Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Ιερώνυμος ιερομόναχος Αγιοπαυλίτης (1866 - 1943)

Γεννήθηκε στο χωριό Βλάτος Κισάμου Χανίων της Κρήτης το 1866. Μόλις 15 ετών ήλθε να κοινοβιάσει στη μονή Αγίου Παύλου. Το 1893 εκάρη μοναχός. Νεόκουρος έγραφε προς τους γονείς του: «Το μόνον μου έργον, η μόνη μου φροντίς εις το εξής θα είναι η του Πλά­στου μου δοξολογία. Η μόνη μου ηδονή θα είναι η μελέτη των θείων Γραφών και οι εν κρυπτώ ιεροί αγώνες. Η μόνη μου τροφή θα είναι η αδιάκοπος προσευχή, η κοινωνία των θείων μυστηρίων, η νηστεία και η πνευματική προς πάντας αγάπη. Το μόνον μου ευφρόσυνον ποτόν θα είναι τα δάκρυα. Η μόνη μου στολή θα είναι η σωφροσύνη, η σεμνότης, η σιωπή, η ακτημοσύνη, η απλότης, η ανεξικακία και η ξενιτεία. Η μόνη μου δόξα θα είναι οι διά Χριστόν θλίψεις και κακουχίαι. Ο πατήρ μου θα είναι ο Χριστός, μήτηρ μου η Παναγία και αδελφοί, φίλοι και συγγενείς οι άγιοι Πάντες …». Έτσι και ήταν, όπως μ’ ενθουσιασμό τα έγραφε. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αναδείχθηκε ένας λίαν ενάρετος μοναχός. Σε νόμιμη ηλικία χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και χειροθετήθηκε Πνευματικός.
Λειτουργούσε καθημερινώς, ήταν αρκετά λιτοδίαιτος και ησυχαστικός τύπος. Γι’ αυτό ο ηγούμενος του επέτρεψε να κατοικήσει στο ησυχαστήριο της Αγίας Τριάδος, όπου επιδόθηκε σε μεγάλη άσκηση και προσευχή. Όταν επισκέφθηκε κάποιος το ησυχαστήριό του, το μόνο που βρήκε ήταν μία χαλασμένη ντομάτα. Για μικρό διάστημα κατοίκησε στη μονή Σίμωνος Πέτρας και στη σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος-Κουτλουμουσίου.
Το 1925 μεταβαίνει στις Αχαρνές Αττικής, όπου ιδρύει τη γυναικεία μονή της Αγίας Παρασκευής ως μετόχι της μονής της μετανοίας του. Χά­νει το φως των οφθαλμών του και αυξάνεται το εντός του. Ο θείος φω­τισμός του δίνει το χάρισμα της προοράσεως, όπως ομολογούν πολλοί. Μη μπορώντας να λειτουργεί αφιερώθηκε στο εξομολογητικό έργο κι έγινε έμπειρος Πνευματικός οδηγός πολλών μοναχών και λαϊκών. Τα ταπεινά οικήματα και μοναστηράκια, που τυφλός επισκεπτόταν τα τελευταία του χρόνια, σπάνια τον έβλεπαν μόνο, γιατί πάντα τον περι­κύκλωναν ψυχές, που ζητούσαν οδηγίες από ένα άξιο Αγιορείτη. Παντού και πάντοτε κήρυττε τον Χριστό, νουθετούσε, συμφιλίωνε, συγχωρούσε, έδινε θάρρος, παραμυθούσε κι ενίσχυε με τον θεοφώτιστο λόγο του. Αφοσιωμένος πλήρως στο εξομολογητικό του έργο λησμονούσε πολλές φορές και να γευματίσει. Η ψυχή του τρεφόταν από την προς τον Θεό και τον πλησίον αγάπη του.
Το φίλτατο Άγιον Όρος τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. Έγραφε γι’ αυτό σ’ ένα από τα πολλά του στιχοπλοκήματα:
«Χαίρε, το Αγιώνυμον Όρος του Άθω, χαίρε,
 χαίρε, πατρίς των επί γης πατρίδα μη εχόντων,
 χαίρε, ηρώων ιερών στάδιον και παλαίστρα,
 χαίρε, ο ευωδέστατος κήπος της Παναγίας,
 εν ω εξακισχίλιαι άδουσιν αηδόνες …»
Στην πλούσια βιβλιοθήκη της ιεράς μονής Αγίου Παύλου φυλάγον­ται χειρόγραφα τετράδιά του με χιλιάδες στίχους του επί διαφόρων πνευματικών θεμάτων που τον συγκινούσαν.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 13.1.1943, αφού μετάλαβε των αχράντων Μυστηρίων, εν μέσω των πολλών πνευματικών του τέκνων. Ο μακαρι­στός Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης έγραφε σε μία επιστολή του πως οι δύο Ιερώνυμοι, ο Αγιοπαυλίτης και ο Σιμωνοπετρίτης, αποτέλεσαν την πιο λαμπρή εκπροσώπηση Αγιορειτών Πνευματικών στην ελληνική πρωτεύουσα, τη μεγαλούπολη Αθήνα.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Περιοδικό Τα Πάτρια, 1/1976, σσ. 17-19. Περιοδικό Άγιος Νεκτάριος, 2/1980, σσ. 167- 174. Χρυσάνθου Αγιαννανίτου ιερομ., Παπα-Ιερώνυμος ο Πνευματικός (1866-1943), Η Αγία Σκέπη 113/1984. σσ. 116-117, 114/1984, σσ. 156-158. Αντωνίου Στιβακτάκη, Κρήτες Αγιορείτες Μοναχοί, Ιεράπετρα 2007, σσ. 104-107.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 363-365
http://www.pemptousia.gr


Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ὁ ΚΡΗΣ

Μία μεγάλη πνευματική μορφή το 20ου αἰῶνος· κόσμημα  το γιορειτικο Μοναχισμο· σκητής  τς θωνικς  ρήμου καί  Διδάσκαλος  τς  Νοερς Προσευχς·  κκλησιαστικός ποιητής· διακεκριμένος Πνευματικός, λεημένος  μέ  τό  προορατικό  χάρισμα· πό  τούς  πρωτεργάτες το  γνος  κατά  τς  εσαγωγς το  νέου μερολογίου  στήν κκλησία  τς  λλάδος  (1924)· δρυτής  τς  ερς  Μονς  γ. Παρασκευς χαρνν  ττικς (1930)· σημειοφόρος  μετά  θάνατον. «  μακαριστός  Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης - σημειώνει   Μοναχός  Μωϋσς  γιορείτης - γραφε σέ  μία  πιστολή  του  πώς  ο  δύο  ερώνυμοι,  γιοπαυλίτης  καί   Σιμωνοπετρίτης, ποτέλεσαν  τήν  πιό  λαμπρή κπροσώπηση γιορειτν Πνευματικν  στήν λληνική πρω-τεύουσα, τή  μεγαλόπολη  θήνα».

 Γέννησις - νατροφή – Παιδεία.
  μακαριστός  Γέρων  ερώνυμος, κατά  κόσμον ωάννης  Γεραντωνάκης, γεννήθηκε  στό  χωριό Βλάτος τς παρχίας  Κισάμου, το νομο Χανίων Κρήτης, τό  τος 1867.  να  χωριό «μέσα στόν λόγγο  τόν  βαθύ  καί  τό πυκνδες  δάσος», πως  γράφει    διος  στό Ατοβιογραφικό  του  Σημείωμα, σέ  μμετρο  ποιητικό  λόγο. Γονες του  σαν  «Ερήνη    καλή, γνησία  (του)  μητέρα  καί  Κωνσταντνος    πατήρ»  καί  δελφοί  του ο «νδρέας καί  Γεώργιος  καί  Μιχαήλ, Μανοσος  καί    μικρά  γγελος, Χριστίνα  λεγομένη».
Τήν πνευματική  ξέλιξη  καί  πορεία  το  μετέπειτα  διορατικο Πνευματικο, πηρέασαν δύο  σημαντικά πρόσωπα: θνο-ερομάρτυς ερεύς άκωβος, φημέριος  το  χωριο  του  κατά  τήν  πανάσταση  το  1821 (  ποος  σφαγιάσθηκε  πό  τούς  Τούρκους  γιά  τήν  θνική  του  δράση)  καί    γιαγιά  του  Χριστίνα. Τόν ρωϊκό  ερέα    μικρός  ωάννης  δέν  τόν  γνώρισε, μως  τό  θυσιαστικό  του  παράδειγμα  τόν  κατηύθυνε. « Γέροντας  άκωβος – γράφει    ντ. Στιβακτάκης – (ταν)  νας ληθινός  πηρέτης  το  Κυρίου, μέ  ντονο  τό συναίσθημα  τς  πόλυτης  φοσίωσής  του  στόν  Θεό, τς πέραντης  γάπης  του  πρός  τό  ποίμνιό  του  καί  τς θυσίας  γιά  τά  δανικά στά ποα  πίστευε  καί  γιά  τά  ποα  γωνιζόταν. Σ’ ατόν  τόν  ερο-θνομάρτυρα Γέροντα  άκωβο, ταν  ζοσε, λλά καί  πό  τήν  στιγμή  πού  μαρτύρησε  καί  νέβηκε  στούς  ορανούς, βρκε   οκογένεια  το  Γέροντος  ερωνύμου  δυνατό  πνευματικό  στήριγμα, ρωϊκό  πρότυπο  πού  σημάδεψε  τήν  ζωή  καί τήν  πορεία  τς  ζως λων  τν  μελν  τς  οκογένειάς  του, πού  ταν  σύγχρονοι  το  Γέροντος  ακώβου, λλά καί  τν  μετέπειτα».
Γιά  τόν  ερέα άκωβο  καί  τίς  συνθκες  καί  τόν  τόπο  τς  θυσίας  του, γράφει  χαρακτηριστικά    γ. ερώνυμος στήν μμετρη Ατοβιογραφία  του: «χοντες  βάσιν  παντες  τόν  γιον  Πατέρα,*  άκωβον νάρετον Θεο τόν  ερέα,* στις  καί  μαρτύρησε  ες  τό  Εκοσιένα,* σφαγείς  πό  θωμανν  ες  τό  χωρίον  Βλάτος,* τς  παρχίας  τς  μς  Κισάμου  καί  το  Δήμου*  ννεά  χωρίων, ξωθεν  γίου  Κωνσταντίνου,* κειμένου ες τό νατολικόν  μέρος  μν  χωρίου,* μέσα  στόν  λόγγο  τόν  βαθύ  καί  τό  πυκνδες  δάσος».
  μακαριστός  Γέρων  μνημονεύει  στό  Ατοβιογραφικό  του  Σημείωμα καί  τούς  προπάτορές  του ντώνιο  καί  Χριστίνα, τούς  ποίους  νομάζει «γνήσια ρθοδοξίας τέκνα».   ναφορά  στήν γιαγιά  του εναι  χαρακτηριστική  καί  συγκινητική.   μακαριστή  Χριστίνα  πως  φαίνεται, σάν  λλη  γιαγιά - Μακρίνα τς  γιοτόκου  οκογενείας  το Μεγάλου  Βασιλείου, συνέβαλε  ποφασιστικά  στήν  διαμόρφωση  το χαρακτήρα  καί  τς  προσωπικότητας  το  μικρο  ωάννη. «  γάρ  καλή  καί  νάρετος*  προμτορ  μου Χριστίνα* - γράφει - τις  καλς  μ’ νέθρεψεν*  πό  μικρόν  παιδίον,* μέ  λεγε  κι  δίδασκεν*  τοιατα  καθ’ κάστην.* κείνη  μ’ στερέωσε*  στάς  κλονήτους  βάσεις*  Μητρός  μας  νατολικς*  γίας  κκλησίας,* ξ  ν οδείς  θά  δυνηθ* ποτέ  νά  μέ  κλονίσ.* κείνη  μέ  τήν  εράν* πλισε  πανοπλίαν*  γκαίρως  καί  πλήγωτον * μ’ φύλαξε  τελείως,* πό  τά  βέλη  το  χθρο,* κακίστου, μισοκάλου.* κείνη  μέ  τάς  μητρικάς*  γίας συμβουλάς  της,* μ’ φύλαξε  λευκώτατον*  τόν  ερόν  χιτνα*  το  ερο  Βαπτίσματος*  καί  Μύρου  το  γίου* καί  Σχήματος  γγελικο*  τάς  θείας  ποσχέσεις,* δυνάμει  καί τ χάριτι* Χριστο  το  λατρευτο  μου*  καί  τας τρεσβείαις  τς  γνς*  Μητρός  Του  Θεοτόκου,* γίας  Του  Παρασκευς*  καί Πάντων  τν  γίων».
