρᾶς. Ἐπειδή ζοῦσε πλησίον στό μοναστήρι μας Σίμπατα ντε Σιούς, ἐρχόταν πάντοτε. Τότε μᾶς γνωστοποίησε τά κείμενα αὐτά γιά τήν μοναχική πολιτεία, πού γράφθηκαν ἀπό τόν μακαριστό π.Ἀρσενιο. Ἐμεῖς χαρήκαμε ἀπ᾿ αὐτά τά γραπτά καί τά ἀντιγράψαμε. Τώρα, ὅταν μοῦ ζητήθηκαν, διεπίστωσα ὅτι εἶχαν ἀντιγραφῆ ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1961.
Κατόπιν τά ἐκτύπησαν στήν γραφομηχανή μερικοί ἐραστές τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δικά μου πνευματικά παιδιά. Καί μόλις, μετά ἀπό 40 χρόνια, τυπώνονται γιά νά φθάσουν στά χέρια ὅλων τῶν εὐλαβῶν ἀναγνωστῶν.
Τά κείμενα αὐτά, πού ἀπευθύνονται σέ μοναχούς, εἶναι κατάλληλα ἀκόμη καί γιά τούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νά πλησιάσουν τήν ζωή τους καί τίς μοναχικές ἀρετές. Κι αὐτό εἶναι πολύ καλό, διότι δέν εἶναι καλεσμένοι γιά τήν χριστιανική τελειότητα μόνο οἱ μοναχοί, ἀλλά ὅλοι οἱ Χριστιανοί.
Γιά νά γίνη κάποιος μοναχός, θά πρέπει νά ξεπεράση τήν συνη-θισμένη χριστιανική ζωή. Ὁ συνηθισμένος τύπος Χριστιανοῦ εἶναι κι αὐτός καλεσμένος σέ μιά πληρότητα χριστιανικῆς βιοτῆς, ἰδιαίτερα τῆς ἀγάπης καί ταπεινώσεως. Ὅλοι ἔχουμε τόν ἴδιο σκοπό: Τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλοι πρέπει ν᾿ ἀκολουθοῦμε αὐτόν τόν σκοπό: Τήν καθαρότητα ἀπό τά πάθη. Συνεπῶς μέ τήν καθαρότητα τῶν παθῶν πρέπει νά προχωρήσουμε πρός τήν χριστιανική μας τελειοποίησι, εἴτε εἴμεθα μοναχοί εἴτε ὄχι.
Πρός αὐτή τήν προοπτική μᾶς κατευθύνουν καί τά διδάγματα αὐτά, τά ὁποῖα, ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι ἀπευθύνονται πρός ὅλους τούς ἀγωνιζομένους Χριστιανούς. Ὁ Καθένας θά λάβη ἀπό τό βιβλίο αὐτό ὅ,τι χρειάζεται στήν προσωπική του ζωή καί τήν ψυχική του κατάστασι.
Κατάλαβα ἀπό τά λόγια τῆς μοναχῆς Ἀμβροσίας, ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος ἐπιθυμοῦσε τά μοναχικά αὐτά μαθήματα νά τά μάθουν ἀπό στήθους, ὅσοι ἀγαποῦν τήν σωτηρία τους. Ἐπιθυμοῦσε νά τ᾿ ἀποκτήσουν ὅλοι καί διαβάζοντάς τα νά μή τά ξεχνοῦν καί νά λαμβάνουν τίς συμβουλές καί κατευθύνσεις, πού ζητοῦν νά μάθουν.
Ὅσοι κρατοῦν στήν μνήμη τους αὐτές τίς ὁδηγίες, θά λάβουν ὠφέλεια, πού ἀλλοῦ ἴσως δέν εὑρῆκαν. Καταγράφω μερικές συνθηματικές συμβουλές του:
«Ἡ ἐπίπληξις νικᾶ, ἀλλά δέν πείθει».
«Ἐμεῖς ἔχουμε τόν νοῦ μας, ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ μέ τόν Θεό, σέ στάσι ὑποταγῆς, χωρίς συνομιλία».
«Ἡ θρησκεία δέν εἶναι ἐπιστήμη, ἀλλά συνείδησις».
«Ἡ σωτηρία ἐργάζεται μόνον ἐπάνω στά ἐρείπια τοῦ ἐγωϊσμοῦ».
«Μία ψυχή λυπημένη, εἶναι μία ψυχή μέ σβησμένα φῶτα».
Ἰδού μερικές σκέψεις, τίς ὁποῖες εἶναι καλό νά φέρουμε συχνά στόν νοῦ μας καί ν᾿ ἀποτελοῦν συχνά-πυκνά σημεῖα ἀναφορᾶς μας στήν πνευματική μας ζωή.
Ἐκτυπώνοντας αὐτό τό βιβλίο ὁ ἐκδοτικός οἶκος «Θεόγνωστος» μᾶς δίνει τήν ἀφορμή καί τήν δυνατότητα νά πλουτίσουμε ψυχικά καί μᾶς προσανατολίζει πρός μία ἀνώτερη ζωή, πρός μία ὁλοκλήρωσι τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας σέ ὑψηλότερες ἀναβάσεις πρός δόξα Θεοῦ καί πρός ὠφέλεια ὅλων μας, γιά τό καλό ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τόν ὁποῖον στηρίζουν στήν ἀνοδική πορεία του ὅλοι οἱ δίκαιοι καί οἱ συχνά προσευχόμενοι, ἐφ᾿ ὅσον ἡ προσευχή εἶναι ἡ δύναμις τοῦ κόσμου».
Κλίνουμε λοιπόν τήν κεφαλή μας μέ ἐμπιστοσύνη, μέ ἐλπίδα καί μέ χαρά ἐπάνω στίς σελίδες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἀπό τό ὁποῖο παίρνουμε κάθε τι τό ξεχωριστό γιά τήν πνευματική μας πρόοδο πρός τόν Θεό καί πρός ὑπέρβασι τῆς καταστάσεώς μας στήν ὁποία εὑρισκόμεθα. Καί, ὅταν θά αἰσθανθοῦμε τήν ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτά τά ὁποῖα ἐμάθαμε καί ἐζήσαμε, νά στρέφουμε τήν προσοχή μας μέ εὐγνωμοσύνη καί σ᾿ αὐτούς πού συνήργησαν εὐνοϊκά γιά νά ἐκδοθῆ αὐτό τό βιβλίο πρός ψυχική μας ὠφέλεια.
Ἀρχιμανδρίτης Θεόφιλος Παραϊάν
Ἱερά Μονή Σίμπατα ντε Σιούς
Φαγκαρᾶς Σιμπίου Ρουμανίας
Σ᾿ αὐτό καταγράφθηκαν οἱ σκέψεις τοῦ π. Ἀρσενίου προοριζόμενες γιά τούς μοναχούς, σάν μαθήματα τῆς μοναχικῆς σχολῆς. Αὐτά τά κείμενα ἔφθασαν σέ μένα, μέσῳ τῆς μοναχῆς Ἀμβροσίας Στόϊκα, πού εἶναι τώρα στό μοναστήρι Πρισλόπ, στό ὁποῖο τό ἔτος 1960, βάσει τοῦ κυβερνητικοῦ διατάγματος 410, ὑποχρεώθηκε ν᾿ ἀναχωρήση ἀπό τό μοναστήρι Χουρέζι, στό ὁποῖο ζοῦσε μέχρι τότε.
Ἀναχωρώντας ἀπό τό μοναστήρι της ἡ μοναχή Ἀμβροσία, ἐγκαταστάθηκε στό χωριό πού γεννήθηκε, Ντραγκούσι τῆς περιοχῆς τοῦ Φαγκαρᾶς. Ἐπειδή ζοῦσε πλησίον στό μοναστήρι μας Σίμπατα ντε Σιούς, ἐρχόταν πάντοτε. Τότε μᾶς γνωστοποίησε τά κείμενα αὐτά γιά τήν μοναχική πολιτεία, πού γράφθηκαν ἀπό τόν μακαριστό π.Ἀρσενιο. Ἐμεῖς χαρήκαμε ἀπ᾿ αὐτά τά γραπτά καί τά ἀντιγράψαμε. Τώρα, ὅταν μοῦ ζητήθηκαν, διεπίστωσα ὅτι εἶχαν ἀντιγραφῆ ἀπό τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1961.
Κατόπιν τά ἐκτύπησαν στήν γραφομηχανή μερικοί ἐραστές τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δικά μου πνευματικά παιδιά. Καί μόλις, μετά ἀπό 40 χρόνια, τυπώνονται γιά νά φθάσουν στά χέρια ὅλων τῶν εὐλαβῶν ἀναγνωστῶν.
Τά κείμενα αὐτά, πού ἀπευθύνονται σέ μοναχούς, εἶναι κατάλληλα ἀκόμη καί γιά τούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται νά πλησιάσουν τήν ζωή τους καί τίς μοναχικές ἀρετές. Κι αὐτό εἶναι πολύ καλό, διότι δέν εἶναι καλεσμένοι γιά τήν χριστιανική τελειότητα μόνο οἱ μοναχοί, ἀλλά ὅλοι οἱ Χριστιανοί.
Γιά νά γίνη κάποιος μοναχός, θά πρέπει νά ξεπεράση τήν συνη-θισμένη χριστιανική ζωή. Ὁ συνηθισμένος τύπος Χριστιανοῦ εἶναι κι αὐτός καλεσμένος σέ μιά πληρότητα χριστιανικῆς βιοτῆς, ἰδιαίτερα τῆς ἀγάπης καί ταπεινώσεως. Ὅλοι ἔχουμε τόν ἴδιο σκοπό: Τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλοι πρέπει ν᾿ ἀκολουθοῦμε αὐτόν τόν σκοπό: Τήν καθαρότητα ἀπό τά πάθη. Συνεπῶς μέ τήν καθαρότητα τῶν παθῶν πρέπει νά προχωρήσουμε πρός τήν χριστιανική μας τελειοποίησι, εἴτε εἴμεθα μοναχοί εἴτε ὄχι.
Πρός αὐτή τήν προοπτική μᾶς κατευθύνουν καί τά διδάγματα αὐτά, τά ὁποῖα, ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι ἀπευθύνονται πρός ὅλους τούς ἀγωνιζομένους Χριστιανούς. Ὁ Καθένας θά λάβη ἀπό τό βιβλίο αὐτό ὅ,τι χρειάζεται στήν προσωπική του ζωή καί τήν ψυχική του κατάστασι.
Κατάλαβα ἀπό τά λόγια τῆς μοναχῆς Ἀμβροσίας, ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος ἐπιθυμοῦσε τά μοναχικά αὐτά μαθήματα νά τά μάθουν ἀπό στήθους, ὅσοι ἀγαποῦν τήν σωτηρία τους. Ἐπιθυμοῦσε νά τ᾿ ἀποκτήσουν ὅλοι καί διαβάζοντάς τα νά μή τά ξεχνοῦν καί νά λαμβάνουν τίς συμβουλές καί κατευθύνσεις, πού ζητοῦν νά μάθουν.
Ὅσοι κρατοῦν στήν μνήμη τους αὐτές τίς ὁδηγίες, θά λάβουν ὠφέλεια, πού ἀλλοῦ ἴσως δέν εὑρῆκαν. Καταγράφω μερικές συνθηματικές συμβουλές του:
«Ἡ ἐπίπληξις νικᾶ, ἀλλά δέν πείθει».
«Ἐμεῖς ἔχουμε τόν νοῦ μας, ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ μέ τόν Θεό, σέ στάσι ὑποταγῆς, χωρίς συνομιλία».
«Ἡ θρησκεία δέν εἶναι ἐπιστήμη, ἀλλά συνείδησις».
«Ἡ σωτηρία ἐργάζεται μόνον ἐπάνω στά ἐρείπια τοῦ ἐγωϊσμοῦ».
«Μία ψυχή λυπημένη, εἶναι μία ψυχή μέ σβησμένα φῶτα».
Ἰδού μερικές σκέψεις, τίς ὁποῖες εἶναι καλό νά φέρουμε συχνά στόν νοῦ μας καί ν᾿ ἀποτελοῦν συχνά-πυκνά σημεῖα ἀναφορᾶς μας στήν πνευματική μας ζωή.
Ἐκτυπώνοντας αὐτό τό βιβλίο ὁ ἐκδοτικός οἶκος «Θεόγνωστος» μᾶς δίνει τήν ἀφορμή καί τήν δυνατότητα νά πλουτίσουμε ψυχικά καί μᾶς προσανατολίζει πρός μία ἀνώτερη ζωή, πρός μία ὁλοκλήρωσι τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς μας σέ ὑψηλότερες ἀναβάσεις πρός δόξα Θεοῦ καί πρός ὠφέλεια ὅλων μας, γιά τό καλό ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, τόν ὁποῖον στηρίζουν στήν ἀνοδική πορεία του ὅλοι οἱ δίκαιοι καί οἱ συχνά προσευχόμενοι, ἐφ᾿ ὅσον ἡ προσευχή εἶναι ἡ δύναμις τοῦ κόσμου».
Κλίνουμε λοιπόν τήν κεφαλή μας μέ ἐμπιστοσύνη, μέ ἐλπίδα καί μέ χαρά ἐπάνω στίς σελίδες αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, ἀπό τό ὁποῖο παίρνουμε κάθε τι τό ξεχωριστό γιά τήν πνευματική μας πρόοδο πρός τόν Θεό καί πρός ὑπέρβασι τῆς καταστάσεώς μας στήν ὁποία εὑρισκόμεθα. Καί, ὅταν θά αἰσθανθοῦμε τήν ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτά τά ὁποῖα ἐμάθαμε καί ἐζήσαμε, νά στρέφουμε τήν προσοχή μας μέ εὐγνωμοσύνη καί σ᾿ αὐτούς πού συνήργησαν εὐνοϊκά γιά νά ἐκδοθῆ αὐτό τό βιβλίο πρός ψυχική μας ὠφέλεια.
Ἀρχιμανδρίτης Θεόφιλος Παραϊάν
Ἱερά Μονή Σίμπατα ντε Σιούς
Φαγκαρᾶς Σιμπίου Ρουμανίας
Ὁ Πανοσιώτατος πατήρ Ἀρσένιος Μπόκα γεννήθηκε τό 1910 στό χωριό Βάτσα ντέ Σούς, δίπλα στήν περιοχή Μπράντ τοῦ νομοῦ Χουνεντοάρα ἀπό ὀρθοδόξους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Ἰωσήφ καί τήν Χριστίνα.
Ὅταν ἡ μητέρα του, ἔμεινε ἔγκυος στόν Ἰωάννη, (διότι αὐτό τό ὄνομα ἔλαβε στό βάπτισμά του ὁ π. Ἀρσένιος) ὠνειρεύθηκε ὅτι ἔλαμπε στήν κοιλιά της πότε ὁ ἥλιος καί πότε ἡ σελήνη καί πάντοτε σκεπτόταν καί ἀναρρωτιόταν τί παιδί θά εἶναι αὐτό πού θά γεννηθῆ.
Κάποιο καιρό ἀπέθανε ὁ πατέρας του Ἰωσήφ, ἡ μητέρα του ἔμεινε χήρα σέ νέα ἡλικία, ἐνῶ ἡ μητέρα της τήν ἐπίεζε νά ὑπανδρευθῆ γιά δεύτερη φορά.
Αὐτός ὁ δεύτερος γάμος τῆς μητέρας του στενοχωροῦσε πολύ τόν υἱό της Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος πλέον δέν ἤθελε νά πηγαίνη στό σπίτι του, γι᾿ αὐτό καί ἡ μητέρα του γιά πολλά χρόνια δέν ἤξερε τίποτε γι᾿ αὐτόν.
Ὁ Πατήρ μᾶς ἐδιηγεῖτο ὅτι ὁ πατέρας του, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε τήν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, τόν ἐμάθαινε κι αὐτόν νά καρφώνη καρφιά στό ξύλο, ἀλλά αὐτός μή ἔχοντας τήν ἀναγκαία δεξιοτεχνία, τά ἔσπαζε ἤ τοῦ ἐλύγιζαν καί τότε ὁ πατέρας του τόν κτυποῦσε μέ τό λουρί πού ἀκόνιζε τίς φαλτσέτες τοῦ μαγαζιοῦ του.
Εἶχε καί μία ἀδελφή, πού ὠνομαζόταν Κωνσταντινιά, ἀλλά ἀπέθανε νέα. Ἡ γιαγιά του Ἄννα, ἦτο καί αὐτή πολύ πιστή χριστιανή καί ἔθαψε τήν ἐγγόνα της σ᾿ ἕνα τόπο πολύ ὡραῖο καί ὑψηλό. Ἐκεῖ στόν τάφο της ἔκτισε καί ἐκκλησούλα, λέγοντας ὅτι, ἐάν ὁ ἀδελφός της Ἰωάννης γίνη ἱερεύς, θά λειτουργῆ στήν ἐκκλησούλα καί θά ἔχη δίπλα καί τήν ἀδελφή του.
Ἔτσι,
ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε καί
τελείωσε καί τό σχολεῖο, μετέβη στό φημισμένο λύκειο «Ἀβραάμ Γιάνκου» τῆς πόλεως Μπράντ,
πού εἶναι ἕνα ἀπό τά πέντε
κτιτορικά σχολεῖα
τοῦ μεγάλου
μητροπολίτου τοῦ
Ἀρντεάλ Ἀνδρέα Σαγκούνα.
Τό ἔτος 1929 τελείωσε αὐτό τό Λύκειο ἄριστος μεταξύ τῶν ἀρίστων καί ἐπονομαζόμενος μεταξύ τῶν συμμαθητῶν τους ὡς «"ὁ ἅγιος» γιά τήν ἀποφασιστικότητα, σταθερότητα καί ἐπιμέλεια τῆς ζωῆς του.
Τόσος ἦτο ὁ σεβασμός τῶν συμμαθητῶν του πρός τό πρόσωπό του, ὥστε μέ τήν εὐκαιρία κάποιας ἑορτῆς στήν πλατεῖα τῆς πόλεως, οἱ ἀριστοῦχοι ἐκείνου τοῦ ἔτους μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἰωάννη καί τόν διευθυντή τους, καθηγητή Κάνδιδο Τσιοκάν, ἐπιστρέφοντες στήν πύλη τοῦ Λυκείου τους ἐστεφάνωσαν τόν Ἰωάννη μέ ἕνα κλαδί ἐλιᾶς σάν δεῖγμα τῆς ἁγίας ζωῆς του καί τῆς ἐπιδόσεώς του στά μαθήματα.
Ὅταν κάποτε ἕνας ἀπό τούς μαθητές ἑτοιμαζόταν νά πάρη ἕνα φυντάνι καί νά τό φυτεύση τιμῆς ἕνεκεν, ὁ διευθυντής τόν σταμάτησε καί τοῦ εἶπε: «Ὄχι, ἀλλά ὁ Ἰωάννης Μπόκα θά φυτεύση τό δενδρύλλιο».
Μ᾿ αὐτήν τήν προετοιμασία καί τίς λαμπρές σπουδές πού ἔκαμε, στήν συνέχεια γράφτηκε στήν θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Σιμπίου, πού λέγεται «Ἀνδρεϊάνα», πρός τιμήν τοῦ μητροπολίτου Ἀνδρέου.
Ἐκεῖ ὄχι μόνο σπούδασε τήν θεολογία, ἀλλά ἐπεδόθη καί μέ ἀσυνήθη ζῆλο στήν προσωπική πνευματική του ζωήἘπί πλέον ἀγάπησε καί τίς τέχνες. Ἔμαθε τήν ἐκκλησιαστική μουσική, νά παίζη λαοῦτο καί ἀσκήθηκε ἐπιμελῶς στήν ἁγιογραφία. Μέ τήν ἁγιογραφία ἀσχολεῖτο ἰδιωτικά σάν φοιτητής σ᾿ ἕνα δωματιάκι πλησίον τοῦ φαρμακείου τῆς Ἀκαδημίας.
Ἐδῶ τόν ἀνεκάλυψε γιά τά προσόντα του ὁ διαπρεπής καθηγητής Νικόλαος Ποποβίτσι, μετέπειτα ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ὀράντεα, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε μέ ὑποτροφία τῆς Μητροπόλεως Σιμπίου στή σχολή Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Βουκουρεστίου.
Ἐκεῖ ἀκολούθησε καί μαθήματα ἰατρικῆς.
Ἀλλ᾿ ὅμως δέν ἀπουσίαζε ποτέ ἀπό τά ἐνδιαφέροντα μαθήματα ὀρθοδόξου πνευματικότητος τοῦ π. Νικηφόρου Κραϊνίκ, μέ τόν ὁποῖον εἶχε συνδεθῆ πολύ. Ὁ μητροπολίτης Νικόλαος Μπάλαν τότε ἀσχολήθηκε μέ τήν ἵδρυσι καί λειτουργία, δίπλα στό μοναστήρι Σίμπαντα ντε Σιούς, ἑνός μοναχικοῦ σεμιναρίου, ὅπου ἐγένοντο δεκτοί, ἐκτός τῶν μοναχῶν, κατ᾿ ἐξαίρεσι καί μερικοί εὐσεβεῖς λαϊκοί νέοι.
Ὁ π. Ἀρσένιος μέ πρότασι τοῦ ἀνωτέρω Μητροπολίτου Νικολάου, ἐκάρη μοναχός στό μοναστήρι Σίμπαντα ντέ Σιούς τό 1939, ὅπου καί χειροτονήθηκε ἱερεύς ἀπό τόν ἴδιο.
Μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ὁ Μητροπολίτης τόν ἔστειλε στήν Ἑλλάδα, στό Ἄγιον Ὄρος γιά νά τελειοποιήση τίς γνώσεις του γύρω ἀπό τήν μοναχική τάξι καί τήν ἐν πνεύματι ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Φθάνοντας ἐκεῖ καί μή γνωρίζοντας κανέναν-ἔλεγε ὁ ἴδιος-μπῆκε σ᾿ ἕνα δάσος καί προσευχόταν πολύ στόν Σωτῆρα Χριστόν νά τοῦ στείλη στόν δρόμο του ἕνα πνευματικό ὁδηγό, ἀλλά ὁ Κύριος ἀπό θεία οἰκονομία δέν τοῦ ἔστειλε.
Γνωρίζοντας ὁ π. Ἀρσένιος ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μία καλή Μητέρα, ἡ ὁποία προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, τήν παρεκάλεσε μέ δάκρυα νά τοῦ ὑποδείξη ἕνα ἄνθρωπο-ὁδηγό γιά νά τόν διδάξη τά τῆς καλογερικῆς ζωῆς γιά τήν σωτηρία του, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί πράγματι ἦλθε ἡ ἴδια ἡ Κυρία Θεοτόκος, τόν ἐπῆρε ἀπό τό χέρι, τόν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὑψηλό βουνό, τό ὁποῖον ἦτο ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλες χαράδρες, ὅπου ἦτο φοβερό νά βλέπη κανείς κάτω.
Ἦτο τόσο ἀπόκρημνο καί κοφτερό, ὥστε δέν ἠμποροῦσε ἄνθρωπος νά περπατήση μέ γυμνά τά πόδια του. Ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἀνέβασε στήν κορυφή τοῦ ὄρους ἐκείνου καί τόν ἄφησε στήν ποιμαντική φροντίδα ἑνός ἁγίου πού ζοῦσε ἐκεῖ σ᾿ αὐτόν τόν τόπο, πρίν ἀπό 100 χρόνια. Κατόπιν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄφαντη.
Ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἐνίσχυσε νά μείνη νηστικός ἐπί 40 ἡμέρες καί στό διάστημα αὐτό διδάχθιηκε ἀπό τόν Ἅγιο ὅ,τι εἶχε ἀνάγκη γιά τήν μοναχική ζωή.
Μετά ἀπό τό διάστημα αὐτό τῶν 40 ἡμερῶν ἐπάνω στήν κορυφή ἐκείνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπέστρεψε στήν Ρουμανία, στό μητροπολιτικό Κέντρο τοῦ Σιμπίου, ὅπου ἔμεινε περισσότερο ἀπό ἕνα χρόνο.
Στήν Ἀκαδημία αὐτή ὑπηρετοῦσε τότε ὡς διευθυντής καί ὁ καταγόμενος ἀπό ἐκείνη τήν ἐπαρχία π. Δημήτριος Στανιλοάε, μέ τόν ὁποῖον ὁ π. Ἀρσένιος κατά τρόπον οἰκεῖον καί φιλικόν συζητοῦσε γιά τήν γραμμή τοῦ Ἀθωνικοῦ Ἡσυχασμοῦ. Τοῦ ἔφερε πολλά φιλοκαλικά χειρόγραφα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, τά ὁποῖα μελετοῦσε μέ λαχτάρα ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, τά μετέφρασε καί τά ἐσχολίασε, πραγματοποιώντας μέ τήν βοήθεια τοῦ π. Ἀρσενίου τήν ἐκτύπωσι τῶν πρώτων τόμων τῆς Φιλοκαλίας, τῶν ὁποίων τό ἐξώφυλλο ἐφιλοτέχνησε ὁ π. Ἀρσένιος.
Ὁσάκις ἱερεῖς τῶν γειτονικῶν ἐνοριῶν τῆς Μονῆς Σίμπαντα ντε΄Σιούς ἤρχοντο νά ἰδοῦν καί νά ἀκούσουν τόν π. Ἀρσένιο, ἐκεῖνος ἔπιανε αὐτή τήν εὐκαιρία καί τούς ὡμιλοῦσε γιά τήν φιλοκαλία καί τούς ἔδινε τά πρῶτα ἐκτυπωθέντα βιβλία. Αὐτοί οἱ ἱερεῖς ἦσαν καί οἱ πρῶτοι ἀναγνῶστες τῆς Φιλοκαλίας.
Στό μοναστήρι τοῦ μάρτυρος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (Σίμπατα ντε Σιούς) φωτίσθηκε ἀπό τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί προικίσθηκε μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως. Καί μόνο πού θά σέ ἀντίκρυζε, αἰσθανόσουν ὅτι ἔμπαινε στά βάθη τῆς ψυχῆς σου σάν τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Σέ καθήλωνε καί σοῦ ἀπεκάλυπτε τούς λογισμούς σου, τίς ἁμαρτίες καί τά ἔργα πού εἶχες κάνει. Δηλαδή ἐγνώριζε ὅλη τήν ζωή σου καί σέ καλοῦσε μέ τό ὄνομά σου.
Στήν μονή αὐτή ἐργάσθηκε μέχρι τό 1948. Ὅλοι οἱ Πιστοί τόν ἀνεγνώριζαν σάν ἕνα ἐξαιρετικό κληρικό, στολισμένον μέ ἰδιαίτερα χαρίσματα ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος του ἦτο ἀποφασιστικός, ἡ ματιά του διεισδυτική, τό μάτι τῆς ψυχῆς του διορατικό καί εἶχε τέτοια φυσικά χαρίσματα, τά ὁποῖα ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στό μοναστήρι αὐτό ὁ π. Ἀρσένιος ἐχρημάτισε ἡγούμενος, ἀλλά δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἔχη κάποιο ἐπίσημο ὄνομα. Ὁπωσδήποτε ἦτο μεγάλος πατήρ γιά ὅλα τά θαυμαστά ἔργα τά ὁποῖα ἠμποροῦσε μέ τήν θεία βοήθεια νά κάνη. Ξεπερνοῦσε τούς πάντες ἀπό πάσης ἀπόψεως καί στήν μόρφωσι καί στήν ἀντίληψι καί στίς δυνατότητες γνώσεως καί ἐρεύνης. Πραγματικά ἦτο ἕνας ἄνθρωπος χαρισματοῦχος καί ἀνώτερος ὅλων.
Στά βουνά τῆς μονῆς Σίμπαντα ντέ Σιούς, μέ τήν βοήθεια μερικῶν χριστιανῶν, ἐσκάλισε ὁ Πατήρ, ἕνα πέτρινο κελλί. Σέ ἕνα τόσο μεγάλο ὑψόμετρο 1700 μέτρων φυσικά δέν ὑπῆρχε νερό. Τότε ἐπῆρε ὁ π. Ἀρσένιος ἕνα τρυπάνι καί τρυπώντας τόν βράχο, ἐξῆλθε ἄφθονο καί γευστικό νερό, ὅπως βγῆκε μέ τήν προσευχή τοῦ προφήτου Μωϋσέως στήν ἔρημο. Αὐτό τό νερό τρέχει μέχρι σήμερα.
Ἀκόμη καί κάτω στήν πεδιάδα, ὅπου εἶναι τό μοναστήρι, ἔδωσε ἐντολή ὁ Πατήρ καί ἔσκαψαν ἐργάτες. Ἐξῆλθε νερό μέ τίς προσευχές του, τό ὁποῖο πίνουν οἱ ἄνθρωποι καί δοξάζουν τόν Θεό. Πολλοί μέ τήν πίστι στόν Θεό, πίνοντας ἀπ᾿ αὐτό τό νερό, θεραπεύονται ἀπό διάφορες ἀρρώστειές τους. Αὐτό γίνεται μέχρι σήμερα. Ἐκεῖ δίπλα ἔκτισαν καί ἕνα μικρό ἐκκλησάκι, ὅπου πηγαίνουν οἱ Πιστοί γιά νά προσκυνήσουν καί νά προσευχηθοῦν.
Οἱ Πιστοί τακτοποιοῦσαν τά θέματα τῆς ζωῆς τους σύμφωνα μέ τήν γνώμη τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἀπάντησι ἕτοιμη γιά τόν καθένα μέ τόν θεῖο φωτισμό.
Τώρα νά ἐξιστορήσουμε μερικά ἀπό τά θαυμαστά ἔργα του (θά ἠμποροῦσα νά τά ὀνομάσω θαύματα), διά τῶν ὁποίων ὁ Θεός ἀπεκάλυψε σέ πολλούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο προφήτης τῶν ἡμερῶν μας.
Ἀφ᾿ ὅτου χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ἔλαβε καί τήν εὐλογία νά ἐξομολογῆ, συχνά στήν ἐξομολόγησι ἔλεγε στούς ἀνθρώπους πού ἤρχοντο τά ἀνεξομολόγητα ἁμαρτήματά τους (τά ὁποῖα αὐτοί τά ἔκρυβαν ἤ τά ξεχνοῦσαν) καί μόνο σέ μερικούς ἔδινε τήν εὐλογία νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Εἶχε τό χάρισμα ἀπό τόν Θεό ὁ π. Ἀρσένιος καί ἔβλεπε τήν ἐσωτερική κατάστασι τῶν ἀνθρώπων κι αὐτά πού εἶχαν κάνει στήν ζωή τους καί αὐτά πού θά τούς συμβοῦν.
Βλέποντας ὅμως ὁ Πατήρ ὅτι πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς, πού ἐξωμολογοῦντο, δέν ἄλλαζαν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ἀλλά συνέχιζαν μέ τίς κακές ἐπιθυμίες τους καί τά ἁμαρτήματά τους καί γνωρίζοντας ὅτι θά εἶναι ἐγγυητής γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους στήν Μέλλουσα Κρίσι, παρεκάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψη γιά ποιά αἰτία οἱ ἄνθρωποι δέν ἀφήνουν τίς ἁμαρτίες τους.
Καί μία ἡμέρα, καθήμενος σ᾿ ἕνα κάθισμα στόν κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ καί κυττάζοντας πρός τό βουνό, βλέπει ὅτι ἐμφανίσθηκε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ἕνα μεγάλο σύννεφο, μαῦρο καί σκοτεινό καί μέσα σ᾿ αὐτό ἀκουγόταν φασαρία καί πολύς θόρυβος.
Ἀντικρύζοντας μέ περισσότερη προσοχή, παρετήρησε ὅτι ξαφνικά τό σύννεφο χωρίσθηκε σέ δύο μέρη καί στό μέσον τοῦ συννέφου, φάνηκε ἡ κορυφή τοῦ βουνοῦ, ὅπου ὑπῆρχε βασιλικός θρόνος περικυκλωμένος ἀπό φωτιά καί ὁ σατανᾶς νά κάθεται ἐκεῖ ἔχοντας γύρω του πολλούς δαίμονες.
Ἄκουσε τότε ὁ π. Ἀρσένιος τόν Ἑωσφόρο νά λέγη στούς δαίμονες:
-Ποιός ἀπό ἐσᾶς εἶναι ἐπιτήδειος νά εὕρη ἕνα πονηρό λογισμό, τόν ὁποῖον νά ψιθυρίσουμε στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων γιά νά τούς ἑλκύσουμε πρός τό μέρος μας κι ἔτσι νά κερδίσουμε πολλές ψυχές, νά κάνουμε μία βασιλεία μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, διότι ὀλίγος καιρός ἀκόμη μᾶς ἔμεινε.
Τότε ἐμφανίζεται ἕνας διάβολος. Προσκύνησε τόν ἀρχηγό του μέχρι τοῦ ἐδάφους καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, εὑρῆκα κατάλληλο νά ψιθυρίσω στούς ἀνθρώπους τόν λογισμό ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς τοῦ εἶπε: Δέν εἶναι πολύ καλή αὐτή ἡ πονηριά σου, διότι ἠμποροῦμε νά κερδίσουμε περισσότερους μέ ἄλλο τρόπο. Ἄς ἔλθη κάποιος ἄλλος.
Ἦλθε ὁ δεύτερος καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω, νά τούς ἀφήσουμε νά πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά νά τούς ψιθυρίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει, οὔτε παράδεισος οὔτε κόλασις καί ὅτι ἡ ζωή αὐτή ὑπάρχει μόνο μέχρι τοῦ τάφου.
Ὁ ἀρχισατανᾶς, μετά ἀπό ἀρκετή περίσκεψι τοῦ εἶπε:
Οὔτε μ᾿ αὐτή τήν πονηρή σκέψι θά ἠμπορέσουμε νά κερδίσουμε πάρα πολλούς, διότι ὁ Χριστός, ὅταν ἀνυψώθηκε στούς οὐρανούς, εἶπε στούς μαθητές Του: «Ἐν τῷ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου μοναί πολλαί εἰσι...καί ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν...» (Ἰωάν.14,2-3). Ἀκόμη εἶναι ἀρκετά ριζωμένη αὐτή ἡ πίστις στό νοῦ τῶν ἀνθρώπων ὅτι ὑπάρχει Θεός καί Αὐτός θά τούς ἀνταμείψη κατά τά ἔργα τους. Λοιπόν, ἄς ἔλθη ἄλλος.
Ἔρχεται ὁ τρίτος καί λέγει, ἀφοῦ πρῶτα τόν προσκύνησε μέχρι τοῦ ἐδάφους:
- Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω καλλίτερα νά ἐπαινοῦμε τούς ἀνθρώπους γιά τήν πίστι τους στόν Θεό, στήν ὕπαρξι τοῦ παραδείσου καί τῆς κολάσεως, στήν τελική Κρίσι, ἀλλά ταυτόχρονα, χωρίς διακοπές νά τούς ψιθυρίζουμε: «Μή βιάζεσθε νά μετανοήσετε.
Ἀφῆστε αὐτό τό ἔργο στά γεράματά σας, διότι ὁ θάνατος θ᾿ ἀργήση. Τώρα νά χαίρεσθε τίς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, νά ἱκανοποιῆτε ὅλες τίς σαρκικές σας ἐπιθυμίες, διότι ἔχετε ἀρκετό χρόνο μπροστά σας»! Καί κάνοντας ἐμεῖς τά δελεαστικά μαγικά μας ἔργα, δέν θά καταλαβαίνουν αὐτοί πότε περνάει ὁ καιρός καί ἔρχεται τό τέλος τους. Ὁ θάνατος θά ἔρχεται ξαφνικά καί θά τούς εὑρίσκει ἀπροετοίμαστους καί τότε αὐτοί θά εἶναι γιά πάντα ἰδικοί μας.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς ἐκούνησε τό κεφάλι του ἱκανοποιητικά. Ἐγρύλισε ἀπό μία διαβολική χαρά καί μέ μία βιαστική λαχτάρα τούς εἶπε:
-Πηγαίνετε καί κάνετε, ὅπως ἀκούσατε ἀπό τόν συνάδελφό σας!
Ἔτσι, μόνο τυπικά καί γιά τά μάτια τοῦ κόσμου ἐκπληρώνουν οἱ ἄνθρωποι τά χριστιανικά τους καθήκοντα, ἐφ᾿ ὅσον σέ κάθε στιγμή οἱ πονηροί δαίμονες τούς ψιθυρίζουν δελεαστικά γιά τίς ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί οἱ ἄνθρωποι ὑπακούουν. Δέν ἀλλάζουν τήν τακτική τους καί συνεχίζουν νά ἱκανοποιοῦν τίς ἐπιθυμίες τους καί τίς ἁμαρτίες τους, περιφρονώντας τίς πατρικές συμβουλές καί τήν ἀληθινή μετάνοια, ἔστω καί στά γεράματά τους.
Τό ἔτος 1929 τελείωσε αὐτό τό Λύκειο ἄριστος μεταξύ τῶν ἀρίστων καί ἐπονομαζόμενος μεταξύ τῶν συμμαθητῶν τους ὡς «"ὁ ἅγιος» γιά τήν ἀποφασιστικότητα, σταθερότητα καί ἐπιμέλεια τῆς ζωῆς του.
Τόσος ἦτο ὁ σεβασμός τῶν συμμαθητῶν του πρός τό πρόσωπό του, ὥστε μέ τήν εὐκαιρία κάποιας ἑορτῆς στήν πλατεῖα τῆς πόλεως, οἱ ἀριστοῦχοι ἐκείνου τοῦ ἔτους μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἰωάννη καί τόν διευθυντή τους, καθηγητή Κάνδιδο Τσιοκάν, ἐπιστρέφοντες στήν πύλη τοῦ Λυκείου τους ἐστεφάνωσαν τόν Ἰωάννη μέ ἕνα κλαδί ἐλιᾶς σάν δεῖγμα τῆς ἁγίας ζωῆς του καί τῆς ἐπιδόσεώς του στά μαθήματα.
Ὅταν κάποτε ἕνας ἀπό τούς μαθητές ἑτοιμαζόταν νά πάρη ἕνα φυντάνι καί νά τό φυτεύση τιμῆς ἕνεκεν, ὁ διευθυντής τόν σταμάτησε καί τοῦ εἶπε: «Ὄχι, ἀλλά ὁ Ἰωάννης Μπόκα θά φυτεύση τό δενδρύλλιο».
Μ᾿ αὐτήν τήν προετοιμασία καί τίς λαμπρές σπουδές πού ἔκαμε, στήν συνέχεια γράφτηκε στήν θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Σιμπίου, πού λέγεται «Ἀνδρεϊάνα», πρός τιμήν τοῦ μητροπολίτου Ἀνδρέου.