  οίδημος γ. ερώνυμος «πό  μικρό  παιδί πιζητοσε  τήν συχία  καί  τόν  κόπο  στίς  γροτικές  δουλειές. Τόν  διέκρινε   σοβαρότητα, τό  λιγόλογο, νήστευε  πό  πολύ  μικρός  τήν  Τετάρτη  καί  τήν  Παρασκευή  καί  λες τίς νηστείες. Γύριζε  στά  ξωκκλήσια  το  χωριο  του, νάβοντας  τά  κανδήλια  καί  προσευχόμενος. ς  νέος  ταν ψηλός  καί  λυγερόκορμος, μέ λα  τά  χαρακτηριστικά  τς Κρητικς  λεβεντις. Εχε μως  καί λλα  στολίδια, ψυχικά  καί  πνευματικά, πού  τόν  καναν  νά  ξεχωρίζει. Τήν  ψυχή  του  κοσμοσαν    ταπείνωση,   εγένεια,  γάπη  καί  πρό  παντός    βαθειά  πίστη  στόν  Θεό.   πόθος  τν  θείων  κατέφλεγε  τήν  γνή  καρδιά  του  καί τόν  θησε  νά  δοκιμασθε «θλν  νομίμως», πως  μς  περέδωκαν  ο  γιοι  Πατέρες, «ν  πακο και  μακράν το  κόσμου».
μακάριος Πατήρ  λαβε  τήν παιδεία  πού    ποχή  του  καί    ο  δυνατότητες  τς  Τουρκοκρατούμενης Κρήτης μποροσαν  νά  το  προσφέρουν. Φοίτησε στό σχολεο  τς  περιώνυμης Μονς  Χρυσοπηγς  στά  Χανιά, πί  γουμένου Καλλινίκου.
  Μονή  Χρυσοπηγς (λλως  Μονή  το  Χαρτοφύλακος),  δρύθηκε  κατά  τήν  Βενετοκρατία  πό  τόν ατρό  ωάννη  Χαρτοφύλακα, ναν  σπουδαο  νθρωπο  πού  πρόσφερε  μεγάλες  πηρεσίες  στόν  πληθυσμό κατά  τήν  πιδημεία  πανώλης  το  1595. Γιά  τίς  πηρεσίες  του  ατές  μάλιστα  τιμήθηκε  πό  τήν  Γερουσία τς  Βενετίας  μέ  τίτλο  εγενείας.   ω. Χαρτοφύλακας  συνέταξε  καί  τό  Τυπικό  τς  Μονς,  τόν  τρόπο λειτουργίας  της  δηλαδή, που  νάμεσα  στά  λλα  προέβλεπε  καί  τήν  διδασκαλία  τν  γραμμάτων  μέσα  στό μοναστήρι.     Μονή  Χρυσοπηγς, ρημωμένη  πό  τούς  Γενιτσάρους  πρίν  τήν  πανάσταση  το  1821,  πό τήν  δεκαετία  το  1830  καί  μετά  ρχισε  νά  διαδραματίζει  σημαντικό  κκλησιαστικό  ρόλο  στήν  τοπική κκλησία  καί  ο  γούμενοί  της  ναδεικνύονταν  πίσκοποι  Κυδωνίας, κάποιοι  πό  ατούς  μάλιστα  εναι νταφιασμένοι  στόν  περίβολό  της.
Στή  Μονή  Χρυσοπηγς   νεαρός ωάννης Γεραντωνάκης  συνδέθηκε  φιλικά  καί  πνευματικά  μέ  τόν συντοπίτη του Γεώργιο  Καρπαθάκη. Τό  τος 1876  ο  δρόμοι  τν  δύο  νέων  χώρισαν, διότι    μέν Γεώργιος πγε  στήν  λεξάνδρεια  γιά  νά  φοιτήσει  στό  κε  λληνικό  Γυμνάσιο  καί  πειτα  στά  εροσόλυμα, που φοίτησε στήν  Θεολογική  Σχολή  το  Τιμίου  Σταυρο,   δέ  ωάννης  διορίσθηκε  ργότερα  Δημοδιδάσκαλος στήν  πατρίδα  του. Ο  δύο  νδρες  συναντήθηκαν  καί  πάλι  στό  γιο  ρος, που  μετέβησαν  καί  ο  δύο γιά  σκηση  καί  μοναχική  φιέρωση,   μέν Γεώργιος  ς  Ματθαος  εροδιάκονος  (τό 1886), στήν  Σκήτη  τς γ. ννας,   δέ   ωάννης  ς  λαϊκός  (τό  1891), στήν Μονή  το  γ. Παύλου. Στόν  θωνα    φιλία  τους ναπτύχθηκε  κόμη  περισσότερο  καί  συνεχίσθηκε  καί  μετά  τήν  ξοδό  τους  στόν  κόσμο, που συνεργάσθηκαν  στόν  γνα  κατά  τς  μερολογιακς  λλαγς (1924). Μάλιστα  τό  1927    ερομ.  Ματθαος εναι  ατός  πού  κηρε  τήν πνευματική  θυγατέρα  το  ερομονάχου ερωνύμου νδρομάχη  λιοπούλου σε Μεγαλόσχημη  Μοναχή  μέ  τό  νομα  Χριστονύμφη,   τήν ποία  ναδέχθηκε    Γέρων  ερώνυμος. 
 Στήν ερά Μονή γ. Παύλου γίου ρους
Τό  τος  1891, σύμφωνα  μέ  μαρτυρία  το  Βιβλιοθηκαρίου τς Μονς  γ. Παύλου Γέροντος Θεοδοσίου, ωάννης μετέβη στό γιο ρος  καί  ντάχθηκε  στήν  δελφότητα τς στορικς Μονς γ. Παύλου ,   ποία κολουθοσε  τό  κοινοβιακό  σύστημα, δη  πό  τό  τος 1840. Τότε στόν θωνα μόναζαν περί τούς 6.000 μοναχούς («ξακισχίλιαι δουσιν ηδόνες», γράφει διος γ. ερώνυμος σέ να ποίημα του).  κε  μετά  πό διετή  δοκιμασία, κάρη  μοναχός  πό  τόν  γούμενο  Σωφρόνιο Β’ (πό τήν Πρεμετή  τς Β. πείρου)  καί νομάσθηκε  ερώνυμος.
ερά  Μονή γίου Παύλου
ερά Μονή γ. Παύλου βρίσκεται  στά  νότια  τς  δυτικς  πλευρς  το  θωνος. δρυτής της  κατά τήν παράδοση πρξε    σιος  Παλος    Ξηροποταμινός (δρυτής  πίσης  τς  ερς Μονς  Ξηροποτάμου), κατά  τά  τέλη  το 8ου α. Εεργετήθηκε  πό  Βυζαντινούς Ατοκράτορες, γεμόνες τν  Παραδουναβίων  γεμονιν (  Νεάγκος Μπασαράμπης  νήγειρε  τόν Πύργο  της, τό 1521) καί  Τσάρους  τς  Ρωσίας, αλλά  καταστράφηκε  πολλές  φορές  πό  πειρατές, Τούρκους, πυρκαγιές  καί πλημύρες. σημερινή  της  μορφή  νκει  στον  18ο α. Το  Καθολικό  της  τιμται  π’ νόματι  τς  παπαντς  το  Κυρίου. Διαθέτει  πίσης  δώδεκα  παρεκκλήσια (στό  Παρεκκλήσιο  το γ. Γεωργίου, το  15ου α. σώζονται  τοιχογραφίες  τς  Κρητικς  Σχολς, το 1554)  καί  δύο  Σκτες, τήν  Νέα  Σκήτη  καί  τήν  Σκήτη  το  γ. Δημητρίου Λάκκου. Στήν  Βιβλιοθήκη  της  φυλάσσονται 495 χειρόγραφα  καί  12.500 ντυπα  βιβλία. Μεταξύ  τν  κειμηλίων  της  διακρίνονται  δύο  τεμάχια Τιμίου Ξύλου, τά  Δρα  τν  Μάγων  (τά  ποα προσέφερε  στήν Μονή    Χριστιανή  Σουλτάνα Μάρω, μητριά  το  Μωάμεθ  Β’ το  Πορθητή, θυγατέρα  το  Σέρβου  γεμόνα Γεωργίου Μπράνκοβιτς,  ποος  κτισε  κατά  τόν  15ο α. τό  παλαιό  Καθολικό),    Εκόνα τς Παναγίας τς Μυροβλύτισσας, νας  τν  ποδν  το  γ. Γρηγορίου  το Θεολόγου,   Κάρα  τς  γ. θάθης,   δεξιά  το  γ. Μαξίμου  το  μολογητο  καί  ποτμήματα  τν  γίων  Βασιλείου  το  Μεγάλου, ερο Χρυσοστόμου, Παντελεήμονος  αματικο, Παιδομάρτυρος Κηρύκου, Διονυσίου το  ν  λύμπ, κ..).
Στήν  Μονή  το  γ. Παύλου  τιμνται  πέραν  το κτίτορος  σ. Παύλου  το  Ξηροποταμινο, ο σκηθέντες  ντός  τν  ρίων  της σιοι  Εθύμιος    Νέος (κτίτωρ  τς Μονς Περιστερν Θεσσαλονίκης· + 988, 15η κτωβρίου), Δομέτιος   Διονυσιάτης (+ 1405, 25η ουνίου), σαΐας   Γέρων (14ο α., 21η Αγούστου) καί  ντίπας    Μολδαβός (+ 1882, 10η ανουαρίου) καί  ο  σιομάρτυρες Παχώμιος  (+ 1730, 7η Μαΐου) καί λαρίων     Γεωργιανός (+ 1864, 21η κτωβρίου καί 14ηΦεβρουαρίου).

  θεος  ρως  το  Μοναχο
Στήν . Μ. γ. Παύλου   νεαρός  ωάννης,  πιδόθηκε  μέ  ζλο  στήν  σκηση  τν  μοναχικν καθηκόντων. Χαρακτηριστικό  το γωνιστικο  φρονήματός  του  εναι  τό  κόλουθο - πό  τόν νωτέρω τίτλο - ποίημα, τό  ποο  δημοσιεύθηκε  πολύ  ργότερα (τό  1933):
Τάφος  μου  τοτο  τό  κελλί*  θά  γίν  καί  παλαίστρα*  πνευματική  νά  πολεμ*  εί  μέ  τόν χθρόν  μου,*  τς  Βασιλείας  Σου  Χριστέ*  παίσιον  ντάρτην.
γώ, Χριστέ  μου  Κύριε,* Θεέ, Λυτρωτά  μου,* φς  μου, ζωή, γάπη  μου,* Θεέ  μου,  Ποιητά μου,* Πανάγιε, Πανάγαθε,* τν  ντων  Κυβερντα*  καί  Ποιητά  το  σύμπαντος,* γώ  ες  Σέ πιστεύω,* σέ  δοξάζω, προσκυν*  καί  γαπ, λατρεύω,* τιμ, ποθ  καί  σέβομαι*  ξ  λης  τς ψυχς  μου,* ξ’ λης τς  καρδίας  μου,*  σχύος, διανοίας,* μέ  λας  τάς  ασθήσεις  μου,* μέ  λα μου  τά  μέλη,* πνευματικά  καί  λικά* ψυχς  καί  σώματός  μου.
Νυμφίε  μου  γλυκύτατε,*   ρως  τς  ψυχς  μου,* τροφή,  ποτόν  μου, δισμα,* Σύ  εσαι Κύριέ  μου,* πλοτος, τιμή  καί  δόξα  μου,* χαρά  καί  εφροσύνη,* ντρύφημα  καί  καλλονή,* πνοή καί  ετυχία,* πατήρ  μου, μήτηρ, δελφός,* φίλος  καί  συγγενής  μου,* διδάσκαλος, προστάτης  μου* καί  μέγας  εεργέτης.
Σέ  Κύριέ  μου  προσκυν,* δοξάζω  καί  λατρεύω*  κ’ εχαριστ  τήν  χάριν  Σου*  πείρως, λοψύχως,* δι’ σας  μοί ποίησας,* Θεέ μου, εεργεσίας,* πό  γεννήσεως  μς,* μέχρι  παρούσης ρας*  καί  σα  μέχρι  τελευτς*  ζως  μου  τς  παρούσης*  δωρήσς, πράξς  ες  μέ,* τόν  σχατον νθρώπων,* νάξιον κέτην  Σου,* μαρτωλν τόν  πρτον.
Σ’ εχαριστ, Σ’ εχαριστ*  καί  πάλιν  πειράκις*  καί  κετεύω  Σε  θερμς*  μέ ταπεινοφροσύνην,* με  δάκρυα, μέ  στεναγμούς,* κμέ  νά  λεήσς,* πάσας  τάς  μαρτίας  μου,* Θεέ, νά  συγχωρήσς*  καί  Βασιλείας  Ορανν*  κμέ νά  ξιώσς,* πρεσβείαις  τς  Πανάγνου  Σου* Μητρός  ειπαρθένου,* γίας  Σου  Παρασκευς*  καί  Πάντων  τν  γίων.
 μήν, Χριστέ  μου  λατρευτέ,* Νυμφίε  τς  ψυχς  μου.

Παρομοίου  περιεχομένου  εναι  καί λλο, μεταγενέστερο,  ποίημα  το  μακαρίου  Γέροντος, ναφερόμενο  κι  ατό  στόν  θεο  ρωτα:
λατρευτέ  μου Κύριε,*   φς  μου  καί  γάπη,* Δημιουργέ  το  σύμπαντος,*   ν  πρό  τν αώνων.* φο, Θεέ, μ’ προίκισας*  μέ  νον  καί  μέ  ασθήσεις,* τούς  φθαλμούς  μου  νοιξα*  καί εδα  ποία   φύσις.* Εδον τό  πν,* πλήν  το  παντός*  τόν  Ποιητήν  δέν  εδα* κ’ ρώτησα  τίς θεσε*  το  κόσμου  τήν κρηπίδα;* Καί μ’ κραξε  μι  φων* κοινς    νθρωπότης,* «μία  ρχή αθύπαρκτος,* ν  ν, μία  Θεότης,* ν  προσκυνε  καί  νυμνε*  τό  σύμπαν  καί  δοξάζει,* τό φθαρτον  καί  τό  φθαρτόν* ες  πάντας  τούς  αἰῶνας».
Κμο, λοιπόν,   φθαρτος*  καί    φθαρτή  οσία,* Σέ  προσκυνε,* Σέ  νυμνε,* δοξάζει  καί λατρεύει.* Σέ  γαπ  καί  Σέ  τιμ*  καί  Σέ  ποθε  παύστως.*   γάρ  ψυχή  μου  πάντοτε*  πάρχει νωμένη*  μέ  Σέ  τόν  εεργέτην  μου*  μέγαν  καί ποιητήν μου.* Σύ  εσαι  τς  καρδίας  μου*   ποθητός, Θεέ μου,* Σύ  μόνος  εσαι  Κύριος* ατς  καί  τς  ψυχς  μου,* Σύ  μόνος  εσαι ποιητής* ψυχς  μου  καί  καρδίας*  καί  διά  τατα  πάντοτε*  πρέπει  νά  βασιλεύς* ν  ταύταις  καί  νά κατοικς*  εί  νά  διαμένς.* Σύ  εσαι  τό  διηνεκές*  ντρύφημα  νοός  μου,* Σύ  εσαι  τό  δύτατον* γλύκισμα  τς  ψυχς  μου,* Σύ  εσαι    νάπαυσις,* χαρά  καί  εφροσύνη,* ερήνη, γαλλίασις,* ζωή καί  ετυχία.
Πάντα  το  κόσμου  τά  τερπνά*  νευ  τς  Σς  γάπης,* λα  εσί  πρικρότερα*  μλλον  το ψινθίου,* λα  εσίν ψόνια*  πικρά, θανατηφόρα,* τν  παισίων  πονηρν,* δι’ ν  ψυχάς φονεύουν*  καί  ίπτουσιν  ες  βάραθρον,* βαβαί, τς  πωλείας.
στις φιλε  τόν  ησον,* τόν   γαπ, λατρεύει*  καί  τά  ντάλματα Ατο*  τά  για  φυλάττει.* νταθα  τήν  στενήν  δόν,* δόν  τήν  τεθλιμμένην,* βαδίζει, τρέχει  σφαλς*  ες  πλάτος Παραδείσου,* νθα  οκ  στι  στεναγμός,* ο  λύπη, οδέ  πόνος,* λλά  χαρά  αώνιος,* ρρητος εφροσύνη,* ερήνη, γαλλίασις,* δόξα, τιμή  καί  πλοτος.* κε  γάρ  εναι  θησαυρός*  τν  γαθν πάντων,* κε   Μέγας  Βασιλεύς,* Κύριος  Παντοκράτωρ,*   Ποιητής  το  σύμπαντος,*  Τροφοδότης πάντων,*   ναρχος, θάνατος,*   Ζν  καί  Βασιλεύων,* πό  πείρων  στρατιν* μνούμενος  παύστως.* Ες  Ο  τό  νεμα πασα*    κτίσις  πακούει,* όρατος  καί ρατή,* δι’ Ο τό  εναι  χει,* δι’ Ο  τά  πάντα στανται*  καί  ζον  καί  συγκρατονται,* στις  καί  πάλιν  δύναται* νά  τά  κμηδενίσ*  μέ  μόνην  Του  τήν  θέλησιν*  καί  νά  τά  φανίσ.
Χαρά  μου, δόξα  καί  τιμή*  εναι  νά  πακούω*  καί  χρέος  παραίτητον,* λοιπόν, στόν  Ποιητήν μου,* στόν  μέγαν  Εεργέτην  μου,* στόν  νακτα  τν ντων.*
 λθέ, λθέ, παρακαλ,*   λατρευτέ  Θεέ  μου,* μέσα  ες  τά  νδότερα*  ψυχς  μου  καί καρδίας,* μέσα  ες τά  βάθη  το  νοός*  κι’ ες  τήν  διάνοιάν  μου,* ες λας τάς ασθήσεις  μου,* μερν  μφοτέρων.* Κάθε  παλμός  καρδίας  μου*  καί  στεναγμός  ψυχς  μου,* κάθε  νοός  μου νόησις*  καί  διανοίας  βλέψις*  καί  κάθε  κίνησις  ποδν*  καί  ψωσις  χειρν  μου,* μέ  πόθον  καί ελάβειαν*  καί  ταπεινοφροσύνην,* κ  βάθους  τς  μς  ψυχς,* μέ δάκρυα  βοσιν,* λθέ, λθέ,  Κύριε,* να  κατασκηνώσς*  καί  ες  τό  σμα  καί  ψυχήν*  μο  τυφλο  νά  δώσς*  γιασμόν  καί φωτισμόν*  καί  κάθαρσιν  τελείαν,* τέλος  καλόν  καί  γαθόν,* ζωήν  τήν  αωνίαν.
Κι’ ες πάντας  τούς  πανταχο* Γνησίους ρθοδόξους*  καί ες  τούς  λοιπούς  μετάνοιαν* νά δώσς, Κύριέ  μου,* καί  φωτισμόν  τόν ληθ,* νά  δωσι  τί  κάμνουν,* διά  τς  ξωτερικς* μορφώσεως  γραμμάτων.*   πιστήμη, δελφοί,* τόν νθρωπον  ψώνει*  ες  ψηλήν  περιωπήν* καί  ες  τήν  γιωσύνην,* ταν  καθ’ λα  συμφωνε*  μέ  Πίστιν  τήν  γίαν,* το  λατρευτο  μας ησο,* Κυρίου  καί  Θεο  μας.*   Πίστις  εναι    ψυχή,* τό  Γράμμα  δέ  τό  σμα,* ψυχή  καί  σμα πάντοτε*  πρέπει  νά  συμβαδίζουν.* Πς  πιστήμων  πιστος*  στά  σκοτεινά  βαδίζει,* δ  κι  κε συντρίβεται,* στά  χαμηλά κπίτπει.* Τά  μάταια, τά  φήμερα*  τς  γς  φιλε  καί  θέλει.* Παραμικρά στέρησις*  σωματική  καί  νόσος*  ατόν  ταράσσει  καί  φοβε  δεινς*  καί  πελπίζει.*   πιστος καί σεβής*  σύμμαχον  γάρ οκ  χει,* δύναμιν  τήν  ήττητον*  Θεο  Παντοδυνάμου*  καί  δι’ ατό παραμικρόν*  θροε  ατόν  μεγάλως*  κι  ες  θάνατον  σατανικόν*  ατόν  εκόλως  φέρει.* δού  τό τέλος, δελφοί,*  νθρώπου  το  πίστου,* νθρώπου  το  μπαίζοντος*  τά  θεα  καί  μισοντος.
Ῥῦσαι  μς,   Κύριε,* τοιαύτης  καταδίκης*  καί  τούς  πανταχο  Γνησίους  ρθοδόξους,* πρεσβείαις  Παναχράντου  Σου*  Μητρός  ειπαρθένου,* γίας  Σου  Παρασκευς,*   λατρευτέ  Χριστέ μου.

πιστολή  πρός  τούς γονες  του
Τό  τος  1894  καί  ν  ταν δη Μοναχός, Γέρων ερώνυμος, στειλε  στούς  γονες  του  μία  πολύ συγκινητική  πιστολή, στήν  ποία  καταφαίνονται    παιδεία  καί  ριμότητά  του,   πνευματική  του  κατάρτισις καί  ο  πόψεις  του  περί  Μοναχισμο.   πιστολή  ατή  ποτελε  πάντηση στά  παράπονα  τν  γονέων του, ο  ποοι  το  ζητοσαν  νά  πιστρέψει  γιά  νά  τούς  βοηθήσει  στά  γεράματά  τους    νά  τούς  στέλνει  κάποια οκονομική  βοήθεια γιά  νά  συντηρηθον, καθώς  καί στά παράπονα  γιά  τήν  κατάστασή  τους  κάτω  πό  τόν Τουρκικό ζυγό. «  Γέρων ερώνυμος  μέσα  πό  τήν  πιστολή του,  κφράζει  ν  πρώτοις  τόν  βαθύτατο  σεβασμό του πρός  τούς  γεννήτορές  του. Τούς  προσφωνε  μέ  στοργή  υϊκή  καί  ναγνωρίζει  τήν  προσφορά  τους  στό πρόσωπό  του, τονίζοντας  τι  μετά  τόν  Θεόν, ατοί  εναι  ο  ατιοι  τς  πάρξεως, νατροφς  καί  παιδείας  τν τέκνων των  καί  κφράζει  τήν  πέραντη  εγνωμοσύνη  του  πρός  ατούς. Πλήν  μως, μέ  πολλή  διάκριση  καί φωτισμό, τούς  ξηγε  ποιός  εναι    δρόμος  το  μοναχο, τά  καθήκοντα  καί  ο  ποχρεώσεις  του. Κυρίως τονίζει  τήν  ποταγή  πό  τόν  κόσμο  καί  τά  γκόσμια καί  τήν  φοσίωση  πού  πρέπει  νά  χει  στόν στρατολογήσαντα  ατόν  Κύριον.   πιστολή  το  Γέροντος  ερωνύμου  δείχνει  τό  ποιόν  το  νδρός, τι δηλαδή  πρό-κειται  γιά πραγματικό  μοναχό  πού  προσφέρει  τό  εναι  του  στόν  Κύριο».
Τήν  πιστολή  ατή δημοσιεύουμε  κατωτέρω, ς  πνευματική  παρακαταθήκη  το  μακαριστο  Γέροντος, ς  κείμενο  ξαιρετικς  πίκαιρο, μεγάλης  διδακτικς  σημασίας  καί  ξίας, ν  καί  γράφη  πρό  120  τν περίπου.