Ἐκεῖ ὄχι μόνο σπούδασε τήν θεολογία, ἀλλά ἐπεδόθη καί μέ ἀσυνήθη ζῆλο στήν προσωπική πνευματική του ζωήἘπί πλέον ἀγάπησε καί τίς τέχνες. Ἔμαθε τήν ἐκκλησιαστική μουσική, νά παίζη λαοῦτο καί ἀσκήθηκε ἐπιμελῶς στήν ἁγιογραφία. Μέ τήν ἁγιογραφία ἀσχολεῖτο ἰδιωτικά σάν φοιτητής σ᾿ ἕνα δωματιάκι πλησίον τοῦ φαρμακείου τῆς Ἀκαδημίας.
Ἐδῶ τόν ἀνεκάλυψε γιά τά προσόντα του ὁ διαπρεπής καθηγητής Νικόλαος Ποποβίτσι, μετέπειτα ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ὀράντεα, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε μέ ὑποτροφία τῆς Μητροπόλεως Σιμπίου στή σχολή Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Βουκουρεστίου.
Ἐκεῖ ἀκολούθησε καί μαθήματα ἰατρικῆς.
Ἀλλ᾿ ὅμως δέν ἀπουσίαζε ποτέ ἀπό τά ἐνδιαφέροντα μαθήματα ὀρθοδόξου πνευματικότητος τοῦ π. Νικηφόρου Κραϊνίκ, μέ τόν ὁποῖον εἶχε συνδεθῆ πολύ. Ὁ μητροπολίτης Νικόλαος Μπάλαν τότε ἀσχολήθηκε μέ τήν ἵδρυσι καί λειτουργία, δίπλα στό μοναστήρι Σίμπαντα ντε Σιούς, ἑνός μοναχικοῦ σεμιναρίου, ὅπου ἐγένοντο δεκτοί, ἐκτός τῶν μοναχῶν, κατ᾿ ἐξαίρεσι καί μερικοί εὐσεβεῖς λαϊκοί νέοι.
Ὁ π. Ἀρσένιος μέ πρότασι τοῦ ἀνωτέρω Μητροπολίτου Νικολάου, ἐκάρη μοναχός στό μοναστήρι Σίμπαντα ντέ Σιούς τό 1939, ὅπου καί χειροτονήθηκε ἱερεύς ἀπό τόν ἴδιο.
Μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ὁ Μητροπολίτης τόν ἔστειλε στήν Ἑλλάδα, στό Ἄγιον Ὄρος γιά νά τελειοποιήση τίς γνώσεις του γύρω ἀπό τήν μοναχική τάξι καί τήν ἐν πνεύματι ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Φθάνοντας ἐκεῖ καί μή γνωρίζοντας κανέναν-ἔλεγε ὁ ἴδιος-μπῆκε σ᾿ ἕνα δάσος καί προσευχόταν πολύ στόν Σωτῆρα Χριστόν νά τοῦ στείλη στόν δρόμο του ἕνα πνευματικό ὁδηγό, ἀλλά ὁ Κύριος ἀπό θεία οἰκονομία δέν τοῦ ἔστειλε.
Γνωρίζοντας ὁ π. Ἀρσένιος ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μία καλή Μητέρα, ἡ ὁποία προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, τήν παρεκάλεσε μέ δάκρυα νά τοῦ ὑποδείξη ἕνα ἄνθρωπο-ὁδηγό γιά νά τόν διδάξη τά τῆς καλογερικῆς ζωῆς γιά τήν σωτηρία του, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί πράγματι ἦλθε ἡ ἴδια ἡ Κυρία Θεοτόκος, τόν ἐπῆρε ἀπό τό χέρι, τόν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὑψηλό βουνό, τό ὁποῖον ἦτο ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλες χαράδρες, ὅπου ἦτο φοβερό νά βλέπη κανείς κάτω.
Ἦτο τόσο ἀπόκρημνο καί κοφτερό, ὥστε δέν ἠμποροῦσε ἄνθρωπος νά περπατήση μέ γυμνά τά πόδια του. Ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἀνέβασε στήν κορυφή τοῦ ὄρους ἐκείνου καί τόν ἄφησε στήν ποιμαντική φροντίδα ἑνός ἁγίου πού ζοῦσε ἐκεῖ σ᾿ αὐτόν τόν τόπο, πρίν ἀπό 100 χρόνια. Κατόπιν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄφαντη.
Ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἐνίσχυσε νά μείνη νηστικός ἐπί 40 ἡμέρες καί στό διάστημα αὐτό διδάχθιηκε ἀπό τόν Ἅγιο ὅ,τι εἶχε ἀνάγκη γιά τήν μοναχική ζωή.
Μετά ἀπό τό διάστημα αὐτό τῶν 40 ἡμερῶν ἐπάνω στήν κορυφή ἐκείνη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπέστρεψε στήν Ρουμανία, στό μητροπολιτικό Κέντρο τοῦ Σιμπίου, ὅπου ἔμεινε περισσότερο ἀπό ἕνα χρόνο.
Στήν Ἀκαδημία αὐτή ὑπηρετοῦσε τότε ὡς διευθυντής καί ὁ καταγόμενος ἀπό ἐκείνη τήν ἐπαρχία π. Δημήτριος Στανιλοάε, μέ τόν ὁποῖον ὁ π. Ἀρσένιος κατά τρόπον οἰκεῖον καί φιλικόν συζητοῦσε γιά τήν γραμμή τοῦ Ἀθωνικοῦ Ἡσυχασμοῦ. Τοῦ ἔφερε πολλά φιλοκαλικά χειρόγραφα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, τά ὁποῖα μελετοῦσε μέ λαχτάρα ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε, τά μετέφρασε καί τά ἐσχολίασε, πραγματοποιώντας μέ τήν βοήθεια τοῦ π. Ἀρσενίου τήν ἐκτύπωσι τῶν πρώτων τόμων τῆς Φιλοκαλίας, τῶν ὁποίων τό ἐξώφυλλο ἐφιλοτέχνησε ὁ π. Ἀρσένιος.
Ὁσάκις ἱερεῖς τῶν γειτονικῶν ἐνοριῶν τῆς Μονῆς Σίμπαντα ντε΄Σιούς ἤρχοντο νά ἰδοῦν καί νά ἀκούσουν τόν π. Ἀρσένιο, ἐκεῖνος ἔπιανε αὐτή τήν εὐκαιρία καί τούς ὡμιλοῦσε γιά τήν φιλοκαλία καί τούς ἔδινε τά πρῶτα ἐκτυπωθέντα βιβλία. Αὐτοί οἱ ἱερεῖς ἦσαν καί οἱ πρῶτοι ἀναγνῶστες τῆς Φιλοκαλίας.
Στό μοναστήρι τοῦ μάρτυρος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (Σίμπατα ντε Σιούς) φωτίσθηκε ἀπό τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί προικίσθηκε μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως. Καί μόνο πού θά σέ ἀντίκρυζε, αἰσθανόσουν ὅτι ἔμπαινε στά βάθη τῆς ψυχῆς σου σάν τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Σέ καθήλωνε καί σοῦ ἀπεκάλυπτε τούς λογισμούς σου, τίς ἁμαρτίες καί τά ἔργα πού εἶχες κάνει. Δηλαδή ἐγνώριζε ὅλη τήν ζωή σου καί σέ καλοῦσε μέ τό ὄνομά σου.
Στήν μονή αὐτή ἐργάσθηκε μέχρι τό 1948. Ὅλοι οἱ Πιστοί τόν ἀνεγνώριζαν σάν ἕνα ἐξαιρετικό κληρικό, στολισμένον μέ ἰδιαίτερα χαρίσματα ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος του ἦτο ἀποφασιστικός, ἡ ματιά του διεισδυτική, τό μάτι τῆς ψυχῆς του διορατικό καί εἶχε τέτοια φυσικά χαρίσματα, τά ὁποῖα ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στό μοναστήρι αὐτό ὁ π. Ἀρσένιος ἐχρημάτισε ἡγούμενος, ἀλλά δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἔχη κάποιο ἐπίσημο ὄνομα. Ὁπωσδήποτε ἦτο μεγάλος πατήρ γιά ὅλα τά θαυμαστά ἔργα τά ὁποῖα ἠμποροῦσε μέ τήν θεία βοήθεια νά κάνη. Ξεπερνοῦσε τούς πάντες ἀπό πάσης ἀπόψεως καί στήν μόρφωσι καί στήν ἀντίληψι καί στίς δυνατότητες γνώσεως καί ἐρεύνης. Πραγματικά ἦτο ἕνας ἄνθρωπος χαρισματοῦχος καί ἀνώτερος ὅλων.
Στά βουνά τῆς μονῆς Σίμπαντα ντέ Σιούς, μέ τήν βοήθεια μερικῶν χριστιανῶν, ἐσκάλισε ὁ Πατήρ, ἕνα πέτρινο κελλί. Σέ ἕνα τόσο μεγάλο ὑψόμετρο 1700 μέτρων φυσικά δέν ὑπῆρχε νερό. Τότε ἐπῆρε ὁ π. Ἀρσένιος ἕνα τρυπάνι καί τρυπώντας τόν βράχο, ἐξῆλθε ἄφθονο καί γευστικό νερό, ὅπως βγῆκε μέ τήν προσευχή τοῦ προφήτου Μωϋσέως στήν ἔρημο. Αὐτό τό νερό τρέχει μέχρι σήμερα.
Ἀκόμη καί κάτω στήν πεδιάδα, ὅπου εἶναι τό μοναστήρι, ἔδωσε ἐντολή ὁ Πατήρ καί ἔσκαψαν ἐργάτες. Ἐξῆλθε νερό μέ τίς προσευχές του, τό ὁποῖο πίνουν οἱ ἄνθρωποι καί δοξάζουν τόν Θεό. Πολλοί μέ τήν πίστι στόν Θεό, πίνοντας ἀπ᾿ αὐτό τό νερό, θεραπεύονται ἀπό διάφορες ἀρρώστειές τους. Αὐτό γίνεται μέχρι σήμερα. Ἐκεῖ δίπλα ἔκτισαν καί ἕνα μικρό ἐκκλησάκι, ὅπου πηγαίνουν οἱ Πιστοί γιά νά προσκυνήσουν καί νά προσευχηθοῦν.
Οἱ Πιστοί τακτοποιοῦσαν τά θέματα τῆς ζωῆς τους σύμφωνα μέ τήν γνώμη τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἀπάντησι ἕτοιμη γιά τόν καθένα μέ τόν θεῖο φωτισμό.
Τώρα νά ἐξιστορήσουμε μερικά ἀπό τά θαυμαστά ἔργα του (θά ἠμποροῦσα νά τά ὀνομάσω θαύματα), διά τῶν ὁποίων ὁ Θεός ἀπεκάλυψε σέ πολλούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο προφήτης τῶν ἡμερῶν μας.
Ἀφ᾿ ὅτου χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ἔλαβε καί τήν εὐλογία νά ἐξομολογῆ, συχνά στήν ἐξομολόγησι ἔλεγε στούς ἀνθρώπους πού ἤρχοντο τά ἀνεξομολόγητα ἁμαρτήματά τους (τά ὁποῖα αὐτοί τά ἔκρυβαν ἤ τά ξεχνοῦσαν) καί μόνο σέ μερικούς ἔδινε τήν εὐλογία νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Εἶχε τό χάρισμα ἀπό τόν Θεό ὁ π. Ἀρσένιος καί ἔβλεπε τήν ἐσωτερική κατάστασι τῶν ἀνθρώπων κι αὐτά πού εἶχαν κάνει στήν ζωή τους καί αὐτά πού θά τούς συμβοῦν.
Βλέποντας ὅμως ὁ Πατήρ ὅτι πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς, πού ἐξωμολογοῦντο, δέν ἄλλαζαν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ἀλλά συνέχιζαν μέ τίς κακές ἐπιθυμίες τους καί τά ἁμαρτήματά τους καί γνωρίζοντας ὅτι θά εἶναι ἐγγυητής γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους στήν Μέλλουσα Κρίσι, παρεκάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψη γιά ποιά αἰτία οἱ ἄνθρωποι δέν ἀφήνουν τίς ἁμαρτίες τους.
Καί μία ἡμέρα, καθήμενος σ᾿ ἕνα κάθισμα στόν κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ καί κυττάζοντας πρός τό βουνό, βλέπει ὅτι ἐμφανίσθηκε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ἕνα μεγάλο σύννεφο, μαῦρο καί σκοτεινό καί μέσα σ᾿ αὐτό ἀκουγόταν φασαρία καί πολύς θόρυβος.
Ἀντικρύζοντας μέ περισσότερη προσοχή, παρετήρησε ὅτι ξαφνικά τό σύννεφο χωρίσθηκε σέ δύο μέρη καί στό μέσον τοῦ συννέφου, φάνηκε ἡ κορυφή τοῦ βουνοῦ, ὅπου ὑπῆρχε βασιλικός θρόνος περικυκλωμένος ἀπό φωτιά καί ὁ σατανᾶς νά κάθεται ἐκεῖ ἔχοντας γύρω του πολλούς δαίμονες.
Ἄκουσε τότε ὁ π. Ἀρσένιος τόν Ἑωσφόρο νά λέγη στούς δαίμονες:
-Ποιός ἀπό ἐσᾶς εἶναι ἐπιτήδειος νά εὕρη ἕνα πονηρό λογισμό, τόν ὁποῖον νά ψιθυρίσουμε στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων γιά νά τούς ἑλκύσουμε πρός τό μέρος μας κι ἔτσι νά κερδίσουμε πολλές ψυχές, νά κάνουμε μία βασιλεία μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, διότι ὀλίγος καιρός ἀκόμη μᾶς ἔμεινε.
Τότε ἐμφανίζεται ἕνας διάβολος. Προσκύνησε τόν ἀρχηγό του μέχρι τοῦ ἐδάφους καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, εὑρῆκα κατάλληλο νά ψιθυρίσω στούς ἀνθρώπους τόν λογισμό ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς τοῦ εἶπε: Δέν εἶναι πολύ καλή αὐτή ἡ πονηριά σου, διότι ἠμποροῦμε νά κερδίσουμε περισσότερους μέ ἄλλο τρόπο. Ἄς ἔλθη κάποιος ἄλλος.
Ἦλθε ὁ δεύτερος καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω, νά τούς ἀφήσουμε νά πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά νά τούς ψιθυρίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει, οὔτε παράδεισος οὔτε κόλασις καί ὅτι ἡ ζωή αὐτή ὑπάρχει μόνο μέχρι τοῦ τάφου.
Ὁ ἀρχισατανᾶς, μετά ἀπό ἀρκετή περίσκεψι τοῦ εἶπε:
Οὔτε μ᾿ αὐτή τήν πονηρή σκέψι θά ἠμπορέσουμε νά κερδίσουμε πάρα πολλούς, διότι ὁ Χριστός, ὅταν ἀνυψώθηκε στούς οὐρανούς, εἶπε στούς μαθητές Του: «Ἐν τῷ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου μοναί πολλαί εἰσι...καί ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν...» (Ἰωάν.14,2-3). Ἀκόμη εἶναι ἀρκετά ριζωμένη αὐτή ἡ πίστις στό νοῦ τῶν ἀνθρώπων ὅτι ὑπάρχει Θεός καί Αὐτός θά τούς ἀνταμείψη κατά τά ἔργα τους. Λοιπόν, ἄς ἔλθη ἄλλος.
Ἔρχεται ὁ τρίτος καί λέγει, ἀφοῦ πρῶτα τόν προσκύνησε μέχρι τοῦ ἐδάφους:
- Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω καλλίτερα νά ἐπαινοῦμε τούς ἀνθρώπους γιά τήν πίστι τους στόν Θεό, στήν ὕπαρξι τοῦ παραδείσου καί τῆς κολάσεως, στήν τελική Κρίσι, ἀλλά ταυτόχρονα, χωρίς διακοπές νά τούς ψιθυρίζουμε: «Μή βιάζεσθε νά μετανοήσετε.
Ἀφῆστε αὐτό τό ἔργο στά γεράματά σας, διότι ὁ θάνατος θ᾿ ἀργήση. Τώρα νά χαίρεσθε τίς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, νά ἱκανοποιῆτε ὅλες τίς σαρκικές σας ἐπιθυμίες, διότι ἔχετε ἀρκετό χρόνο μπροστά σας»! Καί κάνοντας ἐμεῖς τά δελεαστικά μαγικά μας ἔργα, δέν θά καταλαβαίνουν αὐτοί πότε περνάει ὁ καιρός καί ἔρχεται τό τέλος τους. Ὁ θάνατος θά ἔρχεται ξαφνικά καί θά τούς εὑρίσκει ἀπροετοίμαστους καί τότε αὐτοί θά εἶναι γιά πάντα ἰδικοί μας.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς ἐκούνησε τό κεφάλι του ἱκανοποιητικά. Ἐγρύλισε ἀπό μία διαβολική χαρά καί μέ μία βιαστική λαχτάρα τούς εἶπε:
-Πηγαίνετε καί κάνετε, ὅπως ἀκούσατε ἀπό τόν συνάδελφό σας!
Ἔτσι, μόνο τυπικά καί γιά τά μάτια τοῦ κόσμου ἐκπληρώνουν οἱ ἄνθρωποι τά χριστιανικά τους καθήκοντα, ἐφ᾿ ὅσον σέ κάθε στιγμή οἱ πονηροί δαίμονες τούς ψιθυρίζουν δελεαστικά γιά τίς ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί οἱ ἄνθρωποι ὑπακούουν. Δέν ἀλλάζουν τήν τακτική τους καί συνεχίζουν νά ἱκανοποιοῦν τίς ἐπιθυμίες τους καί τίς ἁμαρτίες τους, περιφρονώντας τίς πατρικές συμβουλές καί τήν ἀληθινή μετάνοια, ἔστω καί στά γεράματά τους.
Μέ τό χάρισμα τῆς
προοράσεως μέ τό ὁποῖον
τόν ἐπροίκισε
ὁ
Θεός ἐπρόσεχε
στά βάθη τῶν
καρδιῶν
τῶν
ἀνθρώπων
μέ μία μοναδική ἀκρίβεια
σ᾿
αὐτούς
πού ἤρχοντο
νά τόν συμβουλευθοῦν.
Κάποια ἡμέρα ἦλθε σ᾿ αὐτόν μία κοπέλλα μέ τόν λογισμό νά τόν πειράξη, ἀλλά ὁ πατήρ τῆς εἶπε: «Ἐσύ, κορίτσι μου, βλέπε ὅτι σέ ζητεῖ ὁ Νυμφίος καί ἑτοιμάσου διότι εἶναι καθ᾿ ὁδόν καί ἔρχεται νά σέ πάρη». Καί μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ἦλθε ὁ Νυμφίος (διά τοῦ θανάτου) καί τήν παρέλαβε.
Σέ δύο νέους πού ἤθελαν νά νυμφευθοῦν τούς εἶπε: Νά μή νυμφευθῆτε διότι εἶσθε ἀδέλφια. Καί πράγματι ἦσαν ἀδέλφια κατά σάρκα.
Ἄλλοτε, στό τέλος μιᾶς Θείας Λειτουργίας, πού λειτουργοῦσε σ᾿ ἕνα ἐκκλησάκι τοῦ δάσους, ἦλθαν δύο οἰκογένειες ἀπό τό γειτονικό ὁμώνυμο χωριό Σίμπατα ντέ Σιούς. Ἡ μία εἶχε ἕνα γυιό καί ἡ ἄλλη μία κόρη καί εἶπαν στόν π.Ἀρσένιο:
-Πάτερ, οἱ νέοι αὐτοί θέλουν νά νυμφευθοῦν.
Ἀντικρύζοντάς τους καί τούς δύο εἶπε στόν νέο ὁ Πατήρ:
-Παιδί μου, ψάξε νά εὕρης ἄλλη κοπέλλα, διότι πολύ ὁμοιάζεις μ᾿ αὐτή τήν κοπέλλα.
Ἐπιστρέφοντας ὁ Πατήρ στά γειτονικά ἐκεῖνα χωριά, εἶπε στούς γονεῖς τῶν δύο παιδιῶν:
-Ἐσεῖς δέν βλέπετε ὅτι ὁμοιάζουν πολύ σάν ἀδέλφια; Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία νά νυμφευφθοῦν, ἐνῶ εἶναι ἀδέλφια.
Τότε ὁ νέος εἶπε πρός τόν π.Ἀρσένιο:
-Τήν ἁμαρτία αὐτή θά τήν πάρουμε ἐπάνω μας ἐμεῖς, πάτερ!
Τί συνέβη στήν συνέχεια; Ἐνυμφεύθηκαν καί τό πρῶτο παιδί τους γεννήθηκε εὔρωστο, τό δεύτερο καί τό τρίτο κωφάλαλα, τό ἄλλο, εἶχε ἐπιληψία καί μετά ἀπό ὀλίγο καιρό ἀπέθανε. Μετά ἀπό ὀλίγα χρόνια τό πρῶτο παιδί τους σκοτώθηκε σέ τροχαῖο ἀτύχημα πού συνέβη ἔξω ἀπό τό μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς.
Ἡ σύζυγος τοῦ νέου ἐκείνου, πού εἶπε ὅτι θά ἀψηφήση τήν ἁμαρτία, ἀρρώστησε καί πάντοτε ἐρωτοῦσε τόν ἑαυτό της: «Γιατί ὑποφέρω τόσο πολύ;» Ἦλθε στό μοναστήρι Σίμπατα ντέ Σιούς γιά νά ἐπιτελέση 40 Λειτουργίες καί νά ἀποκαλύψη ὁ Θεός ποιά εἶναι ἡ ἐνοχή της καί ἡ αἰτία αὐτῶν τῶν μεγάλων παιδεύσεων, πού έξέσπασαν ἐπάνω τους.
Ὅταν συνεπληρώθησαν οἱ 20 Λειτουργίες σκέφθηκαν νά φέρουν καί τά ὑπόλοιπα χρήματα γιά νά κάνουν καί τίς ὑπόλοιπες. Βλέποντας ἡ πενθερά της ὅτι ἀνεχώρησε ἡ νύμφη της ἀπό τό μοναστήρι, βγῆκε μπροστά της νά τήν συναντήση. Ὅταν συναντήθηκαν, ἡ νύμφη τῆς εἶπε:
-Μαμά, γιατί ἦλθες μπροστά μου;
Ἡ πενθερά της, ἐλεγχομένη ἀπό τήν συνείδησί της τῆς εἶπε:
-Ἐσύ, Βιορίκα, ἔφυγες τώρα ἀπό τό μοναστήρι καί πᾶς νά φέρης χρήματα γιά τίς ὑπόλοιπες Λειτουργίες, λόγῳ τῶν πολλῶν συμφορῶν σου! Ἐγώ ὅμως δέν ἠμπορῶ ἄλλο νά ὑπομείνω καί ἦλθα νά σοῦ εἰπῶ, ὅτι ἐσύ καί ὁ ἄνδρας σου εἶσθε κατά σάρκα ἀδέλφια!
Τότε ἡ κοπέλλα ἄρχισε νά κλαίη καί τῆς εἶπε:
-Γιατί δέν μέ κατέστησες προσεκτική τότε καί δέν μοῦ εἶπες τήν ἀλήθεια; Βλέπεις, ὅτι ἐπαληθεύθηκαν τά λόγια τοῦ π. Ἀρσενίου;
Μιά ἄλλη φορά ἦλθε μία γυναῖκα καί εἶπε στόν Γέροντα ὅτι ἔχασε ἤ ὅτι τῆς ἔκλεψαν 20.000 λέϊ. Ἀλλά ὁ Πατήρ, πρίν τοῦ εἰπῆ ἐκείνη τό πρόβλημά της, τῆς τό ἀνεκοίνωσε ὁ ἴδιος ὅτι μέ τά χρήματα αὐτά ἔπρεπε νά πληρώση γιά νά γεννηθοῦν δύο παιδιά της, καί τά δύο κορίτσια, καί ὅτι ἀπό τότε καί στό ἑξῆς δέν θά ἔχη προκοπή τό σπίτι της, διότι οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν αὐτῶν, τά ὁποῖα ἐσκότωσε μέ ἔκτρωσι, ζητοῦν τήν ἐκδίκησι ἀπό τούς γονεῖς τους.
Αὐτούς πού κλέπτουν χρήματα, τούς ἀπεκάλυπτε. Τίς γυναῖκες πού βάφονται τίς ἐμάλωνε σκληρά. Τούς καπνιστές τούς ἀπηγόρευε πάλι νά καπνίζουν. Τούς ἱερεῖς, πού ἐκάπνιζαν τούς ἐμάλωνε πολύ αὐστηρά καί τούς ἔλεγε:
-Ἐσεῖς εἶσθε οἱ χριστοφόροι πού κοινωνεῖτε τόν Χριστό καί Τόν ἔχετε πάντοτε μέσα σας; Καί πῶς βάζετε τσιγάρο στό στόμα σας, ἐνῶ πρό ὀλίγου μεταλάβατε τόν Χριστό; Φωτιά δίνετε στόν Χριστό, φωτιά θά σᾶς δώση καί θά σᾶς καύση καί Ἐκεῖνος!
Στόν καιρό τοῦ πολέμου ἤρχοντο νέοι, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νά ἀναχωρήσουν γιά τό μέτωπο. Σέ μερικούς ἔδινε νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, πρίν ἀναχωρήσουν, ἐνῶ σέ ἄλλους δέν τούς τό ἔδινε. Σ᾿ αὐτούς πού δέν τούς τό ἔδινε, τόν ἐρωτοῦσαν:
-Πάτερ, γιατί σ᾿ ἐμᾶς δέν ἔδωσες τό χέρι νά τό ἀσπασθοῦμε; Καί ὁ Πατήρ τούς ἀπαντοῦσε:
-Μ᾿ ἐσᾶς θά συναντηθῶ πάλι, ἀλλά μέ τούς ἄλλους ὄχι.
Καί πράγματι, ὅσοι τοῦ ἠσπάζοντο τό χέρι, ἀπέθνησκον στόν πόλεμο.
Ἡ μητέρα τοῦ π. Ἀρσενίου, ἡ ὁποία δέν ἐγνώριζε τίποτε γι᾿ αὐτόν, ἀκούοντας ὅτι στό μοναστήρι Σίμπατα ντέ Σιούς εἶναι ἕνας πατήρ, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπό τήν περιοχή Μπράντ τῆς Χουνεντοάρας, ἔλεγε: Σίγουρα αὐτός εἶναι τό παιδί μου καί ἐπῆρε τό τραῖνο νά τόν συναντήση. Ὁ Πατήρ μέ τό προορατικό χάρισμα πού εἶχε, τήν εἶδε νά ἔρχεται καί ἔστειλε ἕνα χριστιανό μέ τό κάρρο στόν σταθμό.
Τοῦ εἶπε ἐν τῷ μεταξύ τί ὥρα φθάνει τό τραῖνο καί σέ ποιό τροχιόδρομο θά σταματήση. Ὅταν ἔφθασε τό τραῖνο, ἡ πόρτα τοῦ βαγονιοῦ μέ τό ὁποῖο ἐρχόταν ἡ μητέρα του, σταμάτησε ἀκριβῶς ἐκεῖ πού περίμενε ὁ καροτσιέρης. Κατεβαίνοντας ἡ μητέρα του, τόν ἐρώτησε πῶς ἠμπορεῖ νά πάη στό τάδε μοναστήρι καί ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ἔλα μαζί μου, διότι γιά ἐσᾶς μ᾿ ἔστειλε ὁ Πατήρ»!
Τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔρχεται πολύς κόσμος καί ἕνα ἄγημα στρατοῦ στό μοναστήρι, πού ἑορτάζει. Ἐτέλεσαν τόν ὄρθρο μέσα στήν μικρή ἐκκλησία τῆς μονῆς καί ὁ Πατήρ εἶπε, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί ἦσαν πολλοί, νά τελεσθῆ ἡ Θ. Λειτουργία ἔξω, σέ εἰδικό Βῆμα πού ὑπῆρχε γιά τόν σκοπό αὐτό. Ὅταν ὁ Πατήρ εὑρίσκεττο στήν ὡραία πύλη , ἕνας ψάλτης, πού στεκόταν δίπλα του, ἐξεπλάγη κάποια στιγμή καί τόν ἐφώναξε:
-Ἀλλοίμονό σου, Πάτερ!
-Ὁ Πατήρ τόν σταμάτησε λέγοντάς του:
-Τί εἶναι;
-Πάτερ, εἶσαι περικυκλωμένος ἀπό φωτιά.
Ἦτο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν. Καί τοῦ εἶπε κατόπιν ὁ Πατήρ: «Κι ἐγώ αἰσθανόμουν ὅτι εὑρισκόμουν μέσα σέ φλόγες»!
Ὅταν κάποτε ἐδιάβασε τήν εὐχή τῆς μεταβολῆς τῶν Θείων Δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἦλθε ἕνα πουλάκι καί ἐμελώδησε τρεῖς φορές ἐπάνω στήν Ἅγία Τράπεζα καί κατόπιν ἐπέταξε ἔξω.
Κάποια ἡμέρα ἦλθε σ᾿ αὐτόν μία κοπέλλα μέ τόν λογισμό νά τόν πειράξη, ἀλλά ὁ πατήρ τῆς εἶπε: «Ἐσύ, κορίτσι μου, βλέπε ὅτι σέ ζητεῖ ὁ Νυμφίος καί ἑτοιμάσου διότι εἶναι καθ᾿ ὁδόν καί ἔρχεται νά σέ πάρη». Καί μετά ἀπό μερικές ἡμέρες ἦλθε ὁ Νυμφίος (διά τοῦ θανάτου) καί τήν παρέλαβε.
Σέ δύο νέους πού ἤθελαν νά νυμφευθοῦν τούς εἶπε: Νά μή νυμφευθῆτε διότι εἶσθε ἀδέλφια. Καί πράγματι ἦσαν ἀδέλφια κατά σάρκα.
Ἄλλοτε, στό τέλος μιᾶς Θείας Λειτουργίας, πού λειτουργοῦσε σ᾿ ἕνα ἐκκλησάκι τοῦ δάσους, ἦλθαν δύο οἰκογένειες ἀπό τό γειτονικό ὁμώνυμο χωριό Σίμπατα ντέ Σιούς. Ἡ μία εἶχε ἕνα γυιό καί ἡ ἄλλη μία κόρη καί εἶπαν στόν π.Ἀρσένιο:
-Πάτερ, οἱ νέοι αὐτοί θέλουν νά νυμφευθοῦν.
Ἀντικρύζοντάς τους καί τούς δύο εἶπε στόν νέο ὁ Πατήρ:
-Παιδί μου, ψάξε νά εὕρης ἄλλη κοπέλλα, διότι πολύ ὁμοιάζεις μ᾿ αὐτή τήν κοπέλλα.
Ἐπιστρέφοντας ὁ Πατήρ στά γειτονικά ἐκεῖνα χωριά, εἶπε στούς γονεῖς τῶν δύο παιδιῶν:
-Ἐσεῖς δέν βλέπετε ὅτι ὁμοιάζουν πολύ σάν ἀδέλφια; Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία νά νυμφευφθοῦν, ἐνῶ εἶναι ἀδέλφια.
Τότε ὁ νέος εἶπε πρός τόν π.Ἀρσένιο:
-Τήν ἁμαρτία αὐτή θά τήν πάρουμε ἐπάνω μας ἐμεῖς, πάτερ!
Τί συνέβη στήν συνέχεια; Ἐνυμφεύθηκαν καί τό πρῶτο παιδί τους γεννήθηκε εὔρωστο, τό δεύτερο καί τό τρίτο κωφάλαλα, τό ἄλλο, εἶχε ἐπιληψία καί μετά ἀπό ὀλίγο καιρό ἀπέθανε. Μετά ἀπό ὀλίγα χρόνια τό πρῶτο παιδί τους σκοτώθηκε σέ τροχαῖο ἀτύχημα πού συνέβη ἔξω ἀπό τό μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς.
Ἡ σύζυγος τοῦ νέου ἐκείνου, πού εἶπε ὅτι θά ἀψηφήση τήν ἁμαρτία, ἀρρώστησε καί πάντοτε ἐρωτοῦσε τόν ἑαυτό της: «Γιατί ὑποφέρω τόσο πολύ;» Ἦλθε στό μοναστήρι Σίμπατα ντέ Σιούς γιά νά ἐπιτελέση 40 Λειτουργίες καί νά ἀποκαλύψη ὁ Θεός ποιά εἶναι ἡ ἐνοχή της καί ἡ αἰτία αὐτῶν τῶν μεγάλων παιδεύσεων, πού έξέσπασαν ἐπάνω τους.
Ὅταν συνεπληρώθησαν οἱ 20 Λειτουργίες σκέφθηκαν νά φέρουν καί τά ὑπόλοιπα χρήματα γιά νά κάνουν καί τίς ὑπόλοιπες. Βλέποντας ἡ πενθερά της ὅτι ἀνεχώρησε ἡ νύμφη της ἀπό τό μοναστήρι, βγῆκε μπροστά της νά τήν συναντήση. Ὅταν συναντήθηκαν, ἡ νύμφη τῆς εἶπε:
-Μαμά, γιατί ἦλθες μπροστά μου;
Ἡ πενθερά της, ἐλεγχομένη ἀπό τήν συνείδησί της τῆς εἶπε:
-Ἐσύ, Βιορίκα, ἔφυγες τώρα ἀπό τό μοναστήρι καί πᾶς νά φέρης χρήματα γιά τίς ὑπόλοιπες Λειτουργίες, λόγῳ τῶν πολλῶν συμφορῶν σου! Ἐγώ ὅμως δέν ἠμπορῶ ἄλλο νά ὑπομείνω καί ἦλθα νά σοῦ εἰπῶ, ὅτι ἐσύ καί ὁ ἄνδρας σου εἶσθε κατά σάρκα ἀδέλφια!
Τότε ἡ κοπέλλα ἄρχισε νά κλαίη καί τῆς εἶπε:
-Γιατί δέν μέ κατέστησες προσεκτική τότε καί δέν μοῦ εἶπες τήν ἀλήθεια; Βλέπεις, ὅτι ἐπαληθεύθηκαν τά λόγια τοῦ π. Ἀρσενίου;
Μιά ἄλλη φορά ἦλθε μία γυναῖκα καί εἶπε στόν Γέροντα ὅτι ἔχασε ἤ ὅτι τῆς ἔκλεψαν 20.000 λέϊ. Ἀλλά ὁ Πατήρ, πρίν τοῦ εἰπῆ ἐκείνη τό πρόβλημά της, τῆς τό ἀνεκοίνωσε ὁ ἴδιος ὅτι μέ τά χρήματα αὐτά ἔπρεπε νά πληρώση γιά νά γεννηθοῦν δύο παιδιά της, καί τά δύο κορίτσια, καί ὅτι ἀπό τότε καί στό ἑξῆς δέν θά ἔχη προκοπή τό σπίτι της, διότι οἱ ψυχές τῶν παιδιῶν αὐτῶν, τά ὁποῖα ἐσκότωσε μέ ἔκτρωσι, ζητοῦν τήν ἐκδίκησι ἀπό τούς γονεῖς τους.
Αὐτούς πού κλέπτουν χρήματα, τούς ἀπεκάλυπτε. Τίς γυναῖκες πού βάφονται τίς ἐμάλωνε σκληρά. Τούς καπνιστές τούς ἀπηγόρευε πάλι νά καπνίζουν. Τούς ἱερεῖς, πού ἐκάπνιζαν τούς ἐμάλωνε πολύ αὐστηρά καί τούς ἔλεγε:
-Ἐσεῖς εἶσθε οἱ χριστοφόροι πού κοινωνεῖτε τόν Χριστό καί Τόν ἔχετε πάντοτε μέσα σας; Καί πῶς βάζετε τσιγάρο στό στόμα σας, ἐνῶ πρό ὀλίγου μεταλάβατε τόν Χριστό; Φωτιά δίνετε στόν Χριστό, φωτιά θά σᾶς δώση καί θά σᾶς καύση καί Ἐκεῖνος!
Στόν καιρό τοῦ πολέμου ἤρχοντο νέοι, οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νά ἀναχωρήσουν γιά τό μέτωπο. Σέ μερικούς ἔδινε νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι, πρίν ἀναχωρήσουν, ἐνῶ σέ ἄλλους δέν τούς τό ἔδινε. Σ᾿ αὐτούς πού δέν τούς τό ἔδινε, τόν ἐρωτοῦσαν:
-Πάτερ, γιατί σ᾿ ἐμᾶς δέν ἔδωσες τό χέρι νά τό ἀσπασθοῦμε; Καί ὁ Πατήρ τούς ἀπαντοῦσε:
-Μ᾿ ἐσᾶς θά συναντηθῶ πάλι, ἀλλά μέ τούς ἄλλους ὄχι.
Καί πράγματι, ὅσοι τοῦ ἠσπάζοντο τό χέρι, ἀπέθνησκον στόν πόλεμο.
Ἡ μητέρα τοῦ π. Ἀρσενίου, ἡ ὁποία δέν ἐγνώριζε τίποτε γι᾿ αὐτόν, ἀκούοντας ὅτι στό μοναστήρι Σίμπατα ντέ Σιούς εἶναι ἕνας πατήρ, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπό τήν περιοχή Μπράντ τῆς Χουνεντοάρας, ἔλεγε: Σίγουρα αὐτός εἶναι τό παιδί μου καί ἐπῆρε τό τραῖνο νά τόν συναντήση. Ὁ Πατήρ μέ τό προορατικό χάρισμα πού εἶχε, τήν εἶδε νά ἔρχεται καί ἔστειλε ἕνα χριστιανό μέ τό κάρρο στόν σταθμό.
Τοῦ εἶπε ἐν τῷ μεταξύ τί ὥρα φθάνει τό τραῖνο καί σέ ποιό τροχιόδρομο θά σταματήση. Ὅταν ἔφθασε τό τραῖνο, ἡ πόρτα τοῦ βαγονιοῦ μέ τό ὁποῖο ἐρχόταν ἡ μητέρα του, σταμάτησε ἀκριβῶς ἐκεῖ πού περίμενε ὁ καροτσιέρης. Κατεβαίνοντας ἡ μητέρα του, τόν ἐρώτησε πῶς ἠμπορεῖ νά πάη στό τάδε μοναστήρι καί ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ἔλα μαζί μου, διότι γιά ἐσᾶς μ᾿ ἔστειλε ὁ Πατήρ»!
Τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔρχεται πολύς κόσμος καί ἕνα ἄγημα στρατοῦ στό μοναστήρι, πού ἑορτάζει. Ἐτέλεσαν τόν ὄρθρο μέσα στήν μικρή ἐκκλησία τῆς μονῆς καί ὁ Πατήρ εἶπε, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί ἦσαν πολλοί, νά τελεσθῆ ἡ Θ. Λειτουργία ἔξω, σέ εἰδικό Βῆμα πού ὑπῆρχε γιά τόν σκοπό αὐτό. Ὅταν ὁ Πατήρ εὑρίσκεττο στήν ὡραία πύλη , ἕνας ψάλτης, πού στεκόταν δίπλα του, ἐξεπλάγη κάποια στιγμή καί τόν ἐφώναξε:
-Ἀλλοίμονό σου, Πάτερ!
-Ὁ Πατήρ τόν σταμάτησε λέγοντάς του:
-Τί εἶναι;
-Πάτερ, εἶσαι περικυκλωμένος ἀπό φωτιά.
Ἦτο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν. Καί τοῦ εἶπε κατόπιν ὁ Πατήρ: «Κι ἐγώ αἰσθανόμουν ὅτι εὑρισκόμουν μέσα σέ φλόγες»!
Ὅταν κάποτε ἐδιάβασε τήν εὐχή τῆς μεταβολῆς τῶν Θείων Δώρων σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἦλθε ἕνα πουλάκι καί ἐμελώδησε τρεῖς φορές ἐπάνω στήν Ἅγία Τράπεζα καί κατόπιν ἐπέταξε ἔξω.
Ὅπως
εἴπαμε
ἐσπούδασε
καί τήν ἁγιογραφία.
Ἁγιογράφησε
μία ἐκκλησία
πάρα πολύ ὡραία
στήν περιοχή Ντραγκανέσκου τοῦ
Βουκουρεστίου, ὅπου
πολύς κόσμος πηγαίνει ἐκεῖ
νά προσκυνήση καί νά θαυμάση αὐτή
τήν ἱερά
τέχνη του.
Κάποιος Χριστιανός πού τόν ἐγνώριζε τότε καί πολύ τόν ἀγάπησε ἔγραψε τά ἐξῆς γιά τό πρόσωπό του: «Τό ἔτος 1959 ὁ π. Ἀρσένιος Μπόκα μεταφέρθηκε μέ κρατική ἐντολή δίπλα στό Βουκουρέστι, γιά νά ἁγιογραφήση τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Ντραγκανέσκου.
Στό χωριό αὐτό ἔμεινε ὁ Πατήρ 10 χρόνια, ὅπως καί στίς Μονές Σίμπαντα καί Πρισλόπ, ὅπου ἔμεινε ἀπό 10 χρόνια. Κατέβαιναν οἱ γυναῖκες ἀπό τά ὀρεινά τους σπίτια καί τοῦ ἔφερναν φαγητό. Οἱ ἄνδρες ἄφηναν τίς δουλειές τους καί ἤρχοντο νά τόν βοηθήσουν στήν ἁγιογράφησι καί ἀνακαίνισι τῆς ἐκκλησίας...
Ὁ Πατήρ εὑρίσκετο σέ συνεχῆ ἐπιτήρησι ἀπό τήν ἐθνική ἀσφάλεια. Ἀκόμη, κι ἄν τόν ἔβλεπαν νά μᾶς κάνη κάποιο νεῦμα μέ τήν ματιά του, ἐμεῖς ἐξέραμε ὅτι ἐκεῖνο τό βράδυ δέν θά ἦτο δυνατόν νά συναντηθοῦμε μαζί του μυστικά. Στό διαμέρισμα, πού τόν εἶχαν καί ἔμενε, σέ ἕνα οἰκοδομικό τετράγωνο τοῦ Βουκουρεστίου, ἐπηγαίναμε ἐκεῖ, ὁσάκις ἦτο δυνατόν.
Καί ἐκεῖνος μᾶς ἐδίδασκε πῶς νά προσευχώμεθα, μᾶς ἔδινε αὐστηρές ἐντολές νά μήν ἀφήνουμε τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, νά μή ξεχνᾶμε τά ἐκκλησιαστικά μας καθήκοντα καί ἔλεγε στόν καθένα μας τί ἔπρεπε νά κάνη...»
Ἤρχοντο ἐπίσης πολλοί φοιτητές τῆς θεολογικῆς σχολῆς, καί τόν ἐρωτοῦσαν:
-Πάτερ, ὁ κόσμος εἶναι πολύ ἀδύνατος στήν πίστι καί, ἐάν ἐμεῖς γίνουμε ἱερεῖς, θά μᾶς ζητοῦν ἐπιχειρήματα γιά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά τούς δίνουμε καλές καί σαφεῖς ἀποδείξεις;
Καί ὁ Πατήρ τούς ἀπαντοῦσε:
Οἱ καλλίτερες ἀποδείξεις γιά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι οἱ ζωές μας, ἔτσι ὅπως τό ἀπεδείκνυαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί μᾶς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄Πέτρ.1,16) καί «ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ἀναγαγών ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου εἶναι ὑμῶν Θεός, καί ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος εἰμι ἐγώ Κύριος» (Λευϊτ.11,45).
Ὁ π. Ἀρσένιος ἐγνώριζε, μόνο ἀπό τήν ἐξωτερική τους μορφή, τήν ἐσωτερική κατάστασι τῶν ἀνθρώπων καί ποιοί σώζονται. Σ᾿ αὐτούς πού προσεύχονται ἀδιάκοπα καί ἔχουν νοῦ Χριστοῦ, ζωγραφιζόταν στήν μορφή τους ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Πατήρ ἔβλεπε τόν Χριστό στά μάτια αὐτῶν τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.
Μετά τό ἔτος 1948 ἀπό τό Σίμπαντα ντέ Σιούς ἀνεχώρησε γιά τό μοναστήρι Πρισλόπ κατ᾿ ἐντολήν τοῦ μητροπολίτου Μπάνατ κ. Νικολάου Μπάλαν. Τό μοναστήρι αὐτό εἶναι κτίσμα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου ἀπό τήν Μονή Τισμάνα, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε καί Πρωτεπιστάτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὄντας τότε μοναχός στήν Μονή Χιλιανδαρίου.
Στό μοναστήρι Πρισλόπ ἔμεινε ὁ π. Ἀρσένιος μέχρι τό 1959. Κατόπιν μέ τό διάταγμα περί ὑποχρεωτικῆς ἐξώσεως ὅλων τῶν μοναχῶν ἀπό τά μοναστήρια τους, συνελήφθη, καταδιώχθηκε, φυλακίσθηκε καί κατόπιν μεταφέρθηκε νά ἐργασθῆ στά οἰκοδομικά ἔργα γιά τήν κατασκευή καναλιοῦ στόν Δούναβι ποταμό. Μετά τόν διωγμό αὐτόν πού κράτησε περί τά τρία περίπου χρόνια, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπελευθερώθηκε καί μέ ἐντολή τοῦ μητροπολίτου Νικολάου ἦλθε στό πρῶτο μοναστήρι του, τό Σίμπαντα ντε Σιούς. Μετ᾿ ὀλίγον ὁ Πατήρ παρεκάλεσε τόν Μητροπολίτη νά τόν ἀφήση νά ἐπιστρέψη στό Πρισλόπ, πρᾶγμα πού ἔγινε.
Ἐκεῖ ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο ἐφημέριος καί Πνευματικός στίς μοναχές. Τό ἀθεϊστικό καθεστώς, πού παρακολουθοῦσε τά πάντα, ἀνησύχησε γιά τίς δραστηριότητές του καί τόν διέταξε νά κλεισθῆ στό σπίτι του. Ἐπειδή ὅμως δέν εἶχε σπίτι, ἀνεχώρησε γιά τό Βουκουρέστι καί ἐργάσθηκε στό ἐργαστήριο ἁγιογραφίας τοῦ Πατριαρχείου σάν ἁγιογράφος.
Στό Βουκουρέστι ἔμεινε μέχρι τό 1989, ἔτος τῆς ὁσίας κοιμήσεώς του. Τρία χρόνια πρίν ἀπό τήν ὁσία κοίμησί του ὁ π. Ἀρσένιος εἶπε, ὅτι ἀπομένουν ἀκόμη τρία Πασχάλια καί πράγματι, μετά ἀπό τρία χρόνια ἐκοιμήθη. Ἐπροφήτευσε τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, τήν ἐξέγερσι τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ ἐναντίον τῶν ἀθέων καί ἕνα μῆνα πρίν τήν ἐξέγερσι, ἐκοιμήθη.
Δηλαδή ἡ ἐπανάστασις ἔγινε τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1989 καί αὐτός ἐκοιμήθη στίς 29 Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους σέ ἡλικία 79 ἐτῶν στήν μονή Σινάϊα. Ἐτάφη στήν μονή Πρισλόπ στίς 4 Δεκεμβρίου. Καί μετά τήν ὁσία κοίμησί του ἔμεινε στίς ψυχές καί στίς μνῆμες τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι μέχρι τώρα τόν μνημονεύουν καθημερινά σ᾿ ὅλες τίς ἱερές Λειτουργίες.
Δέν εἶχε ποτέ τήν πρόθεσι νά μονοπωλῆ τήν ποιμαντική διακονία του γιά τήν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά ἀντιθέτως, χαιρόταν νά ἀκούη ὅτι ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος ἀπό τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας διεκρίνοντο στήν διαποίμανσι τῶν ψυχῶν καί ζοῦσαν μέ πολύ ζῆλο τήν ἱερωσύνη τους.
Στό ἀνδρικό μοναστήρι Σίμπαντα καί κατόπιν στό γυναικεῖο Πρισλόπ, πολλές φορές ἐρωτοῦσε τά πλήθη τῶν Πιστῶν πού ἤρχοντο:
-Ἀπό ποῦ εἶσθε;
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦσαν καί ἐκεῖνος πάλι:
-Γιατί ἤλθατε ἐδῶ; Πηγαίνετε στόν π. Ν. ἤ στόν π. Μ. Εἶναι καλοί κληρικοί καί μάλιστα καλλίτεροι ἀπό μένα.
Πόσο μεγάλη ἦτο ἡ ταπείνωσις καί ἡ μετριοφροσύνη του!
Ἐτάφη μέ τήν συμμετοχή χιλιάδων λαοῦ καί δεκάδων Κληρικῶν στό μοναστήρι τῶν Καλογραιῶν του. Ἕνα θαυμαστό καί συνεχές σημεῖο πού συμβαίνει στόν τάφο του, ὁδηγεῖ χιλιάδες Χριστιανούς ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν καί νά λάβουν τήν θεραπεία καί τή λύσι στά προβλήματά τους. Ποιό εἶναι αὐτό τό σημεῖο;
Ἐνῶ τόν χειμῶνα ἡ παγωνιά ἐκεῖ φθάνει στούς 20 βαθμούς ὑπό τό μηδέν, τά λουλούδια πού ἔχουν φυτρώσει στόν τάφο του οὐδέποτε μαραίνονται ἤ καίγονται ἀπό τήν παγωνιά! Χειμῶνα-καλοκαίρι ὁ τάφος του εἶναι πάντα ἀνθισμένος καί μυρωμένος ἀπό τά πολύχρωμα λουλούδια. Συνδιασμένες καί οἱ μυρωμένες προσευχές τῶν Πιστῶν συγκινοῦν τόν Πολυεύ¬σπλαγχνο Θεό μας, ὁ Ὁποῖος ἐδόξασε τόν δοῦλο Του ἱερομόναχο Ἀρσένιο γιά νά γίνη καί μετά θάνατον ὁ τάφος του κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὄχι μέ ἕνα θεραπευμένο κατ᾿ ἔτος, ἀλλά κατά δεκάδες...
Ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἦτο καί θά παραμείνη ἕνα φῶς στόν οὐρανό τῆς ὀρθοδόξου ρουμανικῆς Ἐκκλησίας. Ἐγοήτευε τά πλήθη τῶν Πιστῶν, ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Ἰδιαίτερα τόν ἀγάπησε ἡ σπουδάζουσα νεολαία, ἡ ὁποία ἐπιθυμοῦσε νά γευθῆ τά πνευματικά του βιώματα καί ἐνεργήματα τῆς θείας Χάριτος γιά τήν διατήρησι τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρέπειας καί γιά τόν ἀγῶνα ἐναντίον κάθε ἐμποδίου πού τούς ἔκλεινε τήν ὁδό γιά τήν βίωσι τῆς Ἀληθείας.
Πολλές διδαχές καί ἔργα θαυμαστά, πού ἔκαμε ὁ Πατήρ μέ τήν θεία Χάρι, ἀποκαλύπτονται καί θά ἀποκαλυφθοῦν στόν καιρό τους. Ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Πατήρ ἦτο προορατικός καί θαυμα¬τουργός ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὅτι βασανίσθηκε πολύ στίς φυλακές καί, ὅταν ἐξῆλθε, ἐργάσθηκε σάν ποιμήν ἀληθινός ὑπέρ σωτηρίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐδημιούργησε μεγάλο πνευματικό δεσμό μέ τά πλήθη τῶν Πιστῶν, οἱ ὁποῖοι δέν τόν ἐγκατέλειψαν καθόλου, διότι μέ τά ὑπερφυσικά δῶρα πού τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός, ἐνίσχυε τούς Χριστιανούς στήν πίστι καί τούς ἐφώτιζε τήν ψυχή μέ τίς θεόσοφες συμβουλές του.
Ὁ μακαριστός π. Δημήτριος Στανιλοάε μέ τόν ὁποῖον πολύ στενά συνδεόταν, ἔλεγε γι᾿ αὐτόν ὅτι: «ὁ π. Ἀρσένιος εἶναι ἕνα μοναδικό φαινόμενο στήν ἱστορία τοῦ ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ μονα-χισμοῦ».
Ἔγραψε ἕνα θαυμάσιο βιβλίο, στό ὁποῖο περιέχει τίς γνώσεις καί ἐμπειρίες του. Τό ἐπωνόμασε: «Ἡ ὁδός τῆς Βασιλείας». Τό ἔγραψε στήν ἡλικία τῶν 39 ἐτῶν.
Ὅσο ζοῦσε δέν ἐδημοσίευσε οὔτε αὐτό, οὔτε κανένα ἄλλο βιβλίο του. Τώρα ὅμως δημοσιεύθηκαν καί θά εἶναι εὐχῆς ἔργο νά μεταφρασθῆ καί στήν γλῶσσα μας τό μνημειῶδες αὐτό ἔργο του «Ἡ ὁδός τῆς Βασιλείας». Ἀκόμη δέν δεχόταν νά φωτογραφηθῆ· γι᾿ αὐτό κι ἔχουμε λίγες φωτογραφίες του, κυρίως ἀπό τήν νεανική του ἡλικία.
Πολλά θαυμάσια ἐπετέλεσε, τά ὁποῖα συγκεντρώνονται, γρά-φονται καί δημοσιεύονται. Καί χορούς ἀγγέλων ἤκουσε καί μέ τόν νοῦ του στούς οὐρανούς ἀνέβηκε καί τά οὐράνια σκηνώματα ἐθεώρησε. Ἐνῶ τήν στιγμή τοῦ θανάτου του εἶπε: «Τώρα γνωρίζω ποῦ πηγαίνω...». Καί ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, τόν Ὁποῖον ἀγάπησε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία.
Ὁ Καλός Θεός, γνωρίζουμε, ὅτι τόν κατέταξε μεταξύ τῶν Ἁγίων Του. Εἴθε νά τόν δοξάση καί ἐπί τῆς γῆς μέ τήν ἐπίσημη ἀνακήρυξί του σέ ἅγιο τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τίς ἅγιες προσευχές τοῦ ἐκλεκτοῦ Σου δούλου π. Ἀρσενίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καί ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Ἀμήν.
Ἱεροδιάκονος Δομέτιος
Ἱερά Μονή Σίμπαντα ντε Σιούς
11ῃ Ἰουνίου 1990
Κάποιος Χριστιανός πού τόν ἐγνώριζε τότε καί πολύ τόν ἀγάπησε ἔγραψε τά ἐξῆς γιά τό πρόσωπό του: «Τό ἔτος 1959 ὁ π. Ἀρσένιος Μπόκα μεταφέρθηκε μέ κρατική ἐντολή δίπλα στό Βουκουρέστι, γιά νά ἁγιογραφήση τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Ντραγκανέσκου.
Στό χωριό αὐτό ἔμεινε ὁ Πατήρ 10 χρόνια, ὅπως καί στίς Μονές Σίμπαντα καί Πρισλόπ, ὅπου ἔμεινε ἀπό 10 χρόνια. Κατέβαιναν οἱ γυναῖκες ἀπό τά ὀρεινά τους σπίτια καί τοῦ ἔφερναν φαγητό. Οἱ ἄνδρες ἄφηναν τίς δουλειές τους καί ἤρχοντο νά τόν βοηθήσουν στήν ἁγιογράφησι καί ἀνακαίνισι τῆς ἐκκλησίας...
Ὁ Πατήρ εὑρίσκετο σέ συνεχῆ ἐπιτήρησι ἀπό τήν ἐθνική ἀσφάλεια. Ἀκόμη, κι ἄν τόν ἔβλεπαν νά μᾶς κάνη κάποιο νεῦμα μέ τήν ματιά του, ἐμεῖς ἐξέραμε ὅτι ἐκεῖνο τό βράδυ δέν θά ἦτο δυνατόν νά συναντηθοῦμε μαζί του μυστικά. Στό διαμέρισμα, πού τόν εἶχαν καί ἔμενε, σέ ἕνα οἰκοδομικό τετράγωνο τοῦ Βουκουρεστίου, ἐπηγαίναμε ἐκεῖ, ὁσάκις ἦτο δυνατόν.
Καί ἐκεῖνος μᾶς ἐδίδασκε πῶς νά προσευχώμεθα, μᾶς ἔδινε αὐστηρές ἐντολές νά μήν ἀφήνουμε τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, νά μή ξεχνᾶμε τά ἐκκλησιαστικά μας καθήκοντα καί ἔλεγε στόν καθένα μας τί ἔπρεπε νά κάνη...»
Ἤρχοντο ἐπίσης πολλοί φοιτητές τῆς θεολογικῆς σχολῆς, καί τόν ἐρωτοῦσαν:
-Πάτερ, ὁ κόσμος εἶναι πολύ ἀδύνατος στήν πίστι καί, ἐάν ἐμεῖς γίνουμε ἱερεῖς, θά μᾶς ζητοῦν ἐπιχειρήματα γιά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά τούς δίνουμε καλές καί σαφεῖς ἀποδείξεις;
Καί ὁ Πατήρ τούς ἀπαντοῦσε:
Οἱ καλλίτερες ἀποδείξεις γιά τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι οἱ ζωές μας, ἔτσι ὅπως τό ἀπεδείκνυαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί μᾶς λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄Πέτρ.1,16) καί «ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ἀναγαγών ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου εἶναι ὑμῶν Θεός, καί ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος εἰμι ἐγώ Κύριος» (Λευϊτ.11,45).
Ὁ π. Ἀρσένιος ἐγνώριζε, μόνο ἀπό τήν ἐξωτερική τους μορφή, τήν ἐσωτερική κατάστασι τῶν ἀνθρώπων καί ποιοί σώζονται. Σ᾿ αὐτούς πού προσεύχονται ἀδιάκοπα καί ἔχουν νοῦ Χριστοῦ, ζωγραφιζόταν στήν μορφή τους ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Πατήρ ἔβλεπε τόν Χριστό στά μάτια αὐτῶν τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.
Μετά τό ἔτος 1948 ἀπό τό Σίμπαντα ντέ Σιούς ἀνεχώρησε γιά τό μοναστήρι Πρισλόπ κατ᾿ ἐντολήν τοῦ μητροπολίτου Μπάνατ κ. Νικολάου Μπάλαν. Τό μοναστήρι αὐτό εἶναι κτίσμα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου ἀπό τήν Μονή Τισμάνα, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε καί Πρωτεπιστάτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὄντας τότε μοναχός στήν Μονή Χιλιανδαρίου.
Στό μοναστήρι Πρισλόπ ἔμεινε ὁ π. Ἀρσένιος μέχρι τό 1959. Κατόπιν μέ τό διάταγμα περί ὑποχρεωτικῆς ἐξώσεως ὅλων τῶν μοναχῶν ἀπό τά μοναστήρια τους, συνελήφθη, καταδιώχθηκε, φυλακίσθηκε καί κατόπιν μεταφέρθηκε νά ἐργασθῆ στά οἰκοδομικά ἔργα γιά τήν κατασκευή καναλιοῦ στόν Δούναβι ποταμό. Μετά τόν διωγμό αὐτόν πού κράτησε περί τά τρία περίπου χρόνια, ὁ π. Ἀρσένιος ἀπελευθερώθηκε καί μέ ἐντολή τοῦ μητροπολίτου Νικολάου ἦλθε στό πρῶτο μοναστήρι του, τό Σίμπαντα ντε Σιούς. Μετ᾿ ὀλίγον ὁ Πατήρ παρεκάλεσε τόν Μητροπολίτη νά τόν ἀφήση νά ἐπιστρέψη στό Πρισλόπ, πρᾶγμα πού ἔγινε.
Ἐκεῖ ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο ἐφημέριος καί Πνευματικός στίς μοναχές. Τό ἀθεϊστικό καθεστώς, πού παρακολουθοῦσε τά πάντα, ἀνησύχησε γιά τίς δραστηριότητές του καί τόν διέταξε νά κλεισθῆ στό σπίτι του. Ἐπειδή ὅμως δέν εἶχε σπίτι, ἀνεχώρησε γιά τό Βουκουρέστι καί ἐργάσθηκε στό ἐργαστήριο ἁγιογραφίας τοῦ Πατριαρχείου σάν ἁγιογράφος.
Στό Βουκουρέστι ἔμεινε μέχρι τό 1989, ἔτος τῆς ὁσίας κοιμήσεώς του. Τρία χρόνια πρίν ἀπό τήν ὁσία κοίμησί του ὁ π. Ἀρσένιος εἶπε, ὅτι ἀπομένουν ἀκόμη τρία Πασχάλια καί πράγματι, μετά ἀπό τρία χρόνια ἐκοιμήθη. Ἐπροφήτευσε τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, τήν ἐξέγερσι τοῦ ρουμανικοῦ λαοῦ ἐναντίον τῶν ἀθέων καί ἕνα μῆνα πρίν τήν ἐξέγερσι, ἐκοιμήθη.
Δηλαδή ἡ ἐπανάστασις ἔγινε τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1989 καί αὐτός ἐκοιμήθη στίς 29 Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους σέ ἡλικία 79 ἐτῶν στήν μονή Σινάϊα. Ἐτάφη στήν μονή Πρισλόπ στίς 4 Δεκεμβρίου. Καί μετά τήν ὁσία κοίμησί του ἔμεινε στίς ψυχές καί στίς μνῆμες τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι μέχρι τώρα τόν μνημονεύουν καθημερινά σ᾿ ὅλες τίς ἱερές Λειτουργίες.
Δέν εἶχε ποτέ τήν πρόθεσι νά μονοπωλῆ τήν ποιμαντική διακονία του γιά τήν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλά ἀντιθέτως, χαιρόταν νά ἀκούη ὅτι ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος ἀπό τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας διεκρίνοντο στήν διαποίμανσι τῶν ψυχῶν καί ζοῦσαν μέ πολύ ζῆλο τήν ἱερωσύνη τους.
Στό ἀνδρικό μοναστήρι Σίμπαντα καί κατόπιν στό γυναικεῖο Πρισλόπ, πολλές φορές ἐρωτοῦσε τά πλήθη τῶν Πιστῶν πού ἤρχοντο:
-Ἀπό ποῦ εἶσθε;
Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦσαν καί ἐκεῖνος πάλι:
-Γιατί ἤλθατε ἐδῶ; Πηγαίνετε στόν π. Ν. ἤ στόν π. Μ. Εἶναι καλοί κληρικοί καί μάλιστα καλλίτεροι ἀπό μένα.
Πόσο μεγάλη ἦτο ἡ ταπείνωσις καί ἡ μετριοφροσύνη του!
Ἐτάφη μέ τήν συμμετοχή χιλιάδων λαοῦ καί δεκάδων Κληρικῶν στό μοναστήρι τῶν Καλογραιῶν του. Ἕνα θαυμαστό καί συνεχές σημεῖο πού συμβαίνει στόν τάφο του, ὁδηγεῖ χιλιάδες Χριστιανούς ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν καί νά λάβουν τήν θεραπεία καί τή λύσι στά προβλήματά τους. Ποιό εἶναι αὐτό τό σημεῖο;
Ἐνῶ τόν χειμῶνα ἡ παγωνιά ἐκεῖ φθάνει στούς 20 βαθμούς ὑπό τό μηδέν, τά λουλούδια πού ἔχουν φυτρώσει στόν τάφο του οὐδέποτε μαραίνονται ἤ καίγονται ἀπό τήν παγωνιά! Χειμῶνα-καλοκαίρι ὁ τάφος του εἶναι πάντα ἀνθισμένος καί μυρωμένος ἀπό τά πολύχρωμα λουλούδια. Συνδιασμένες καί οἱ μυρωμένες προσευχές τῶν Πιστῶν συγκινοῦν τόν Πολυεύ¬σπλαγχνο Θεό μας, ὁ Ὁποῖος ἐδόξασε τόν δοῦλο Του ἱερομόναχο Ἀρσένιο γιά νά γίνη καί μετά θάνατον ὁ τάφος του κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὄχι μέ ἕνα θεραπευμένο κατ᾿ ἔτος, ἀλλά κατά δεκάδες...
Ὁ π. Ἀρσένιος ἦτο ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἦτο καί θά παραμείνη ἕνα φῶς στόν οὐρανό τῆς ὀρθοδόξου ρουμανικῆς Ἐκκλησίας. Ἐγοήτευε τά πλήθη τῶν Πιστῶν, ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί τῶν κοινωνικῶν τάξεων. Ἰδιαίτερα τόν ἀγάπησε ἡ σπουδάζουσα νεολαία, ἡ ὁποία ἐπιθυμοῦσε νά γευθῆ τά πνευματικά του βιώματα καί ἐνεργήματα τῆς θείας Χάριτος γιά τήν διατήρησι τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρέπειας καί γιά τόν ἀγῶνα ἐναντίον κάθε ἐμποδίου πού τούς ἔκλεινε τήν ὁδό γιά τήν βίωσι τῆς Ἀληθείας.
Πολλές διδαχές καί ἔργα θαυμαστά, πού ἔκαμε ὁ Πατήρ μέ τήν θεία Χάρι, ἀποκαλύπτονται καί θά ἀποκαλυφθοῦν στόν καιρό τους. Ἐμεῖς ἠμποροῦμε νά βεβαιώσουμε ὅτι ὁ Πατήρ ἦτο προορατικός καί θαυμα¬τουργός ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὅτι βασανίσθηκε πολύ στίς φυλακές καί, ὅταν ἐξῆλθε, ἐργάσθηκε σάν ποιμήν ἀληθινός ὑπέρ σωτηρίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐδημιούργησε μεγάλο πνευματικό δεσμό μέ τά πλήθη τῶν Πιστῶν, οἱ ὁποῖοι δέν τόν ἐγκατέλειψαν καθόλου, διότι μέ τά ὑπερφυσικά δῶρα πού τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός, ἐνίσχυε τούς Χριστιανούς στήν πίστι καί τούς ἐφώτιζε τήν ψυχή μέ τίς θεόσοφες συμβουλές του.
Ὁ μακαριστός π. Δημήτριος Στανιλοάε μέ τόν ὁποῖον πολύ στενά συνδεόταν, ἔλεγε γι᾿ αὐτόν ὅτι: «ὁ π. Ἀρσένιος εἶναι ἕνα μοναδικό φαινόμενο στήν ἱστορία τοῦ ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ μονα-χισμοῦ».
Ἔγραψε ἕνα θαυμάσιο βιβλίο, στό ὁποῖο περιέχει τίς γνώσεις καί ἐμπειρίες του. Τό ἐπωνόμασε: «Ἡ ὁδός τῆς Βασιλείας». Τό ἔγραψε στήν ἡλικία τῶν 39 ἐτῶν.
Ὅσο ζοῦσε δέν ἐδημοσίευσε οὔτε αὐτό, οὔτε κανένα ἄλλο βιβλίο του. Τώρα ὅμως δημοσιεύθηκαν καί θά εἶναι εὐχῆς ἔργο νά μεταφρασθῆ καί στήν γλῶσσα μας τό μνημειῶδες αὐτό ἔργο του «Ἡ ὁδός τῆς Βασιλείας». Ἀκόμη δέν δεχόταν νά φωτογραφηθῆ· γι᾿ αὐτό κι ἔχουμε λίγες φωτογραφίες του, κυρίως ἀπό τήν νεανική του ἡλικία.
Πολλά θαυμάσια ἐπετέλεσε, τά ὁποῖα συγκεντρώνονται, γρά-φονται καί δημοσιεύονται. Καί χορούς ἀγγέλων ἤκουσε καί μέ τόν νοῦ του στούς οὐρανούς ἀνέβηκε καί τά οὐράνια σκηνώματα ἐθεώρησε. Ἐνῶ τήν στιγμή τοῦ θανάτου του εἶπε: «Τώρα γνωρίζω ποῦ πηγαίνω...». Καί ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, τόν Ὁποῖον ἀγάπησε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία.
Ὁ Καλός Θεός, γνωρίζουμε, ὅτι τόν κατέταξε μεταξύ τῶν Ἁγίων Του. Εἴθε νά τόν δοξάση καί ἐπί τῆς γῆς μέ τήν ἐπίσημη ἀνακήρυξί του σέ ἅγιο τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τίς ἅγιες προσευχές τοῦ ἐκλεκτοῦ Σου δούλου π. Ἀρσενίου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον καί ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Ἀμήν.
Ἱεροδιάκονος Δομέτιος
Ἱερά Μονή Σίμπαντα ντε Σιούς
11ῃ Ἰουνίου 1990
Ὁ
κόσμος εἶναι
ἔργο
τοῦ
Θεοῦ.
Ἀλλά
ἡ
φθορά τοῦ
κόσμου εἶναι
ἔργο
τῆς
ἀμαρτίας.
Οἱ
μοναχοί φεύγουν ἀπό
τήν φθορά τοῦ
κόσμου, διότι αὐτή
ἀποσυνθέτει
πνευματικά τούς ἀνθρώπους
τοῦ
Θεοῦ.
Καί, ἐπειδή
ἡ
φθορά αὐτή
εἶναι
τόσο πολύ ἀνακατωμένη
μέ τόν κόσμο, οἱ
μοναχοί ἀρνοῦνται
τόν κόσμο. Αὐτά
ἐν
συντομίᾳ.
Πιό ἐκτενέστερα, ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο γίνεται ὡς ἑξῆς: Σέ κάποια ἡλικία ἐξεγείρεται ὁ νοῦς μας καί ἡ χριστιανική μας συνείδησις. Ἡ συνείδησις αὐτή εἶναι τό ἴδιο τό χάρισμα τοῦ Βαπτίσματος. Ἀπ᾿ ἐδῶ μᾶς καλοῦν δύο φωνές: Ὁ Θεός καί ὁ κόσμος. Ὁ καθένας μᾶς τραβᾶ πρός τό μέρος του. Ὁ Θεός μᾶς καλεῖ, μέσῳ τῆς συνειδήσεώς μας, ἐνῶ ὁ κόσμος μέσῳ τοῦ σώματός μας. Φθάνοντας σ᾿ αὐτό τό σταυροδρόμιο ἔχουμε στήν συνέχεια τήν ἐλευθερία νά διαλέξουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας γιά τό μέλλον μας.
Ἐάν ἔχουμε νά κάνουμε μιά χριστιανική ζωή στόν κόσμο, βλέπουμε γύρω μας ἤ ἀκόμη καί μέσα στό σπίτι μας ὅτι οἱ κοσμικές συνήθειες καί ἀπασχολήσεις μᾶς νικοῦν καί φθάνουμε στό σημεῖο νά ζοῦμε καί ἐμεῖς, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος. Ἐάν ὅμως τό κάλεσμα τῆς συνειδήσεώς μας πρός τόν Θεό εἶναι πολύ περισσότερο δυνατό ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ σώματός μας πρός τόν κόσμο, τότε ἀρνούμεθα τόν κόσμο, πωλοῦμε ὅ,τι ἔχουμε καί ἐρχόμεθα σ᾿ ἕνα μοναστήρι γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό.
Ἑπομένως, ἡ ἄρνησις τοῦ κόσμου εἶναι μία πρᾶξις τῆς ἐλεύθερης συνειδήσεώς μας, μία δική μας πεποίθησις. Κανένας ἄλλος λόγος δέν εἶναι τόσο θεμελιακός, ὅσον αὐτός.
Ἰδού τό πρῶτο βῆμα πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Πιό ἐκτενέστερα, ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο γίνεται ὡς ἑξῆς: Σέ κάποια ἡλικία ἐξεγείρεται ὁ νοῦς μας καί ἡ χριστιανική μας συνείδησις. Ἡ συνείδησις αὐτή εἶναι τό ἴδιο τό χάρισμα τοῦ Βαπτίσματος. Ἀπ᾿ ἐδῶ μᾶς καλοῦν δύο φωνές: Ὁ Θεός καί ὁ κόσμος. Ὁ καθένας μᾶς τραβᾶ πρός τό μέρος του. Ὁ Θεός μᾶς καλεῖ, μέσῳ τῆς συνειδήσεώς μας, ἐνῶ ὁ κόσμος μέσῳ τοῦ σώματός μας. Φθάνοντας σ᾿ αὐτό τό σταυροδρόμιο ἔχουμε στήν συνέχεια τήν ἐλευθερία νά διαλέξουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας γιά τό μέλλον μας.
Ἐάν ἔχουμε νά κάνουμε μιά χριστιανική ζωή στόν κόσμο, βλέπουμε γύρω μας ἤ ἀκόμη καί μέσα στό σπίτι μας ὅτι οἱ κοσμικές συνήθειες καί ἀπασχολήσεις μᾶς νικοῦν καί φθάνουμε στό σημεῖο νά ζοῦμε καί ἐμεῖς, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος. Ἐάν ὅμως τό κάλεσμα τῆς συνειδήσεώς μας πρός τόν Θεό εἶναι πολύ περισσότερο δυνατό ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ σώματός μας πρός τόν κόσμο, τότε ἀρνούμεθα τόν κόσμο, πωλοῦμε ὅ,τι ἔχουμε καί ἐρχόμεθα σ᾿ ἕνα μοναστήρι γιά ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό.
Ἑπομένως, ἡ ἄρνησις τοῦ κόσμου εἶναι μία πρᾶξις τῆς ἐλεύθερης συνειδήσεώς μας, μία δική μας πεποίθησις. Κανένας ἄλλος λόγος δέν εἶναι τόσο θεμελιακός, ὅσον αὐτός.
Ἰδού τό πρῶτο βῆμα πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Περί ἀρνήσεως τοῦ
ἑαυτοῦ
μας
«Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καί ἀκολουθείτω μοι» (Λουκ.9,23).
Ἡ ἄρνησις τοῦ κόσμου ἔχει δύο βαθμίδες. Στήν πρώτη ἀρνούμεθα τόν κόσμο ἐξωτερικά καί μέ κάθε τι μέ τό ὁποῖο εἴμεθα δεμένοι μαζί του. Στήν δεύτερη ἀρνούμεθα καί ὅλες τίς ἐσωτερικές μας διασυνδέσεις πού εἴχαμε μέ τόν κόσμο. Αὐτές εἶναι τά πάθη, οἱ φαντασίες καί ὅλες οἱ προσωπικές μας ἀδυναμίες.
Ἐάν μείνουμε στόν κόσμο, γινόμεθα ἕνα μέ τόν κόσμο. Ἐάν ὅμως θέλουμε ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, τότε πρέπει νά συμπληρώσουμε τήν ἄρνησι καί ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τόν κόσμο μέ τήν ἄρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό τίς κοσμικές του ἐξαρτήσεις. Αὐτός ὁ κόσμος εἶναι τό ἐγώ, ὁ ἐγωϊσμός, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ὁ ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῶν ἀπολαύσεων καί ἡδονῶν. Ὁ ἐγωϊσμός εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν. Ἐνῶ ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἡ ἀποξήρανσις αὐτῆς τῆς ρίζας καί ἡ πρώτη προϋπόθεσις πορείας ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ.
Ἐάν ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο, λυτρωνόμεθα ἀπό τούς πειρασμούς τῆς ὁράσεως καί ἀκοῆς. Ἔτσι, ἀδυνατίζουν σταδιακῶς καί τά ἐσωτερικά μας πάθη. Ἐάν δέν ἀπομακρυνθοῦμε πλήρως ἀπό τήν δύναμί τους, πρέπει νά κόπτουμε τούς βλαστούς καί τίς ρίζες μέ τήν ἄσκησι, κάθε ἡμέρα ἀρνούμενοι συνεχῶς τήν παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτό αἰσθάνεται ἡ θνητή μας φύσις, ὅτι εὑρίσκεται ἐπάνω σ᾿ ἕνα σταυρό, ὅπου πεθαίνει συνεχῶς ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος. Δέν ἠμποροῦμε νά βαδίσουμε στά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ, παρά μόνο σκοτώνοντας κάθε ὥρα τά πάθη μας.
Στήν ἀρχή, ἡ πορεία ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ ἔχει ἀκόμη κι αὐτό τό νόημα: Μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τήν φύσι τῶν παθῶν καί στήν θέσι τους βλαστάνουν οἱ ἀρετές.
Ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας δέν εἶναι ἀδυναμία, συντριβή καί ἦττα. Ἀντιθέτως, εἶναι ἀπελευθέρωσις μιᾶς πολύ μεγάλης ψυχικῆς δυνάμεως. Πρόχειρες μαρτυρίες εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ πειρασμοί. Ἐάν κερδίζουμε, δηλαδή συμπεριφερόμεθα ἀπέναντι σ᾿ αὐτούς σύμφωνα μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμεθα στήν ψυχή μία εἰρήνη καί μία ψυχική πρόοδο. Ἀφ᾿ ὅτου χάνουμε, δηλαδή συμπεριφερόμεθα ὡς ἄνθρωποι καί σύμφωνα μέ τά πάθη μας, αἰσθανόμεθα μία ταραχή, μία ἐπίπληξι τῆς συνειδήσεώς μας καί μία πνευματική πτῶσι. Ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀποδεικνύει τήν πίστι καί τήν ἀγάπη, τήν ὁποία ἔχουμε πρός τόν Ἰησοῦ μας. Ἀπ᾿ αὐτή πηγάζει μία μεγάλη ἐσωτερική κατάστασις. Ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ὑπερφυσική πορεία, ἡ ὁποία μᾶς συνοδεύει σ᾿ ὁλόκληρη τήν μοναχική μας ζωή καί ἀπό τήν ὁποία ἔντονα χαρακτηρίζεται.
Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ξηραίνεται ἡ πηγή καί ἡ ρίζα τῶν παθῶν.
«Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καί ἀκολουθείτω μοι» (Λουκ.9,23).
Ἡ ἄρνησις τοῦ κόσμου ἔχει δύο βαθμίδες. Στήν πρώτη ἀρνούμεθα τόν κόσμο ἐξωτερικά καί μέ κάθε τι μέ τό ὁποῖο εἴμεθα δεμένοι μαζί του. Στήν δεύτερη ἀρνούμεθα καί ὅλες τίς ἐσωτερικές μας διασυνδέσεις πού εἴχαμε μέ τόν κόσμο. Αὐτές εἶναι τά πάθη, οἱ φαντασίες καί ὅλες οἱ προσωπικές μας ἀδυναμίες.
Ἐάν μείνουμε στόν κόσμο, γινόμεθα ἕνα μέ τόν κόσμο. Ἐάν ὅμως θέλουμε ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, τότε πρέπει νά συμπληρώσουμε τήν ἄρνησι καί ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τόν κόσμο μέ τήν ἄρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό τίς κοσμικές του ἐξαρτήσεις. Αὐτός ὁ κόσμος εἶναι τό ἐγώ, ὁ ἐγωϊσμός, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ὁ ἔπαινος τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος τῶν ἀπολαύσεων καί ἡδονῶν. Ὁ ἐγωϊσμός εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν. Ἐνῶ ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἡ ἀποξήρανσις αὐτῆς τῆς ρίζας καί ἡ πρώτη προϋπόθεσις πορείας ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ.
Ἐάν ἐξέλθουμε ἀπό τόν κόσμο, λυτρωνόμεθα ἀπό τούς πειρασμούς τῆς ὁράσεως καί ἀκοῆς. Ἔτσι, ἀδυνατίζουν σταδιακῶς καί τά ἐσωτερικά μας πάθη. Ἐάν δέν ἀπομακρυνθοῦμε πλήρως ἀπό τήν δύναμί τους, πρέπει νά κόπτουμε τούς βλαστούς καί τίς ρίζες μέ τήν ἄσκησι, κάθε ἡμέρα ἀρνούμενοι συνεχῶς τήν παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτό αἰσθάνεται ἡ θνητή μας φύσις, ὅτι εὑρίσκεται ἐπάνω σ᾿ ἕνα σταυρό, ὅπου πεθαίνει συνεχῶς ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος. Δέν ἠμποροῦμε νά βαδίσουμε στά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ, παρά μόνο σκοτώνοντας κάθε ὥρα τά πάθη μας.
Στήν ἀρχή, ἡ πορεία ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ ἔχει ἀκόμη κι αὐτό τό νόημα: Μᾶς ἀποσπᾶ ἀπό τήν φύσι τῶν παθῶν καί στήν θέσι τους βλαστάνουν οἱ ἀρετές.
Ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας δέν εἶναι ἀδυναμία, συντριβή καί ἦττα. Ἀντιθέτως, εἶναι ἀπελευθέρωσις μιᾶς πολύ μεγάλης ψυχικῆς δυνάμεως. Πρόχειρες μαρτυρίες εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ πειρασμοί. Ἐάν κερδίζουμε, δηλαδή συμπεριφερόμεθα ἀπέναντι σ᾿ αὐτούς σύμφωνα μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμεθα στήν ψυχή μία εἰρήνη καί μία ψυχική πρόοδο. Ἀφ᾿ ὅτου χάνουμε, δηλαδή συμπεριφερόμεθα ὡς ἄνθρωποι καί σύμφωνα μέ τά πάθη μας, αἰσθανόμεθα μία ταραχή, μία ἐπίπληξι τῆς συνειδήσεώς μας καί μία πνευματική πτῶσι. Ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀποδεικνύει τήν πίστι καί τήν ἀγάπη, τήν ὁποία ἔχουμε πρός τόν Ἰησοῦ μας. Ἀπ᾿ αὐτή πηγάζει μία μεγάλη ἐσωτερική κατάστασις. Ἡ ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ὑπερφυσική πορεία, ἡ ὁποία μᾶς συνοδεύει σ᾿ ὁλόκληρη τήν μοναχική μας ζωή καί ἀπό τήν ὁποία ἔντονα χαρακτηρίζεται.
Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ξηραίνεται ἡ πηγή καί ἡ ρίζα τῶν παθῶν.
Περί τῶν εὐαγγελικῶν
ἐντολῶν
καί τῶν
μοναχικῶν
ὑποσχέσεων
Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἔδωσε ἐντολές καί συμβουλές μέ τό παράδειγμα τῆς ζωῆς Του. Σ᾿ αὐτό μᾶς ἀπεκάλυψε ὅλη τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ Πατρός πρός τούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν. Οἱ ἐντολές Του ἐξασφαλίζουν τήν σωτηρία γιά ὅλο τόν κόσμο, ἐνῶ οἱ εὐαγγελικές συμβουλές Του εἶναι αὐτές: Ἡ ἑκούσια πτωχεία, ἡ ἀμόλυντη ζωή καί ἡ ἀπεριόριστη ὑπακοή.
Οἱ εὐαγγελικές Του συμβουλές θεμελιώνουν τόν μοναχισμό μας. Ἡ μοναχική πολιτεία ἀκολουθεῖ συνεπῶς τήν ζωή τοῦ Χριστιανισμοῦ μέχρι τά μέτρα τῆς πνευματικῆς της τελειώσεως. Ἀλλά γιά νά εἰσέλθη ἡ ἀνθρώπινη φύσις σέ μία ὁδό τόσο ἐπιμήκη, πρέπει νά ἔχη κατανοήσει καλά τά μέσα καί νά γνωρίζη πολύ καλά τήν ὁδό.
Κατ᾿ ἀρχήν, ἐάν εἴμεθα ἀληθινά μαθητές τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι, τότε ἠμποροῦμε νά εἴμεθα ταπεινοί μαθητές ἑνός λειτουργοῦ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως εἶναι ὁ Πνευματικός. Ἡ μοναχική ζωή δέν διδάσκεται τόσο ἀπό τά βιβλία, ὅσο ἀπό τήν μαθητεία.
Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις ἔχουν τό νόημα ξερριζώσεως σταδιακά τῶν παθῶν, τά ὁποῖα φθείρουν τήν φύσι μας καί διακινδυνεύει ἡ σωτηρία μας. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τῶν πιό ριζωμένων παθῶν μέσα μας εἶναι ὅτι ὁδηγοῦν τήν ψυχή στήν ἀπιστία τοῦ Θεοῦ μέ τό γεγονός ὅτι συλλαμβάνονται ἡ ψυχή καί τό σῶμα καί ὑποδουλώνονται σ᾿ αὐτή τήν γυμνή ἐκ τῆς Χάριτος ζωή.
Γνωρίζοντας ὁ Ἰησοῦς ὅτι τά πάθη ἐμποδίζουν τήν ψυχή στήν πορεία της πρός Αὐτόν, δεδομένου ὅτι προσκολλᾶται σ᾿ αὐτά, μᾶς ἐζήτησε νά ἀπαρνηθοῦμε κάθε τί πού ἔχουμε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Νά μισήσουμε τήν οἰκογένεια, ἀκόμη καί τήν προσωπική μας ζωή καί τίς σχέσεις της μέ τόν κόσμο (Λουκ.14,26). Ὁ μοναχισμός ἑδραιώνεται ἐπάνω σέ μία ἄλλη συγγένεια μετά τῶν ἀνθρώπων: τήν συγγένεια ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Τόν γάμο καί τά παιδιά τά ἐγκαταλείπουμε πρίν ἀκόμη τά ἀποκτήσουμε καί δέν τά ἔχουμε σ᾿ αὐτή τήν πορεία μας. Αὐτή εἶναι
ἡ ἁγία θέλησις γιά τήν ὁρατή προσωπική μας ζωή, πού εἶναι κατά τό πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. Ἐδῶ ἀποδεικνύεται τρανῶς ὅτι οἱ εὐαγγελικές συμβουλές εἶναι τό θεμέλιο. Ἔτσι, ἡ ἑκούσια πτωχεία μᾶς λυτρώνει ἀπό τήν λαιμαργία, τήν φιλοχρηματία καί τήν ὀκνηρία. Ἡ παρθενία νικᾶ τήν κακή πρός τήν ἀκολασία ἐπιθυμία. Ἐνῶ ἡ ἄνευ ὅρων ὑπακοή φονεύει τήν ὑπερηφάνεια, τήν ζηλοτυπία, τήν ὀργή, τήν κενοδοξία καί τήν λύπη.
Ἀνάμεσα στίς τρεῖς μοναχικές ὑποσχέσεις ἡ δυσκολώτερη εἶναι ἡ ὑπακοή, διότι περισσότερο δι᾿ αὐτῆς θά νικηθοῦν τά πάθη τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ μέ τόν Θεό στόν μυστικό του χῶρο, χωρίς φανερές συζητήσεις.
Κανένα πάθος δέν θέλει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἐμπαθῆ φύσι μας, χωρίς τήν ἀσκητική ἀγωγή, δηλαδή, χωρίς τούς τραυματισμούς ἀπό τά βέλη τῆς συνειδήσεως πού ξεκινοῦν καί ἐνισχύονται ἀπό τήν ἀγαθή θέλησί μας. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς μάχης ἀνάμεσα στίς νίκες καί στά πάθη, ἡ μοναχική πολιτεία ἔχει πλουτισθῆ μέ τήν θεία Χάρι καί σφραγισθῆ μέ τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας.
Ἡ ὑπακοή εἶναι παντοῦ τό θεμέλιο τῆς τάξεως καί ἁρμονίας στήν ἀνθρώπινη κοινωνία μας, ἐνῶ στόν μοναχικό βίο ἔχει ἐπί πλέον κάτι τό ἰδιαίτερα θεμελιῶδες: ὅτι ἡ ὑπακοή ἐκ πεποιθήσεως, μέσῳ τῆς συνειδήσεως τοῦ Ἡγουμένου ἤ τοῦ Πνευματικοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁποιοδήποτε παράπτωμα ἤ παρέκκλισις ἀπ᾿ αὐτό τόν δύσκολο δρόμο τῆς ὑπακοῆς προκαλεῖ τήν ἐνδυνάμωσι τῶν παθῶν καί τήν πνευματική ἐξασθένησι τῆς ψυχῆς.
Ἰδού τό βάθος τῆς μοναχικῆς ὁδοῦ!
Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἔδωσε ἐντολές καί συμβουλές μέ τό παράδειγμα τῆς ζωῆς Του. Σ᾿ αὐτό μᾶς ἀπεκάλυψε ὅλη τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ Πατρός πρός τούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν. Οἱ ἐντολές Του ἐξασφαλίζουν τήν σωτηρία γιά ὅλο τόν κόσμο, ἐνῶ οἱ εὐαγγελικές συμβουλές Του εἶναι αὐτές: Ἡ ἑκούσια πτωχεία, ἡ ἀμόλυντη ζωή καί ἡ ἀπεριόριστη ὑπακοή.
Οἱ εὐαγγελικές Του συμβουλές θεμελιώνουν τόν μοναχισμό μας. Ἡ μοναχική πολιτεία ἀκολουθεῖ συνεπῶς τήν ζωή τοῦ Χριστιανισμοῦ μέχρι τά μέτρα τῆς πνευματικῆς της τελειώσεως. Ἀλλά γιά νά εἰσέλθη ἡ ἀνθρώπινη φύσις σέ μία ὁδό τόσο ἐπιμήκη, πρέπει νά ἔχη κατανοήσει καλά τά μέσα καί νά γνωρίζη πολύ καλά τήν ὁδό.
Κατ᾿ ἀρχήν, ἐάν εἴμεθα ἀληθινά μαθητές τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι, τότε ἠμποροῦμε νά εἴμεθα ταπεινοί μαθητές ἑνός λειτουργοῦ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως εἶναι ὁ Πνευματικός. Ἡ μοναχική ζωή δέν διδάσκεται τόσο ἀπό τά βιβλία, ὅσο ἀπό τήν μαθητεία.
Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις ἔχουν τό νόημα ξερριζώσεως σταδιακά τῶν παθῶν, τά ὁποῖα φθείρουν τήν φύσι μας καί διακινδυνεύει ἡ σωτηρία μας. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τῶν πιό ριζωμένων παθῶν μέσα μας εἶναι ὅτι ὁδηγοῦν τήν ψυχή στήν ἀπιστία τοῦ Θεοῦ μέ τό γεγονός ὅτι συλλαμβάνονται ἡ ψυχή καί τό σῶμα καί ὑποδουλώνονται σ᾿ αὐτή τήν γυμνή ἐκ τῆς Χάριτος ζωή.
Γνωρίζοντας ὁ Ἰησοῦς ὅτι τά πάθη ἐμποδίζουν τήν ψυχή στήν πορεία της πρός Αὐτόν, δεδομένου ὅτι προσκολλᾶται σ᾿ αὐτά, μᾶς ἐζήτησε νά ἀπαρνηθοῦμε κάθε τί πού ἔχουμε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Νά μισήσουμε τήν οἰκογένεια, ἀκόμη καί τήν προσωπική μας ζωή καί τίς σχέσεις της μέ τόν κόσμο (Λουκ.14,26). Ὁ μοναχισμός ἑδραιώνεται ἐπάνω σέ μία ἄλλη συγγένεια μετά τῶν ἀνθρώπων: τήν συγγένεια ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Τόν γάμο καί τά παιδιά τά ἐγκαταλείπουμε πρίν ἀκόμη τά ἀποκτήσουμε καί δέν τά ἔχουμε σ᾿ αὐτή τήν πορεία μας. Αὐτή εἶναι
ἡ ἁγία θέλησις γιά τήν ὁρατή προσωπική μας ζωή, πού εἶναι κατά τό πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. Ἐδῶ ἀποδεικνύεται τρανῶς ὅτι οἱ εὐαγγελικές συμβουλές εἶναι τό θεμέλιο. Ἔτσι, ἡ ἑκούσια πτωχεία μᾶς λυτρώνει ἀπό τήν λαιμαργία, τήν φιλοχρηματία καί τήν ὀκνηρία. Ἡ παρθενία νικᾶ τήν κακή πρός τήν ἀκολασία ἐπιθυμία. Ἐνῶ ἡ ἄνευ ὅρων ὑπακοή φονεύει τήν ὑπερηφάνεια, τήν ζηλοτυπία, τήν ὀργή, τήν κενοδοξία καί τήν λύπη.
Ἀνάμεσα στίς τρεῖς μοναχικές ὑποσχέσεις ἡ δυσκολώτερη εἶναι ἡ ὑπακοή, διότι περισσότερο δι᾿ αὐτῆς θά νικηθοῦν τά πάθη τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος συνομιλεῖ μέ τόν Θεό στόν μυστικό του χῶρο, χωρίς φανερές συζητήσεις.
Κανένα πάθος δέν θέλει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν ἐμπαθῆ φύσι μας, χωρίς τήν ἀσκητική ἀγωγή, δηλαδή, χωρίς τούς τραυματισμούς ἀπό τά βέλη τῆς συνειδήσεως πού ξεκινοῦν καί ἐνισχύονται ἀπό τήν ἀγαθή θέλησί μας. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς μάχης ἀνάμεσα στίς νίκες καί στά πάθη, ἡ μοναχική πολιτεία ἔχει πλουτισθῆ μέ τήν θεία Χάρι καί σφραγισθῆ μέ τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας.
Ἡ ὑπακοή εἶναι παντοῦ τό θεμέλιο τῆς τάξεως καί ἁρμονίας στήν ἀνθρώπινη κοινωνία μας, ἐνῶ στόν μοναχικό βίο ἔχει ἐπί πλέον κάτι τό ἰδιαίτερα θεμελιῶδες: ὅτι ἡ ὑπακοή ἐκ πεποιθήσεως, μέσῳ τῆς συνειδήσεως τοῦ Ἡγουμένου ἤ τοῦ Πνευματικοῦ ὁμιλεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁποιοδήποτε παράπτωμα ἤ παρέκκλισις ἀπ᾿ αὐτό τόν δύσκολο δρόμο τῆς ὑπακοῆς προκαλεῖ τήν ἐνδυνάμωσι τῶν παθῶν καί τήν πνευματική ἐξασθένησι τῆς ψυχῆς.
Ἰδού τό βάθος τῆς μοναχικῆς ὁδοῦ!
Περί νηστείας καί προσευχῆς
Ἡ
νηστεία εἶναι
παλαιά καί ἀρχίζει
ταυτόχρονα μέ τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι
ἡ
πρώτη ἐντολή
γιά αὐτοκυριαρχία.
Ἡ
νηστεία καί ἡ
προσευχή εἶναι
τά δύο μέσα, μέ τά ὁποῖα
καθαρίζεται ἡ
φύσις τῶν
παθῶν.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπλησίασαν τόν Θεό, ἐταπείνωσαν τήν ψυχή τους μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Καί ὁ Ἰησοῦς ἐνήστευσε 40 ἡμέρες, θέτοντας τήν νηστεία σάν ἀρχή ἐπαγγελίας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη γι᾿ Αὐτόν ἡ νηστεία, ἐφ᾿ ὅσον ἦτο ἀπαθής.
Τά βαθύτερα θεμέλια τῆς νηστείας καί προσευχῆς τά εὑρίσκουμε ἐπίσης στό Βάπτισμα. Ἀπό τό βάθος της ἡ ὕπαρξίς μας ἐνδύεται τόν Χριστό. Σ᾿ αὐτό τό βάθος τοῦ νοῦ ἤ στό βῆμα τῆς καρδίας, κατά τήν ἔκφρασι τῶν Πατέρων, στεγάζεται ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἐδίωξε ἔξω τόν σατανᾶ, ὁ ὁποῖος ἀποχωρεῖ καί ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Ἀπ᾿ ἐδῶ οἱ δυνάμεις τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ, τά πάθη ἀγωνίζονται νά περικυκλώσουν καί νά κυριεύσουν τήν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου πάλι στά δίκτυά τους.
Μέ τό σῶμα ὅμως δέν ἠμποροῦμε νά γλυτώσουμε παρά μόνο μέ τήν νηστεία. Αὐτό δέν γνωρίζει καί δέν ἀναγνωρίζει νίκες. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά εἶναι ἀπεξηραμένο, καί μέ διάκρισι, ἐπειδή στόν ἀπεξηραμένο βοῦρκο τά γουρούνια τῶν παθῶν δέν ἔρχονται νά κυλισθοῦν.
Γιά νά ματαιώσουμε τήν ἐνάντια δύναμι, ἡ ὁποία ἐργάζεται μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, τά πάθη τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, τά ἀδυνατίζουμε διά τῆς νηστείας. Ἕνας ὀργανισμός πού ἔχει καταβληθῆ ἀπό τήν νηστεία, δέν ἔχει πλέον τήν δύναμι νά ἀλλάξη τίς πεποιθήσεις τῆς συνειδήσεως.
Σχεδόν περισσότερα ἀπό τά μισά πάθη φωλιάζουν στόν νοῦ. Ἡ νηστεία ἐργάζεται καί ἐναντίον αὐτῶν. Εἶναι θαυμαστό τό ἔργο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ὁ νοῦς, ἐνῶ εἶναι ἀσώματος, ἀπό τό σῶμα μολύνεται καί σκοτεινιάζει καί ὅτι, ἀντιθέτως, τά ἄϋλα ἀπό τόν πηλό (σῶμα) λεπτύνονται καί καθαρίζονται.
Ἡ νηστεία καθαρίζει τόν ὀφθαλμό, ἡ προσευχή καθαρίζει τόν νοῦ. Ἐδῶ δέν ὁμιλοῦμε γιά προσευχή πού ζητεῖ ὑλικά πράγματα, οὔτε γιά προσευχή, πού διευκολύνει τίς φαντασίες, ὅπως ἐπίσης δέν ὁμιλοῦμε οὔτε γιά προσευχή λειτουργική, ἀλλά μόνο γιά τήν νοερά προσευχή.
Στήν εἴσοδο τῆς μοναχικῆς βιοτῆς, ἡ προσευχή τοῦ τελώνου, μπορεῖ νά εἶναι πλήρης ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἰησοῦ. Ὀνομάζεται ταυτόχρονα μέ τήν χρῆσι τοῦ κομποσχοινιοῦ «σπάθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ νοερά προσευχή εἶναι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό».
Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον στήν ἀρχή λέγεται μέ τό στόμα καί κατόπιν μέ τόν νοῦ, μπαίνουμε ἀπό ἔξω πρός τά ἔσω, πρός συνάντησι μέ τόν Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος διά τῆς προσευχῆς μας διεξάγει τόν πόλεμο μέ τόν ἐχθρό, στό πεδίο τῶν λογισμῶν καί μᾶς λυτρώνει ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν. Ἡ νοερά ἤ ἡ καρδική προσευχή ἔχουν αὐτό τό θεμέλιο, πού μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», ἐν ὄψει τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη γιά τήν ψυχική μας σωτηρία.
Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη, ζῆ ὑπερβατικές καταστάσεις. Γίνεται ἐκτός ἑαυτοῦ, χωρίς νά ἠμπορῆ νά ἐξηγήση τό φαινόμενο καί περιβάλλεται μέ μία ἀτέλειωτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καί ὅλης τῆς κτίσεως.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπλησίασαν τόν Θεό, ἐταπείνωσαν τήν ψυχή τους μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία. Καί ὁ Ἰησοῦς ἐνήστευσε 40 ἡμέρες, θέτοντας τήν νηστεία σάν ἀρχή ἐπαγγελίας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη γι᾿ Αὐτόν ἡ νηστεία, ἐφ᾿ ὅσον ἦτο ἀπαθής.
Τά βαθύτερα θεμέλια τῆς νηστείας καί προσευχῆς τά εὑρίσκουμε ἐπίσης στό Βάπτισμα. Ἀπό τό βάθος της ἡ ὕπαρξίς μας ἐνδύεται τόν Χριστό. Σ᾿ αὐτό τό βάθος τοῦ νοῦ ἤ στό βῆμα τῆς καρδίας, κατά τήν ἔκφρασι τῶν Πατέρων, στεγάζεται ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἐδίωξε ἔξω τόν σατανᾶ, ὁ ὁποῖος ἀποχωρεῖ καί ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Ἀπ᾿ ἐδῶ οἱ δυνάμεις τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ, τά πάθη ἀγωνίζονται νά περικυκλώσουν καί νά κυριεύσουν τήν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου πάλι στά δίκτυά τους.
Μέ τό σῶμα ὅμως δέν ἠμποροῦμε νά γλυτώσουμε παρά μόνο μέ τήν νηστεία. Αὐτό δέν γνωρίζει καί δέν ἀναγνωρίζει νίκες. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά εἶναι ἀπεξηραμένο, καί μέ διάκρισι, ἐπειδή στόν ἀπεξηραμένο βοῦρκο τά γουρούνια τῶν παθῶν δέν ἔρχονται νά κυλισθοῦν.
Γιά νά ματαιώσουμε τήν ἐνάντια δύναμι, ἡ ὁποία ἐργάζεται μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, τά πάθη τῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, τά ἀδυνατίζουμε διά τῆς νηστείας. Ἕνας ὀργανισμός πού ἔχει καταβληθῆ ἀπό τήν νηστεία, δέν ἔχει πλέον τήν δύναμι νά ἀλλάξη τίς πεποιθήσεις τῆς συνειδήσεως.
Σχεδόν περισσότερα ἀπό τά μισά πάθη φωλιάζουν στόν νοῦ. Ἡ νηστεία ἐργάζεται καί ἐναντίον αὐτῶν. Εἶναι θαυμαστό τό ἔργο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ὁ νοῦς, ἐνῶ εἶναι ἀσώματος, ἀπό τό σῶμα μολύνεται καί σκοτεινιάζει καί ὅτι, ἀντιθέτως, τά ἄϋλα ἀπό τόν πηλό (σῶμα) λεπτύνονται καί καθαρίζονται.
Ἡ νηστεία καθαρίζει τόν ὀφθαλμό, ἡ προσευχή καθαρίζει τόν νοῦ. Ἐδῶ δέν ὁμιλοῦμε γιά προσευχή πού ζητεῖ ὑλικά πράγματα, οὔτε γιά προσευχή, πού διευκολύνει τίς φαντασίες, ὅπως ἐπίσης δέν ὁμιλοῦμε οὔτε γιά προσευχή λειτουργική, ἀλλά μόνο γιά τήν νοερά προσευχή.
Στήν εἴσοδο τῆς μοναχικῆς βιοτῆς, ἡ προσευχή τοῦ τελώνου, μπορεῖ νά εἶναι πλήρης ἀπό τήν Χάρι τοῦ Ἰησοῦ. Ὀνομάζεται ταυτόχρονα μέ τήν χρῆσι τοῦ κομποσχοινιοῦ «σπάθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ νοερά προσευχή εἶναι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό».
Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τό ὁποῖον στήν ἀρχή λέγεται μέ τό στόμα καί κατόπιν μέ τόν νοῦ, μπαίνουμε ἀπό ἔξω πρός τά ἔσω, πρός συνάντησι μέ τόν Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος διά τῆς προσευχῆς μας διεξάγει τόν πόλεμο μέ τόν ἐχθρό, στό πεδίο τῶν λογισμῶν καί μᾶς λυτρώνει ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν. Ἡ νοερά ἤ ἡ καρδική προσευχή ἔχουν αὐτό τό θεμέλιο, πού μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», ἐν ὄψει τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τά πάθη γιά τήν ψυχική μας σωτηρία.
Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη, ζῆ ὑπερβατικές καταστάσεις. Γίνεται ἐκτός ἑαυτοῦ, χωρίς νά ἠμπορῆ νά ἐξηγήση τό φαινόμενο καί περιβάλλεται μέ μία ἀτέλειωτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καί ὅλης τῆς κτίσεως.
Ὁ
ἀόρατος
πόλεμος ἤ
περί πειρασμῶν
Ἡ ψυχή εἶναι ἀνεκτίμητη περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, διότι σ᾿ αὐτήν ἔχει φυτευθῆ ἀπό τήν ἀρχή τῆς πλάσεώς της, ἡ δυνατότητα τῆς πνευματικῆς της τελειώσεως. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὁλόκληρη ἡ φύσις στενάζει, περιμένοντας μέ πόθο τήν φανέρωσι τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ (Βλ.Ρωμ.8,19), δηλαδή τήν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ὁδό μένει ἡ ἀναπηρία τῆς φύσεως καί ἡ ἐχθρική ἀόρατη δύναμις, ἡ ὁποία ζητεῖ νά ἐχμαλωτίση τήν ψυχή ἀπό ἕνα πέταγμά πιό ψηλά ἀπό τήν ζωή αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος.
Καί, ἐπειδή οἱ δυνάμεις δέν εἶναι οἱ ἴδιες, ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὡς ἄνθρωπος ἐνίκησε τόν πειραστή διάβολο, διδάσκοντας καἰ ἐμᾶς πῶς νά τόν πολεμοῦμε. Ἐδυνάμωσε τήν φύσι μας καί κατοι-κώντας ὁ Ἴδιος μέσα μας διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μᾶς ἔκανε καινούργια κτίσι, ὑπάκουη στόν Θεό. Καί ἀπό ἐμᾶς αὐτό μόνο ζητεῖται: Νά βάλουμε σέ δουλειά αὐτή τήν βοήθεια πού μᾶς ἔδωσε.
Ὅλος ὁ ἀόρατος πόλεμος κατά τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ ἐπιτελεῖται ἐξ αἰτίας τῆς παρεκκλίσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλη ἡ ἄσκησις τοῦ μοναχοῦ αὐξάνει αὐτή τήν ὑπακοή. Ὁ ἐχθρός μας ἔχει δύο τρόπους πειρασμῶν: Μέσῳ τῆς ἡδονῆς καί μέσῳ τῆς ὀδύνης. Μέ τόν πρῶτο¬ προσπαθεῖ νά μᾶς ἐξαπατᾶ. Μέ τόν δεύτερο πειρασμό ἐπιδιώκει νά μᾶς ἐξαναγκάση νά πιστεύσουμε ὅτι εἶναι καλό ἡ ἀπόλαυσις τοῦ βίου καί κακό ἡ ὀδύνη καί ἡ ἄσκησις. Μ᾿ αὐτές τίς δύο τέχνες θέλει νά ἐξαπατᾶ τήν ψυχή μας μέ φαντασίες μόνο καί μόνο γιά μία ἄνετη ζωή αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος.
Ἐνῶ ὁ μοναχός ἔχει τά ἑξῆς ὅπλα ἔναντι στόν πρῶτο πειρασμό: Τήν ἄσκησι ἐναντίον τῆς ἀκολασίας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἔναντι στόν δεύτερο διαβολικό πειρασμό ἔχει τήν αὐταπάρνησι γιά τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων.
Ἐάν βλέπη ὁ πονηρός ὅτι δέν κατορθώνει νά γκρεμίση τόν μοναχό μέ τούς πειρασμούς αὐτούς, τότε ἁρπάζει στό χέρι του τήν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀκοντισμοί αὐτοῦ τοῦ ὑπερήφανου δέν ἐκπλήσσουν κανέναν, διότι δέν μολύνουν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος οὔτε κἄν τά παρατηρεῖ.
Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγωνίζεται νά κάνη μία κατά Θεόν ἐνάρετη ζωή δέν πρέπει νά λυπᾶται ἀπό τήν λύσσα πού τόν πολεμοῦν οἱ δαίμονες. Εἴτε μέ ἀπατηλές ὁράσεις παρασύρεται πρός τήν κενοδοξία, εἴτε ἀπό φοβερές δαιμονικές φαντασίες ἐξέρχεται ἀπό τήν φυλακή τοῦ νοῦ του.
Στήν πρώτη περίπτωσι πρέπει νά ἀρνούμεθα τίς ὁράσεις, διότι πιό ὠφέλιμο εἶναι νά βλέπουμε τίς ἁμαρτίες μας, παρά νά βλέπουμε ἀγγέλους. Ἐνῶ στήν δεύτερη περίπτωσι ἀρνούμεθα τόν ἑαυτό μας ἐναποθέτοντας τήν πᾶσαν ἐλπίδα μας στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὀλίγους πιστούς, πού εἶναι ὀκνηροί καί μαλθακοί τούς βγάζει ὁ πονηρός ἀπ᾿ αὐτή τήν μάχη μέ τήν δικαιολογία τῆς ἀδυναμίας τους, μέ τήν ὁποία τούς ρίχνει στήν ἀπελπισία, ἐνῶ τούς ταπεινούς, κατά τήν προσωπική τους γνώμη, τούς πειράζει, κλείνοντας τήν ὁδό πρός τήν ἀληθινή ταπείνωσι. Στήν ὁδό αὐτή ὠθεῖται ἡ ψυχή στήν ἀπελπισία καί τήν ἀχαριστία, ἀπ᾿ ὅπου φθάνει στήν ὀργή τῆς καταδιώξεως τῶν πάντων.
Ἑτοιμάσου, ὦ ψυχή, σέ σύγκρουσι ἀπέναντί του. Φύλαξε τήν ψυχή σου ἀπό τίς προκαταλήψεις γιά νά μή γλιστρήση ἀπό τήν ἁγία ὁδό στήν ὁδό τῆς βεβηλώσεως καί τῆς ψυχικῆς ἀσθενείας. Σ᾿ αὐτά τά προβλήματα ἡ αὐταπάρνησις ἦτο καί εἶναι πάντοτε ἕνα μέσον ἀγῶνος καί ἀνίκητο.
Στήν συνέχεια, ὁ πειρασμός φέρνει ἀσχολίες ἐκ τοῦ μηδενός. Σέ μερικούς, ὁ πειρασμός ὁλοκληρώνει στήν ψυχή τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατά τρόπο ὑποκριτικό. Ἐνῶ σέ ἄλλους τούς σβήνει αὐτά καί στήν θέσι τους βάζει τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό τους.
Ὁ πειρασμός ἀποκαλύπτει αὐτό πού εἶναι στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Εὐθεῖες εἶναι οἱ ὁδοί τοῦ Κυρίου καί οἱ δίκαιοι βαδίζουν σ᾿ αὐτές, ἀλλά οἱ σκληροτράχηλοι στίς ἴδιες ὁδούς σκοντάπτουν καί πίπτουν. Στήν ὁδό, ἑπομένως, τῆς μοναχικῆς ζωῆς χρειάζεται πλήρης ὑγεία καί ἰδιαίτερα ὑγεία τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς! Ἡ πνευματική ζωή δέν ἀνοίγεται παρά σ᾿ ἐκείνη τήν ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει βάλει βαθειά τό θεμέλιο τῆς ταπεινώσεως.
Ἡ αὐτοεξουδένωσις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀτιμία τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἄρνησις τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος, ἰδού ἄλλη ὁδός πού εἶναι τό τρίτο ὅπλο τῆς ψυχῆς.
Γι᾿ αὐτό, στήν ὁδό τοῦ Θεοῦ νά εἶσαι ἀκλόνητος καί ἀλύγιστος τόσο ἀπό τίς ἡδονές, ὅσο καί τίς ὀδύνες τοῦ βίου. Πρέπει ἀκόμη νά γνωρίζης, ὅτι γιά νά σταθῆς στά πόδια σου, αὐτό δέν εἶναι ἔργο δικό σου, οὔτε τῶν ἀρετῶν σου, ἀλλά τῆς Χάριτος Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος σέ κρατεῖ στήν ἀγκαλιά Του γιά νά μή πέσης στά δίκτυα τῆς λύπης. Τελείως λυτρωμένος ἀπό τήν μάχη κατά τῶν δαιμόνων δέν ὑπάρχει κανείς ἐπίγειος ἄνθρωπος, οὔτε θά ὑπάρχη.
Ἔτσι, δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρχη μάχη, οὔτε μαθητεία, οὔτε πνευματική πρόοδος, ἐάν δέν μᾶς σκεπάζη ἀδιάκοπα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά γνωρίση τήν ἀδυναμία του, οὔτε τήν ταπείνωσί του, ἐάν δέν ἀντιληφθῆ ὅτι ἔχει τήν ἀνάγκη τους. Ἡ μάχη ἐναντίον τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἀνεκτίμητη, ὅταν βλέπης δίπλα σου τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ταπεινώνεσαι καί γεμίζεις ἀπό θεϊκή ἀγάπη, διότι πολλούς ἐπαγίδευσε αὐτός ὁ ἀγῶνας γιά τήν νίκη.
Αὐτή τήν ὁδό δέν ἠμπορεῖς νά ταξιδεύσης, χωρίς κινδύνους, παρά μόνο, ὅταν προστατεύεσαι ἀπό τήν ἀόρατη Δεξιά τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας σάν ὁδηγό τήν συνείδησί σου.
Ἡ ψυχή εἶναι ἀνεκτίμητη περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, διότι σ᾿ αὐτήν ἔχει φυτευθῆ ἀπό τήν ἀρχή τῆς πλάσεώς της, ἡ δυνατότητα τῆς πνευματικῆς της τελειώσεως. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὁλόκληρη ἡ φύσις στενάζει, περιμένοντας μέ πόθο τήν φανέρωσι τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ (Βλ.Ρωμ.8,19), δηλαδή τήν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ὁδό μένει ἡ ἀναπηρία τῆς φύσεως καί ἡ ἐχθρική ἀόρατη δύναμις, ἡ ὁποία ζητεῖ νά ἐχμαλωτίση τήν ψυχή ἀπό ἕνα πέταγμά πιό ψηλά ἀπό τήν ζωή αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος.
Καί, ἐπειδή οἱ δυνάμεις δέν εἶναι οἱ ἴδιες, ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὡς ἄνθρωπος ἐνίκησε τόν πειραστή διάβολο, διδάσκοντας καἰ ἐμᾶς πῶς νά τόν πολεμοῦμε. Ἐδυνάμωσε τήν φύσι μας καί κατοι-κώντας ὁ Ἴδιος μέσα μας διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μᾶς ἔκανε καινούργια κτίσι, ὑπάκουη στόν Θεό. Καί ἀπό ἐμᾶς αὐτό μόνο ζητεῖται: Νά βάλουμε σέ δουλειά αὐτή τήν βοήθεια πού μᾶς ἔδωσε.
Ὅλος ὁ ἀόρατος πόλεμος κατά τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ ἐπιτελεῖται ἐξ αἰτίας τῆς παρεκκλίσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλη ἡ ἄσκησις τοῦ μοναχοῦ αὐξάνει αὐτή τήν ὑπακοή. Ὁ ἐχθρός μας ἔχει δύο τρόπους πειρασμῶν: Μέσῳ τῆς ἡδονῆς καί μέσῳ τῆς ὀδύνης. Μέ τόν πρῶτο¬ προσπαθεῖ νά μᾶς ἐξαπατᾶ. Μέ τόν δεύτερο πειρασμό ἐπιδιώκει νά μᾶς ἐξαναγκάση νά πιστεύσουμε ὅτι εἶναι καλό ἡ ἀπόλαυσις τοῦ βίου καί κακό ἡ ὀδύνη καί ἡ ἄσκησις. Μ᾿ αὐτές τίς δύο τέχνες θέλει νά ἐξαπατᾶ τήν ψυχή μας μέ φαντασίες μόνο καί μόνο γιά μία ἄνετη ζωή αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος.
Ἐνῶ ὁ μοναχός ἔχει τά ἑξῆς ὅπλα ἔναντι στόν πρῶτο πειρασμό: Τήν ἄσκησι ἐναντίον τῆς ἀκολασίας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἔναντι στόν δεύτερο διαβολικό πειρασμό ἔχει τήν αὐταπάρνησι γιά τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων.
Ἐάν βλέπη ὁ πονηρός ὅτι δέν κατορθώνει νά γκρεμίση τόν μοναχό μέ τούς πειρασμούς αὐτούς, τότε ἁρπάζει στό χέρι του τήν βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀκοντισμοί αὐτοῦ τοῦ ὑπερήφανου δέν ἐκπλήσσουν κανέναν, διότι δέν μολύνουν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος οὔτε κἄν τά παρατηρεῖ.
Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγωνίζεται νά κάνη μία κατά Θεόν ἐνάρετη ζωή δέν πρέπει νά λυπᾶται ἀπό τήν λύσσα πού τόν πολεμοῦν οἱ δαίμονες. Εἴτε μέ ἀπατηλές ὁράσεις παρασύρεται πρός τήν κενοδοξία, εἴτε ἀπό φοβερές δαιμονικές φαντασίες ἐξέρχεται ἀπό τήν φυλακή τοῦ νοῦ του.
Στήν πρώτη περίπτωσι πρέπει νά ἀρνούμεθα τίς ὁράσεις, διότι πιό ὠφέλιμο εἶναι νά βλέπουμε τίς ἁμαρτίες μας, παρά νά βλέπουμε ἀγγέλους. Ἐνῶ στήν δεύτερη περίπτωσι ἀρνούμεθα τόν ἑαυτό μας ἐναποθέτοντας τήν πᾶσαν ἐλπίδα μας στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ὀλίγους πιστούς, πού εἶναι ὀκνηροί καί μαλθακοί τούς βγάζει ὁ πονηρός ἀπ᾿ αὐτή τήν μάχη μέ τήν δικαιολογία τῆς ἀδυναμίας τους, μέ τήν ὁποία τούς ρίχνει στήν ἀπελπισία, ἐνῶ τούς ταπεινούς, κατά τήν προσωπική τους γνώμη, τούς πειράζει, κλείνοντας τήν ὁδό πρός τήν ἀληθινή ταπείνωσι. Στήν ὁδό αὐτή ὠθεῖται ἡ ψυχή στήν ἀπελπισία καί τήν ἀχαριστία, ἀπ᾿ ὅπου φθάνει στήν ὀργή τῆς καταδιώξεως τῶν πάντων.
Ἑτοιμάσου, ὦ ψυχή, σέ σύγκρουσι ἀπέναντί του. Φύλαξε τήν ψυχή σου ἀπό τίς προκαταλήψεις γιά νά μή γλιστρήση ἀπό τήν ἁγία ὁδό στήν ὁδό τῆς βεβηλώσεως καί τῆς ψυχικῆς ἀσθενείας. Σ᾿ αὐτά τά προβλήματα ἡ αὐταπάρνησις ἦτο καί εἶναι πάντοτε ἕνα μέσον ἀγῶνος καί ἀνίκητο.
Στήν συνέχεια, ὁ πειρασμός φέρνει ἀσχολίες ἐκ τοῦ μηδενός. Σέ μερικούς, ὁ πειρασμός ὁλοκληρώνει στήν ψυχή τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατά τρόπο ὑποκριτικό. Ἐνῶ σέ ἄλλους τούς σβήνει αὐτά καί στήν θέσι τους βάζει τήν ὑπακοή καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό τους.
Ὁ πειρασμός ἀποκαλύπτει αὐτό πού εἶναι στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Εὐθεῖες εἶναι οἱ ὁδοί τοῦ Κυρίου καί οἱ δίκαιοι βαδίζουν σ᾿ αὐτές, ἀλλά οἱ σκληροτράχηλοι στίς ἴδιες ὁδούς σκοντάπτουν καί πίπτουν. Στήν ὁδό, ἑπομένως, τῆς μοναχικῆς ζωῆς χρειάζεται πλήρης ὑγεία καί ἰδιαίτερα ὑγεία τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς! Ἡ πνευματική ζωή δέν ἀνοίγεται παρά σ᾿ ἐκείνη τήν ψυχή, ἡ ὁποία ἔχει βάλει βαθειά τό θεμέλιο τῆς ταπεινώσεως.
Ἡ αὐτοεξουδένωσις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀτιμία τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἄρνησις τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος, ἰδού ἄλλη ὁδός πού εἶναι τό τρίτο ὅπλο τῆς ψυχῆς.
Γι᾿ αὐτό, στήν ὁδό τοῦ Θεοῦ νά εἶσαι ἀκλόνητος καί ἀλύγιστος τόσο ἀπό τίς ἡδονές, ὅσο καί τίς ὀδύνες τοῦ βίου. Πρέπει ἀκόμη νά γνωρίζης, ὅτι γιά νά σταθῆς στά πόδια σου, αὐτό δέν εἶναι ἔργο δικό σου, οὔτε τῶν ἀρετῶν σου, ἀλλά τῆς Χάριτος Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος σέ κρατεῖ στήν ἀγκαλιά Του γιά νά μή πέσης στά δίκτυα τῆς λύπης. Τελείως λυτρωμένος ἀπό τήν μάχη κατά τῶν δαιμόνων δέν ὑπάρχει κανείς ἐπίγειος ἄνθρωπος, οὔτε θά ὑπάρχη.
Ἔτσι, δέν ἠμπορεῖ νά ὑπάρχη μάχη, οὔτε μαθητεία, οὔτε πνευματική πρόοδος, ἐάν δέν μᾶς σκεπάζη ἀδιάκοπα ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά γνωρίση τήν ἀδυναμία του, οὔτε τήν ταπείνωσί του, ἐάν δέν ἀντιληφθῆ ὅτι ἔχει τήν ἀνάγκη τους. Ἡ μάχη ἐναντίον τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἀνεκτίμητη, ὅταν βλέπης δίπλα σου τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ταπεινώνεσαι καί γεμίζεις ἀπό θεϊκή ἀγάπη, διότι πολλούς ἐπαγίδευσε αὐτός ὁ ἀγῶνας γιά τήν νίκη.
Αὐτή τήν ὁδό δέν ἠμπορεῖς νά ταξιδεύσης, χωρίς κινδύνους, παρά μόνο, ὅταν προστατεύεσαι ἀπό τήν ἀόρατη Δεξιά τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας σάν ὁδηγό τήν συνείδησί σου.
Οἱ βαθμίδες τῆς
πνευματικῆς
πάλης
Ἡ
πνευματική ζωή εἶναι
μία, διότι ἕνας
καί μοναδικός εἶναι
ὁ
Θεός. Ἡ
ἐξοικείωσίς
της ὅμως
εἶναι
σταδιακή, κατά τό μέτρο καθάρσεως τῶν παθῶν, τό ὁποῖον πρόβλημα ὑπάρχει
στά πρῶτα
χρόνια τῆς
μοναχικῆς
ζωῆς.
Ἡ
πρώτη αὐτή
περίοδος χαρακτηρίζεται μέ τήν μάχη κατά τῶν παθῶν, πού λέγεται ἄσκησις,
ἐνῶ
ὁ
μοναχός λέγεται ἀσκητής
καί ἀγωνιστής
καί τό πλῆρες
πρόγραμμα τῆς
πνευματικῆς
ἐκπαιδεύσεως
λέγεται ἀσκητική.
Ἡ λέξις ἄσκησις εἶναι ἑλληνική καί στά ρουμανικά σημαίνει φυσική ἄσκησις. Μετά ἀπέκτησε τήν ἔννοια τῆς ἠθικῆς ἀσκήσεως, τήν ὁποία ἔλαβαν τά μοναστήρια μέ τήν ἔννοια τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων, διά τῶν ὁποίων λυτρώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά φυσικά του πάθη.
Ἑπομένως, αὐτή εἶναι ἡ περίοδος ἀναβάσεως, στήν ὁποία ἡ πρωταρχική ἀπασχόλησις τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ κάθαρσις ἀπό τά πάθη. Κυρίως ὁ ὅρος «κάθαρσις» ἔχει κι αὐτός δύο ἡλικίες καί καθιερώθηκε μέ τό ὄνομα ἠθικότης. Ἡ ἀσκητική περίοδος παριλαμβάνει τήν ἐνεργό ἠθικότητα στήν ὁποία ὑπάγονται ὅλες οἱ ἀσκήσεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ παθητική ἠθικότης, δηλαδή ἡ κάθαρσις τῆς φύσεως ἀπό τά πάθη, τά ἔξωθεν προερχόμενα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ᾿ ὅσον τόν ἔκανε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός «καλόν λίαν».
Ἑτοιμάζει καθαρό τόπο σ᾿ αὐτούς πού τόν ἀναζητοῦν μέ ἀγάπη, ἀλλά οἱ δυνάμεις τους δέν τούς ἐπαρκοῦν καί τότε πρέπει νά καθαρισθοῦν κάνοντας μία ὑπέρ φύσι ζωή γιά νά ἠμπορέση νά κατοικήση μέσα τους ὁ ὑπερφυσικός Θεός.
Ἡ φάσις τῆς κορυφῆς καί τοῦ βάθους τῆς πνευματικῆς βιώσεως ὀνομάζεται φωτισμός.
Στήν φάσι αὐτή, οἱ δωρεές τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού παρελήφθησαν ἀπό τό Βάπτισμα ἀναπτύσσονται σ᾿ ὅλη τήν πληρότητά τους καί ἐνισχύουν τήν ψυχή ν᾿ἀντιμετωπίση καί δυσκολώτερες δοκιμασίες. Στήν φάσι αὐτή ἠμποροῦμε νά ἀναφέρουμε καί ἀπάτες καί ἐξαίσια χαρίσματα καί αὐτός πού τά ἔχη θά πρέπει νά μή αἰχμαλωτίζεται ἡ ψυχή του σ᾿ αὐτά, διότι ὄχι μόνο δέν τόν ὠθοῦν πρός τό καλλίτερο, ἀλλά εἶναι δυνατόν νά χάση ὅ,τι μέχρι τότε μέ πολλούς κόπους κατώρθωσε. Στήν πορεία αὐτή ἡ ψυχή λεπτύνεται ὅλο καί περισσότερο καί ἐγκαταλείπει τόν ἑαυτό της στόν Θεό, περιφρονώντας τελείως τά ἐπίγεια.
Αὐτή ἡ ἄσκησις ἔχει καί ἕνα χριστολογικό χαρακτῆρα. Στήν ἄσκησι δέν εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι καί ὁ Χριστός παρών. Συμπάσχει μαζί μας ὡς φιλόστοργος Πατήρ, καθ᾿ ὅσον καί Ἐκεῖνος ὄχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ἐγνώρισε ἀναμαρτήτως τίς περιπέτειες τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, λόγῳ τῆς δυναστείας τοῦ διαβόλου.
Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του πού λαμβάνουμε στήν Θεία Κοινωνία μάχεται μέ τό σῶμα καί τό αἷμα μας ἐναντίον τῶν παθῶν, ἁγιάζοντας τό σῶμα μας καί καίγοντας τά πάθη.
Στήν ἀσκητική περίοδο πεθαίνουμε κατά κόσμο καί ἐμεῖς μαζί μέ τόν Χριστό σέ μιά ζωή μυστική. Ἄς μή ξεχνᾶμε ἀκόμη ὅτι πρίν ἀπό τήν Ἀνάστασι προηγεῖται ἡ ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, ἡ σταύρωσις, ἡ ἐγκατάλειψις, ἡ ἐξουδένωσις, ὁ θάνατος, ἡ ταφή, ἡ κάθοδος στόν ἅδη, ἡ ἀγάπη τοῦ μαθητοῦ, πού πέρασε μέσα ἀπό τίς πιό δύσκολες ψυχικές δοκιμασίες, πνευματικές ξηρασίες, ἐγκαταλείψεις, ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἐξουδενώσεως τοῦ θανάτου. Αὐτά συνιστοῦν τήν παθητική ἄσκησι καί καθαρίζουν καί τίς τελευταῖες ρίζες τῶν παθῶν, πραγματοποιώντας ἔτσι τήν ἀπάθεια.
Σάν ἀπόδειξι, ἀπό τόν βαθύ τάφο καί τήν ἐγκατάλειψι ἁρπαζόμεθα ἔξω, κατά τρόπο ἀνερμήνευτο διά τοῦ θείου φωτός. Ἀπό τόν πιό βαθύ ζόφο ἀστράπτει τό φῶς τῆς θείας θεωρίας γεμᾶτο ἀπό Χάρι καί ἀλήθεια. Ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή τοῦ θείου φωτός ἀρχίζει ἡ μυστική ζωή, δηλαδή ἡ ἕνωσις τοῦ κτίσματος μέ τόν Κτίστη. Αὐτό εἶναι τό καθ᾿ ὁμοίωσιν, ὄχι μέσῳ τῆς φύσεως, ἀλλά μέσῳ τῆς θείας Χάριτος.
Ἡ λέξις ἄσκησις εἶναι ἑλληνική καί στά ρουμανικά σημαίνει φυσική ἄσκησις. Μετά ἀπέκτησε τήν ἔννοια τῆς ἠθικῆς ἀσκήσεως, τήν ὁποία ἔλαβαν τά μοναστήρια μέ τήν ἔννοια τῶν πνευματικῶν ἀσκήσεων, διά τῶν ὁποίων λυτρώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά φυσικά του πάθη.
Ἑπομένως, αὐτή εἶναι ἡ περίοδος ἀναβάσεως, στήν ὁποία ἡ πρωταρχική ἀπασχόλησις τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ κάθαρσις ἀπό τά πάθη. Κυρίως ὁ ὅρος «κάθαρσις» ἔχει κι αὐτός δύο ἡλικίες καί καθιερώθηκε μέ τό ὄνομα ἠθικότης. Ἡ ἀσκητική περίοδος παριλαμβάνει τήν ἐνεργό ἠθικότητα στήν ὁποία ὑπάγονται ὅλες οἱ ἀσκήσεις τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ παθητική ἠθικότης, δηλαδή ἡ κάθαρσις τῆς φύσεως ἀπό τά πάθη, τά ἔξωθεν προερχόμενα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ᾿ ὅσον τόν ἔκανε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός «καλόν λίαν».
Ἑτοιμάζει καθαρό τόπο σ᾿ αὐτούς πού τόν ἀναζητοῦν μέ ἀγάπη, ἀλλά οἱ δυνάμεις τους δέν τούς ἐπαρκοῦν καί τότε πρέπει νά καθαρισθοῦν κάνοντας μία ὑπέρ φύσι ζωή γιά νά ἠμπορέση νά κατοικήση μέσα τους ὁ ὑπερφυσικός Θεός.
Ἡ φάσις τῆς κορυφῆς καί τοῦ βάθους τῆς πνευματικῆς βιώσεως ὀνομάζεται φωτισμός.
Στήν φάσι αὐτή, οἱ δωρεές τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού παρελήφθησαν ἀπό τό Βάπτισμα ἀναπτύσσονται σ᾿ ὅλη τήν πληρότητά τους καί ἐνισχύουν τήν ψυχή ν᾿ἀντιμετωπίση καί δυσκολώτερες δοκιμασίες. Στήν φάσι αὐτή ἠμποροῦμε νά ἀναφέρουμε καί ἀπάτες καί ἐξαίσια χαρίσματα καί αὐτός πού τά ἔχη θά πρέπει νά μή αἰχμαλωτίζεται ἡ ψυχή του σ᾿ αὐτά, διότι ὄχι μόνο δέν τόν ὠθοῦν πρός τό καλλίτερο, ἀλλά εἶναι δυνατόν νά χάση ὅ,τι μέχρι τότε μέ πολλούς κόπους κατώρθωσε. Στήν πορεία αὐτή ἡ ψυχή λεπτύνεται ὅλο καί περισσότερο καί ἐγκαταλείπει τόν ἑαυτό της στόν Θεό, περιφρονώντας τελείως τά ἐπίγεια.
Αὐτή ἡ ἄσκησις ἔχει καί ἕνα χριστολογικό χαρακτῆρα. Στήν ἄσκησι δέν εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι καί ὁ Χριστός παρών. Συμπάσχει μαζί μας ὡς φιλόστοργος Πατήρ, καθ᾿ ὅσον καί Ἐκεῖνος ὄχι μόνον ὡς Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ἐγνώρισε ἀναμαρτήτως τίς περιπέτειες τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, λόγῳ τῆς δυναστείας τοῦ διαβόλου.
Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του πού λαμβάνουμε στήν Θεία Κοινωνία μάχεται μέ τό σῶμα καί τό αἷμα μας ἐναντίον τῶν παθῶν, ἁγιάζοντας τό σῶμα μας καί καίγοντας τά πάθη.
Στήν ἀσκητική περίοδο πεθαίνουμε κατά κόσμο καί ἐμεῖς μαζί μέ τόν Χριστό σέ μιά ζωή μυστική. Ἄς μή ξεχνᾶμε ἀκόμη ὅτι πρίν ἀπό τήν Ἀνάστασι προηγεῖται ἡ ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, ἡ σταύρωσις, ἡ ἐγκατάλειψις, ἡ ἐξουδένωσις, ὁ θάνατος, ἡ ταφή, ἡ κάθοδος στόν ἅδη, ἡ ἀγάπη τοῦ μαθητοῦ, πού πέρασε μέσα ἀπό τίς πιό δύσκολες ψυχικές δοκιμασίες, πνευματικές ξηρασίες, ἐγκαταλείψεις, ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἐξουδενώσεως τοῦ θανάτου. Αὐτά συνιστοῦν τήν παθητική ἄσκησι καί καθαρίζουν καί τίς τελευταῖες ρίζες τῶν παθῶν, πραγματοποιώντας ἔτσι τήν ἀπάθεια.
Σάν ἀπόδειξι, ἀπό τόν βαθύ τάφο καί τήν ἐγκατάλειψι ἁρπαζόμεθα ἔξω, κατά τρόπο ἀνερμήνευτο διά τοῦ θείου φωτός. Ἀπό τόν πιό βαθύ ζόφο ἀστράπτει τό φῶς τῆς θείας θεωρίας γεμᾶτο ἀπό Χάρι καί ἀλήθεια. Ἀπ᾿ αὐτή τήν στιγμή τοῦ θείου φωτός ἀρχίζει ἡ μυστική ζωή, δηλαδή ἡ ἕνωσις τοῦ κτίσματος μέ τόν Κτίστη. Αὐτό εἶναι τό καθ᾿ ὁμοίωσιν, ὄχι μέσῳ τῆς φύσεως, ἀλλά μέσῳ τῆς θείας Χάριτος.
Ἐξομολόγησις
καί ἔλεγχος
τῆς
συνειδήσεως
Μία φορά εἰσέρχεσθε στήν ὁδό ἐκπληρώσεως τῶν εὐαγγελικῶν συμβουλῶν, οἱ ὁποῖες περιορίζουν πολύ τήν ἀνθρώπινη φύσι. Καί καταλαβαίνετε ὅτι μέχρι νά ἐξοικειωθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν ζωή τῶν θείων ἐντολῶν, σφάλλουμε συχνά. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως πρέπει νά ἐπαυξήσουμε καί τά μέσα γιά νά διατηρηθοῦμε σ᾿ αὐτή τήν μοναχική μας κλῆσι. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτά τά ἀξιοτίμητα βοηθητικά μέσα εἶναι ἡ συχνή ἐξομολόγησις.
Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας, διά τοῦ ὁποίου δίδεται ἡ Θεία Χάρις, ἡ ὁποία ἐνισχύει τίς ἀδύνατες ψυχικές μας δυνάμεις γιά τήν ἐκπλήρωσι τῶν ὑποσχέσεων, τίς ὁποῖες ἐκάναμε ἤ ἑτοιμαζόμεθα νά κάνουμε. Ἡ συχνή ἐξομολόγησις πρέπει νά μένει στήν ἀξία καί τό ὕψος της.
Ὁ πνευματικός στόχος τοῦ μοναχοῦ μπροστά στό Μυστήριο αὐτό πρέπει νά κατευθύνεται, ἔτσι ὥστε νά ἀποδεικνύεται ἡ ἐλαφρότης τῆς συνειδήσεώς του, μετά τήν ἐξαγόρευσι.
Ὅμως μία πολύ συχνή ἐξομολόγησις ἐκχυδαΐζει τίς ψυχές πού δέν διαθέτουν πνευματικό βάθος. Γι᾿ αὐτό, ἄς ἐξετάζουμε τήν συνείδησί μας ἐξαγορευόμενοι τούς λογισμούς μας, οἱ ὁποῖοι ἠμπορεῖ νά λέγωνται πολύ συχνά, ἀλλά χωρίς τό ἀναμενόμενο ἀποτέλεσμα.
Ὑπάρχουν μοναστήρια, κατά τέτοιο τρόπο ὠργανωμένα, ὥστε κανείς δέν πηγαίνει νά κοιμηθῆ, ἐάν δέν ἐξομολογηθῆ πρῶτα τούς κακούς λογισμούς του, μέχρις ὅτου εἰρηνεύσει μέ τόν ἀδελφό του, μέ τόν ὁποῖον προκλήθηκε ἔχθρα. Ἔτσι κάνουν ὅλοι οἱ μοναχοί γιά νά συγχωρηθοῦν μεταξύ τους. Ἡ συχνή ἐξομολόγησις καί ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως ἔχουν σάν σκοπό νά ἐξασθενίσουν τίς συνήθειες τῶν παθῶν καί στήν θέσι τους νά ἐγκαταστήσουν τίς καλές συνήθειες καί τίς ἀντίθετες μέ τά πάθη ἀρετές.
Ἡ πρακτική αὐτή ἀποτελεῖ καί τήν γνῶσι τῶν ἰδίων λογισμῶν. Οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί πού δέν ἐξομολογοῦνται ἤ λέγονται ἁπλᾶ ἔχουν τήν ἰδιότητα νά δυναμώνουν καί νά γίνωνται σχοινιά, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, πού τραβοῦν τόν νοῦ στήν συγκατάθεσι καί στήν πρᾶξι, πού εἶναι πλέον ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία αὐτή εἶναι: ἡ ἠθική συντριβή τῆς ψυχῆς, πού προέρχεται μόνο ἀπό ἕνα κακό λογισμό.
Γι᾿ αὐτό ὅλοι οἱ λογισμοί χρειάζεται νά ἐξαγορεύωνται πρίν νά δυναμώσουν καί νικήσουν τόν νοῦ, διότι, ἐάν λέγωνται ἀμέσως, χάνεται ἡ δύναμις τῆς κυριαρχίας καί ἐπιβολῆς ἐπάνω στόν νοῦ.
Ἔτσι, οἱ καλοί λογισμοί πρέπει νά ἐλέγχωνται μέ μία ἄλλη διαυγέστερη συνείδησι. Ὁ ἔλεγχος ὅλων τῶν λογισμῶν εἶναι νόμος γιά τόν μοναχό. Μή ἐρωτᾶς τί εἶναι καλό καί τί δέν εἶναι καλό, διότι σίγουρα δέν θά ξεφύγης ἀπό τίς σαΐτες τῆς κενοδοξίας.
Ἕνα ἄλλο μέσο βοηθείας στήν νίκη ἐπάνω στήν φύσι μας εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν Θείων Γραφῶν. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα στά ἅγια Βιβλία, ὁπότε ἡ ἀνάγνωσίς τους, μᾶς οἰκοδομεῖ πνευματικά. Ἀλλά καί γι᾿ αὐτό τό ἔργο ἡ ἀπασχόλησις πρέπει νά εἶναι σχετική. Πρῶτα πρέπει νά διδάσκωνται αὐτά τά βιβλία τοῦ Θεοῦ καί στούς ἀνθρώπους, δηλαδή νά κατανοοῦν τό βαθύτερο νόημα τῆς ἀποκαλύψεως, μέσα στό ἱστορικό τους πλαίσιο καί στήν προσπάθεια τους νά κρατήσουν τήν συνείδησι τοῦ λαοῦ στήν ἀναμονή τῆς τελείας ἀποκαλύψεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἡ πνευματική ἀξία τῶν Γραφῶν δέν χάνεται μέσα στήν ἱστορία, τήν ὁποία περιέχουν. Γι᾿ αὐτό ἡ Βίβλος εἶναι τό μοναδικό βιβλίο, τοῦ ὁποίου οἱ ἱστορικές χρονολογίες ἔχουν καί μία ἄγνωστη ἱστορία πού περιέχεται μυστικά μέσα σ᾿ αὐτήν. Ἀκόμη, ἐκτός ἀπό τίς ὑπάρχουσες ἱστορίες, περιέχουν καί μία πνευματική μνήμη.
Ἀπό ἐκεῖνον τόν Συγγραφέα (Ἅγιο Πνεῦμα) προέρχονται καί οἱ ἀσκητικές διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων, καί οἱ εὐαγγελικές διδαχές καί οἱ γραφές τῶν Πατέρων. Συνοπτικά, ἡ ἀνάγνωσις μέ διάκρισι τῶν Θείων Γραφῶν ἀνάπτει καί τρέφει τήν ψυχή μέ τούς λογισμούς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καμμία συγγένεια μέ τούς λογισμούς τοῦ ἀνθρώπου.
Μία φορά εἰσέρχεσθε στήν ὁδό ἐκπληρώσεως τῶν εὐαγγελικῶν συμβουλῶν, οἱ ὁποῖες περιορίζουν πολύ τήν ἀνθρώπινη φύσι. Καί καταλαβαίνετε ὅτι μέχρι νά ἐξοικειωθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν ζωή τῶν θείων ἐντολῶν, σφάλλουμε συχνά. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως πρέπει νά ἐπαυξήσουμε καί τά μέσα γιά νά διατηρηθοῦμε σ᾿ αὐτή τήν μοναχική μας κλῆσι. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτά τά ἀξιοτίμητα βοηθητικά μέσα εἶναι ἡ συχνή ἐξομολόγησις.
Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι τό Μυστήριο τῆς Μετανοίας, διά τοῦ ὁποίου δίδεται ἡ Θεία Χάρις, ἡ ὁποία ἐνισχύει τίς ἀδύνατες ψυχικές μας δυνάμεις γιά τήν ἐκπλήρωσι τῶν ὑποσχέσεων, τίς ὁποῖες ἐκάναμε ἤ ἑτοιμαζόμεθα νά κάνουμε. Ἡ συχνή ἐξομολόγησις πρέπει νά μένει στήν ἀξία καί τό ὕψος της.
Ὁ πνευματικός στόχος τοῦ μοναχοῦ μπροστά στό Μυστήριο αὐτό πρέπει νά κατευθύνεται, ἔτσι ὥστε νά ἀποδεικνύεται ἡ ἐλαφρότης τῆς συνειδήσεώς του, μετά τήν ἐξαγόρευσι.
Ὅμως μία πολύ συχνή ἐξομολόγησις ἐκχυδαΐζει τίς ψυχές πού δέν διαθέτουν πνευματικό βάθος. Γι᾿ αὐτό, ἄς ἐξετάζουμε τήν συνείδησί μας ἐξαγορευόμενοι τούς λογισμούς μας, οἱ ὁποῖοι ἠμπορεῖ νά λέγωνται πολύ συχνά, ἀλλά χωρίς τό ἀναμενόμενο ἀποτέλεσμα.
Ὑπάρχουν μοναστήρια, κατά τέτοιο τρόπο ὠργανωμένα, ὥστε κανείς δέν πηγαίνει νά κοιμηθῆ, ἐάν δέν ἐξομολογηθῆ πρῶτα τούς κακούς λογισμούς του, μέχρις ὅτου εἰρηνεύσει μέ τόν ἀδελφό του, μέ τόν ὁποῖον προκλήθηκε ἔχθρα. Ἔτσι κάνουν ὅλοι οἱ μοναχοί γιά νά συγχωρηθοῦν μεταξύ τους. Ἡ συχνή ἐξομολόγησις καί ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως ἔχουν σάν σκοπό νά ἐξασθενίσουν τίς συνήθειες τῶν παθῶν καί στήν θέσι τους νά ἐγκαταστήσουν τίς καλές συνήθειες καί τίς ἀντίθετες μέ τά πάθη ἀρετές.
Ἡ πρακτική αὐτή ἀποτελεῖ καί τήν γνῶσι τῶν ἰδίων λογισμῶν. Οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί πού δέν ἐξομολογοῦνται ἤ λέγονται ἁπλᾶ ἔχουν τήν ἰδιότητα νά δυναμώνουν καί νά γίνωνται σχοινιά, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, πού τραβοῦν τόν νοῦ στήν συγκατάθεσι καί στήν πρᾶξι, πού εἶναι πλέον ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία αὐτή εἶναι: ἡ ἠθική συντριβή τῆς ψυχῆς, πού προέρχεται μόνο ἀπό ἕνα κακό λογισμό.
Γι᾿ αὐτό ὅλοι οἱ λογισμοί χρειάζεται νά ἐξαγορεύωνται πρίν νά δυναμώσουν καί νικήσουν τόν νοῦ, διότι, ἐάν λέγωνται ἀμέσως, χάνεται ἡ δύναμις τῆς κυριαρχίας καί ἐπιβολῆς ἐπάνω στόν νοῦ.
Ἔτσι, οἱ καλοί λογισμοί πρέπει νά ἐλέγχωνται μέ μία ἄλλη διαυγέστερη συνείδησι. Ὁ ἔλεγχος ὅλων τῶν λογισμῶν εἶναι νόμος γιά τόν μοναχό. Μή ἐρωτᾶς τί εἶναι καλό καί τί δέν εἶναι καλό, διότι σίγουρα δέν θά ξεφύγης ἀπό τίς σαΐτες τῆς κενοδοξίας.
Ἕνα ἄλλο μέσο βοηθείας στήν νίκη ἐπάνω στήν φύσι μας εἶναι ἡ ἀνάγνωσις τῶν Θείων Γραφῶν. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα στά ἅγια Βιβλία, ὁπότε ἡ ἀνάγνωσίς τους, μᾶς οἰκοδομεῖ πνευματικά. Ἀλλά καί γι᾿ αὐτό τό ἔργο ἡ ἀπασχόλησις πρέπει νά εἶναι σχετική. Πρῶτα πρέπει νά διδάσκωνται αὐτά τά βιβλία τοῦ Θεοῦ καί στούς ἀνθρώπους, δηλαδή νά κατανοοῦν τό βαθύτερο νόημα τῆς ἀποκαλύψεως, μέσα στό ἱστορικό τους πλαίσιο καί στήν προσπάθεια τους νά κρατήσουν τήν συνείδησι τοῦ λαοῦ στήν ἀναμονή τῆς τελείας ἀποκαλύψεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἡ πνευματική ἀξία τῶν Γραφῶν δέν χάνεται μέσα στήν ἱστορία, τήν ὁποία περιέχουν. Γι᾿ αὐτό ἡ Βίβλος εἶναι τό μοναδικό βιβλίο, τοῦ ὁποίου οἱ ἱστορικές χρονολογίες ἔχουν καί μία ἄγνωστη ἱστορία πού περιέχεται μυστικά μέσα σ᾿ αὐτήν. Ἀκόμη, ἐκτός ἀπό τίς ὑπάρχουσες ἱστορίες, περιέχουν καί μία πνευματική μνήμη.
Ἀπό ἐκεῖνον τόν Συγγραφέα (Ἅγιο Πνεῦμα) προέρχονται καί οἱ ἀσκητικές διδασκαλίες τῶν ἁγίων Πατέρων, καί οἱ εὐαγγελικές διδαχές καί οἱ γραφές τῶν Πατέρων. Συνοπτικά, ἡ ἀνάγνωσις μέ διάκρισι τῶν Θείων Γραφῶν ἀνάπτει καί τρέφει τήν ψυχή μέ τούς λογισμούς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν καμμία συγγένεια μέ τούς λογισμούς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ
ἀπάρνησις
τοῦ
ἑαυτοῦ
μας δέν πραγματοποιεῖται
μέ μία φορά ἤ
μιά φορά γιά πάντα, ἀλλά
χρειάζεται χρόνος καί ὑπομονή.
Χρειάζεται χρόνος γιά τήν ἐξοικείωσι
καί ὑπομονή
γιά τίς δυσκολίες πού ἀναφύονται.
Ὑπομονή πρέπει νά ἔχουμε πρῶτα μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, γιά νά μή πέσουμε στήν λύπη.
Κατόπιν χρειάζεται νά ἔχουν καί οἱ ἄλλοι ὑπομονή ἀπέναντί μας μέχρις ὅτου συνειθίσουμε τήν τελεία ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐάν μάθουμε πρακτικά τήν αὐταπάρνησι, αὐξάνεται ἡ ἀγάπη στήν καρδιά μας, ἡ ὑπομονή παύει ἀπό τό νά ἔχη πλέον κάποια ἀρνητική παρουσία ἤ στενοχώρια καί μετατρέπεται σέ χαρά.
Κάθε λύπη, πού ταλαιπωροῦσε παλαιότερα τήν ψυχή μετρατρέπεται τελείως σέ χαρά.
Ὅταν ζοῦμε τήν αὐταπάρνησι καί τήν ἀγάπη, μᾶς γίνεται ἡ ὕβρις δόξα καί ἡ δόξα ὕβρις. Ἡ ὑπομονή παραμένει ἀκόμη σάν μία ἄσκησι, δηλαδή δοκιμασίες τῆς φύσεώς μας μέ κάθε εἴδους κόπους.
Ἡ ἀνάβασις σέ ὑψηλότερη πνευματική βαθμίδα, ἀπ᾿ αὐτή πού εὑρισκόμεθα, εἶναι ἀδύνατον νά τήν ἐπιτύχουμε χωρίς κάποιες ἀσκήσεις.
Σ᾿ αὐτή τήν ἄσκησι τῆς ὑπομονῆς δέν εἶναι καλό νά ποθοῦμε κάτι ἄλλο παρά τό μέτρο ἐξυγιάνσεως τῆς φύσεώς μας ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν.
Στούς ἀρχαρίους, ἡ ἐξοικείωσις τῆς ὑπομονῆς ἀρχίζει μέ ὀνειδισμούς καί προσβολές ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ ἀρχή πρέπει νά ἐνισχύεται μέ τήν ὑπομονή, διότι στήν μάχη μέ τήν ὑπερηφάνεια καί τήν κενοδοξία, αὐτές ἔχουν τήν συνήθεια νά κρεμοῦν τόν ἀρχάριο στήν ἀπελπισία γιά νά ἐγκαταλείψη τόν ἀγῶνα. Ὅποιος ὑπομένει μέχρι τό τέλος, θά σωθῆ λέγει ὁ Χριστός (Ματ.10,22).
Ἡ πνευματική ζωή ἔχει πολλές δυσκολίες στό νά ὑποκύψη στούς πειρασμούς, ἰδιαίτερα στό πάθος τῆς ὑπερηφανείας. Ὅταν ἡ ψυχή λυπᾶται, διότι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ σπουδαιότης καί ἡ τιμή της ἀπέναντι στούς ἄλλους, τό ὄνομά της δέν χαίρει ἐκτιμήσεως, ἡ ἀσθένεια τῆς θρασύτητος, ἡ παρακοή, ἡ ἀντίρρησις, ἡ σκυθρωπότης, ἡ φρίκη τῆς ταπεινώσεως· ὅλα αὐτά εἶναι μορφές διά τῶν ὁποίων ἐκδηλώνεται καί πολλαπλασιάζεται ἡ ὑπερηφάνεια στήν ψυχή.
Ἡ ὑπερηφάνεια καί ὅλα τά παιδιά της, γίνονται αἰτία συγκρούσεων, στενοχωρίας καί ὑποκρισίας. Ἀπό τήν ψυχρότητα τῆς ἀγάπης καί τῆς πληρότητος τῆς ψυχῆς ἀπό κακίες, ὑπό τήν ἐπίδρασι αὐτοῦ τοῦ πάθους, ὁ νοῦς γλιστρᾶ πρός τόν κατήφορο τῆς τρέλλας.
Τί ἔπρεπε νά γίνη τήν στιγμή, πού ὁ νοῦς ἦτο καθαρός καί διαυγής; Νά αἰσθανώμεθα, νά ἀντιλαμβανώμεθα ὅτι στό μέσον ὑπάρχει ἕνα πάθος, ἕνα κακό πνεῦμα, τό ὁποῖο μᾶς παρασύρει τόν νοῦ μέ μία ἀπαράδεκτη λογική γιά νά μᾶς βγάλη ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ. Νά προσέχουμε, διότι ἔχουμε ἀκόμη κάτι ἄλλο μέσα μας, πού εἶναι ἀπείρακτο ἀπό τήν λογική αὐτή. Καί εἶναι ἡ συνείδησις. Συνεπῶς νά ὑπακούωμε στήν συνείδησι καί ὄχι στήν «δικαιοσύνη» μας.
Νά πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει κάποιος, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά μᾶς βοηθήση νά φθάσουμε στήν ἐσωτερική μας ἡσυχία. Ἐάν ἀνοίξουμε τά χέρια μας ἱκετευτικά γιά βοήθεια πρός τόν Βοηθό, θά μᾶς βοηθήση. Καρδιά πού εἶναι συντριμμένη καί ταπεινωμένη ὁ Θεός δέν θά τήν ἐξουδενώση.
Ἔτσι ἀρχίζουν οἱ ταπεινοί στοχασμοί: Προετοιμάζεται ὁ νοῦς. Οἱ ταπεινοί στροχασμοί εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία δέν εἶναι μία ἀρετή τῆς φύσεώς μας ἤ ἔκφρασις ἀδυναμίας μας. Ἡ πηγή τῆς ταπεινώσεως εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Δέν προσφέρεται στούς ἀνθρώπους, οὔτε ἀπό τά βιβλία, οὔτε ἀπό τούς ἀγγέλους.
Ὁ Χριστός μᾶς λέγει ὅτι ἀπό Μένα μάθετε ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά καί θά εὕρετε ἀνάπαυσι στίς καρδιές σας (Βλέπε Ματ.11,29). Εἴμεθα σέ ταραχή μέ τήν ψυχή μας ἐν ὅσῳ ζοῦμε στήν ἐπιφάνεια, προσέχοντας τήν ἐξωτερική μόνο ἔκφρασι τῆς ζωῆς μας.
Ὅταν ὅμως ἐμβαθύνουμε στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς, ἐκεῖ ὅπου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός ἀπό τότε πού βαπτισθήκαμε, λαμβάνουμε τόν λόγο Του καί τήν Χάρι Του, πού μᾶς διασκορπίζει τήν ταραχή. Αὐτός εἶναι ἡ πηγή τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία ἐπαναφέρει τήν ψυχή σέ μιά ἰσορροπία ἐξ αἰτίας τῶν μανιακῶν ἐκδηλώσεων τῆς ὑπερηφανείας. Ἀρχίζοντας ἀπ᾿ αὐτή τήν ἐμπειρία, ἀγαποῦμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί τό ἰδικό μας σταυρό. Μέ φυσικότητα δεχόμεθα καί πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐκκοπή τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος εἶναι μ᾿ ἕνα λόγο ἡ κάθαρσις τῶν παθῶν.