Σεβαστοί  μου  Γονες,
γιαίνω  χρι  τς  παρούσης, δόξα τ Φιλανθρώπ  καί  Παναγάθ  Κυρί  μν  ησο Χριστ, τ δοτρι καί  χορηγ  παντός  γαθο, Ο  καί  δεόμενος  πως  διά  τν  επροσδέκτων  κεσιν  τς  Παναγίας  καί Παναμωμήτου  Ατο  Μητρός, Κυρίας  μν  Δεσποίνης  Θεοτόκου, διαφυλάττ  καί  περισκέπ  μς  ν κυμάντ  καί  ερηναῖᾳ  καταστάσει, μέχρι  το  τς  ζως  σας  τέλους, χαρισάμενος  μν  σύν  τος  αταδέλφοις μου  καί  λοιπος  συγγενέσιν, γείαν  καί  σωτηρίαν  ψυχς  τε  καί  σώματος.
Πολυσέβαστοι  καί  γαπητοί  μου  γονες, οκ  ρνομαι τι  χετε  δίκαιον  νά  κφέρητε  μικρά  τινά παράπονα  κατ’ μο το  ταπεινο  τέκνου σας. Ναί  χετε  δίκαιον, τά  τέκνα  φείλουσι νά  γαπσι, νά  τιμσι, νά βοηθσι, σέβωνται  καί  περιθάλπωσι  τούς  γονες  των, διότι  μετά  Θεόν, ατοί  εναι ατιοι  τς  πάρξεως, νατροφς  καί  παιδείας  ατν. χετε  δίκαιον καί  πάλιν  καί  πολλάκις, παναλαμβάνω, τά  τέκνα  χουσι καθκον  ερόν  καί παραίτητον  νά  βοηθσι  καί  γαπσι  τούς  γεννήτορας  ατν, τοτο  γάρ  καιί   Κύριος διά  τς  πέμπτης  ντολς  το  Δεκαλόγου  μς  προστάζει.χετε δίκαιον  νά ζηττε  παρ’ μο  λικήν  βοήθειαν, διότι  οδέν  γνωρίζετε  περί  μοναχικς  πολιτείας, οδέ  ποος  εναι    σκοπός  το  μοναχο, οδέ  ποα  ργα ργάζεται, τί  πιζητε καί  περί  τίνων  γωνίζεται  καί  διατί  γκαταλείπει  γονες, πατρίδα, γένος, κτήματα, χρήματα, δόξας  καί  τιμάς  ματαίας  καί  τά  λοιπά  το  φήμερου  τούτου  καί  ματαίου  κόσμου.θεν, δότε  μοι  παρακαλ λίγην  προσοχήν  καί κρόασιν, να  ν  συντόμ  πληροφορήσω  μς  περί  πάντων  τούτων  καί  συγχρόνως ξαλείψω  κ  το  νοός  μν  τήν  δέαν  ν  χετε  περί  μο, το  μηδέν  χοντος.
γαπητοί  μου  γονες, ψυχή  και  κόσμος  εναι  δύο  πράγματα  πίσης  γαπητά, ραα  και  περισπούδαστα ες  τους  νθρώπους. γαπητή  εναι    ψυχή, διότι  κ  κοιλίας  μητρός  εναι  συνδεδεμένη  μετά  το  σώματος, διά δεσμο  πάνυ  σφιγκτοτάτου. γαπητός  καί    κόσμος, διότι  ες  ατόν  γεννόμεθα  καί  ζμεν  καί  κινούμεθα  καί διανοούμεθα  καί  τέχνας  καί  πιστήμας  φευρίσκομεν  διαφόρους.
Τίς  δύναται  νευ  ψυχς  νά  φεύρ    νά  κατασκευάσ τί; Τίς  δύναται  νά  ζήσ πράξ τί  νευ ψυχς; Τίς  δέν βλέπει, τι  φο    ψυχή  ξέλθη  το  σώματος, μέσως  τό  σμα  καθίσταται  χρηστον, πνουν, ναίσθητον, νενέργητον, νεκρόν  καί  τέλος  σαπίζει, φθείρεται  καί  γίνεται χος  καί  δυσωδία;
γαπητός, ναί, καί    κόσμος, διότι δι’ ατο  μς  προμηθεύει    Θεός  τά  πρός  τό  ζν  ναγκαα  καί  διότι ες  τούς  κόλπους  ατο  καί  γονες  καί  δελφούς  καί  φίλους  καί  συγγενες  χομεν  γαπητούς. γαπητός  δέ καί  καλός κόσμος,  διότι εναι  ποίημα  Θεο  το  Παντοδυνάμου  καί  σα  ποίησεν    Θεός  εναι  καλά  λίαν καί    λογικός  νθρωπος  πρέπει  νά  τά ρ μετά  προσοχς καί διά τς καλλονς  καί  θεωρίας  καί  εταξίας  καί ποικιλότητος  ατν, νά  θαυμάζ  τήν  πειρον το  Θεο  σοφίαν, πρόνοιαν, παντοδυναμίαν καί  γαθότητα  καί μν  καί  δοξάζ  καί  εχαριστ  εί  Ατόν,  στις  οτως  πανσόφως  ποίησε  καί  κυβερν  πσαν  τήν  κτίσιν.
ληθς  ξίσταται  καί  θαυμάζει, στις  μετά  προσοχς  καί  εσεβείας  ρ  τήν  λαμπρότητα  το  λίου, τό φέγγος  τς  σελήνης, τήν  πληθύν  τν  στέρων, τάς  περάντους  θαλάσσας, τά  ψηλά  ρη  τς  γς, τά  διάφορα εδη  τν  ζώων, τν  χθύων, τν  πετεινν, τν  δένδρων, τν  φυτν  καί  τν  λίθων. λλά, τί  εναι  τατα, γαπητοί  μου,  συγκρινόμενα  μέ  μίαν  ψυχήν  ρθοδόξου  Χριστιανο; Τοσούτον  πάρχει  ραιοτέρα  καί τιμιωτέρα    λογική  ψυχή  το  νθρώπου  τν  το  κόσμου  ραιοτήτων  καί  γαθν, σον  ραιότερον  καί λαμπρότερον  εναι  τό  φς  τς  μέρας, πό  τς  νυκτός  τό  φεγγές  σκότος. Καί  πρός  βεβαίωσιν  το  λόγου κούσατε:
  Θεός, γαπητοί  μου, ες  τήν  δημιουργίαν  το  σύμπαντος, μόνον  ψιλόν  λόγον  επε («γεννηθήτω»)  καί μέ  μόνον  τοτον  τόν  λόγον, παρήγαγεν  κ  το  μη  ντος  ες  τό  εναι, πσαν  τήν  ρατήν  φύσιν. Ες  τήν δημιουργίαν  μως  τς  ψυχς  το  νθρώπου,   Παντοδύναμος  Θεός  ποιε  παράδοξον σπουδήν  καί  δεικνύει διαιτέραν  πιμέλειαν. Φαίνεται, να οτως  επω, πς  σκέπτεται  καί  συμβουλεύεται  πρός  αυτόν   Τρισυπόστατος  Θεός  («ποιήσωμεν  - λέγει - νθρωπον  κατ’ εκόνα  μετέραν  καί καθ’ μοίωσιν»). Πλάττει, πειτα, τόν  νθρωπον, μφυσ  ες  τό  πρόσωπον  ατο πνοήν  ζως  καί  τό θεον  τοτο  μφύσημα  ποβαίνει  ες  ψυχήν ζσαν, λογικήν, θάνατον, ατεξούσιον, σκεος  τίμιον  καί  γιον,  πεπληρωμένον  πάσης  σοφίας, γαθότητος  καί γιασμο.
ρτε, γαπητοί  μου, τί εναι    ψυχή  το  νθρώπου; Τιμιωτέρα ον εναι  παντός  το  κόσμου. να  τήν αλήθειαν  επω, οδέν  ξίζουσι  πάντα το  κόσμου τ’ γαθά, πέναντι  τς  ψυχς  το  νθρώπου, βεβαιο  μου  δέ αν  λεγομένων  τήν  λήθειαν, ατό  τό  ψευδές  στόμα  το  Σωτρος  καί  Θεο  μν  ησο Χριστο  λέγων: «Τί  φελήσ  νθρω-πον, άν  κερδίσ  τόν  κόσμον  λον  καί  ζημιωθ  τήν  ψυχήν  ατο;» Πάντα  γάρ  τά  γαθά το  ματαίου  τούτου  κόσμου, ταχέως  φθείρονται  καί  φανίζονται  καί  πρό  τς  θύρας  το  σκοτεινο  τάφου σταματοσι  καί  οδέν  ξ  ατν  δύναται  νά  προχωρήσ  περισσότερον  καί συνοδεύσ  μς  ες  τήν  λλην ζωήν. Μόνον  τά  εσεβ  καλά  ργα  καί  ο  διά  Χριστόν  πόνοι  καί γνες, περπηδσι  τά  τς  παρούσης  ζως στενά  ρια  καί  συνοδεύουσι  τόν  νθρωπον  καί  πέραν  το  τάφου  καί  δοξάζουσιν  ατόν  αωνίως.
Διά  νά  πιτύχωμεν  ταύτην  τήν  αληθ  αώνιον δόξαν  καί  μακαριότητα,   φιλάνθρωπος  Κύριος  μς δειξε  δύο  δούς. Μίαν  μετριωτέραν, βιωτικήν  λεγομένην, φέρουσαν  καρπόν ν  τριάκοντα  καί  τέραν, γγελικήν καί  περκόσμιον, φέρουσα   τόν  τέλειον  καρπόν, να  κατόν. μφότεραι  α  ζωαί  χουσιν  βάσιν  τό  γιον Βάπτισμα  καί  πόκεινται  ες  τήν  νέκρωσιν  τν  παθν  καί  ες  τήν  τήρησιν  τν  θείων  ντολν.
σοι  κ  τν  Χριστιανν, διά  τό  εόλισθον  τς  σαρκός, δέν  δύνανται  νά  φυλάξωσιν  ν  τ  μέσ  το κόσμου  μόλυντον  τήν  χάριν  το  θείου  Βαπτίσματος    σοι  μολύνθησαν  πό  τόν ρύπον  τν  θανασίμων μαρτιν  (καί  νεκα  τούτου  καί  τήν  χάριν  πώλεσαν  το θείου  Βαπτίσματος), πιθυμοσιν  νά  ποκτήσωσιν πάλιν  ατήν, διά  τν τς  μετανοίας  σωτηρίων  ργων    καί  πό  θεον  ρωτα  κινούμενοι, προτιμντες  τήν δευτέραν  δόν (τήν  γγελικήν  δηλαδή), (ο  τοιοτοι) ναχωροσιν  πό  τόν  κόσμον  καί  γκαταλείπουσιν  ατόν καί  πάντα  τά  ν  ατ - γονες  (δηλαδή), δελφούς, συγγενες, φίλους, κτήματα, χρήματα, δόξας, τιμάς, τρυφάς  καί ναπαύσεις  ματαίας  καί  ν  νί  λόγ πσαν  γήϊνον  σχέσιν  καί  μέριμναν)  καί μεταβαίνουν  ες  τά  ερά καταγώγια, νθα  νδύονται  τό  τς  μετανοίας  πένθιμον  νδυμα  καί  μετά  τήν  κεκανονισμένην τριετ  δοκιμασίαν, κείρονται  Μοναχοί  καί  ζσι  ες  τό  ξς  κατά  τούς  Κανόνας, ος  ο  γιοι  Πατέρες  μν  θέσπισαν.
Ατό, λοιπόν,  τό  Σχμα περ  λαμβάνομεν  ταν  γινώμεθα  Μοναχοί, εναι - γαπητοί  μου - να  Μυστήριον πό  τά πτά  για  Μυστήρια  τς  ρθοδόξου  μν  κκλησίας (τοτ’ στιν  τό  Μυστήριον  τς  Μετανοίας) καί   λαμβάνων  ατό  δίδει  φρικτάς  καί  νόρκους  ποσχέσεις  πρός  τόν  Θεόν  καί  πρός  τόν  Πνευματικόν  του Πατέρα, νώπιον  το  γίου  Θυσιαστηρίου  καί  πάντων  τν  κατά  πνεμα  ατο  δελφν. Καί  πρτον  μέν λέγει, ποτάσσομαι  τ  κόσμ  καί  πσι  τος  ν  ατ καί   παραμεν  τ  σκήσει,  ως  σχάτης μου ναπνος. Δεύτερον  πόσχεται, τι  θά  πομέν εχαρίστως  πεναν, δίψαν, γυμνότητα  καί  πσαν  θλίψιν, κακουχίαν  τε  καί στενοχωρίαν  το  Μοναχικο  Βίου, διά  τήν  πόλαυσιν  τς  Ορανίου  Βασιλείας. Τρίτον  πόσχεται, τι  θά φυλάττ  σωφροσύνην  καί  παρθενίαν, πακοήν  καί γάπην  πρός  τόν  Πνευματικόν  ατο  Πατέρα  καί  πρός πάντας  τούς  πνευματικούς  ατο  δελφούς. Τέταρτον  πόσχεται  γνας  πνευματικούς, νηστείας δηλαδή, προσευχάς, γονυκλισίας, δάκρυα  καί  ργασίαν  τό  κατά  δύναμιν. Πέμπτον  πόσχεται, τι  δέν  θά  χει  ες  τό  ξς οδέν  διον  πράγμα (οτε  κτήματα, οτε  χρήματα, οτε  βιωτικάς  μέριμνας, οδέ  συναναστροφάς  μετά  λαϊκν. ν  νί  λόγ  πόσχεται, τι  θά  ζ  ες  τό  ξς  ζωήν  γγελικήν  καί  περκόσμιον  καί  θά  εναι ς ν  καί  μή ν  ν  τ  κόσμ  τούτ.
στις, λοιπόν, ταύτας  φυλάξει  τάς σωτηρίους ποσχέσεις, θά λάβ μεγάλα πνευματικά χαρίσματα ν  τ παρούσ  ζω παρά το δοτήρος τν  γαθν Κυρίου μν ησο Χριστο, ν  δέ  τ  μελλούσ θά  συνταχθ μέ τούς  χορούς τν  κλεκτν  καί  θά  συγχαίρ  καί  γάλλεται  αωνίως  μετ’ ατν  καί  μέ  τά  τάγματα  τν γγελικν  Δυνάμεων, ρν  πρόσωπον  πρός  πρόσωπον ατόν τόν  διον  ατο Ποιητήν  καί  Θεόν.   δέ παραβαίνων  ταύτας  τάς  ποσχέσεις  καί  ζν  μελς, θεωρεται  ρνητής  το  ησο  Χριστο, θύτης  τος δαίμοσι  καί  πόδικος  τς  αωνίου φρικτς  κολάσεως.
Διά  νά  μή  μποδίζηται, λοιπόν,   λευθερία  το  Μοναχο καί  διά νά  νεργ  περισπάστως  καί  ς  δε τά  ερά  καθήκοντα  το  ψηλο  πολιτεύματός  του, πομακρύνεται  ες  τάς  ρήμους, ρη  καί σπήλαια  τς γς. Διά  τοτον  δέ  τόν  σκοπόν  γιναν  καί τά  ερά  καταγώγια  ες  πόκεντρα  καί  κατοίκητα  μέρη. να  μακράν πάσης  νθρωπίνης  κοινωνίας  καί  μερίμνης  ν    Μοναχός  καί  ν  κρ  συχί  καί  ελαβεί  καί  μεριμνί ερισκόμενος  πάντοτε, νά  μή  παύ  πό  τό  πρωΐ  ως  σπέρας  καί  πό  σπέρας  ως  πρωΐας, ς  ηδών ελαλος ν  κορέστ  πόθ, νά  λαλάζ  καί  βο,  εί  ελογν, μνν, δοξάζων, προσκυνν, εχαριστν  καί παρακαλν  τόν  Θεόν. Καί  ν  τό  πν  σιγ  καί  πνώττει, ατός  ο  σιγ, οδέ  πνώττει, λλά  ν  τ  βαθυτάτ κείνη  σιγ  καί  ν  τ  ψηλαφητ  κείν  σκότει,  γονυπετής ν  νώπιον  τς εκόνος  το νανθρωπήσαντος πέρ  μν (ς  νώπιον  καί  κανδήλα  μέ  μυδρόν  φς  νάπτει),  μετά  λαλήτων  θερμν  δεήσεων, δακρύων  τε καί στεναγμν  καί  ταπεινώσεως πνεύματος, δέεται πέρ  τς  ατο σωτηρίας  καί  πέρ  γείας, σωτηρίας  καί διαφυλάξεως  το  σύμπαντος  κόσμου  καί  πιστροφς  ες  τό  ληθινόν  φς, τν  ν  τ σκότει  τς  μαρτίας  καί πιστίας  ντων.
Ατή  εναι, γαπητοί  μου,   διηνεκής  ργασία  το  γνησίου Μοναχο, οτος  εναι    πλούτος  του  καί   σκοπός  του, καθώς  κούσατε. θεν  κγώ    λάχιστος  καί  μαρτωλός,  πειδή  θεί  χάριτι  ξιώθην  νά συναριθμηθ  ες  τό  κλεκτόν  τοτο  τάγμα  τν  Μεγαλοσχήμων  Μοναχν  καί  νά  γίνω  στρατιώτης  το πουρανίου  Βασιλέως ησο Χριστο, δέν  πρέπει  νά  μπλέκωμαι  ες  τάς  το  κόσμου  ματαίας  πραγματείας, οδέ νά  ζητ  ργύριον  καί  χρυσίον νά  πολαύσω, τινα  εναι  πράγματα  μάταια  καί  φθαρτά, λλά  πρέπει νά γωνισθ   γενναίως  καί  μέ  αταπάρνησιν  πέρ  τς  βασιλείας  καί  δόξης  το  Βασιλέως  μου  καί  πέρ  τς μς  σωτηρίας. Πρέπει  νά πομείνω  μικράν  κακουχίαν, να  πολαύσω  αώνιον  χαράν  καί  εφροσύνην. Πρέπει νά  φαν  τολμηρός, νδρεος, πιστός, μεγαλόψυχός τε  καί  πομονετικός  ες  τήν  μάχην  ταύτην, διότι    πόλεμος οτος  δέν  ποβλέπει  ες  πράγματα  φθειρόμενά  τε  καί πρόσκαιρα, οδέ  πέρ  βασιλέως  θνητο   γών  οτος εναι.
Λοιπόν, μάθετε  σεβαστοί  μου  γονες  καί πάντες  ο  οκεοι  μου, τι  ο  πόθοι  μου, α  πιθυμίαι  μου, ο κόποι  μου, α  μέριμναι  καί  ο  διαλογισμοί  μου, οκ  ποβλέπουσιν, οδέ  περιορίζονται  ες  τό  ξς  πί  το κόσμου  τούτου  το  φθαρτο, ν   οδέν  σταθερόν, οδέν  βέβαιον    ξιαγάπητον  καί  προσοχς  ξιον  ερίσκω. Τά  πλούτη, α δόξαι, α  τιμαί, α  τρυφαί  καί  ναπαύσεις  καί  λαι  κεναι ο  πολυώνυμοι  καί  πολυποίκιλλαι φροντίδες, οτινες  διακόπως  νησυχοσι καί  ταράττουσι  τόν  ν  τ  κόσμ  δυστυχ  νθρωπον, ν  μι  ριπ φθαλμο  πάντα  φανίζονται, κλείπουσιν, διαλύονται  καί  ες  τό  μηδέν  λήγουσι.
Περί τν  ν  οραν, λοιπόν, γαθν  πρέπει  νά  φροντίσωμεν, τινα οτε φθείρονται, οτε  φανίζονται, οδέ  κλέπτονται, λλά  διαμένουσιν  ες  παντας  τούς  αἰῶνας. ρνήθην, λοιπόν, ρνομαι  καί  τι  ρνηθήσομαι, τ  το  Θεο  μου  χάριτι  καί  βοηθεί,  τόν  ψευδ  τοτον  καί  μάταιον  κόσμον  καί  πσι  τος  ν  ατ. γνώρισα  γάρ  καλς, τι  τά  ν  ατ  καλά  οδέν  εναι, ε μή μία  παρεπηδιμί  ν ξέν  πατρίδι, ες  ν  μέ στειλε    πλάσας με, να  μπορευθ  καί  προετοιμασθ  διά  τήν  ληθ  καί  αώνιον, ες ν  ργά καί  ταχέως διά θανάτου μεταβήσομαι. Λοιπόν, τό  μόνον μου  ργον,   μόνη  μου  φροντίς  ες  τό  ξς  θά  εναι    το Πλάστου  μου  δοξολογία.   μόνη  μου  δονή  θά  εναι    μελέτη  τν  Θείων Γραφν  καί  ο  ν  κρυπτ  εροί γνες.   μόνη  μου  τροφή  θά  εναι    διάκοπος  προσευχή,   κοινωνία  τν  Θείων  Μυστηρίων,   νηστεία καί    πνευματική  πρός  πάντας  γάπη. Τό μόνον  μου εφρόσυνον  ποτόν, θά  εναι  τά  δάκρυα.   μόνη  μου στολή  θά  εναι    σωφροσύνη,   σεμνότης,   σπιωπή,   κτημοσύνη,   πλότης,   νεξικακία  καί   κακουχία.   πατήρ  μου  θά  εναι    Χριστός, μήτηρ  μου    Παναγία  καί  δελφοί, φίλοι  καί  συγγενες  μου ο  γιοι Πάντες.
δού, γαπητοί μου, φανέρωσα  ες  μς  τί  πιδιώκω, τί  κζητ, τί  πιθυμ, τί  ργάζομαι, πέρ  τίνος γωνίζομαι  καί  διατί  μακράν  μν  ερίσκομαι. Χαίρετε, λοιπόν, γαπητοί  μου  γονες, πάλιν  καί  πολλάκις  ρ χαίρετε. Χαίρετε  δελφοί  μου, συγγενες, φίλοι, γνωστοί   καί μαθηταί  μου  καί  δότε  μοι  πάντες, μικροί  τε καί μεγάλοι, παρακαλ  τήν  εχή  σας, πό  τά  βάθη  τν  καρδιν  σας, να  τ  το  Θεο  χάριτι  καί  τ  ατν  σχύι, δυνηθ  νά  τελειώσω  καλς  καί  θεαρέστως  τόν  γνα  το  μοναδικο παγγέλματος  καί  τν  λπιζομένων γαθν  ξιωθ.
μες  δέ γαπητοί  μου, μή λυπεσθε, μηδέ  γανακτετε  κατά  το Κυρίου, άν  ποτέ, ετε  πό  καιρικάς νωμαλίας  καί  περιστάσεις, ετε  πό  λλην  τινά  ατίαν, στερεσθε  τν  πρός τό ζν  ναγκαίων, μλλον  δέ  τότε ελογετε  τό  νομα  Ατο  καί  λοψύχως  Ατόν  εχαριστετε. Ατός  γάρ  οδε  μόνον, ποα εναι  φέλιμα, τινα  ν  καιρ τ δέοντι τος  δούλοις  Του  φελείας  χάριν  ξαποστελε.   γάρ  πτωχεία, α  σθένειαι, θλίψεις καί  πειρασμοί, εναι  δρα  πολύτιμα, τινα  μόνον  ες  κενους  που  γαπ    Κύριος  δίδει…
Τ ντι  μακάριοι  εσθε  γαπητοί  μου, διότι  διά  μικράν  πρόσκαιρον  θλίψιν, τήν  πέραν  το  τάφου κληρονομίαν  αώνιον  τν  δικαίων  κληρονομήσετε. Μακάριοι  στέ  δ’ ος  ποφέρετε  νειδισμούς  καί  διωγμούς καί  λοιπάς  κακοποιήσεις  παρά  τν πίστων  γαρηνν, διότι  μέγαν  μισθόν    Κύριος  δι’ ν  πάσχετε, θά  σς δώσ  ες  τήν  βασιλείαν Του, ες ν, ς  νομίζω, ταχέως  θά  σς  προσκαλέσ. Λοιπόν,  τοιμασθτε  διά  τς ξομολογήσεως, προσευχς  καί  τς  μεταλήψεως  το  Παναγίου Δεσποτικο  Σώματος  καί  Αματος.