Ὑπομονή πρέπει νά ἔχουμε πρῶτα μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, γιά νά μή πέσουμε στήν λύπη.
Κατόπιν χρειάζεται νά ἔχουν καί οἱ ἄλλοι ὑπομονή ἀπέναντί μας μέχρις ὅτου συνειθίσουμε τήν τελεία ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐάν μάθουμε πρακτικά τήν αὐταπάρνησι, αὐξάνεται ἡ ἀγάπη στήν καρδιά μας, ἡ ὑπομονή παύει ἀπό τό νά ἔχη πλέον κάποια ἀρνητική παρουσία ἤ στενοχώρια καί μετατρέπεται σέ χαρά.
Κάθε λύπη, πού ταλαιπωροῦσε παλαιότερα τήν ψυχή μετρατρέπεται τελείως σέ χαρά.
Ὅταν ζοῦμε τήν αὐταπάρνησι καί τήν ἀγάπη, μᾶς γίνεται ἡ ὕβρις δόξα καί ἡ δόξα ὕβρις. Ἡ ὑπομονή παραμένει ἀκόμη σάν μία ἄσκησι, δηλαδή δοκιμασίες τῆς φύσεώς μας μέ κάθε εἴδους κόπους.
Ἡ ἀνάβασις σέ ὑψηλότερη πνευματική βαθμίδα, ἀπ᾿ αὐτή πού εὑρισκόμεθα, εἶναι ἀδύνατον νά τήν ἐπιτύχουμε χωρίς κάποιες ἀσκήσεις.
Σ᾿ αὐτή τήν ἄσκησι τῆς ὑπομονῆς δέν εἶναι καλό νά ποθοῦμε κάτι ἄλλο παρά τό μέτρο ἐξυγιάνσεως τῆς φύσεώς μας ἀπό τήν δυναστεία τῶν παθῶν.
Στούς ἀρχαρίους, ἡ ἐξοικείωσις τῆς ὑπομονῆς ἀρχίζει μέ ὀνειδισμούς καί προσβολές ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ ἀρχή πρέπει νά ἐνισχύεται μέ τήν ὑπομονή, διότι στήν μάχη μέ τήν ὑπερηφάνεια καί τήν κενοδοξία, αὐτές ἔχουν τήν συνήθεια νά κρεμοῦν τόν ἀρχάριο στήν ἀπελπισία γιά νά ἐγκαταλείψη τόν ἀγῶνα. Ὅποιος ὑπομένει μέχρι τό τέλος, θά σωθῆ λέγει ὁ Χριστός (Ματ.10,22).
Ἡ πνευματική ζωή ἔχει πολλές δυσκολίες στό νά ὑποκύψη στούς πειρασμούς, ἰδιαίτερα στό πάθος τῆς ὑπερηφανείας. Ὅταν ἡ ψυχή λυπᾶται, διότι δέν ἀναγνωρίζεται ἡ σπουδαιότης καί ἡ τιμή της ἀπέναντι στούς ἄλλους, τό ὄνομά της δέν χαίρει ἐκτιμήσεως, ἡ ἀσθένεια τῆς θρασύτητος, ἡ παρακοή, ἡ ἀντίρρησις, ἡ σκυθρωπότης, ἡ φρίκη τῆς ταπεινώσεως· ὅλα αὐτά εἶναι μορφές διά τῶν ὁποίων ἐκδηλώνεται καί πολλαπλασιάζεται ἡ ὑπερηφάνεια στήν ψυχή.
Ἡ ὑπερηφάνεια καί ὅλα τά παιδιά της, γίνονται αἰτία συγκρούσεων, στενοχωρίας καί ὑποκρισίας. Ἀπό τήν ψυχρότητα τῆς ἀγάπης καί τῆς πληρότητος τῆς ψυχῆς ἀπό κακίες, ὑπό τήν ἐπίδρασι αὐτοῦ τοῦ πάθους, ὁ νοῦς γλιστρᾶ πρός τόν κατήφορο τῆς τρέλλας.
Τί ἔπρεπε νά γίνη τήν στιγμή, πού ὁ νοῦς ἦτο καθαρός καί διαυγής; Νά αἰσθανώμεθα, νά ἀντιλαμβανώμεθα ὅτι στό μέσον ὑπάρχει ἕνα πάθος, ἕνα κακό πνεῦμα, τό ὁποῖο μᾶς παρασύρει τόν νοῦ μέ μία ἀπαράδεκτη λογική γιά νά μᾶς βγάλη ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ. Νά προσέχουμε, διότι ἔχουμε ἀκόμη κάτι ἄλλο μέσα μας, πού εἶναι ἀπείρακτο ἀπό τήν λογική αὐτή. Καί εἶναι ἡ συνείδησις. Συνεπῶς νά ὑπακούωμε στήν συνείδησι καί ὄχι στήν «δικαιοσύνη» μας.
Νά πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχει κάποιος, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά μᾶς βοηθήση νά φθάσουμε στήν ἐσωτερική μας ἡσυχία. Ἐάν ἀνοίξουμε τά χέρια μας ἱκετευτικά γιά βοήθεια πρός τόν Βοηθό, θά μᾶς βοηθήση. Καρδιά πού εἶναι συντριμμένη καί ταπεινωμένη ὁ Θεός δέν θά τήν ἐξουδενώση.
Ἔτσι ἀρχίζουν οἱ ταπεινοί στοχασμοί: Προετοιμάζεται ὁ νοῦς. Οἱ ταπεινοί στροχασμοί εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία δέν εἶναι μία ἀρετή τῆς φύσεώς μας ἤ ἔκφρασις ἀδυναμίας μας. Ἡ πηγή τῆς ταπεινώσεως εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Δέν προσφέρεται στούς ἀνθρώπους, οὔτε ἀπό τά βιβλία, οὔτε ἀπό τούς ἀγγέλους.
Ὁ Χριστός μᾶς λέγει ὅτι ἀπό Μένα μάθετε ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά καί θά εὕρετε ἀνάπαυσι στίς καρδιές σας (Βλέπε Ματ.11,29). Εἴμεθα σέ ταραχή μέ τήν ψυχή μας ἐν ὅσῳ ζοῦμε στήν ἐπιφάνεια, προσέχοντας τήν ἐξωτερική μόνο ἔκφρασι τῆς ζωῆς μας.
Ὅταν ὅμως ἐμβαθύνουμε στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς, ἐκεῖ ὅπου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός ἀπό τότε πού βαπτισθήκαμε, λαμβάνουμε τόν λόγο Του καί τήν Χάρι Του, πού μᾶς διασκορπίζει τήν ταραχή. Αὐτός εἶναι ἡ πηγή τῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία ἐπαναφέρει τήν ψυχή σέ μιά ἰσορροπία ἐξ αἰτίας τῶν μανιακῶν ἐκδηλώσεων τῆς ὑπερηφανείας. Ἀρχίζοντας ἀπ᾿ αὐτή τήν ἐμπειρία, ἀγαποῦμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί τό ἰδικό μας σταυρό. Μέ φυσικότητα δεχόμεθα καί πιστεύουμε ὅτι ἡ ἐκκοπή τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος εἶναι μ᾿ ἕνα λόγο ἡ κάθαρσις τῶν παθῶν.
Ἡ
συμπεριφορά τοῦ
μοναχοῦ
ἀπέναντι
στόν κόσμο
Ἡ
ζωή τοῦ
μοναχοῦ
εἶναι
ἐσωτερική,
πνευματική, ὅταν
ἡ
ζωή στόν κόσμο εἶναι
ἐξωτερική.
Ἡ
μία μέ τήν ἄλλη
δέν ὁμοιάζουν.
Οἱ
λαϊκοί ἔρχονται
στό μοναστήρι γιά προσευχή, οἱ
μοναχοί ὅμως
δέν πρέπει νά πηγαίνουν στόν κόσμο γιά νά ἀναπαυθοῦν.
Ὅλα τά ἐπαγγέλματα ἔχουν διακοπές ἤ ἄδειες ἀναπαύσεως καί μόνο ὁ μοναχισμός δέν ἔχει. Κάτι τέτοιο θά ἐσήμαινε πτῶσι τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὅμως σέ μεγάλη ἀνάγκη γιά τά γενικά προβλήματα μιᾶς Μονῆς πηγαίνουν καί οἱ μοναχοί στόν κόσμο. Τά καλογερικά ἐνδύματα κάνουν τόν μοναχό ὁρατό καί γνωστό στόν κόσμο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄλλοι τόν ἀγαποῦν καί ἄλλοι τόν ὀνειδίζουν καί τόν περιφρονοῦν.
Ὁ μοναχός πρέπει νά φυλάττη τήν ψυχή του ἀπ᾿ αὐτόν πού τόν ἀγαπᾶ, γιά νά μή τραυματισθῆ ἀπό τήν κενοδοξία, ὅπως ἐπίσης πρέπει νά φυλάγεται καί ἀπ᾿ αὐτούς πού τόν περιφρονοῦν, διότι, εἶναι δυνατόν, ἀπό τήν ἀπροσεξία του, νά βλασφημηθῆ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό οἱ μοναχοί δέν βαδίζουν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους μέ τά μάτια τους ριγμένα πρός αὐτούς, ζητῶντας νά γνωρισθοῦν ἤ νά συνομιλήσουν μαζί τους, ἀλλά βλέπουν μόνο τόν δρόμο πού βαδίζουν ἔχοντας στόν νοῦ τους τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Ὅλοι οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι γιά κάποια ἀνυπέρβλητη ἀνάγκη ἐπῆγαν στόν κόσμο, αἰσθάνθηκαν τήν ἀνάγκη προστασίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ προσευχές τῶν ἀδελφῶν πού μένουν στό μοναστήρι τούς συνοδεύουν σάν ἕνα χέρι προστασίας. Ἕνα ταξίδι κάποιου μοναχοῦ στόν κόσμο γίνεται καί μία ἀπόδειξις τῆς σταθερότητος πού ἔχει αὐτός ὁ μοναχός στήν ὁδό τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
Ἔτσι λοιπόν, δέν ἀποστέλλονται ἀπό τό μοναστήρι ἔξω, παρά μόνο ἐκείνοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι σταθεροί στήν μοναχική τους πορεία. Σέ τί συνίσταται ὁ κίνδυνος; Ἡ ἀνθρώπινη φύσις ὁμοιάζει μέ τετριμμένους δερμάτινους χιτῶνες, ἐνῶ τά πάθη μέ φωτιά. Ἐάν πλησιάση στήν φωτιά ἀποξηραμένο δέρμα, δηλαδή τά ναρκωμένα πάθη, πού κατοικοῦν στό σῶμα διά τῆς ἀκολασίας ἐξεγείρονται μόνο μέ μιά ἁπλῆ ματιά.
Οἱ μοναχοί ζοῦν ἕνα ἄλλο εἶδος πυρός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό σβήνει, ὅταν ἐξαπλωθοῦν τά πύρινα βέλη τῶν αἰσθήσεων.
Ἄλλη φροντίδα πού πρέπει νά ἔχη ὁ μοναχός εἶναι τό εἶδος τῶν συνομιλιῶν πού θά κάνη, τί θά ἀκούση ἤ σέ τί θά παρεμποδίση τήν ἀκοή του. Τήν πολιτεία τοῦ μοναχοῦ διεγείρει σέ κάθε τόπο, ὅπου πηγαίνει καί ἡ φλυαρία τῶν λαϊκῶν. Αὐτοί ζητοῦν κἄπως, εἴτε νά δυσφημήσουν τό εἶδος αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἴτε νά τό ἐγκωμιάσουν πρός τούς ἄλλους.
Ὁ μοναχός νά φυλάγεται, συμβουλευόμενος πάντοτε τήν συνείδησί του, ἀπό τήν φαινομενική ἠθική ζωή τῶν λαϊκῶν, ἡ ὁποία ἄλλοτε εἶναι ἔτσι καί ἄλλοτε ἀλλιῶς.
Ὅσον ἀφορᾷ τήν σωτηρία του, ἔχει ἀνάγκη ἀπό πολλή μετάνοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καθένας ἐκλέγει τήν ζωή πού τοῦ ἀρέσει ἤ πού αἰσθάνεται καλλίτερα. Οἱ λαϊκοί γνωρίζουν ὅλες τίς ἀποτυχίες καί πτώσεις τῶν μοναχῶν, ἀλλά ποτέ δέν γνωρίζουν κάποιον ἀπό τούς ἁγίους, ὁ ὁποῖος νά ἐνίκησε αὐτές τίς ἀποτυχίες.
Οἱ λαϊκοί βλέπουν τούς μοναχούς μέσα ἀπό τά πάθη τους, ἀπό τά ὁποῖα πολεμοῦνται καί δέν θέλουν νά πιστεύσουν ὅτι εἶναι δυνατόν οἱ μοναχοί νά κάμουν μία ἐνάρετη ζωή. Ἡ ἀρετή εἶναι ἀκατανόητη, ἐνίοτε ὀνομάζεται ἀπ᾿ αὐτός καί ὑποκρισία. Ἔτσι, ἀδελφέ μοναχέ, σκέπασε τούς ἀνθρώπους ἐν ἀγάπῃ μέ τήν πολλή σου προσευχή καί θά ἰδῆς νά ἀνάπτη στίς καρδιές αὐτῶν τῶν ἐκκοσμικευμένων Χριστιανῶν, μέ τούς ὁποίους συνωμιλοῦσες, μία θεία φλόγα, τήν ὁποία δέν ἠμπορῶ νά περιγράψω, ἀλλά μόνο μέ πάθος τήν ὑποστηρίζω.
Ὅλα τά ἐπαγγέλματα ἔχουν διακοπές ἤ ἄδειες ἀναπαύσεως καί μόνο ὁ μοναχισμός δέν ἔχει. Κάτι τέτοιο θά ἐσήμαινε πτῶσι τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ὅμως σέ μεγάλη ἀνάγκη γιά τά γενικά προβλήματα μιᾶς Μονῆς πηγαίνουν καί οἱ μοναχοί στόν κόσμο. Τά καλογερικά ἐνδύματα κάνουν τόν μοναχό ὁρατό καί γνωστό στόν κόσμο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἄλλοι τόν ἀγαποῦν καί ἄλλοι τόν ὀνειδίζουν καί τόν περιφρονοῦν.
Ὁ μοναχός πρέπει νά φυλάττη τήν ψυχή του ἀπ᾿ αὐτόν πού τόν ἀγαπᾶ, γιά νά μή τραυματισθῆ ἀπό τήν κενοδοξία, ὅπως ἐπίσης πρέπει νά φυλάγεται καί ἀπ᾿ αὐτούς πού τόν περιφρονοῦν, διότι, εἶναι δυνατόν, ἀπό τήν ἀπροσεξία του, νά βλασφημηθῆ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό οἱ μοναχοί δέν βαδίζουν ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους μέ τά μάτια τους ριγμένα πρός αὐτούς, ζητῶντας νά γνωρισθοῦν ἤ νά συνομιλήσουν μαζί τους, ἀλλά βλέπουν μόνο τόν δρόμο πού βαδίζουν ἔχοντας στόν νοῦ τους τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Ὅλοι οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι γιά κάποια ἀνυπέρβλητη ἀνάγκη ἐπῆγαν στόν κόσμο, αἰσθάνθηκαν τήν ἀνάγκη προστασίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ προσευχές τῶν ἀδελφῶν πού μένουν στό μοναστήρι τούς συνοδεύουν σάν ἕνα χέρι προστασίας. Ἕνα ταξίδι κάποιου μοναχοῦ στόν κόσμο γίνεται καί μία ἀπόδειξις τῆς σταθερότητος πού ἔχει αὐτός ὁ μοναχός στήν ὁδό τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
Ἔτσι λοιπόν, δέν ἀποστέλλονται ἀπό τό μοναστήρι ἔξω, παρά μόνο ἐκείνοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι σταθεροί στήν μοναχική τους πορεία. Σέ τί συνίσταται ὁ κίνδυνος; Ἡ ἀνθρώπινη φύσις ὁμοιάζει μέ τετριμμένους δερμάτινους χιτῶνες, ἐνῶ τά πάθη μέ φωτιά. Ἐάν πλησιάση στήν φωτιά ἀποξηραμένο δέρμα, δηλαδή τά ναρκωμένα πάθη, πού κατοικοῦν στό σῶμα διά τῆς ἀκολασίας ἐξεγείρονται μόνο μέ μιά ἁπλῆ ματιά.
Οἱ μοναχοί ζοῦν ἕνα ἄλλο εἶδος πυρός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό σβήνει, ὅταν ἐξαπλωθοῦν τά πύρινα βέλη τῶν αἰσθήσεων.
Ἄλλη φροντίδα πού πρέπει νά ἔχη ὁ μοναχός εἶναι τό εἶδος τῶν συνομιλιῶν πού θά κάνη, τί θά ἀκούση ἤ σέ τί θά παρεμποδίση τήν ἀκοή του. Τήν πολιτεία τοῦ μοναχοῦ διεγείρει σέ κάθε τόπο, ὅπου πηγαίνει καί ἡ φλυαρία τῶν λαϊκῶν. Αὐτοί ζητοῦν κἄπως, εἴτε νά δυσφημήσουν τό εἶδος αὐτῆς τῆς ζωῆς, εἴτε νά τό ἐγκωμιάσουν πρός τούς ἄλλους.
Ὁ μοναχός νά φυλάγεται, συμβουλευόμενος πάντοτε τήν συνείδησί του, ἀπό τήν φαινομενική ἠθική ζωή τῶν λαϊκῶν, ἡ ὁποία ἄλλοτε εἶναι ἔτσι καί ἄλλοτε ἀλλιῶς.
Ὅσον ἀφορᾷ τήν σωτηρία του, ἔχει ἀνάγκη ἀπό πολλή μετάνοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καθένας ἐκλέγει τήν ζωή πού τοῦ ἀρέσει ἤ πού αἰσθάνεται καλλίτερα. Οἱ λαϊκοί γνωρίζουν ὅλες τίς ἀποτυχίες καί πτώσεις τῶν μοναχῶν, ἀλλά ποτέ δέν γνωρίζουν κάποιον ἀπό τούς ἁγίους, ὁ ὁποῖος νά ἐνίκησε αὐτές τίς ἀποτυχίες.
Οἱ λαϊκοί βλέπουν τούς μοναχούς μέσα ἀπό τά πάθη τους, ἀπό τά ὁποῖα πολεμοῦνται καί δέν θέλουν νά πιστεύσουν ὅτι εἶναι δυνατόν οἱ μοναχοί νά κάμουν μία ἐνάρετη ζωή. Ἡ ἀρετή εἶναι ἀκατανόητη, ἐνίοτε ὀνομάζεται ἀπ᾿ αὐτός καί ὑποκρισία. Ἔτσι, ἀδελφέ μοναχέ, σκέπασε τούς ἀνθρώπους ἐν ἀγάπῃ μέ τήν πολλή σου προσευχή καί θά ἰδῆς νά ἀνάπτη στίς καρδιές αὐτῶν τῶν ἐκκοσμικευμένων Χριστιανῶν, μέ τούς ὁποίους συνωμιλοῦσες, μία θεία φλόγα, τήν ὁποία δέν ἠμπορῶ νά περιγράψω, ἀλλά μόνο μέ πάθος τήν ὑποστηρίζω.
Ἡ
ἐσωτερική
καί ἐξωτερική
μορφή τοῦ
μοναχοῦ
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε γιά τόν ἑαυτό του τήν ἐσωτερική μορφή τοῦ ἀνθρώπου: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός· ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ.2,20).
Λοιπόν, ὁ Χριστός εἶναι ἡ νέα κτίσις τοῦ μοναχοῦ ἤ ὁ μοναχός ἐν Χριστῷ εἶναι ἡ νέα κτίσις (Β΄Κορ.5,17). Αὐτός εἶναι, μέσα καί ἔξω, πρᾶος καί ταπεινός, σταθερός καί εἰρηνικός. Οἱ ἐξωτερικές ταραχές δέν τόν σκανδαλίζουν, ἐξ αἰτίας τῶν ψυχικῶν του ἰδιαιτεροτήτων, ἀλλά ἀπεναντίας τοῦ φέρουν εἰρήνη. Ἡ ἐσωτερική καί ἐξωτερική κατάστασι τοῦ μοναχοῦ εὑρίσκονται σέ πλήρη ἁρμονία καί σέ μία διαφάνεια μεταξύ τους.
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος ἔχει κρυμμένο τό μαργαριτάρι, τόν θησαυρό, τό τάλαντο καί τό βῆμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μέσα μας λοιπόν ἔχουμε τήν δυνατότητα τῆς ἁγιότητος. Ἡ δυνατότητα ὅμως δέν εἶναι ἡ πραγματική. Ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐσωτερική κατάστασι τοῦ καθενός. Ἡ δυνατότητα τῆς ἁγιότητος δέν μετατρέπεται σέ ἁγιότητα.
Στήν πνευματική ζωή ἡ σταθερή πίστις μπορεῖ νά βοηθήση, ὥστε ἡ δυνατότητα τῆς ἁγιότητος νά μετρατραπῆ σέ πραγματικότητα τῆς ἁγιότητος. Αὐτή εἶναι ἡ ἄσκησις τοῦ μοναχοῦ. Χωρίς τήν ἀδιάκοπη ἄσκησι, πού ὑποστηρίζεται καί ἀπό τήν πεποίθησι, ὁποιαδήποτε ἀληθινή δυνατότητα θά παραμείνη μόνο δυνατότητα ἤ ἀκόμη εἶναι δυνατόν νά μεταβληθῆ σέ ἀδυναμία.
Γιά παράδειγμα, μερικοί ἔρχονται στόν μοναχισμό μέ μιά καλή γνώμη γιά τόν ἑαυτό τους, γνώμη τήν ὁποία κρατοῦν μυστική μέσα τους καί τήν διατηροῦν ἀφοῦ εἰσέλθουν στό μοναστήρι. Αὐτή ἡ γνώμη ἤ φιλαυτία, ὅπως λέγεται, εἶναι μία λεπτή μορφή ὑπερηφανείας.
Στό μοναστήρι ὀνειρεύεται ἁγιασμούς, λιτανεῖες καί μία εὐτυχισμένη ζωή, ἐνῶ ὅταν ἐπιδοθοῦν στήν σκληρότητα τῆς μάχης κατά τῶν παθῶν, στήν ὀδυνηρή ἐκκοπή τοῦ θελήματος γιά τήν ἀπόκτησι ὅλων τῶν καλῶν ἔργων, τό ὄνειρο γκρεμίζεται καί ἀρχίζει ἡ ἀπογοήτευσις καί τά παράπονα, πού εἶναι «καμουφλαρισμένη» ὑπερηφάνεια. Αὐτός ἐξ αἰτίας τοῦ κλεισίματος τῆς ψυχῆς του πρός κάθε πνευματική συμβουλή, χάνεται μέσα στήν ἀπάτη τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπό τήν ὁποία βλαστάνει ἡ ἀπογοήτευσις.
Ὁ κόκκος τοῦ σίτου μετατρέπεται σέ δαυλό καί ἀναπτύσσεται τό σιτάρι τῆς ἀδικίας. Αὐτή εἶναι ἡ φιλαυτία, τήν ὁποία συντηρεῖ ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἀπόδειξις δασμοῦ τοῦ διαβόλου. Ἡ ψυχή ἐξασθενεῖ, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας καί εὑρίσκεται πάντοτε ἀνήσυχη.
Ἐπιζητεῖ προστασία ἀπό τόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Ἑτοιμάζεται νά ὑπερασπίση τήν δικαιοσύνη καί νά καταδικάση τήν λύπη, νά ἐξηγήση καλλίτερα στούς ἄλλους τήν αἰτία τῆς πτώσεώς της καί ποτέ δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ὑπακούση καί ν᾿ ἀκολουθήση τήν ἀνώτερη ὁδό, τήν ὁποία δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβη. Ἔτσι, ἐξηγοῦνται οἱ ἀπομακρύνσεις, οἱ ἀδυναμίες καί ἀκόμη τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς τοῦ μοναχοῦ.
Ἡ ψυχή παραδομένη στήν πνευματική δουλεία ἔχει θυσιάσει κάθε ἀγωνιστικό φρόνημά της. Αὐτή εἶναι ἡ λογική τῆς φρίκης: Ἀργυραμοιβοί πού μέ ψεύτικα χρήματά τους κλέβουν τά καλά μας τάλαντα.
Τώρα ὁ τεμπέλης γιά τήν σωτηρία του μοναχός ἀρχίζει νά ξεχνᾶ τήν σημασία αὐτῶν πού ἔχει νά κάνη. Εὐχαριστεῖται μόνο μέ τήν εἴσοδό του στόν μοναχισμό, νομίζοντας ὅτι μόνο μ᾿ αὐτή θά φθάση στόν σκοπό του.
Κατευνάζεται ὁ ζῆλος του γιά πόλεμο κατά τῶν ἀδυναμιῶν τῆς φύσεως τῶν παθῶν.
Ἡ πανοπλία του σάν ἀγωνιστοῦ τοῦ πνεύματος χάνει τήν ἀξία της ἀπό τήν ἀρχή. Δέν φορεῖ τά σανδάλιά του γιά νά τρέξη στήν ὁδό τῆς προετοιμασίας τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἀλλά βαδίζει μόνο τήν ἐπίγεια ὁδό. Δέν παρακολούθησε ὁ μοναχός τήν χαυνότητα τοῦ νοῦ του, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τήν νοερά μάχη καί παρέμεινε μιά ἁπλῆ κρεμάστρα γιά τά καλογερικά του ροῦχα.
Μέ ἄλλα λόγια, δέν βλέπει ὅτι ἔφθασε σέ μιά δυστυχία, ὄντας πεσμένος ἀνάμεσα σέ ληστές καί ἕνας ἀπατεῶνας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὁ μοναχός ἀρέσκεται σέ μία παρόμοια καλογερική ζωή καί δέν τόν στενοχωρεῖ τό σβήσιμο τῶν φώτων τῆς ψυχῆς του-λύπη εἶναι ἡ μορφή μιᾶς ψυχῆς μέ τό πνευματικό της φῶς σβησμένο-σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή του κατήντησε μηδαμινή καί ὁ ἴδιος ἔγινε ἕνας τιποτένιος ἄνθρωπος.
Ὅσον ἀφορᾷ τά καινούργια ἐνδιαφέροντά του, ἐπιζητεῖ σάν τροφή τῆς ψυχῆς του: τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἔγκρισι ὅλων τῶν θελημάτων καί προγραμμάτων του. Ἀπό τούς πνευματικούς του συμβούλους καί καθοδηγητές ἔχει ἀπομακρυνθῆ ψυχικά, κρίνοντάς τους καί εὑρίσκοντας σ᾿ αὐτούς ὅλων τῶν εἰδῶν τίς αἰτίες καί ἐνοχές.
Ἔτσι φωλιάζει στήν ψυχή του ἡ πονηρία καί κάνει τόν μοναχό διπρόσωπο, τάφο ἀσβεστωμένο ἐξωτερικά καί ἀποδιοργανωμένο ἐσωτερικά, ὑποκριτή.
Ἡ σύλληψις τῆς ψυχῆς του ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, μέσῳ τῶν ἀπολαύσεων τῆς ζωῆς εἶναι τό ἴδιο μέ τήν προσαγωγή του πάλι στήν φυλακή τῶν παθῶν. Ὅταν ὁ μοναχός ἐπιζητεῖ στήν ζωή του τήν ὑποκρισία, σημαίνει ὅτι ἔφθασε στό σημεῖο ἐγκαταλείψεως τῆς μοναχικῆς του διαγωγῆς.
Ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του ὅλοι εἶναι ὑποκριτές, εἶναι ἕνα ἀθῶο θῦμα τῶν ἀδίκων, πού ἐνῶ τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτούς, συμβιώνει μέ αὐτούς.
Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ἀρκετά καθαρά ὅτι μόνη της ἡ ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καί ὑπ᾿ αὐτές τίς λεπτότερες μορφές της, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι μία κατάστασις, πού σκορπίζει ἀπό τήν ψυχή ὅλη τήν πνευματική της ὑπόστασι.
Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια ἡ ἀντιπάθεια πρός τήν νηστεία; Γι᾿ αὐτό, ὅταν πιστεύης σωστά, νά γνωρίζης ὅτι εἶσαι ἀπό τούς ἄλλους τρελλός καί νά περιμένης ὀνειδισμούς καί περιφρονήσεις γιά νά καθαρισθῆς ἀπό τά πάθη σου. Αὐτό τό σκότος τοῦ διωγμοῦ ὅμως, μᾶς φέρει στόν νοῦ τίς κατηγορίες, πού ἔριξε ὁ Ἰησοῦς στά κεφάλια τῶν Φαρισαίων, πού ὑπεκρίνοντο τούς ἐναρέτους.
Σήμερα, στά πρόσωπα αὐτῶν τῶν πεισματάρηδων Φαρισαίων, ὑπάρχουν μερικοί μοναχοί πού ἐγκαταλείπουν τήν μάχη τῆς μοναχικῆς τους κλήσεως. Οἱ λαϊκοί δέν ἔχουν νά διδαχθοῦν τίποτε ἀπ᾿ αὐτούς τούς λιποτάκτες καί ἀπατεῶνες. Ἡ Ἐκκλησία, μέσῳ τῶν λειτουργῶν της, δέν κάνει ματαίως αὐτό τό ἔργο, ἀλλά γιά ἐκεῖνο τό ἔργο πού δέν ἠμπορεῖ νά παρακαλέση, διότι δέν θά εἰσακουσθῆ ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἀπωλείας, ἠμπορεῖ νά τόν παιδεύση πατρικά γιά τήν ἀνάνηψί του.
Ὁ μισθός τῆς ἀνυπακοῆς πρός τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Οἱ σκληροτράχηλοι ὁδηγοῦνται, λοιπόν, στόν ἄμεσο κίνδυνο γιά νά μή συνέλθουν ποτέ. Αὐτό συμβαίνει, ὅταν δυναμώνει ο φαρισαῖος καί ἀδυνατίζει ὁ τελώνης!
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε γιά τόν ἑαυτό του τήν ἐσωτερική μορφή τοῦ ἀνθρώπου: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός· ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ.2,20).
Λοιπόν, ὁ Χριστός εἶναι ἡ νέα κτίσις τοῦ μοναχοῦ ἤ ὁ μοναχός ἐν Χριστῷ εἶναι ἡ νέα κτίσις (Β΄Κορ.5,17). Αὐτός εἶναι, μέσα καί ἔξω, πρᾶος καί ταπεινός, σταθερός καί εἰρηνικός. Οἱ ἐξωτερικές ταραχές δέν τόν σκανδαλίζουν, ἐξ αἰτίας τῶν ψυχικῶν του ἰδιαιτεροτήτων, ἀλλά ἀπεναντίας τοῦ φέρουν εἰρήνη. Ἡ ἐσωτερική καί ἐξωτερική κατάστασι τοῦ μοναχοῦ εὑρίσκονται σέ πλήρη ἁρμονία καί σέ μία διαφάνεια μεταξύ τους.
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος ἔχει κρυμμένο τό μαργαριτάρι, τόν θησαυρό, τό τάλαντο καί τό βῆμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μέσα μας λοιπόν ἔχουμε τήν δυνατότητα τῆς ἁγιότητος. Ἡ δυνατότητα ὅμως δέν εἶναι ἡ πραγματική. Ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐσωτερική κατάστασι τοῦ καθενός. Ἡ δυνατότητα τῆς ἁγιότητος δέν μετατρέπεται σέ ἁγιότητα.
Στήν πνευματική ζωή ἡ σταθερή πίστις μπορεῖ νά βοηθήση, ὥστε ἡ δυνατότητα τῆς ἁγιότητος νά μετρατραπῆ σέ πραγματικότητα τῆς ἁγιότητος. Αὐτή εἶναι ἡ ἄσκησις τοῦ μοναχοῦ. Χωρίς τήν ἀδιάκοπη ἄσκησι, πού ὑποστηρίζεται καί ἀπό τήν πεποίθησι, ὁποιαδήποτε ἀληθινή δυνατότητα θά παραμείνη μόνο δυνατότητα ἤ ἀκόμη εἶναι δυνατόν νά μεταβληθῆ σέ ἀδυναμία.
Γιά παράδειγμα, μερικοί ἔρχονται στόν μοναχισμό μέ μιά καλή γνώμη γιά τόν ἑαυτό τους, γνώμη τήν ὁποία κρατοῦν μυστική μέσα τους καί τήν διατηροῦν ἀφοῦ εἰσέλθουν στό μοναστήρι. Αὐτή ἡ γνώμη ἤ φιλαυτία, ὅπως λέγεται, εἶναι μία λεπτή μορφή ὑπερηφανείας.
Στό μοναστήρι ὀνειρεύεται ἁγιασμούς, λιτανεῖες καί μία εὐτυχισμένη ζωή, ἐνῶ ὅταν ἐπιδοθοῦν στήν σκληρότητα τῆς μάχης κατά τῶν παθῶν, στήν ὀδυνηρή ἐκκοπή τοῦ θελήματος γιά τήν ἀπόκτησι ὅλων τῶν καλῶν ἔργων, τό ὄνειρο γκρεμίζεται καί ἀρχίζει ἡ ἀπογοήτευσις καί τά παράπονα, πού εἶναι «καμουφλαρισμένη» ὑπερηφάνεια. Αὐτός ἐξ αἰτίας τοῦ κλεισίματος τῆς ψυχῆς του πρός κάθε πνευματική συμβουλή, χάνεται μέσα στήν ἀπάτη τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπό τήν ὁποία βλαστάνει ἡ ἀπογοήτευσις.
Ὁ κόκκος τοῦ σίτου μετατρέπεται σέ δαυλό καί ἀναπτύσσεται τό σιτάρι τῆς ἀδικίας. Αὐτή εἶναι ἡ φιλαυτία, τήν ὁποία συντηρεῖ ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ἀπόδειξις δασμοῦ τοῦ διαβόλου. Ἡ ψυχή ἐξασθενεῖ, λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας καί εὑρίσκεται πάντοτε ἀνήσυχη.
Ἐπιζητεῖ προστασία ἀπό τόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Ἑτοιμάζεται νά ὑπερασπίση τήν δικαιοσύνη καί νά καταδικάση τήν λύπη, νά ἐξηγήση καλλίτερα στούς ἄλλους τήν αἰτία τῆς πτώσεώς της καί ποτέ δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ὑπακούση καί ν᾿ ἀκολουθήση τήν ἀνώτερη ὁδό, τήν ὁποία δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβη. Ἔτσι, ἐξηγοῦνται οἱ ἀπομακρύνσεις, οἱ ἀδυναμίες καί ἀκόμη τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς τοῦ μοναχοῦ.
Ἡ ψυχή παραδομένη στήν πνευματική δουλεία ἔχει θυσιάσει κάθε ἀγωνιστικό φρόνημά της. Αὐτή εἶναι ἡ λογική τῆς φρίκης: Ἀργυραμοιβοί πού μέ ψεύτικα χρήματά τους κλέβουν τά καλά μας τάλαντα.
Τώρα ὁ τεμπέλης γιά τήν σωτηρία του μοναχός ἀρχίζει νά ξεχνᾶ τήν σημασία αὐτῶν πού ἔχει νά κάνη. Εὐχαριστεῖται μόνο μέ τήν εἴσοδό του στόν μοναχισμό, νομίζοντας ὅτι μόνο μ᾿ αὐτή θά φθάση στόν σκοπό του.
Κατευνάζεται ὁ ζῆλος του γιά πόλεμο κατά τῶν ἀδυναμιῶν τῆς φύσεως τῶν παθῶν.
Ἡ πανοπλία του σάν ἀγωνιστοῦ τοῦ πνεύματος χάνει τήν ἀξία της ἀπό τήν ἀρχή. Δέν φορεῖ τά σανδάλιά του γιά νά τρέξη στήν ὁδό τῆς προετοιμασίας τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἀλλά βαδίζει μόνο τήν ἐπίγεια ὁδό. Δέν παρακολούθησε ὁ μοναχός τήν χαυνότητα τοῦ νοῦ του, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τήν νοερά μάχη καί παρέμεινε μιά ἁπλῆ κρεμάστρα γιά τά καλογερικά του ροῦχα.
Μέ ἄλλα λόγια, δέν βλέπει ὅτι ἔφθασε σέ μιά δυστυχία, ὄντας πεσμένος ἀνάμεσα σέ ληστές καί ἕνας ἀπατεῶνας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὁ μοναχός ἀρέσκεται σέ μία παρόμοια καλογερική ζωή καί δέν τόν στενοχωρεῖ τό σβήσιμο τῶν φώτων τῆς ψυχῆς του-λύπη εἶναι ἡ μορφή μιᾶς ψυχῆς μέ τό πνευματικό της φῶς σβησμένο-σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή του κατήντησε μηδαμινή καί ὁ ἴδιος ἔγινε ἕνας τιποτένιος ἄνθρωπος.
Ὅσον ἀφορᾷ τά καινούργια ἐνδιαφέροντά του, ἐπιζητεῖ σάν τροφή τῆς ψυχῆς του: τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἔγκρισι ὅλων τῶν θελημάτων καί προγραμμάτων του. Ἀπό τούς πνευματικούς του συμβούλους καί καθοδηγητές ἔχει ἀπομακρυνθῆ ψυχικά, κρίνοντάς τους καί εὑρίσκοντας σ᾿ αὐτούς ὅλων τῶν εἰδῶν τίς αἰτίες καί ἐνοχές.
Ἔτσι φωλιάζει στήν ψυχή του ἡ πονηρία καί κάνει τόν μοναχό διπρόσωπο, τάφο ἀσβεστωμένο ἐξωτερικά καί ἀποδιοργανωμένο ἐσωτερικά, ὑποκριτή.
Ἡ σύλληψις τῆς ψυχῆς του ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, μέσῳ τῶν ἀπολαύσεων τῆς ζωῆς εἶναι τό ἴδιο μέ τήν προσαγωγή του πάλι στήν φυλακή τῶν παθῶν. Ὅταν ὁ μοναχός ἐπιζητεῖ στήν ζωή του τήν ὑποκρισία, σημαίνει ὅτι ἔφθασε στό σημεῖο ἐγκαταλείψεως τῆς μοναχικῆς του διαγωγῆς.
Ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του ὅλοι εἶναι ὑποκριτές, εἶναι ἕνα ἀθῶο θῦμα τῶν ἀδίκων, πού ἐνῶ τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτούς, συμβιώνει μέ αὐτούς.
Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ἀρκετά καθαρά ὅτι μόνη της ἡ ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καί ὑπ᾿ αὐτές τίς λεπτότερες μορφές της, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι μία κατάστασις, πού σκορπίζει ἀπό τήν ψυχή ὅλη τήν πνευματική της ὑπόστασι.
Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια ἡ ἀντιπάθεια πρός τήν νηστεία; Γι᾿ αὐτό, ὅταν πιστεύης σωστά, νά γνωρίζης ὅτι εἶσαι ἀπό τούς ἄλλους τρελλός καί νά περιμένης ὀνειδισμούς καί περιφρονήσεις γιά νά καθαρισθῆς ἀπό τά πάθη σου. Αὐτό τό σκότος τοῦ διωγμοῦ ὅμως, μᾶς φέρει στόν νοῦ τίς κατηγορίες, πού ἔριξε ὁ Ἰησοῦς στά κεφάλια τῶν Φαρισαίων, πού ὑπεκρίνοντο τούς ἐναρέτους.
Σήμερα, στά πρόσωπα αὐτῶν τῶν πεισματάρηδων Φαρισαίων, ὑπάρχουν μερικοί μοναχοί πού ἐγκαταλείπουν τήν μάχη τῆς μοναχικῆς τους κλήσεως. Οἱ λαϊκοί δέν ἔχουν νά διδαχθοῦν τίποτε ἀπ᾿ αὐτούς τούς λιποτάκτες καί ἀπατεῶνες. Ἡ Ἐκκλησία, μέσῳ τῶν λειτουργῶν της, δέν κάνει ματαίως αὐτό τό ἔργο, ἀλλά γιά ἐκεῖνο τό ἔργο πού δέν ἠμπορεῖ νά παρακαλέση, διότι δέν θά εἰσακουσθῆ ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς ἀπωλείας, ἠμπορεῖ νά τόν παιδεύση πατρικά γιά τήν ἀνάνηψί του.
Ὁ μισθός τῆς ἀνυπακοῆς πρός τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Οἱ σκληροτράχηλοι ὁδηγοῦνται, λοιπόν, στόν ἄμεσο κίνδυνο γιά νά μή συνέλθουν ποτέ. Αὐτό συμβαίνει, ὅταν δυναμώνει ο φαρισαῖος καί ἀδυνατίζει ὁ τελώνης!
Ἡ
ὑπακοή
καί ἡ
προσωπικότης τοῦ
μοναχοῦ
Ἀνάμεσα
στίς τρεῖς
μοναχικές ὑποσχέσεις,
ἡ
ἄνευ
ὅρων
ὑπακοή
ἀποδεικνύεται
ἡ
πιό δύσκολη γιά δύο λόγους, τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους: ὁ
ἕνας
ἡ
ἀναπηρία
τῆς
φύσεως καί ὁ
ἄλλος
ἡ
προσωπικότης του.
Κατ᾿ ἀρχήν τί εἶναι ἡ προσωπικότης; Σάν ἐπεξήγησι συνοπτικά ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι προσωπικότης εἶναι μία ἰδιάζουσα στόν κάθε ἄνθρωπο ψυχική κατάστασι. Σέ μία προσωπικότητα ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό δυνατή καί πιό καθαρή. Ὅλοι οἱ Χριστιανοί σίγουρα ἔχουν ἔστω καί ἕνα τάλαντο, ἀλλά μερικοί ἔχουν καί δύο, ἐνῶ ἄλλοι ἀκόμη καί πέντε. Τά τάλαντα εἶναι χαρίσματα, ἐνέργειες γιά πραγματοποίησι κάποιου ἔργου, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ νοῦς σκέπτεται γρήγορα καί καθαρά, ἡ καρδιά ἀνοίγεται περισσότερο σέ ἀγάπη ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, μία εἰδική ἱκανότητα ἀγάπης πού ὑπάρχει σέ κάποιον, μία δύναμι τῆς θελήσεως ἐκπληκτική, μία μνήμη ἰσχυρή, μία εὐφυΐα ἐκ γενετῆς.
Αὐτές οἱ ἐνέργειες πού λειτουργοῦν πιό γρήγορα καί καλλίτερα, ἔχουν μερικές καλλίτερες κεραίες, τίς ἐνέργειες τῆς Θ. Χάριτος, ἡ ὁποία καί τίς ἁγιάζει. Ἡ προσωπικότης ἔχει τήν δυνατότητα νά συμβάλη πρός τήν καθ᾿ ὁμοίωσιν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ αἰτίας τῶν δυνατῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, ἡ προσωπικότης ἑνός ἀνθρώπου ἠμπορεῖ νά διασχίση τήν ὁδό σέ συντομώτερο χρόνο ἀπό ὅτι θά ἠμποροῦσε νά τό πραγματοποιήση μία ἄλλη ἀλλοιώτικη ποροσωπικότης. Εἶναι ἀρκετό νά σκεφθοῦμε τήν Ἁγία Φιλοθέη ἀπό τό μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἄρτζες, μία μικρή κορούλα τῶν 12 ἐτῶν, ἡ ὁποία μέ τό χάρισμα τῆς ἀγάπης της πρός τούς πτωχούς δοξάσθηκε μαζί μέ τούς ἁγίους.
Ἡ πειθαρχία τῆς ὑπακοῆς ὅμως εἶναι γενική, διότι αὐτή ἐξυψώνει τήν φύσι ἀπό τήν ἀναπηρία της, καθώς ἐξέρχεται ἡ ὑπερηφάνεια ἀπό τήν προσωπικότητα. Ἡ ὑπακοή κάνει καί τούς ὀκνηρούς καί τούς πονηρούς νά ξεθάπτουν τό τάλαντό τους καί ταυτόχρονα νά τούς σκεπάζη ἀπό τήν λεηλασία τῆς κενοδοξίας.
Εἶναι γνωστό, ὅτι, ὅπου ὑπάρχει μεγαλύτερος πλοῦτος, οἱ ληστές ἀγωνίζονται περισσότερο νά τόν ἁρπάξουν. Ὅμως ἡ τάξις τῆς ὑπακοῆς εἶναι μία ἱερά ὁδός. Ἀκόμη καί ὅταν ἐπιτυγχάνεται ὁ ἁγιασμός, οὔτε τότε δέν ἐπιτρέπεται νά καταστρέφεται ἡ στέγη τῆς ὑπακοῆς. Διότι μία «ἁγιωσύνη» συνειδητοποιεῖ ὅτι ἠμπορῆ νά πέση σάν κεραυνός στόν πειρασμό τῆς ἁγιωσύνης, πού εἶναι μία ἐπί πλέον ραφιναρισμένη μορφή ὑπερηφανείας. Γι᾿ αὐτό ὁ Ἀββᾶς Μακάριος μεταφέρθηκε μέ ἀγγέλους ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, ἀλλά στόν δρόμο τόν συνήντησαν δαίμονες καί τοῦ εἶπαν: «Λυτρώθηκες ἀπό ἐμᾶς, Μακάριε, ἐνῶ ἡ ψυχή του ἀπαντοῦσε: «Ἀκόμη δέν λυτρώθηκα».
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί οὔτε ἕνας ἀπό τούς Ἁγίους δέν λυτρώθηκε τελείως ἀπό τίς διάφορες ἀδυναμίες του, γιά νά μή χάση στό μέλλον τά πάντα. Γι᾿ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἀνεγνώριζαν καμμία τελειότητα, ἐκτός μόνο τά σημεῖα τῆς τελείας ταπεινώσεως.
Στήν καλογερική ζωή, λοιπόν, δέν ἔχει καμμία σπουδαιότητα τό ὄνομα καί ἡ ἀξία τῆς προσωπικότητος. Ἀντιθέτως, εἶναι ἕνα ὄνομα ἀπό τό ὁποῖο πρέπει νά ἀπαλλαγῆς, γιά νά γλυτώσης ἀπό τήν «ἐπιστήμη του». Ὁ πνευματικός ἐξοπλισμός εἶναι ἀπαραίτητος μέ ἕνα ἄλλο εἶδος, τήν ἐλπίδα τῆς ταπεινώσεως, τό βάθος τῆς ἀγάπης, τήν ἱκανότητα νά χαίρεσαι στίς δοκιμασίες σου. Αὐτά ἀποδεικνύουν μία μεγάλη ψυχή.
Ἡ καλογερική ζωή δέν καταρτίζει ὀνειροπόλους γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀνθρώπους ἀποφασισμένους πού κρατοῦν τό χριστιανικό τους βίωμα μέχρι τίς τελευταῖες συνέπειές του διά τῆς πειθαρχίας καί τῆς ἀγάπης. Ἔτσι ὁ Χριστός δέν θά μᾶς εἰπῆ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ-κυρίως ἐδῶ ἡ ἐσωτερική βίωσι τῆς Θείας Χάριτος-κατακτᾶται μέ ἔφοδο καί ἀπό κατακτητές, πού βάζουν τό χέρι σ᾿ αὐτή καί λέγουν: «Τολμᾶτε, ἐγώ ἐνίκησα τόν κόσμο». Δέν εἶναι δυνατόν μόνος του ὁ ἄνθρωπος νά τολμήση κάποια πνευματική κατάκτησι, χωρίς τήν πλήρη ἀναφορά του στόν Θεό διά τῆς πίστεως σ᾿ Αὐτόν καί τῆς ἁγίας ταπεινώσεως.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, δέν κατακτᾶται ἀπ᾿ αὐτούς πού τολμοῦν ἐγωκεντρικά καί καλοῦν καί ἄλλους μέ ὑπερηφάνεια σ᾿ αὐτό τό ἐγχείρημα, ἀλλά σ᾿ αὐτούς πού ζοῦν θεοκεντρικά καί ὑποτάσσονται πλήρως στό θείο θέλημα διά τοῦ Πνευματικοῦ τους Πατρός.
Τό θεμέλιο τῆς τόλμης αὐτῆς κατά Θεόν εἶναι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, πού εἶναι πολύ δυνατή ἀπόδειξις τῆς θεότητός Του. Τόν λόγο Του, πού ἀποδείχθηκε ἀπό τόν Θεό ἔχουμε καί ἐμεῖς τήν τόλμη καί τό κουράγιο νά τόν δεχώμεθα ἔναντι τοῦ κόσμου καί τῶν νεκρῶν μας.
Αὐτό εἶναι τό βαθύ θεμέλιο τῆς μαθητείας μας, τῆς ὁποίας μέγα κεφάλαιο εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς μας, ἀκόμη ἀπ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα, μέσα στό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Γι᾿ αὐτό τό μεγάλο νόημα τῆς ζωῆς ὑπάρχει κρυμμένο στήν μοναχική πολιτεία καί αὐτή ζητεῖ ταπείνωσι καί θάρρος. Ταπείνωσις καί θάρρος εἶναι δύο ἀντιπαρατασσόμενοι ὅροι. Παρ᾿ ὅλα αὐτά στήν πνευματική ζωή ἐναρμονίζονται καί ἀλληλοσυμπληρώνονται.
Ἡ ἀπουσία ἤ ἡ ἐλάττωσις τῆς μιᾶς, ἀδυνατίζει τήν ἄλλη, ἐνῶ καί οἱ δύο κρατοῦν μία ἰσορροπία. Διότι ἡ χριστιανική ζωή πού προσανατολίζεται μόνο πρός τήν ταπείνωσι, παρουσιάζεται σάν μία πνευματική σκλαβιά, σάν ἕνας μαρασμός καί χάνει τήν ἐλπίδα. Ὁμοίως, καί ὁ προσανατολιμσός μόνο πρός τήν προσωπική τόλμη καί πρός τόν προφητισμό καταστρέφει τήν ἐκκλησιαστικότητα καί ἀποστολικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ, προκαλώντας εἴτε τήν αἵρεσι, εἴτε τό σχῖσμα μέ ἀποτέλεσμα νά χάνεται ἡ ταπείνωσις. Γι᾿ αὐτό ἡ προσπάθεια στήν ἔνταξι τῆς πειθαρχίας μιᾶς ψυχῆς εἶναι ἀπόδειξις ἁρμονίας καί τῆς ἀξίας της. Ὁ μοναχισμός ἀδυνατίζει στίς ἀδύνατες ψυχές καί δυναμώνει στίς γενναῖες ψυχές.
Παράδειγμα γιά τά ἑπόμενα παίρνουμε τό θάρρος τῶν εἰσερχομένων στόν μοναχισμό. Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις εἶναι ἀπό τήν συνείδησι τοῦ μοναχοῦ ὑποχρεωτικές. Στόν Θεό ὑπακούομεν χωρίς ὅρους καί χωρίς λοξοδρομήσεις σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή μας. Ἐάν ὅμως οἱ κατά Θεόν πνευματικοί ὁδηγοί μας,
Ἡγούμενοι καί Πνευματικοί, γίνονται αἱρετικοί καί συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει νά τούς τιμωρήση μέ παιδεύσεις, ἀφορισμούς καί καθαιρέσεις, τότε ἐμεῖς εἴμεθα ἀπαλλαγμένοι τῆς ὑπακοῆς τους, διότι αὐτοί κατεπάτησαν τήν ἀληθινή πίστι καί δέν ἐκφράζουν πλέον μέ τήν συνείδησί τους τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ὅμως ἡ ὑπακοή μας πρός τήν Ἐκκλησία δέν διακόπτεται.
Ἡ ὑποχρέωσις ἐφαρμογῆς τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων ἠμπορεῖ νά διακοπῆ μόνον στήν ἐξαιρετική καί σπάνια περίπτωσι, ὅταν συμβαίνουν οἱ ἀνωτέρω περιπτώσεις, ἐξ αἰτίας ἀσθενείας τῶν ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, συνεπῶς καί τῆς συνειδήσεως στήν περίπτωσι πλήρους ἐξασθενήσεως τῆς συνειδήσεως. Ὅμως οἱ ὑποσχέσεις παραμένουν ὑποχρεωτικές καί ἡ περιφρόνησίς τους εἶναι ἁμαρτία.
Ἡ διακοπή καί ἡ ἄρνησις ἐφαρμογῆς τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων εἶναι διακοπή τῆς μοναχικῆς πορείας. Στά ἰδιόρρυθμα μοναστήρια ἐξησθένησαν οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις, κυρίως τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀκτημοσύνης καί ἐξ αἰτίας τους ἐπῆλθε κατάπτωσις τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους.
Ἡ ἀκολούθησις ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ μία ἄλλη συγγένεια μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, παρά τήν σωματική συγγένεια. Μεταξύ αὐτῶν πού ἀγαποῦν τόν Θεό περισσότερο ἀπό ὅ,τιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο, ἀναπτύσσεται μία πνευματική συγγένεια. Αὐτά συμβαίνουν ὅλα μαζί στήν κοινοβιακή ἀδελφότητα καί ἐκπληρώνεται ἕνας ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ: Αὐτός πού ἀρνήθηκε τήν περιουσία του καί χάριν Ἐμοῦ ἐγκατέλειψε τήν μητέρα, τόν πατέρα, τήν γυναῖκα καί τά παιδιά-ἐννοεῖται πρίν νά τά ἀποκτήση-θά λάβη ἀκόμη ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή ἑκατον-ταπλάσια, δηλαδή περιουσίες, μητέρα, πατέρα καί παιδιά, συνεπῶς μέ πολλές δοκιμασίες καί τήν αἰώνια ζωή.
Ἰδού ἡ συγγένεια, ἰδού οἱ περιουσίες τοῦ κοινοβίου τῆς μονῆς, ἀλλά μόνο μέ δοκιμασίες προσφέρεται ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς. «Μητέρα καί συγγενεῖς Μου εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Χριστός. Ὁπότε ἡ σωματική συγγένεια παραμένει σέ δεύτερη θέσι ἀπό πλευρᾶς σπουδαιότητός της.
Ἡ μοναχική ζωή ἀπαλλάσσει τούς μοναχούς ἀπό τίς ὑποχρεωτικές φροντίδες τους γιά τίς κατά σάρκα οἰκογένειές τους, πού ζοῦν στόν κόσμο. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὁ δεσμός δέν διακόπτεται τελείως, ἀλλά παραμένει σέ μία διακριτική ἰσορροπία τῶν καταστάσεων καί τῶν καλλιτέρων ἐπιλύσεων.
Ἐάν ἀφήνης στόν ἡγούμενο τήν κάθε φροντίδα τῆς ζωῆς σου, ἀφήνεις καί αὐτή καί πῶς ἐκεῖνος δέν θά τήν ρυθμίση, ἔτσι ὅπως πρέπει; Πολλές συναντήσεις μέ συγγενικά πρόσωπα δέν εἶναι καλή, διότι οἱ συγγενεῖς εἶναι μέσα στίς κοσμικές φροντίδες καί τό παράπονό τους ὅτι ἐγκαταλείφθηκαν εἶναι σκέψις κοσμική. Ἀληθινά συγγενής εἶναι ὅποιος χαίρεται μέ τήν καρδιά του γιά τήν μοναχική μας ζωή.
Μία ἐνάρετη ζωή, ὅπως ἡ δική μας, εἶναι γι᾿ αὐτούς μοναδική παρηγορία καί χαρά, γιά τήν ὁποία πρέπει νά τραγουδοῦν χαρμόσυνα ἄσματα στόν Θεό, παρά νά σκυθρωπάζουν καί νά θλίβωνται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ψυχική ὠφέλεια, πού περιμένουν νά ἔχουν ἀπό ἐμᾶς. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ προσευχή μας γιά τήν σωτηρία τους.
Φίλοι, γνωστοί, ἐπισκέπτες καί προσκυνητές δέν προσφέρουν κάποια ὠφέλεια γι᾿ αὐτόν πού θέλει ν᾿ ἀγωνισθῆ πραγματικά καί νά κρατήση τόν νοῦ καί τήν καρδιά του καθαρά ἀπό κακούς λογισμούς. Γιά τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης ἠμπορεῖτε νά τούς ὑποδεχθῆτε, ὅπως ἁρμόζει σέ ξένους ἐπισκέπτας.
Ἠμποροῦμε νά συνομιλοῦμε μ᾿ αὐτούς, ἀλλά σ᾿ ἕνα ἐπίπεδο σοβαρότητος. Πάντοτε καί σ᾿ ὅλα τά μοναστήρια, ὅπου ἔγιναν δεκτοί οἱ λαϊκοί, χωρίς τήν πρέπουσα προσοχή, αὐτοί κατέστρεψαν τήν τάξι καί προκάλεσαν τήν διάλυσι τῆς μονῆς καί τήν πνευματική τους ἀξία. Μαζί μέ τούς ἐπισκέπτες, κυρίως μέ τούς προσκυνητές, μπαίνει στό μοναστήρι καί ἡ κενοδοξία, ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ ἰδιαιτέρως τούς μοναχούς.
Σ᾿ ἕνα τέτοιο μοναστήρι δέν ἠμποροῦν οἱ μοναχοί νά κάνουν μία ἐσωτερική ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἀλλά ἐν πνεύματι κοσμικῷ. Γι᾿ αὐτό στά αὐστηρά μοναστήρια δέν ἐπιτρέπεται μέ εὐκολία οὔτε ἡ εἴσοδος τῶν γονέων καί τῶν κατά σάρκα ἀδελφῶν τῶν μοναχῶν.
Μέχρι νά ξεπεράσης μέ ἀγάπη ὅλα αὐτά τά πράγματα, πρέπει νά ἀγωνισθῆς μέ ἐγκράτεια γιά ὅλη τήν πνευματική σου προκοπή.
Κατ᾿ ἀρχήν τί εἶναι ἡ προσωπικότης; Σάν ἐπεξήγησι συνοπτικά ἠμποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι προσωπικότης εἶναι μία ἰδιάζουσα στόν κάθε ἄνθρωπο ψυχική κατάστασι. Σέ μία προσωπικότητα ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό δυνατή καί πιό καθαρή. Ὅλοι οἱ Χριστιανοί σίγουρα ἔχουν ἔστω καί ἕνα τάλαντο, ἀλλά μερικοί ἔχουν καί δύο, ἐνῶ ἄλλοι ἀκόμη καί πέντε. Τά τάλαντα εἶναι χαρίσματα, ἐνέργειες γιά πραγματοποίησι κάποιου ἔργου, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ νοῦς σκέπτεται γρήγορα καί καθαρά, ἡ καρδιά ἀνοίγεται περισσότερο σέ ἀγάπη ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, μία εἰδική ἱκανότητα ἀγάπης πού ὑπάρχει σέ κάποιον, μία δύναμι τῆς θελήσεως ἐκπληκτική, μία μνήμη ἰσχυρή, μία εὐφυΐα ἐκ γενετῆς.
Αὐτές οἱ ἐνέργειες πού λειτουργοῦν πιό γρήγορα καί καλλίτερα, ἔχουν μερικές καλλίτερες κεραίες, τίς ἐνέργειες τῆς Θ. Χάριτος, ἡ ὁποία καί τίς ἁγιάζει. Ἡ προσωπικότης ἔχει τήν δυνατότητα νά συμβάλη πρός τήν καθ᾿ ὁμοίωσιν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ αἰτίας τῶν δυνατῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, ἡ προσωπικότης ἑνός ἀνθρώπου ἠμπορεῖ νά διασχίση τήν ὁδό σέ συντομώτερο χρόνο ἀπό ὅτι θά ἠμποροῦσε νά τό πραγματοποιήση μία ἄλλη ἀλλοιώτικη ποροσωπικότης. Εἶναι ἀρκετό νά σκεφθοῦμε τήν Ἁγία Φιλοθέη ἀπό τό μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Ἄρτζες, μία μικρή κορούλα τῶν 12 ἐτῶν, ἡ ὁποία μέ τό χάρισμα τῆς ἀγάπης της πρός τούς πτωχούς δοξάσθηκε μαζί μέ τούς ἁγίους.
Ἡ πειθαρχία τῆς ὑπακοῆς ὅμως εἶναι γενική, διότι αὐτή ἐξυψώνει τήν φύσι ἀπό τήν ἀναπηρία της, καθώς ἐξέρχεται ἡ ὑπερηφάνεια ἀπό τήν προσωπικότητα. Ἡ ὑπακοή κάνει καί τούς ὀκνηρούς καί τούς πονηρούς νά ξεθάπτουν τό τάλαντό τους καί ταυτόχρονα νά τούς σκεπάζη ἀπό τήν λεηλασία τῆς κενοδοξίας.
Εἶναι γνωστό, ὅτι, ὅπου ὑπάρχει μεγαλύτερος πλοῦτος, οἱ ληστές ἀγωνίζονται περισσότερο νά τόν ἁρπάξουν. Ὅμως ἡ τάξις τῆς ὑπακοῆς εἶναι μία ἱερά ὁδός. Ἀκόμη καί ὅταν ἐπιτυγχάνεται ὁ ἁγιασμός, οὔτε τότε δέν ἐπιτρέπεται νά καταστρέφεται ἡ στέγη τῆς ὑπακοῆς. Διότι μία «ἁγιωσύνη» συνειδητοποιεῖ ὅτι ἠμπορῆ νά πέση σάν κεραυνός στόν πειρασμό τῆς ἁγιωσύνης, πού εἶναι μία ἐπί πλέον ραφιναρισμένη μορφή ὑπερηφανείας. Γι᾿ αὐτό ὁ Ἀββᾶς Μακάριος μεταφέρθηκε μέ ἀγγέλους ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, ἀλλά στόν δρόμο τόν συνήντησαν δαίμονες καί τοῦ εἶπαν: «Λυτρώθηκες ἀπό ἐμᾶς, Μακάριε, ἐνῶ ἡ ψυχή του ἀπαντοῦσε: «Ἀκόμη δέν λυτρώθηκα».
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί οὔτε ἕνας ἀπό τούς Ἁγίους δέν λυτρώθηκε τελείως ἀπό τίς διάφορες ἀδυναμίες του, γιά νά μή χάση στό μέλλον τά πάντα. Γι᾿ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἀνεγνώριζαν καμμία τελειότητα, ἐκτός μόνο τά σημεῖα τῆς τελείας ταπεινώσεως.
Στήν καλογερική ζωή, λοιπόν, δέν ἔχει καμμία σπουδαιότητα τό ὄνομα καί ἡ ἀξία τῆς προσωπικότητος. Ἀντιθέτως, εἶναι ἕνα ὄνομα ἀπό τό ὁποῖο πρέπει νά ἀπαλλαγῆς, γιά νά γλυτώσης ἀπό τήν «ἐπιστήμη του». Ὁ πνευματικός ἐξοπλισμός εἶναι ἀπαραίτητος μέ ἕνα ἄλλο εἶδος, τήν ἐλπίδα τῆς ταπεινώσεως, τό βάθος τῆς ἀγάπης, τήν ἱκανότητα νά χαίρεσαι στίς δοκιμασίες σου. Αὐτά ἀποδεικνύουν μία μεγάλη ψυχή.
Ἡ καλογερική ζωή δέν καταρτίζει ὀνειροπόλους γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀνθρώπους ἀποφασισμένους πού κρατοῦν τό χριστιανικό τους βίωμα μέχρι τίς τελευταῖες συνέπειές του διά τῆς πειθαρχίας καί τῆς ἀγάπης. Ἔτσι ὁ Χριστός δέν θά μᾶς εἰπῆ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ-κυρίως ἐδῶ ἡ ἐσωτερική βίωσι τῆς Θείας Χάριτος-κατακτᾶται μέ ἔφοδο καί ἀπό κατακτητές, πού βάζουν τό χέρι σ᾿ αὐτή καί λέγουν: «Τολμᾶτε, ἐγώ ἐνίκησα τόν κόσμο». Δέν εἶναι δυνατόν μόνος του ὁ ἄνθρωπος νά τολμήση κάποια πνευματική κατάκτησι, χωρίς τήν πλήρη ἀναφορά του στόν Θεό διά τῆς πίστεως σ᾿ Αὐτόν καί τῆς ἁγίας ταπεινώσεως.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, δέν κατακτᾶται ἀπ᾿ αὐτούς πού τολμοῦν ἐγωκεντρικά καί καλοῦν καί ἄλλους μέ ὑπερηφάνεια σ᾿ αὐτό τό ἐγχείρημα, ἀλλά σ᾿ αὐτούς πού ζοῦν θεοκεντρικά καί ὑποτάσσονται πλήρως στό θείο θέλημα διά τοῦ Πνευματικοῦ τους Πατρός.
Τό θεμέλιο τῆς τόλμης αὐτῆς κατά Θεόν εἶναι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, πού εἶναι πολύ δυνατή ἀπόδειξις τῆς θεότητός Του. Τόν λόγο Του, πού ἀποδείχθηκε ἀπό τόν Θεό ἔχουμε καί ἐμεῖς τήν τόλμη καί τό κουράγιο νά τόν δεχώμεθα ἔναντι τοῦ κόσμου καί τῶν νεκρῶν μας.
Αὐτό εἶναι τό βαθύ θεμέλιο τῆς μαθητείας μας, τῆς ὁποίας μέγα κεφάλαιο εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς μας, ἀκόμη ἀπ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα, μέσα στό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Γι᾿ αὐτό τό μεγάλο νόημα τῆς ζωῆς ὑπάρχει κρυμμένο στήν μοναχική πολιτεία καί αὐτή ζητεῖ ταπείνωσι καί θάρρος. Ταπείνωσις καί θάρρος εἶναι δύο ἀντιπαρατασσόμενοι ὅροι. Παρ᾿ ὅλα αὐτά στήν πνευματική ζωή ἐναρμονίζονται καί ἀλληλοσυμπληρώνονται.
Ἡ ἀπουσία ἤ ἡ ἐλάττωσις τῆς μιᾶς, ἀδυνατίζει τήν ἄλλη, ἐνῶ καί οἱ δύο κρατοῦν μία ἰσορροπία. Διότι ἡ χριστιανική ζωή πού προσανατολίζεται μόνο πρός τήν ταπείνωσι, παρουσιάζεται σάν μία πνευματική σκλαβιά, σάν ἕνας μαρασμός καί χάνει τήν ἐλπίδα. Ὁμοίως, καί ὁ προσανατολιμσός μόνο πρός τήν προσωπική τόλμη καί πρός τόν προφητισμό καταστρέφει τήν ἐκκλησιαστικότητα καί ἀποστολικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ, προκαλώντας εἴτε τήν αἵρεσι, εἴτε τό σχῖσμα μέ ἀποτέλεσμα νά χάνεται ἡ ταπείνωσις. Γι᾿ αὐτό ἡ προσπάθεια στήν ἔνταξι τῆς πειθαρχίας μιᾶς ψυχῆς εἶναι ἀπόδειξις ἁρμονίας καί τῆς ἀξίας της. Ὁ μοναχισμός ἀδυνατίζει στίς ἀδύνατες ψυχές καί δυναμώνει στίς γενναῖες ψυχές.
Παράδειγμα γιά τά ἑπόμενα παίρνουμε τό θάρρος τῶν εἰσερχομένων στόν μοναχισμό. Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις εἶναι ἀπό τήν συνείδησι τοῦ μοναχοῦ ὑποχρεωτικές. Στόν Θεό ὑπακούομεν χωρίς ὅρους καί χωρίς λοξοδρομήσεις σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή μας. Ἐάν ὅμως οἱ κατά Θεόν πνευματικοί ὁδηγοί μας,
Ἡγούμενοι καί Πνευματικοί, γίνονται αἱρετικοί καί συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία ἀποφασίζει νά τούς τιμωρήση μέ παιδεύσεις, ἀφορισμούς καί καθαιρέσεις, τότε ἐμεῖς εἴμεθα ἀπαλλαγμένοι τῆς ὑπακοῆς τους, διότι αὐτοί κατεπάτησαν τήν ἀληθινή πίστι καί δέν ἐκφράζουν πλέον μέ τήν συνείδησί τους τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ὅμως ἡ ὑπακοή μας πρός τήν Ἐκκλησία δέν διακόπτεται.
Ἡ ὑποχρέωσις ἐφαρμογῆς τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων ἠμπορεῖ νά διακοπῆ μόνον στήν ἐξαιρετική καί σπάνια περίπτωσι, ὅταν συμβαίνουν οἱ ἀνωτέρω περιπτώσεις, ἐξ αἰτίας ἀσθενείας τῶν ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, συνεπῶς καί τῆς συνειδήσεως στήν περίπτωσι πλήρους ἐξασθενήσεως τῆς συνειδήσεως. Ὅμως οἱ ὑποσχέσεις παραμένουν ὑποχρεωτικές καί ἡ περιφρόνησίς τους εἶναι ἁμαρτία.
Ἡ διακοπή καί ἡ ἄρνησις ἐφαρμογῆς τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων εἶναι διακοπή τῆς μοναχικῆς πορείας. Στά ἰδιόρρυθμα μοναστήρια ἐξησθένησαν οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις, κυρίως τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀκτημοσύνης καί ἐξ αἰτίας τους ἐπῆλθε κατάπτωσις τοῦ μοναχικοῦ ἰδεώδους.
Τό νόημα καί ἡ
σημασία τοῦ
μοναχισμοῦ
Συμβαίνει πολλοί Χριστιανοί νά μή
γνωρίζουν ἀρκετά
τό νόημα τοῦ
Ὀρθοδόξου
μοναχισμοῦ.
Γι᾿
αὐτό
μπορεῖ
νά περιμένης ἀπ᾿
αὐτούς
τίς πιό ἀπίθανες
ἐρωτήσεις.
Ἀλλά,
ἐάν
γνωρίζουμε ἐμεῖς,
πῶς
πρέπει νά εἶναι
ὁ
μοναχισμός, μποροῦμε
στόν ὁποιονδήποτε
νά ἀπαντήσουμε
γιά τήν ζωή καί τήν τάξι τῆς
ζωῆς
μας.
Ὁ μοναχισμός κρίνεται σέ γενικές γραμμές μέ τά ἴδια ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα κρίνεται καί ὁ Χριστιανισμός. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἀπηρχαιωμένος καί ἀπόδειξις εἶναι ὅτι σέ κάθε ἐποχή τῆς ἱστορίας εὑρέθησαν ἄνθρωποι νά δώσουν καί τήν ζωή τους ἀκόμη γιά τήν πίστι στόν Χριστό. Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε καί ὁ μοναχισμός ἐπαλαιώθηκε, ἐφ᾿ ὅσον ἐπιλέγεται ἀπό πολλούς καί σήμερα ἀνθρώπους ὡς ἰδεώδης τρόπος ζωῆς. Τήν καλλίτερη κριτική τοῦ μοναχισμοῦ τήν κάνουν οἱ τρεῖς σκοποί μέ τούς ὁποίους διέτρεξε τήν ἱστορία του: Εἶναι ὁ πνευματικός σκοπός, ὁ πολιτιστικός καί ὁ κοινωνικός.
Ὁ μοναχισμός κρίνεται σέ γενικές γραμμές μέ τά ἴδια ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα κρίνεται καί ὁ Χριστιανισμός. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἀπηρχαιωμένος καί ἀπόδειξις εἶναι ὅτι σέ κάθε ἐποχή τῆς ἱστορίας εὑρέθησαν ἄνθρωποι νά δώσουν καί τήν ζωή τους ἀκόμη γιά τήν πίστι στόν Χριστό. Ὡς ἐκ τούτου, οὔτε καί ὁ μοναχισμός ἐπαλαιώθηκε, ἐφ᾿ ὅσον ἐπιλέγεται ἀπό πολλούς καί σήμερα ἀνθρώπους ὡς ἰδεώδης τρόπος ζωῆς. Τήν καλλίτερη κριτική τοῦ μοναχισμοῦ τήν κάνουν οἱ τρεῖς σκοποί μέ τούς ὁποίους διέτρεξε τήν ἱστορία του: Εἶναι ὁ πνευματικός σκοπός, ὁ πολιτιστικός καί ὁ κοινωνικός.
Ὁ
πνευματικός σκοπός τοῦ
μοναχισμοῦ
Ὁ πνευματικός σκοπός ἐκπληρώνεται στόν μοναχισμό διά τῆς πειθαρχίας τῆς φύσεώς μας πρός τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Δι᾿ αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ ὁ ἀγωνιστής μοναχός ἀπαλάσσεται ἀπό τά πάθη τῆς φύσεώς του καί γίνεται ἐν δυνάμει ἡ φανέρωσις μιᾶς ἄλλης μορφῆς ζωῆς, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡ ὑπέρ φύσιν ζωή ἀποδεικνύει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.
Ὁ νοῦς συνηθισμένος, κυρίως στίς ἀπασχολήσεις καί δεσμεύσεις τῆς φύσεως, δέν ἠμπορεῖ νά δώση μία ἀποφασιστική ἀπόδειξι, οὔτε ὅτι ὑπάρχει, οὔτε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, διότι ὁ νοῦς αὐτῆς τῆς φύσεως εἶναι ταυτόχρονα τόσο ἐπιδέξιος στό νά ἀποδείξη καί θετικά καί ἀρνητικά ἕνα καί τό αὐτό ἔργο. Ἀπ᾿ αὐτό οἱ φιλόσοφοι ἀντελήφθησαν τήν πονηρία τῆς πλάνης.
Ἡ ἐπιστήμη, ὅταν ἀποφαίνεται γιά τήν οὐσία τῆς θρησκείας, ταυτόχρονα ἐξέρχεται ἀπό τόν τομέα της, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ σπουδή τῆς ὕλης καί τῶν νόμων της γιά τήν πρακτική ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων. Καί τοῦτο, διότι ἡ θρησκεία δέν γίνεται ἐπιστήμη, ἀλλά συνείδησις. Οἱ ἄνθρωποι δέν ζοῦν μόνο μέ τό ψωμί. Γι᾿ αὐτό, κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ὁμιλήση γιά τόν Θεό μέ ἀπόλυτη πληρότητα, παρά μόνο Αὐτός ὁ Ἴδιος, ὅταν ἀκτινοβολεῖ τήν δόξα Του ἐπάνω στίς μορφές τῶν δούλων Του, στούς Ἁγίους.
Καί, παρ᾿ ὅλα αὐτά, παραμένει στούς ἀνθρώπους ἡ ἐλευθερία νά ζοῦν μέ ἀμφιβολία. Αὐτά τά σπάνια παραδείγματα, οἱ Ἅγιοι, ἐμφανίζονται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν καί φέρουν μέσα τους τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ-ὁ Ὁποῖος ἀπεκάλυψε τέλεια τόν Θεό-ὄντας οἱ ἴδιοι στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτός εἶναι ὁ κεφαλαιώδης σκοπός τοῦ μοναχισμοῦ: Τό βίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας μέχρι τό μέτρο τῆς τελειότητος, ὅταν ἡ ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ γίνεται ἕνα φυσικό γεγονός, ἀπόλυτα ἐμφανές σ᾿ ἐμᾶς. Οἱ μοναχοί πού ἀνήκουν στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό καί ἐφαρμόζουν τίς ὑποσχέσεις τους εἶναι γιά τόν κόσμο μία ἀναμμένη λαμπάδα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι πού δέν ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν ἀγωνιστῶν, βαδίζουν μέ τήν λαμπάδα τους σβησμένη, ἐνῶ γιά τίς ἠθικές τους πτώσεις, βλασφημεῖται ὁ Θεός ἐξ αἰτίας τους στά ἔθνη (Βλέπε Ρωμ.2,24). Ἀλλά αὐτοί δέν εἶναι οἱ ἀληθινοί ἐκπρόσωποι τοῦ μοναχισμοῦ, ἀλλά οἱ πρῶτοι.
Ὁ πνευματικός σκοπός ἐκπληρώνεται στόν μοναχισμό διά τῆς πειθαρχίας τῆς φύσεώς μας πρός τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Δι᾿ αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ ὁ ἀγωνιστής μοναχός ἀπαλάσσεται ἀπό τά πάθη τῆς φύσεώς του καί γίνεται ἐν δυνάμει ἡ φανέρωσις μιᾶς ἄλλης μορφῆς ζωῆς, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡ ὑπέρ φύσιν ζωή ἀποδεικνύει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.
Ὁ νοῦς συνηθισμένος, κυρίως στίς ἀπασχολήσεις καί δεσμεύσεις τῆς φύσεως, δέν ἠμπορεῖ νά δώση μία ἀποφασιστική ἀπόδειξι, οὔτε ὅτι ὑπάρχει, οὔτε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, διότι ὁ νοῦς αὐτῆς τῆς φύσεως εἶναι ταυτόχρονα τόσο ἐπιδέξιος στό νά ἀποδείξη καί θετικά καί ἀρνητικά ἕνα καί τό αὐτό ἔργο. Ἀπ᾿ αὐτό οἱ φιλόσοφοι ἀντελήφθησαν τήν πονηρία τῆς πλάνης.