Χαίρετε, λοιπόν, τι  ταχέως  λευθερώσ  σας    Κύριος, πό  τά  τς  φημέρου  ζως  βάσανα  καί ν κόλποις  Δικαίων ναπαύσ  μς. Χαίρετε, τι  τό  κέρας  τν  σεβν  ταχέως  συντριβήσεται  καί    λαός ψωθήσετε  το  Θεο  καί  πό  τούς  πόδας  μν   τύραννος  πεσεται. Χαίρετε, τι    ζυγός  τς  δουλείας ταχέως  ρθήσεται  φ’ μν  τν  πιστν  καί  τό  φς  τς  λευθερίας  καί    μετά  τς  Μητρός  μν  νωσις, ταχέως  φωτίσει  καί  χαροποιήσει  μς, τούς  πί  τόσα  τη - διά  τάς  μαρτίας  μν - ντας  πό  τόν  ζυγόν  τν φαύλων  καί  πίστων  τέκνων  τς  γαρ. Χαίρετε, τι  αωνίως  χαρά  καί  εφροσύνη, δόξα  καί  τιμή  καί  διηνεκής νάπαυσις  σς  περιμένει  πέραν  το  τάφου, δι’ πέρ  γάπης  Θεο  πέστητε  δεινά, ν  τ  κόσμ  τούτ  τ ματαί.
κεθεν  δέ  λπίζω, τ το Θεο  χάριτι, νά  συναντηθμεν  καί  ες  τό  διηνεκές  νά  εμεθα  χώριστοι, συγχαίροντες  εί  καί συνδοξολογοντες  τόν  περύμνητον  Κύριόν  μας  καί  Θεόν  ησον Χριστόν, ν  γαλλιάσει ψυχς  ρρήτου  καί  κορέστ  καί  ζέοντι  πόθ, μέ  πάντας  τούς  χορούς  τν  Δικαίων  καί  γίων  Πατέρων μν. κεθεν  καί  λπίζω  ο  γονες  θά  δωσιν ν  γάπησαν υόν  καί   υός  ος  γαπ  καί σέβεται  καί  τιμ γονες  θά δ, ς  εχεται  καί  πιθυμε εί  ν  νυκτί  καί  μέρ. μήν, μήν, γένοιτο.
  μετά  βαθυτάτου  σεβασμο  σπαζόμενος  τάς  δεξιάς  σας  καί  τάς  εχάς  μν  ν  ταπεινώσει  ατν ταπεινός  υός  σας,
ερώνυμος  Μοναχός  γιοπαυλίτης, Μαΐου  8η 1894, γιον  ρος  θω.
  μφάνισις  τς  περαγίας  Θεοτόκου
Στήν μετάνοιά του (Μονή γ. Παύλου), δέχθηκε πίσης   μακάριος γ. ερώνυμος καί τήν ερωσύνη, πί τν  μερν  το  δίου γουμένου  Σωφρονίου Β’ το  Βορειοηπειρώτου.  ς  εροδιάκονος    γ. ερώνυμος, εχε  μία  συνταρακτική  Θεοτοκοφάνεια. Κατά  τήν  διάρκεια  νός  πολύ δυνατο  χειμνος,  βρέθηκε   μακάριος  ποκλεισμένος  πό τά  χιόνια στό  Κάθισμα  τς  Παναγίας.   κε λοιπόν, στερούμενος «τν πρός τό ζν ναγκαίων», ξιώθηκε  μφανίσεως  τς  φόρου  το  θωνος  περαγίας  Θεοτόκου,   ποία  τόν στήριξε  σωματικς καί πνευματικς καί  τόν  παρηγόρησε  μέ  λόγους  νθαρρυντικούς. Τήν  μφάνιση  ατή περιέγραψε μμετρα  σέ  να  ποίημά  του, που  μως πό  ταπείνωση  δέν  ναφέρει  τόν  αυτό  του, λλά  ναν «μαρτωλόν Διάκονον».  
Μία  ποκάλυψις
«Καλόν τό  κρύπτειν Βασιλέως  μυστήρια, τό  δέ  κρύπτειν  Θεο  μυστήρια ο  καλόν».
ερός  Χρυσόστομος
  Κυρία  μν  ειπάρθενος  Μαρία  Θεοτόκος, ν  καιρ  χειμνος  δυνατο  καί  πάγου  ψυχροτάτου  καί στερήσεως  τν  πρός  τό  ζν  ναγκαίων, μέ  λόγους  νθαρρυντικούς  παρηγορε  καί  στηρίζει μαρτωλόν Διάκονον Μονς  γ. Παύλου, καθ’ ν  στιγμήν  οτος  ξω  τς  Μονς ερίσκετο, ες  τόν  Ναόν  τόν  γιον Κοιμήσεως  Θεοτόκου, στις  γωνιστήριον  πρξε  Δομετίου  Πνευματικο,  γίου  θαυμαστο  Μονς  Διονυσίου.
Ο  λόγοι  τς  Παρθένου
«Μήτηρ  πάρχω  τς  Ζως, φρουρός  παρθενευόντων, σχυε ον  καί  βάδιζε  τς  ρετς  τόν  δρόμον.
ν τ γάπ  σχυε  καί  πίστει  το  Υο  μου.
Μή  δειλις  τούς  παγετούς  καί  χιόνια  το χειμνος, μή  δειλις  τά  φόβητρα  χθρο  το  μισοκάλου, μήτε διά  τήν  στέρησιν  σωματικν  τροφίμων.
Τόν  λόγον  το  μο  Υο, διατί  δέν  νθυμεσαι; κενος  γάρ  μου    καλός  Μονογενής Μονάρχης, δέν επεν, στις  πιστεύει  ες  μέ, κν  ποθάνη  ζήση;
Δέν  επε  διά  τήν  αριον, μή  μεριμντε λως; Τά  πετεινά  το  ορανο  δέν  σπείρουν, δέν  θερίζουν, τινα εναι  ο  καλοί  τς  ρετς  ργται.
Μήπως   Δοτήρ  τν  γαθν δέν  τροφοδοτε πλουσίως, πνευματικς  καί  λικς, κόπως, θορύβως;
Μή  δειλιάσης  διωγμούς  καί  πειλάς  νθρώπων, τινα  θλθουν  ες  σέ, μετά  λίγα  τη.
Μή  λυπηθς  ες  τάς δεινάς  ατν  συκοφαντίας. συχος  μένε  πάντοτε, εχου  καί  δι’ κείνους.
Μένε  νδρεος  καί  πιστός  ες  τήν  πηρεσίαν, ν  θά  σο  δώση    καλός  Υός  μου  καί  Θεός  μου.
κενος  γάρ  είποτε  θά  σέ  φρουρε, φυλάττη  καί  προστατεύη  καί  νισχύη  μέχρι  ζως  σου  τέλους».
Ο  εχαριστήριοι  λόγοι  το  μαρτωλο Διακόνου
«μν, δοξάζω, προσκυν  καί  εχαριστ  μεγάλως, τήν  χάριν  Σου  Παντάνασσα, Μαρία  Θεοτόκε· παρηγορίας βάλσαμον βαλες στην ψυχήν μου», φησεν   Διάκονος,    ταπεινός  κενος.
σκητής  στήν  ρημο  το  θωνος
Μετά τήν χειροτονία του Γέρων, «αξησε  τούς  κόπους  τς  γκρατείας, τς  νηστείας  καί  προσευχς, τς γρυπνίας  καί  τς  κακοπαθείας, λλά  καί  τήν  ταπείνωση  καί  γάπη  πρός  τόν  Θεόν  καί  πρός  πάντας. τρωγε λάχιστα  καί  λειτουργοσε  καθημερινά.   Θεία  Λειτουργία ταν    κριβή  χαρά  του, πως  γραψε  καί  στό ποίημά  του, «Εχαριστία  ες  τήν  Θείαν  Μετάληψιν»: «Τί  εναι  ατη   χαρά ν τινα  σύ  νν  χεις,   ψυχή;»
γ. ερώνυμος  ς  ερομόναχος  καί  Πνευματικός, φλεγόμενος  πό  τόν  πόθο  τς κατά μόνας σκήσεως, ζήτησε  πό  τόν  διάδοχο  το  Σωφρονίου γούμενο Συνέσιο  Ζησιμάτο (Κεφαλληνιακς καταγωγς,  πρ. Νεασκητιώτη), τήν  ελογία νά γκαταβιώσει  στό  ρημητικό  Κάθισμα τς  γίας  Τριάδος (βρίσκεται σέ πόσταση  νός  χιλιομέτρου  πό τήν  Μονή, κοντά  στην θάλασσα) καί  πό  κε  νά  κατέρχεται  στήν Μονή, ταν  πρχε νάγκη  φημερίου   Πνευματικο. Στήν  «ρημο»  πλέον  το  θωνος    μακάριος  Γέρων, «κανε  συνεχες  γρυπνίες, χιλιάδες  γονυκλισίες – μετάνοιες, συνεχή  ρθοστασία  καί  θερμή  μετά  δακρύων προσευχή  καί  ζοσε «βίον  πράγμονα». Μάλιστα, «άν νεθυμετο  τρωγε  καί    ζωή  του  το  μία  διάκοπος σκησις».
Χαρακτηριστικό  τς  σκήσεώς  του  εναι  τό  κόλουθο  περιστατικό. «Ο  Ερωπαοι διάβαζον  τούς Βίους τν  σκητν  - γράφει   διάψευστος  μάρτυρας  τν  γώνων  το  Γέροντος ερωνύμου, ρχιμ. Χρύσανθος  γιαννανίτης ( 1895 – 1981), κτίτωρ  τς  ερς  Μονς  γίας Σκέπης  Κερατέας - καί  δέν πίστευον, τι  εναι  λήθεια  κενα, που  γραφον  ο συγγραφες  ες  τούς  βίους  τν  σκητν  Πατέρων. Ες  πό  ατούς μετέβη  ες  τό  Μοναστήριον  το  γ. Παύλου, που  περιέπαιζε  τά  Συναξάρια  τν  γίων  σκητν. τάραχος   γούμενος  Παπά-Συνέσιος, πρε  τόν  Ερωπαον  καί  τόν  πγε  ες  τό  συχαστήριον  τς  γίας  Τριάδος, μέ μεγάλην  δυσκολίαν, διότι    τόπος  ατός  το  κρημνός  καί  άν  δέν  πρόσεχες, πιπτες  ες  τήν  θάλασσαν.
Κατά  τήν  συνήθειαν  κτύπησε  τήν  θύραν  το  συχαστηρίου    γούμενος  καί   Παπά-ερώνυμος νοιξε  καί  φίλησε  τήν χεραν  του. Εσλθον  μέσα  καί  περιεφέροντο  ες  τά  μικρά  δωμάτια  το συχαστηρίου, που  εδον τι  δέν  πρχε  τίποτε, οτε  πιάτο, οτε  πηρούνι, οτε  σκέπασμα, οτε  τίποτε, τίποτε, τίποτε…μόνον πάνω  ες  τόν  νεροχύτην  εχε  μίαν  σαπημένην  ντομάτα!
  γούμενος επε  τότε  ες  τόν Παπά-ερώνυμον: «Δέν χεις  κανένα  κομμάτι  ψωμί, Πνευματικέ, γιά  νά φμε;»
  Παπά-ερώνυμος, καθ’ ποτακτικός  το  μοναστηριο, μέ  ταπεινήν  φωνήν  πεκρίθη: «Γέροντά  μου, δέν  πάρχει  τίποτε λλο  παρά  μόνον  ατή    ντομάτα, τήν  ποίαν  φερεν    κηπουρός  τό  πόγευμα  τς Κυριακς  καί  τώρα  που  μο  ζητήσατε  ψωμί  τήν  θυμήθηκα»!
Τότε    Ερωπαος  ρώτησε  τόν  Παπά-ερώνυμον: «Κάθε  πότε  τρώγεις, Πάτερ;»
Καί  ατός  πάντησε: «γώ  εμαι  ποτακτικός  καί    γούμενός  μου γνωρίζει  κάθε  πότε  τρώγω».
Συγκινημένος  φυγεν    Ερωπαος  μέ  τόν  γούμενον, ες  τόν  ποον  επε: «ντως    ρθόδοξος νατολική  κκλησία, χει  ργάτας  τν  ψίστων  Χριστιανικν  ρετν, ο  ποοι  εναι  παράδειγμα  ες  τό νδοξον  καί  μαρτυρικόν  Γένος  τν  λλήνων»!  Καί  ναχωρήσας πό  τήν  εράν  Μονήν  το  γ. Παύλου, διηγήθη  ατό  ες  λους  τούς  Πατέρας  το  γίου  ρους».
νδεικτικό  τς  ρετς  το  μακαρίου  Γέροντος  εναι  καί  τό  κόλουθο  περιστατικό.   Μονή  γ. Παύλου  διατηροσε  στό  χωριό  Συκιά  τς  Χαλκιδικς  δύο  Μετόχια (τήν  Σάρτη  καί  τό  Κριαρίτσι). Κάποτε  γ. ερώνυμος πρε  ντολή  να  λειτουργήσει  στό  χωριό ατό. Τότε  μως, «νας  κ  τν  κατοίκων  το  χωριο,   ποος  εχε  ριακά  προβλήματα  μέ  τήν  ερά  Μονή, ς καταπατήσας  τμμα  το  Μετοχίου, αθαδς κινούμενος,  χειρονόμησε  βάρβαρα  κατά  το π. ερωνύμου (πί  τό  λαϊκώτερον  τόν  μούντζωσε)  καί  μάλιστα στήν  Θεία  Λειτουργία, κατά  τήν  Μεγάλη  Εσοδο.   ταπεινός  ερεύς  εδε  τήν  περιφρο-ητική χειρονομία καί δεήθη  πρός  τόν  Κύριον,  ς  μαθητής  γνήσιος  το Κυρίου  ησο, διά  νά  μή  λογισθ  πρός  ατόν  τόν ταλαίπωρο   νομία  ατή. Σέ  λίγο  καιρό  μως  πλθεν    δράστης κ  τς  ζως  καί κατά  τόν  καιρόν  τς νακομιδς, ερέθη    χειρονομήσασα  χείρ  λυτος, μετά  φορήτου  δυσοσμίας.   μαρτυρία  ατή  εναι  πό  τούς Πατέρες  τς  Μονς  το  γ. Παύλου: Γέρων Γεράσιμος,    ποος  προσλθε  τό  1908  καί  κοιμήθη  το  1972· Γέρων Κωνσταντνος,   ποος  προσλθε  τό 1927  καί  κοιμήθη  τό  1972·  καί  Γέρων ρσένιος,   ποος προσλθε  τό 1916  καί  κοιμήθη  τό 1988».
1918. Πρώτη ξοδος πό τό γιο ρος.
Κατά  τήν  παλαιά  μοναστηριακή συνήθεια  τς  ζητείας (λλως  διακονίας),  πεστέλλοντο  πό  τίς  Μονές ερομόναχοι  καί  Μοναχοί  σέ  διάφορες  περιοχές (φέροντες  συνήθως  μαζί  τους  καί  για  Λείψανα, χάριν  το γιασμο  τν  πιστν), γιά  τήν  διενέργεια  ράνων  μεταξύ  τν  Χριστιανν  πρός  νίσχυσιν  τν  Μονν  κατά  τήν περίοδο πιδημιν, γιά  τήν  νίσχυσι  τν πληττομένων  περιοχν  καί  τήν  φέλκυση  διά  τς μετανοίας, τς  θεραπευτικς  χάριτος  το  γίου Πνεύματος. πό  χειρόγραφη  καί εροσφράγιστη πιστολή  τς Μονς  γ. Παύλου,  το  τους  1918, πί γουμένου Συνεσίου, προκύπτει τι  κατά  τό  τος  ατό (τος  τς φοβερς  πιδημίας τς  λεγομένης σπανικς γρίππης),  εχαν  σταλε  στήν  Κρήτη φέροντες  τά  Δρα  τν Μάγων, ο  δελφοί τς Μονς ερομόναχοι  ερώνυμος  καί  Νεόφυτος.    πιστολή  ατή χει  ς  ξς:
ν  γί  ρει  καί  ν  τ  ερ  Κοινοβί  το  γίου Παύλου, τ 24η Αγούστου  1918.
ριθμ. 312.
Τος  Πανοσιοτάτοις ν  ερομονάχοις ερώνυμον  καί  Νεόφυτον, γαπητος  ν  Χριστ  δελφο, ες ράκλειον Κρήτης.
Τήν  μετέραν Πανιοσιότητα  πατρικς  ν  Κυρί  εχόμεθα.
λάβομεν  τήν  πό  μερομηνίαν 5ης δεύοντος  μηνός  μετέραν  πιστολήν, ς  καί  τά  μέτερα τηλεγραφήματα,  καί  χάρημεν  πί  τ  ασί φίξει  μν  ατόθι. σαύτως  εχαριστήθημεν  διά  τήν  εμεν ποδοχήν τις  σς  γινεν  ατόθι  πό  τς  κκλησιαστικς  ρχς  καί  δή  πό  το  Πανοσιολογιωτάτου κ. Γρηγορίου το Σιναΐτου, ναλαβόντος  τήν προστασίαν μν καί  πρός  ν  ποστέλλομεν εχαριστήριον  πιστολήν καί  παρακαλομεν  ατόν,  πως  συνεχίσ  τήν  θικήν  ατο  ποστήριξιν  καί  προστασίαν, πρός  κατευόδωσιν το  ργου  μν  καί  πρός  τόν  ποον  ποστέλλομεν  ν  ζεγος (λέξις δυσανάγνωστος) καί  ν  κομβολόγιον, ες νδειξιν  τς  γάπης  μν…
Εχόμενος  διά  τήν  ξ’ ψους  βοήθειαν  καί  κατευόδωσιν  το  ργου  μν, διατελομεν  τς  μετέρας Πανοσιότητος  διάπυρος  πρός  Κύριον  εχέτης,
+   Καθηγούμενος  το  ερο  Κοινοβίου  το  γίου  Παύλου ρχιμανδρίτης  Συνέσιος  καί  ο  σύν  έμοί  ν Χριστ  δελφοί.
1920. Στήν  Σιμωνόπετρα  καί  τήν Κουτλουμουσιανή Σκήτη.
δη    ρετή  το  μακαρίου  Γέροντος  εχε  ξέλθει  τν  στενν  ρίων  τς  μετανοίας  του (Μονς  γ. Παύλου).  τσι  τό  1920,   δελφότητα  καί    γούμενος τς  Μονς  Σίμωνος  Πέτρας  το  ζήτησαν  νά κοινοβιάσει  κε  καί νά ξυπηρετήσει  τούς  δελφούς  ς  Πνευματικός. Πίσω  μως πό  τήν  πόφαση  ατή βρισκόταν    παλαιός  συμμαθητής  του  στήν  Μονή  Χρυσοπηγς  Χανίων  καί  συντοπίτης  του  Ματθαος Καρπαθάκης (δη ερομόναχος),   ξαρτηματικός  τς  Σιμωνόπετρας  πό  τό  1912,   ποος  θελε  νά  τόν φέρει  στην  παλαίφατη Μονή, γιά  νά  βοηθηθον  ο δελφοί. μως    γ. ερώνυμος, φύσει  σκητικός  καί φίλος  τς  ρήμου  καί  τς  συχίας, δέν  ντεξε  γιά  πολύ  τόν  θόρυβο  τς  μεγάλης Σιμωνοπετρίτικης δελφότητας. τσι, λίγους  μνες  ργότερα, μόλις γνωρίσθηκε μέ  τόν  περίφημο ψάλτη Γέροντα Παντελεήμονα («τόν  καλύτερο  ψάλτη  το  γίου  ρους»), ποφάσισε  νά  συνασκηθε  μαζί  του  στήν Καλύβη  τν  γίων Πάντων,  τς  πρός  τιμήν  το  γ. Παντελεήμονος  Σκήτης  το  Κουτλουμουσίου, τήν  ποία γόρασε  μέ  τήν βοήθεια τς Μονς  Σίμωνος  Πέτρας. «Μόλις  ατό γινε  γνωστόν, πήγαιναν λοι  ο Πατέρες  κε  καί  συμβουλεύοντο  τόν  Παπά-ερώνυμον περί  Νοερς  Προσευχς καί παθείας», σημειώνει    γ. Χρύσανθος  γιαννανίτης. 
  Κουτλουμουσιανή  Σκήτη  το  γ. Παντελεήμονος  συγκροτήθηκε  τό 1785  πό τόν ερομόναχο Χαράλαμπο. Τό  1790 νας βηρίτης  Προϊστάμενος  κτισε  τό  Κυριακό  το  γ. Παντελεήμονος, πάνω  σέ παλαιότερο  κελλί  πρός  τιμήν  το  γίου.  παρτίζεται  πό  23  Καλύβες  καί  διαθέτει  βιβλιοθήκη  μέ  40 (κατά  τόν μ. Σωφρόνιο γιοπαυλίτη 200) περίπου  χειρόγραφα  καί  500 ντυπα  βιβλία. Κατέχει  Λείψανα  τν γίων Παντελεήμονος, Νείλου  το  θωνίτου, Τρύφωνος, Μεγάλου Βασιλείου, ακώβου  το  Πέρσου, ρέθα, κ.. Τό  τος  1903  εχε  55  μοναχούς.  Τόσους  περίπου  πρέπει  νά  βρκε  καί    γ. ερώνυμος, ταν  κοινοβίασε κε  λίγο  ργότερα.
 «πό  λο  τό  γιον ρος  συνέρρεαν Πατέρες – γράφει    Κων. Δημητρς – γιά  πνευματική  καθοδήγηση καί  συμβουλές…Ο  γρυπνίες  το Γέροντος  ερωνύμου,   πίδοσίς  του  στήν  νηπτική  ργασία,   διάλειπτη καρδιακή  προσευχή,   γάπη  του  γιά  λους καί    ταπείνωσή  του, τόν  ξίωσαν  πλουσιωτέρων  χαρισμάτων  καί δίως  τς διοράσεως καί  προοράσεως,τά ποα κδηλώθηκαν  πό  τότε  πού σκετο  στήν  Σκήτη  το Κουτλουμουσίου».  
1920. Δεύτερη  ξοδος πό  τό γιο ρος.
Τό  τος  1920  ξέσπασε  στήν Κρήτη  μία  πολύ  μεγάλη  πιδημία (σύμφωνα  μέ  μία μαρτυρία  πρόκειτο γιά λονοσία, συνέχεια  τς  πιδημίας γρίππης  το  1918)  καί  ζητήθηκε  πό τήν  ερά  Κοινότητα το γίου ρους   ποστολή  ερομονάχων/ Πνευματικν  πού  θά  συνόδευαν  για  Λείψανα, γιά  τήν  στήριξη  τν πιστν  καί  τήν  διά  τς  χάριτος  το  Θεο  καταστολή  τς  πιδημίας.  Τότε  προκρίθηκαν  δύο  Κρητικς καταγωγς διακεκριμένοι  Πνευματικοί, Σιμωνοπετρίτης ρχιμ. Ματθαος  Καρπαθάκης καί    πρ. γιοπαυλίτης ερομόναχος ερώνυμος  Γεραντωνάκης. πό  ατούς    ρχιμ. Ματθαος   βρίσκοταν  δη  στήν θήνα  πό  τό  1916, ς  Προϊστάμενος  το  Σιμωνοπετρίτικου Μετοχίου  τς  ναλήψεως  Βύρωνος,  πότε   γ.  ερώνυμος  μετέφερε  μόνος «πρός  γιασμόν  τν  πιστν», τά  Δρα  τν  Μάγων, τά  ποα φυλάσσονται στήν  Μονή  το  γ. Παύλου.
Ο  δύο  συντοπίτες  γιορετες  Πατέρες  κατέβηκαν  στήν Κρήτη φέροντες  τά πολύτιμα  κειμήλια, καναν Λειτουργίες, γιασμούς καί  Λιτανίες, διάβασαν τίς  προβλεπόμενες πό  τήν  κκλησία  Εχές  καί  διά τς χάριτος τν πρός τόν νηπιάσαντα  Κύριό μας Δώρων,   πιδημία  ποχώρησε.
1920. Γνωριμία  μετά  τς  πειτα  Γεροντίσσης Χριστονύφης.
Κατά  τήν  πιστροφή  πό  τήν Κρήτη (ντός  το  πρώτου  6μήνου  το  1920, φ’ σον πευθύνει  πό τήν  Θεσσαλονίκη τήν 10η ουλίου  το  ατο  τους, πιστολή πρός  τήν  νδρομάχη  λιοπούλου· πό  τήν πιστολή  ατή  προκύπτει, τι  βρισκόταν  σέ εραποστολική  περιοδεία  νά  τήν  λλάδα),   Γέρων  ερώνυμος παρέμεινε γιά  κάποιο διάστημα  φιλοξενούμενος  το ρχιμ. Ματθαίου, στό Μετόχι  τς  ναλήψεως Βύρωνος. Κατά  τήν περίοδο  κείνη    μακάριος  Γέρων  γνώρισε  καί  συνδέθηκε  πνευματικς  μέ  τήν  τότε 17χρονη νδρομάχη λιοπούλου πό  τόν  Πειραι (τήν μετέπειτα Γερόντισσα Χριστονύμφη, «σύναθλό του  καί συνιδρύτρια  τς  ερς  Μονς  γ. Παρασκευς»), τήν  μητέρα της γγελική (πειτα Μοναχή γαθονίκη) καί λλα  πρόσωπα  το  συγγενικο  καί  ργασιακο  περιβάλλοντός  τους (στίς  πιστολές  του  ναφέρεται  πολλές φορές  στούς  συγγενες, φίλους  καί  συνεργάτες  τους).
  πρώτη συνάντησίς  τους  γινε  στήν  ερά  Μονή  Πετράκη, που   γ. ερώνυμος  εχε  μεταβε  γιά προσκύνημα.   νεαρή Α. Η.  εχε  κε  τόν Πνευματικό  της  Πατέρα, λλά  μόλις  ντίκρυσε  τήν  σιακή  μορφή το  γιορείτου  σκητο, πέστη  σωτερικό  συγκλονισμό  καί  μέσως  ζήτησε  πό  τόν  Πνευματικό  της  τήν δεια  νά ξομολογηθε  σ’ ατόν.    ξομολόγησις  ατή  ποκάλυψε  στήν  νδρομάχη  τόν  σωτερικό  πλοτο το  Γέροντος,   ποος  τήν  γοήτευσε  καί  γέννησε  στήν  ψυχή  της  τόν  πόθο  τς  μοναχικς  φιερώσεως. κτοτε, μέ  τήν  ελογία  το  προηγουμένου Πνευματικο,   Α. Η.  «θεσε  αυτήν» πό  τήν  πνευματική πατρότητα  το γ. ερωνύμου.   γνωριμία  ατή  πρξε    ατία  τς  δρύσεως  τς  Μονς τς  γ. Παρασκευς χαρνν, κατά  τό  τος  1927, σέ  κτμα  πού  γόρασαν  ο  δύο  ελαβες  ψυχές  στούς  πρόποδες  τς Πάρνηθος.
Κατωτέρω  δημοσιεύονται  νέκδοτες  πιστολές  το  σίου  Πατρός  πρός  τήν  18χρονη  Α. Η.  καί  τίς λοιπές  φιλομόναχες - πό  τήν πνευματική  του  πατρότητα - ψυχές  τς  περιοχς  ττικς (13 τόν ριθμόν, πως προκύπτει  πό πιστολή  το  εροδιακόνου  ρτεμίου  Νοδαράκη, Ξενοφωντινο), πό  τίς  ποίες  διαφαίνεται   ποιότητα  το  κατηχητικο  λόγου  του,   λεπτότητα  καί  εγένεια  τς  ψυχς  του, τό  ξαιρετικό  συντακτικό καί  λεκτικό  του  καί    θερμουργός  του  ζλος  πέρ  τς  ν  Χριστ πνευματικς  ζως  καί μοναχικς φιερώσεως. Πρόκειται  γιά  κείμενα  μοναδικά, τά  ποα  ναδεικνύουν  τόν  σιο  Γέροντα  ερώνυμο, μεγάλο διδάσκαλο  τς  ν  γί  Πνεύματι  κκλησιαστικς  ζως, ν  ζω  κατά  τόν  20ο αἰῶνα, λλά  καί διαχρονικς μετά  θάνατον.
πιστολή  τς 10ης ουλίου  1920.
γαπητή μοι  ν  Κυρί ησο δ. νδρομάχη, χαρε.
λαβον, τέκνον  μου,  μετ’ γκαρδίου  χαρς  καί  γαλλιάσεως  τήν σημείωσιν  δι’ ς  μο  ποδεικνύετε  τήν διεύθυνσίν  σας. Με  εχαριστήσατε  διά  τς  τοιαύτης  σας πράξεως  μεγάλως, διότι  τό  τοιοτον  σς  ποδεικνύει ελαβ, θεοφοβουμένην, σωφρονεστάτην  καί  πόθον  τρέφουσαν  γαθόν, τουτέστιν  τι  μπόνως  ζητετε  την ψυχικήν  σας  σωτηρίαν.
Μάθε λοιπόν, τέκνον  μου ν Κυρί γαπητόν, τι οδέν  λλον  τοσοτον  μέ  χαροποιε  καί  εχαριστε, σον νά  βλέπω  νθρώπους  γαπντας  τόν  Θεόν  καί  ργαζομένους  τήν  ρετήν, τς  ποίας  οδέν  λλο  πράγμα εναι φελιμότερον  καί  ναγκαιότερον  τος  νθρώποις.   γάρ  ρετή  καθιστ  τόν  νθρωπον  εγεν, τίμιον, πομονητικόν, προσεκτικόν, νδρεον  ες  τούς πειρασμούς, παθ, προν, συχον, εεργετικόν, μεγαλόψυχον, γιον, τέκνον  Θεο  καί  κληρονόμον  τς  αωνίου  ζως  καί  μακαριότητος.
γωνίζου λοιπόν, τέκνον  μου  ν  Κυρί  γαπητόν, προθύμως  τόν  καλόν  καί  σωτήριον  γνα  τς  ρετς· φεύγε  μακράν  τν  βλάβην  ψυχικήν  προξενούντων· προσεύχου  μετά  προσοχς  νοός  καί  ταπεινώ-σεως πνεύματος· ξομολογο  συνεχς  καί  καθαρς· μεταλάμβανε  μετά  πίστεως  θερμς, μετά  φόβου  Θεο  καί γάπης  καί  τς  δεούσης  προετοιμασίας,  τό  πανάγιον Σμα  καί  Αμα  το  Σωτρος  μν  καί  Θεο ησο Χριστο· γάπα  πό  ψυχς  διά  Θεόν  πάντα  νθρωπον· πόφευγε,  τέλος, το  κακόν  και  ργάζου  διά  παντός, λ λόγ, ργ  και  νθυμίσει, τό  γαθόν, πρός  δόξαν  το  ποιήσαντος, τρέφοντος, διατηροντος, ρντος  μς  καί ποικιλοτρόπως  ργαζομένου  τήν  σωτηρίαν μν.
  βίος  οτος, τέκνον  μου, εναι  μάταιος, εναι  καιρός  γώνων  καί  δοκιμασίας. Μή  ον  δυσχαίρενε, άν ποτέ στερεσαί τι τν  ναγκαίων  το  σώματος. Μή θύμει  άν   ποτέ    οράνιος  Πατήρ,  δι’ σθενείας σωματικς    δι’ λλων  τινν  πειρασμν, εδοκίσει  νά  σέ  δοκιμάσ. ν  πσι  εχαρίστει  τόν  Θεόν  καί πόμενε νδρείως, γινώ-σκουσα  τι ν  γαπ  Κύριος παιδεύει  ν  τούτ  τ  βί, μαστιγο  δέ  πάντα  νθρωπον ν παραδέχεται. Μή μφέβελε  περί  τς προνοίας  το  Θεο.   Θεός  πίστευε, τι σέ  γαπ, τι  φροντίζει  ς  πατήρ φιλόστοργος  πέρ  σο, τι  θά  σέ  προστατεύ  πάντοτε  καί  διαφυλάττ  βλαβ  πό  τάς  νέδρας  καί  τέχνας το  μισοκάλου  χθρο  μας. Περιποιο  τήν  γαθήν  σου  μητέρα, χε  δίστακτον  λπίδα  ες  τόν  δυνάμενον  καί γινώσκοντα  τά  πάντα  καί  κενος  θέλει  σοί  δώσει  καί  οκονομήσει  πν  ,τι γινώσκει   Ατο  γαθότης, τι σοί  εναι  φέλιμον. κενος  γάρ  μόνον  γνωρίζει, ποον  εναι  φέλιμον  ες  μς. Κγώ  δέ, καίτοι  μαρτωλός ν  καί  χείρων τν  πί  γς  πάντων, ο  παύσω πέρ  μν  δεόμενος  το  Θεο.
Θά  περιέλθω, άν    Θεός  θελήσ, πολλά  μέρη  τς  λλάδος, πρός  φέλειαν  πνευματικήν  μήν  καί  τν δελφν  μας Χριστιανν  καί  διά  τοτο  ο  δύναμαι  νά  σς  δώσω  πί  το  παρόντος  τήν  διεύθυνσίν  μου. λπίζω μετά παρέλευσιν 3 4 μηνν  νά  πανέλθω  ες  θήνας. Δεχθτε  δέ  πί το  παρόντος  μετά  ψυχικς χαρς  καί  εφροσύνης  τάς  ταπεινάς  μου  ταύτας  καί  λίγας  λέξεις  καί φυλάττετε  ς  κόρην  φθαλμο  σας  τάς πνευματικάς  μου  νουθεσίας  καί    Θεός - σς  πόσχομαι -  θα  οκονομήσ  ες  τό  μέλλον, πν ,τι  παιτεται διά  τήν  σωτηρίαν  σας.
Δότε  τούς  μούς σπασμούς  καί  τάς  ταπεινάς  μου  εχάς  καί  ελογίας  ες  τήν  γαθήν  μητέραν  σας  καί ες  τούς  λοιπούς  συγγενες  καί  γνωστούς.
  εχόμενος  καί εαγγελικς  σπαζόμενος  μς, ταπεινός  καί λάχιστος Πνευματικός, + ερώνυμος ερομόναχος, γιορείτης.
ν  Θεσσαλονίκ  καί  ν  μεγίστ  βί, 10η ουλίου  1920.
πιστολή  τς 21ης Νοεμβρίου  1920.
ν τ ν γί  ρει θ ερ  Μον Σιμωνόπετρας, Νοεμβρίου 21η 1920.
Τ ελαβεστάτ Δεσποινίδι, μ  δέ λίαν  γαπητ ν  Κυρί ησο  πνευματικ θυγατρί  Κυρία  νδρομάχ καί  τ γαθ  μητρί  ατς  χάρις, ερήνη  καί  σωτηρία  παρά  Θεο Πατρός  καί  Κυρίου  μν  ησο  Χριστο.
γιαίνω, τέκνον  μου  ν  Κυρί, δόξα  τ  Παναγάθ  Θε  μν, τ δοτήρι  καί  χορηγ  τν  γαθν, τοτο  δέ και  δι’ μς  εχομαι  πό  καρδίας  καί  πιθυμ  πό  ψυχς.
λαβον, τέκνον μου, μετ’ εχαριστήσεως καί  χαρς  περιγράπτου, τήν  ρααν  καί  μαργαριτοστόλιστόν σου  πιστολήν καί  χάρην  περβαλλόντως  ες  τήν  νάγνωσιν  το  περιεχομένου  ατς, διότι  μαθον διά  τν  ν ατ  γραφομένων  σας, τι    γαθή  σας  ψυχή  δέχθη  εχαρίστως  τάς  μάς ταπεινάς  συμβουλάς  καί  διότι  μοί πόσχεσαι  να τηρήσς  ατάς  ν  πάσ  τ  ζω  σου, ς  οσας  φελίμους  καί  γαθάς. Σύν  τούτοις  δέ  καί διότι  πιθυμες  νά  σο γράφω  τακτικά, διά  νά  σέ  παρηγορ  ες  τάς  περχομένας  σοι  θλίψεις  καί  διότι  μέ περίμενες νυπομόνως, καθώς  σοί  εχον  ποσχεθε, να  στηριχθς  διά  τν  λόγων  μου  ες  τήν  δόν  τήν σωτήριον  τς  ρετς.
 Δι’ λα  τατα, τέκνον  μου  γαπητόν, ηχαρίστησα  θερμς  πό  καρδίας  τόν οράνιόν  μας  