Ἡ ἐπιστήμη, ὅταν ἀποφαίνεται γιά τήν οὐσία τῆς θρησκείας, ταυτόχρονα ἐξέρχεται ἀπό τόν τομέα της, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ σπουδή τῆς ὕλης καί τῶν νόμων της γιά τήν πρακτική ὠφέλεια τῶν ἀνθρώπων. Καί τοῦτο, διότι ἡ θρησκεία δέν γίνεται ἐπιστήμη, ἀλλά συνείδησις. Οἱ ἄνθρωποι δέν ζοῦν μόνο μέ τό ψωμί. Γι᾿ αὐτό, κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ὁμιλήση γιά τόν Θεό μέ ἀπόλυτη πληρότητα, παρά μόνο Αὐτός ὁ Ἴδιος, ὅταν ἀκτινοβολεῖ τήν δόξα Του ἐπάνω στίς μορφές τῶν δούλων Του, στούς Ἁγίους.
Καί, παρ᾿ ὅλα αὐτά, παραμένει στούς ἀνθρώπους ἡ ἐλευθερία νά ζοῦν μέ ἀμφιβολία. Αὐτά τά σπάνια παραδείγματα, οἱ Ἅγιοι, ἐμφανίζονται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν καί φέρουν μέσα τους τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ-ὁ Ὁποῖος ἀπεκάλυψε τέλεια τόν Θεό-ὄντας οἱ ἴδιοι στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτός εἶναι ὁ κεφαλαιώδης σκοπός τοῦ μοναχισμοῦ: Τό βίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας μέχρι τό μέτρο τῆς τελειότητος, ὅταν ἡ ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ γίνεται ἕνα φυσικό γεγονός, ἀπόλυτα ἐμφανές σ᾿ ἐμᾶς. Οἱ μοναχοί πού ἀνήκουν στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό καί ἐφαρμόζουν τίς ὑποσχέσεις τους εἶναι γιά τόν κόσμο μία ἀναμμένη λαμπάδα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι πού δέν ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν ἀγωνιστῶν, βαδίζουν μέ τήν λαμπάδα τους σβησμένη, ἐνῶ γιά τίς ἠθικές τους πτώσεις, βλασφημεῖται ὁ Θεός ἐξ αἰτίας τους στά ἔθνη (Βλέπε Ρωμ.2,24). Ἀλλά αὐτοί δέν εἶναι οἱ ἀληθινοί ἐκπρόσωποι τοῦ μοναχισμοῦ, ἀλλά οἱ πρῶτοι.
Ἡ
συμπεριφορά τοῦ
μοναχοῦ
πρός τούς ἀνωτέρους
του, πρός τό κοινόβιο, πρός τά διακονήματα καί τά ἀγαθά
τοῦ
μοναστηριοῦ
Στήν πορεία τῆς μοναχικῆς σου ζωῆς δέν προοδεύεις παρά μόνο, ὅταν ἔχης σάν θεμέλιο ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη σου στούς διδασκάλους καί καθοδηγητές σου: στόν ἡγούμενο ἤ στήν ἡγουμένη καί στόν Πνευματικό σου. Ὑπακοή καί ἀγάπη νά ἔχης πρός ὅλους τούς ἀδελφούς τοῦ κοινοβίου, ἀλλά προπαντός στούς πνευματικούς ὁδηγούς σου, διότι αὐτοί θ᾿ ἀπολογηθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κάποια ἡμέρα γιά τήν ψυχή σου.
Λοιπόν, γιατί γράφω αὐτή τήν συμβουλή στενάζοντας; Ἡ συμπεριφορά τοῦ μοναχοῦ ἀποκαλύπτει τό ἀληθινό βίωμά του, ἐάν ἔχη μία βαθειά πίστι ἤ μία ἐπιφανειακή. Στήν πρώτη περίπτωσι θά εἶναι πάντοτε κόσμιος καί ταπεινός, ἐνῶ στήν δεύτερη περίπτωσι τολμηρός καί αὐθάδης.
Ἡ εὐγένεια ἤ ἡ θρασύτης του εἶναι ἐκδηλώσεις συμπεριφορᾶς πού δείχνουν τί πνεῦμα κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά του, στήν κάθε περίπτωσι.
Οἱ πνευματικές καταστάσεις μολύνονται μέ ξαφνικό τρόπο. Γι᾿ αὐτό εἶναι καλό ὡς σύμβουλοι τῶν ἄλλων νά κράζουμε πάντοτε μέ τήν συνείδησί μας νά ὑπηρετήση στό ἔργο αὐτό ὁ Χριστός καί τότε θά γίνουν πρᾶοι διά τῆς ἐπιπλήξεως καί ταπεινοί διά τοῦ ὀνειδισμοῦ, διότι ἡ ὕβρις νικᾶ, ἀλλά δέν πείθει. Ποτέ δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι μέ τήν καλωσύνη καί τήν υἱϊκή συμπεριφορά πρός τούς γονεῖς μας λαμβάνουμε τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ξεχνοῦμε τό ἔργο αὐτό, καταλαμβανόμεθα ἀπό τό πνεῦμα τῆς λύπης.
Ἄλλοι ἐξέχασαν τή προτροπή πού τούς καλεῖ σάν παιδιά του: «Υἱέ, μή ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος· ὅν γάρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται» (Παροιμ.3,11-12).
Αὐτή εἶναι ἡ ἐξέτασις τῆς συμπεριφορᾶς. Ἀναγνωρίζεις τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στήν ζωή σου καί δοξολογεῖς τόν Θεόν ἐν ταπεινώσει; Ἤ βλέπεις περιφρονητικά τήν φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά σένα; Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ἡ ψυχική σου ὠφέλεια ἤ ἀρχίζει ἡ ἀπώλεια τοῦ χρόνου σου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας σου.
Ἡ συμπεριφορά ἀπέναντι στήν ἀδελφότητα ἀποδεικνύεται καλλίτερα, ὅταν εἴμεθα σέ ἀληθινή ψυχική κατάστασι. Ἐνώπιον τῶν διδασκάλων μας, ἐπειδή εἶναι καί μεγαλύτεροί μας, ἔχουμε μιά ἄλλη συμπεριφορά, ἀλλά ἀναμεταξύ μας ἔχουμε διαφορετική. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ζοῦμε μέ πολλά προσωπεῖα.
Ἐάν ἔχουμε τόν Χριστό στήν καρδιά, ἔχουμε πρός ὅλους τό ἴδιο πρόσωπο, κάνοντας τά πάντα γιά τόν Χριστό, ἔστω κι ἄν μέσα στήν ἀδελφότητα φαίνονται καί οἱ ἀδυναμίες τῆς φύσεώς μας. Ἔτσι λοιπόν, ἀπό τήν κατάστασι τῆς καρδίας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πηγάζει ὅλη ἡ συμπεριφορά τοῦ μοναχοῦ πρός τά ἔξω, ἐνῶ ἀπό τά ἔξω, κατά τόν τρόπο πού γίνεται, αὐξάνεται κατά χάριν τό πνεῦμα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου.
Στήν πορεία τῆς μοναχικῆς σου ζωῆς δέν προοδεύεις παρά μόνο, ὅταν ἔχης σάν θεμέλιο ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη σου στούς διδασκάλους καί καθοδηγητές σου: στόν ἡγούμενο ἤ στήν ἡγουμένη καί στόν Πνευματικό σου. Ὑπακοή καί ἀγάπη νά ἔχης πρός ὅλους τούς ἀδελφούς τοῦ κοινοβίου, ἀλλά προπαντός στούς πνευματικούς ὁδηγούς σου, διότι αὐτοί θ᾿ ἀπολογηθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κάποια ἡμέρα γιά τήν ψυχή σου.
Λοιπόν, γιατί γράφω αὐτή τήν συμβουλή στενάζοντας; Ἡ συμπεριφορά τοῦ μοναχοῦ ἀποκαλύπτει τό ἀληθινό βίωμά του, ἐάν ἔχη μία βαθειά πίστι ἤ μία ἐπιφανειακή. Στήν πρώτη περίπτωσι θά εἶναι πάντοτε κόσμιος καί ταπεινός, ἐνῶ στήν δεύτερη περίπτωσι τολμηρός καί αὐθάδης.
Ἡ εὐγένεια ἤ ἡ θρασύτης του εἶναι ἐκδηλώσεις συμπεριφορᾶς πού δείχνουν τί πνεῦμα κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά του, στήν κάθε περίπτωσι.
Οἱ πνευματικές καταστάσεις μολύνονται μέ ξαφνικό τρόπο. Γι᾿ αὐτό εἶναι καλό ὡς σύμβουλοι τῶν ἄλλων νά κράζουμε πάντοτε μέ τήν συνείδησί μας νά ὑπηρετήση στό ἔργο αὐτό ὁ Χριστός καί τότε θά γίνουν πρᾶοι διά τῆς ἐπιπλήξεως καί ταπεινοί διά τοῦ ὀνειδισμοῦ, διότι ἡ ὕβρις νικᾶ, ἀλλά δέν πείθει. Ποτέ δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι μέ τήν καλωσύνη καί τήν υἱϊκή συμπεριφορά πρός τούς γονεῖς μας λαμβάνουμε τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ξεχνοῦμε τό ἔργο αὐτό, καταλαμβανόμεθα ἀπό τό πνεῦμα τῆς λύπης.
Ἄλλοι ἐξέχασαν τή προτροπή πού τούς καλεῖ σάν παιδιά του: «Υἱέ, μή ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος· ὅν γάρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται» (Παροιμ.3,11-12).
Αὐτή εἶναι ἡ ἐξέτασις τῆς συμπεριφορᾶς. Ἀναγνωρίζεις τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στήν ζωή σου καί δοξολογεῖς τόν Θεόν ἐν ταπεινώσει; Ἤ βλέπεις περιφρονητικά τήν φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά σένα; Ἀπό ἐδῶ φαίνεται ἡ ψυχική σου ὠφέλεια ἤ ἀρχίζει ἡ ἀπώλεια τοῦ χρόνου σου γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας σου.
Ἡ συμπεριφορά ἀπέναντι στήν ἀδελφότητα ἀποδεικνύεται καλλίτερα, ὅταν εἴμεθα σέ ἀληθινή ψυχική κατάστασι. Ἐνώπιον τῶν διδασκάλων μας, ἐπειδή εἶναι καί μεγαλύτεροί μας, ἔχουμε μιά ἄλλη συμπεριφορά, ἀλλά ἀναμεταξύ μας ἔχουμε διαφορετική. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ζοῦμε μέ πολλά προσωπεῖα.
Ἐάν ἔχουμε τόν Χριστό στήν καρδιά, ἔχουμε πρός ὅλους τό ἴδιο πρόσωπο, κάνοντας τά πάντα γιά τόν Χριστό, ἔστω κι ἄν μέσα στήν ἀδελφότητα φαίνονται καί οἱ ἀδυναμίες τῆς φύσεώς μας. Ἔτσι λοιπόν, ἀπό τήν κατάστασι τῆς καρδίας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πηγάζει ὅλη ἡ συμπεριφορά τοῦ μοναχοῦ πρός τά ἔξω, ἐνῶ ἀπό τά ἔξω, κατά τόν τρόπο πού γίνεται, αὐξάνεται κατά χάριν τό πνεῦμα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου.
Ἡ
συμπεριφορά τοῦ
μοναχοῦ
πρός τούς συγγενεῖς,
φίλους, γνωστούς καί προσκυνητᾶς
Ἡ ἀκολούθησις ὀπίσω τοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ μία ἄλλη συγγένεια μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, παρά τήν σωματική συγγένεια. Μεταξύ αὐτῶν πού ἀγαποῦν τόν Θεό περισσότερο ἀπό ὅ,τιδήποτε ἄλλο στόν κόσμο, ἀναπτύσσεται μία πνευματική συγγένεια. Αὐτά συμβαίνουν ὅλα μαζί στήν κοινοβιακή ἀδελφότητα καί ἐκπληρώνεται ἕνας ἀπό τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ: Αὐτός πού ἀρνήθηκε τήν περιουσία του καί χάριν Ἐμοῦ ἐγκατέλειψε τήν μητέρα, τόν πατέρα, τήν γυναῖκα καί τά παιδιά-ἐννοεῖται πρίν νά τά ἀποκτήση-θά λάβη ἀκόμη ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή ἑκατον-ταπλάσια, δηλαδή περιουσίες, μητέρα, πατέρα καί παιδιά, συνεπῶς μέ πολλές δοκιμασίες καί τήν αἰώνια ζωή.
Ἰδού ἡ συγγένεια, ἰδού οἱ περιουσίες τοῦ κοινοβίου τῆς μονῆς, ἀλλά μόνο μέ δοκιμασίες προσφέρεται ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς. «Μητέρα καί συγγενεῖς Μου εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ Χριστός. Ὁπότε ἡ σωματική συγγένεια παραμένει σέ δεύτερη θέσι ἀπό πλευρᾶς σπουδαιότητός της.
Ἡ μοναχική ζωή ἀπαλλάσσει τούς μοναχούς ἀπό τίς ὑποχρεωτικές φροντίδες τους γιά τίς κατά σάρκα οἰκογένειές τους, πού ζοῦν στόν κόσμο. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὁ δεσμός δέν διακόπτεται τελείως, ἀλλά παραμένει σέ μία διακριτική ἰσορροπία τῶν καταστάσεων καί τῶν καλλιτέρων ἐπιλύσεων.
Ἐάν ἀφήνης στόν ἡγούμενο τήν κάθε φροντίδα τῆς ζωῆς σου, ἀφήνεις καί αὐτή καί πῶς ἐκεῖνος δέν θά τήν ρυθμίση, ἔτσι ὅπως πρέπει; Πολλές συναντήσεις μέ συγγενικά πρόσωπα δέν εἶναι καλή, διότι οἱ συγγενεῖς εἶναι μέσα στίς κοσμικές φροντίδες καί τό παράπονό τους ὅτι ἐγκαταλείφθηκαν εἶναι σκέψις κοσμική. Ἀληθινά συγγενής εἶναι ὅποιος χαίρεται μέ τήν καρδιά του γιά τήν μοναχική μας ζωή.
Μία ἐνάρετη ζωή, ὅπως ἡ δική μας, εἶναι γι᾿ αὐτούς μοναδική παρηγορία καί χαρά, γιά τήν ὁποία πρέπει νά τραγουδοῦν χαρμόσυνα ἄσματα στόν Θεό, παρά νά σκυθρωπάζουν καί νά θλίβωνται. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ψυχική ὠφέλεια, πού περιμένουν νά ἔχουν ἀπό ἐμᾶς. Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ προσευχή μας γιά τήν σωτηρία τους.
Φίλοι, γνωστοί, ἐπισκέπτες καί προσκυνητές δέν προσφέρουν κάποια ὠφέλεια γι᾿ αὐτόν πού θέλει ν᾿ ἀγωνισθῆ πραγματικά καί νά κρατήση τόν νοῦ καί τήν καρδιά του καθαρά ἀπό κακούς λογισμούς. Γιά τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης ἠμπορεῖτε νά τούς ὑποδεχθῆτε, ὅπως ἁρμόζει σέ ξένους ἐπισκέπτας.
Ἠμποροῦμε νά συνομιλοῦμε μ᾿ αὐτούς, ἀλλά σ᾿ ἕνα ἐπίπεδο σοβαρότητος. Πάντοτε καί σ᾿ ὅλα τά μοναστήρια, ὅπου ἔγιναν δεκτοί οἱ λαϊκοί, χωρίς τήν πρέπουσα προσοχή, αὐτοί κατέστρεψαν τήν τάξι καί προκάλεσαν τήν διάλυσι τῆς μονῆς καί τήν πνευματική τους ἀξία. Μαζί μέ τούς ἐπισκέπτες, κυρίως μέ τούς προσκυνητές, μπαίνει στό μοναστήρι καί ἡ κενοδοξία, ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ ἰδιαιτέρως τούς μοναχούς.
Σ᾿ ἕνα τέτοιο μοναστήρι δέν ἠμποροῦν οἱ μοναχοί νά κάνουν μία ἐσωτερική ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἀλλά ἐν πνεύματι κοσμικῷ. Γι᾿ αὐτό στά αὐστηρά μοναστήρια δέν ἐπιτρέπεται μέ εὐκολία οὔτε ἡ εἴσοδος τῶν γονέων καί τῶν κατά σάρκα ἀδελφῶν τῶν μοναχῶν.
Μέχρι νά ξεπεράσης μέ ἀγάπη ὅλα αὐτά τά πράγματα, πρέπει νά ἀγωνισθῆς μέ ἐγκράτεια γιά ὅλη τήν πνευματική σου προκοπή.
Ἡ
ἐξήγησις
τῆς
τάξεως τῆς
μοναχικῆς
κουρᾶς
Ἡ
εἴσοδος
διά τῆς
ἀκολουθίας
τῆς
κουρᾶς
στόν μοναχισμό ἐπιτελεῖται
μέσα στήν Θεία Λειτουργία, ἀμέσως
μετά τήν Μικρή Εἴσοδο
τοῦ
Εὐαγγελίου.
Πρός γνῶσιν,
ἐν
συντομίᾳ,
μερικῶν
πού δέν γνωρίζουν πολλά, ἡ
Θεία Λειτουργία εἶναι
ἡ
βασικώτερη ἀκολουθία
τῆς
Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας
μας, στήν ὁποία
παρουσιάζεται ἡ
ζωή καί ἡ
διδασκαλία τοῦ
Σωτῆρος,
καθώς καί τό ἔργο
τῆς
σωτηρίας τοῦ
ἀνθρώπου,
διά τῆς
θυσίας τοῦ
Ἰησοῦ
στόν Γολγοθᾶ.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ἐπανάληψις ἤ ἡ συνέχεια στούς αἰῶνες τῆς ἰδίας τῆς Θυσίας καί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος εἰσέρχεται στήν μοναχική ζωή, εἶναι καρπός αὐτῆς τῆς θυσίας.
Οἱ πατρικές ἀγκάλες τόν περιμένουν ἀνοικτές ἐπί τοῦ σταυροῦ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη πρόσκλησις, τήν ὁποία ἠμπορεῖ ποτέ νά δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος.
Χάριν αὐτῆς τῆς κλήσεως, ἐγκαταλείπουμε τήν εὔκολη φυσική μας ζωή καί ἐπιθυμοῦμε νά δώσουμε περιεχόμενο στήν ἄλλη ζωή.
Ἐνῶ ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ (Ἀκολουθία τῆς κουρᾶς) ἱερεύς ἤ ἀρχιερεύς, ὑποδέχεται τόν ὑποψήφιο ἀδελφό μπροστά ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀνοίγοντάς του τά αὐτιά τῆς καρδίας του γιά νά ἀκούση τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι-μέ ἁμαρτίες-κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματ.11,28).
Ἁμαρτίες, πάθη, βάσανα καί δοκιμασίες ἀδυνατίζουν καί καταθλίβουν τήν ψυχή πού ζῆ μέσα στό σκοτάδι. Ὁ πόθος γιά ἀνάπαυσι ἀπό αὐτά εἶναι θεμελιώδης ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς.
Σ᾿ αὐτό τόν πόθο κανείς καί τίποτε δέν ἠμπορεῖ ν᾿ ἀπαντήση, παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς. Ἀπ᾿ Αὐτόν διδασκόμεθα τήν ταπείνωσι καί λαμβάνουμε τήν ἀνάπαυσι, δηλαδή τήν ἀπάθεια.
Ἡ Ἀκολουθία συνεχίζεται καί ὁ Ἀδελφός μεταφέρεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἐπιθυμία του. Ἐνώπιον τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ταυτόχρονα ἀλληλοσυγκρουόμενα τά αἰσθήματα, χαρᾶς καί φόβου, ἀπομακρύνσεως καί προσεγγίσεως. Ἀλλά, ὄχι μόνο ὁ Σωτήρ εἶναι ἀοράτως παρών, ἀλλά καί ἡ ὑπερένδοξος Μητέρα Του, οἱ ἄγγελοι καί ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού κυκλοφοροῦν ἀοράτως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων κάι τώρα συνοδεύουν τόν μοναχό στήν ὁριστική ἀπόφασί του.
Ὁλόκληρος ὁ κόσμος, ὁρατός καί ἀόρατος, στέκεται μέ τά μάτια χαμηλωμένα μπροστά σ᾿ αὐτό τό μυστήριο. Αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρές μας τήν ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεως, ὅταν ὁ Σωτήρ μας θά ἔλθη νά κρίνη ζῶντας καί νεκρούς, ὄχι μόνο ὅσα θά ὑποσχεθοῦμε ὁμολογώντας μέ τό στόμα, ἀλλά ἐάν ἐφυλάξαμε καί ἐκπληρώσαμε, ὅσα μέ τό στόμα ὑποσχεθήκαμε.
Στήν συνέχεια ἐρωτᾶται ὁ Ἀδελφός, γιατί ἦλθε ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί τοῦ Θυσιαστηρίου τοῦ Κυρίου. Καί ὁ Ἀδελφός ἀπαντᾶ ὅτι ἐπιθυμεῖ τόν μοναχικό βίο τῆς ἀσκήσεως.
Ἡ ἐπιθυμία του αὐτή εἶναι ὅμως καί μία πεποίθησις. Ὁ ἱερεύς ἐπικροτεῖ τήν καλή διάθεσι καί μακαρία ἐπιλογή τοῦ Ἀδελφοῦ. Ὁ Ἀδελφός ἐπέλεξε τήν νίκη ἐναντίον τῆς φύσεώς του, τήν ὁποία ἐπιζητεῖ νά ἀποκτήση μέ πολλούς κόπους καί δοκιμασίες.
Μία τέτοια ἀπόφασι, γιά νά φέρη τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, πρέπει νά ἐκπληρώνη καί μία ἄλλη οὐσιαστική προϋπόθεσι: Νά εἶναι ἀπόφασι τῆς ἐλευθέρας βουλήσεώς του.
Ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς του εἶναι τό βαθύτερο πνευματικό ἀγαθό, τό ὁποῖον πρέπει νά ἔχουμε συνεχῶς στήν ζωή μας. Αὐτή εἶναι ὁ βασικός παράγων ἀπό τόν ὁποῖον στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία καί ἐγγυᾶται τήν σοβαρότητα τῆς πεποιθήσεώς του, τῆς ἐπιλογῆς του καί τῆς σταθερότητός του.
Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς γύρω μας, ἡ ἀποστροφή πρός τίς ἀδυναμίες μας καί ἡ ἀποφυγή τῶν λαθῶν μας, ἐάν δέν πραγματοποιηθοῦν μέ καλή θέλησι, δέν ἀποτελοῦν ἐγγύησι γιά τήν μοναχική πολιτεία. Οἱ ὑποσχέσεις πού ἐδόθησαν ἀπό τόν μοναχό ὁδηγοῦν στήν ζωή. Στήν ζωή ἐκείνη πού δέν γνωρίζει ἄλλη πόρτα ἀπό τήν πόρτα εἰσόδου καί ἐξόδου τῆς μονῆς του.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ἐπανάληψις ἤ ἡ συνέχεια στούς αἰῶνες τῆς ἰδίας τῆς Θυσίας καί τοῦ Μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος εἰσέρχεται στήν μοναχική ζωή, εἶναι καρπός αὐτῆς τῆς θυσίας.
Οἱ πατρικές ἀγκάλες τόν περιμένουν ἀνοικτές ἐπί τοῦ σταυροῦ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη πρόσκλησις, τήν ὁποία ἠμπορεῖ ποτέ νά δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος.
Χάριν αὐτῆς τῆς κλήσεως, ἐγκαταλείπουμε τήν εὔκολη φυσική μας ζωή καί ἐπιθυμοῦμε νά δώσουμε περιεχόμενο στήν ἄλλη ζωή.
Ἐνῶ ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ (Ἀκολουθία τῆς κουρᾶς) ἱερεύς ἤ ἀρχιερεύς, ὑποδέχεται τόν ὑποψήφιο ἀδελφό μπροστά ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀνοίγοντάς του τά αὐτιά τῆς καρδίας του γιά νά ἀκούση τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι-μέ ἁμαρτίες-κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματ.11,28).
Ἁμαρτίες, πάθη, βάσανα καί δοκιμασίες ἀδυνατίζουν καί καταθλίβουν τήν ψυχή πού ζῆ μέσα στό σκοτάδι. Ὁ πόθος γιά ἀνάπαυσι ἀπό αὐτά εἶναι θεμελιώδης ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς.
Σ᾿ αὐτό τόν πόθο κανείς καί τίποτε δέν ἠμπορεῖ ν᾿ ἀπαντήση, παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς. Ἀπ᾿ Αὐτόν διδασκόμεθα τήν ταπείνωσι καί λαμβάνουμε τήν ἀνάπαυσι, δηλαδή τήν ἀπάθεια.
Ἡ Ἀκολουθία συνεχίζεται καί ὁ Ἀδελφός μεταφέρεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἐπιθυμία του. Ἐνώπιον τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ ἔχουμε ταυτόχρονα ἀλληλοσυγκρουόμενα τά αἰσθήματα, χαρᾶς καί φόβου, ἀπομακρύνσεως καί προσεγγίσεως. Ἀλλά, ὄχι μόνο ὁ Σωτήρ εἶναι ἀοράτως παρών, ἀλλά καί ἡ ὑπερένδοξος Μητέρα Του, οἱ ἄγγελοι καί ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού κυκλοφοροῦν ἀοράτως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων κάι τώρα συνοδεύουν τόν μοναχό στήν ὁριστική ἀπόφασί του.
Ὁλόκληρος ὁ κόσμος, ὁρατός καί ἀόρατος, στέκεται μέ τά μάτια χαμηλωμένα μπροστά σ᾿ αὐτό τό μυστήριο. Αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρές μας τήν ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεως, ὅταν ὁ Σωτήρ μας θά ἔλθη νά κρίνη ζῶντας καί νεκρούς, ὄχι μόνο ὅσα θά ὑποσχεθοῦμε ὁμολογώντας μέ τό στόμα, ἀλλά ἐάν ἐφυλάξαμε καί ἐκπληρώσαμε, ὅσα μέ τό στόμα ὑποσχεθήκαμε.
Στήν συνέχεια ἐρωτᾶται ὁ Ἀδελφός, γιατί ἦλθε ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί τοῦ Θυσιαστηρίου τοῦ Κυρίου. Καί ὁ Ἀδελφός ἀπαντᾶ ὅτι ἐπιθυμεῖ τόν μοναχικό βίο τῆς ἀσκήσεως.
Ἡ ἐπιθυμία του αὐτή εἶναι ὅμως καί μία πεποίθησις. Ὁ ἱερεύς ἐπικροτεῖ τήν καλή διάθεσι καί μακαρία ἐπιλογή τοῦ Ἀδελφοῦ. Ὁ Ἀδελφός ἐπέλεξε τήν νίκη ἐναντίον τῆς φύσεώς του, τήν ὁποία ἐπιζητεῖ νά ἀποκτήση μέ πολλούς κόπους καί δοκιμασίες.
Μία τέτοια ἀπόφασι, γιά νά φέρη τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, πρέπει νά ἐκπληρώνη καί μία ἄλλη οὐσιαστική προϋπόθεσι: Νά εἶναι ἀπόφασι τῆς ἐλευθέρας βουλήσεώς του.
Ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεώς του εἶναι τό βαθύτερο πνευματικό ἀγαθό, τό ὁποῖον πρέπει νά ἔχουμε συνεχῶς στήν ζωή μας. Αὐτή εἶναι ὁ βασικός παράγων ἀπό τόν ὁποῖον στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία καί ἐγγυᾶται τήν σοβαρότητα τῆς πεποιθήσεώς του, τῆς ἐπιλογῆς του καί τῆς σταθερότητός του.
Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς γύρω μας, ἡ ἀποστροφή πρός τίς ἀδυναμίες μας καί ἡ ἀποφυγή τῶν λαθῶν μας, ἐάν δέν πραγματοποιηθοῦν μέ καλή θέλησι, δέν ἀποτελοῦν ἐγγύησι γιά τήν μοναχική πολιτεία. Οἱ ὑποσχέσεις πού ἐδόθησαν ἀπό τόν μοναχό ὁδηγοῦν στήν ζωή. Στήν ζωή ἐκείνη πού δέν γνωρίζει ἄλλη πόρτα ἀπό τήν πόρτα εἰσόδου καί ἐξόδου τῆς μονῆς του.
Ἀκολουθοῦν
ἐρωτήσεις
καί ἀπαντήσεις,
πού εἶναι
ἀπαντήσεις
στίς μοναχικές ὑποσχέσεις.
Ἡ
πρώτη εἶναι
ἡ
παρθενία, ἡ
δεύτερη ἡ
ὑπακοή
στόν Γέρονται καί στούς ἀδελφούς
καί ἡ
τρίτη ἡ
ἑκούσια
πτωχεία.
Μετά ἀπ᾿ αὐτές τίς τρεῖς ὑποσχέσεις πού δίνει ὁ Ἀδελφός, ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου ἱερεύς, ἐπεξηγεῖ σαφέστερα σέ τί συνίστανται αὐτές οἱ ὑποσχέσεις.
Κατ᾿ ἀρχήν ὅτι δίδονται ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ὅτι γράφθηκαν ἀπό τούς ἀγγέλους καί ὅτι θά ἀπολογηθοῦμε γι᾿ αὐτές στήν τελευταία κρίσι τοῦ κόσμου.
Βιώνοντας αὐτές τίς τρεῖς ὑποσχέσεις, δι᾿ αὐτῶν φαίνεται στήν ζωή μας ἡ ζωή τοῦ Κυρίου, δεδομένου ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι μία σωματική ζωή. Οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες πρέπει νά σβήσουν.
Στό πρόσωπο τοῦ μοναχοῦ πρέπει νά διαχέεται ἡ σεμνότητα καί ὁ νοῦς νά καθαρίζεται συνεχῶς διά τῶν διαφόρων ἀσκήσεων, διότι τό σῶμα εἶναι καλεσμένο στήν ἁγιότητα καί τήν αἰώνια ζωή. Γι᾿ αὐτό καί ὁ μοναχός πρέπει νά γίνη τέλειος ὑποτακτικός τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ πνευματικοῦ του Πατρός.
Ἡ νηστεία, ὁ κόπος, ἡ ἀγρυπνία τοῦ χαρίζουν τήν πραότητα.
Ἡ ὑπακοή του κατευθύνεται πρός ὅλους. Ἐνῶ τό διακόνημά του θά πρέπει νά τό ἐπιτελῆ χωρίς μεμψιμοιρία καί ἀντιλογία. Ἔτσι τοῦ συνιστᾶ ὁ λειτουργός ἱερεύς διά τῆς προσευχῆς τῆς Κατηχήσεως πού τήν διαβάζει μπροστά του.
Νά ὑπομένη τούς κακούς λογισμούς, πού θέλουν νά τοῦ κλονίσουν τήν ἀπόφασι τῆς πορείας του μέσα ἀπό δυσκολίες ἐπί τά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί οἱ λογισμοί εἶναι ἱκανοί νά τόν ἐπιστρέψουν ὀπίσω καί μακράν ἀπό τήν ζωή τοῦ Πνεύματος στήν φυσική ζωή τοῦ κόσμου.
Ἡ φύσις θεραπεύεται μέ τόν θεῖο φόβο μπροστά στήν κάθε δοκιμασία.
Γιά τήν ἀπόκτησι τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ μοναχός πρέπει νά νικήση ὅλη τήν ἀγάπη τῆς φύσεως, ἀκόμη καί τήν ἀγάπη του πρός τούς φυσικούς του γονεῖς καί ἀδελφούς. Οὔτε τήν παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ του, μά οὔτε καί τήν ἀγάπη πρός τήν δόξα θά πρέπει νά ἀφήση τήν ψυχή του νά ρέπη.
Νά μήν ἀφήνη τήν ψυχή του νά σκορπίζεται, ἀλλά νά τήν συγκεντρώνη ἀπό ὅλα τά ἐξωτερικά καί νά τήν κατευθύνη ὁλόκληρη πρός τόν Χριστό.
Γι᾿ αὐτό ὁ μοναχός πρέπει νά εἶναι πτωχός γιά νά μή δεσμεύεται μέ τίποτε, παρά μόνο μέ τόν Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι θά τόν περιφρονήσουν, μή αἰσθανόμενοι τό μεγαλεῖο τῆς ζωῆς του, ἀλλά ἐκεῖνος, ἄς μή ξεχνᾶ, ὅτι οὔτε τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐγνώριζαν αὐτοί πού Τόν ἐσταύρωσαν.
Μετά ἀπ᾿ αὐτές τίς τρεῖς ὑποσχέσεις πού δίνει ὁ Ἀδελφός, ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου ἱερεύς, ἐπεξηγεῖ σαφέστερα σέ τί συνίστανται αὐτές οἱ ὑποσχέσεις.
Κατ᾿ ἀρχήν ὅτι δίδονται ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ὅτι γράφθηκαν ἀπό τούς ἀγγέλους καί ὅτι θά ἀπολογηθοῦμε γι᾿ αὐτές στήν τελευταία κρίσι τοῦ κόσμου.
Βιώνοντας αὐτές τίς τρεῖς ὑποσχέσεις, δι᾿ αὐτῶν φαίνεται στήν ζωή μας ἡ ζωή τοῦ Κυρίου, δεδομένου ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι μία σωματική ζωή. Οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες πρέπει νά σβήσουν.
Στό πρόσωπο τοῦ μοναχοῦ πρέπει νά διαχέεται ἡ σεμνότητα καί ὁ νοῦς νά καθαρίζεται συνεχῶς διά τῶν διαφόρων ἀσκήσεων, διότι τό σῶμα εἶναι καλεσμένο στήν ἁγιότητα καί τήν αἰώνια ζωή. Γι᾿ αὐτό καί ὁ μοναχός πρέπει νά γίνη τέλειος ὑποτακτικός τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ πνευματικοῦ του Πατρός.
Ἡ νηστεία, ὁ κόπος, ἡ ἀγρυπνία τοῦ χαρίζουν τήν πραότητα.
Ἡ ὑπακοή του κατευθύνεται πρός ὅλους. Ἐνῶ τό διακόνημά του θά πρέπει νά τό ἐπιτελῆ χωρίς μεμψιμοιρία καί ἀντιλογία. Ἔτσι τοῦ συνιστᾶ ὁ λειτουργός ἱερεύς διά τῆς προσευχῆς τῆς Κατηχήσεως πού τήν διαβάζει μπροστά του.
Νά ὑπομένη τούς κακούς λογισμούς, πού θέλουν νά τοῦ κλονίσουν τήν ἀπόφασι τῆς πορείας του μέσα ἀπό δυσκολίες ἐπί τά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί οἱ λογισμοί εἶναι ἱκανοί νά τόν ἐπιστρέψουν ὀπίσω καί μακράν ἀπό τήν ζωή τοῦ Πνεύματος στήν φυσική ζωή τοῦ κόσμου.
Ἡ φύσις θεραπεύεται μέ τόν θεῖο φόβο μπροστά στήν κάθε δοκιμασία.
Γιά τήν ἀπόκτησι τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ μοναχός πρέπει νά νικήση ὅλη τήν ἀγάπη τῆς φύσεως, ἀκόμη καί τήν ἀγάπη του πρός τούς φυσικούς του γονεῖς καί ἀδελφούς. Οὔτε τήν παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ του, μά οὔτε καί τήν ἀγάπη πρός τήν δόξα θά πρέπει νά ἀφήση τήν ψυχή του νά ρέπη.
Νά μήν ἀφήνη τήν ψυχή του νά σκορπίζεται, ἀλλά νά τήν συγκεντρώνη ἀπό ὅλα τά ἐξωτερικά καί νά τήν κατευθύνη ὁλόκληρη πρός τόν Χριστό.
Γι᾿ αὐτό ὁ μοναχός πρέπει νά εἶναι πτωχός γιά νά μή δεσμεύεται μέ τίποτε, παρά μόνο μέ τόν Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι θά τόν περιφρονήσουν, μή αἰσθανόμενοι τό μεγαλεῖο τῆς ζωῆς του, ἀλλά ἐκεῖνος, ἄς μή ξεχνᾶ, ὅτι οὔτε τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐγνώριζαν αὐτοί πού Τόν ἐσταύρωσαν.
Οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι δεμένοι μέ τήν φυσική ζωή, δέν καταλαβαίνουν τίποτε ἀπό τήν ὑπερφυσική ζωή, γι᾿ αὐτό καί τήν φοβοῦνται νομίζοντας ὅτι εἶναι κάτι κακό καί τήν καταδικάζουν μέ τά λόγια καί τά ἔργα τους. Ἀλλά οἱ Ὅσιοι τήν ἔζησαν αὐτή τήν ζωή, μία ζωή μαρτυρίου. Οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων μᾶς δίνουν πνευματική τροφή καί κουράγιο στήν πορεία ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Χριστός γενόμενος ἄνθρωπος ὁ Ἴδιος, μᾶς ἔδωσε αὐτή τήν δυνατότητα.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἡ κατά Χριστόν ζωή δέν εἶναι μία ὀνειρώδης ζωή καί γιά ὀνειροπόλους, οὔτε μία ζωή γεμάτη ἀπό θαύματα. Ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ὁ σταυρός συνοψίζουν ὅλες τίς δυσκολίες, τίς ὁποῖες θά ἔχουμε ἀπό τήν παρά φύσιν ζωή μας-τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας-καί μᾶς προειδοποιοῦν ὅτι θά ἔχουμε πολλή ἐξουδένωσι σ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Καί, ὅταν ὅλα αὐτά θά τά ἐκπληρώσουμε, τότε ἡ ζωή μας θά εἶναι ζωή κατά Θεόν.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἡ κατά Χριστόν ζωή δέν εἶναι μία ὀνειρώδης ζωή καί γιά ὀνειροπόλους, οὔτε μία ζωή γεμάτη ἀπό θαύματα. Ἡ ἀπάρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ὁ σταυρός συνοψίζουν ὅλες τίς δυσκολίες, τίς ὁποῖες θά ἔχουμε ἀπό τήν παρά φύσιν ζωή μας-τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας-καί μᾶς προειδοποιοῦν ὅτι θά ἔχουμε πολλή ἐξουδένωσι σ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Καί, ὅταν ὅλα αὐτά θά τά ἐκπληρώσουμε, τότε ἡ ζωή μας θά εἶναι ζωή κατά Θεόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου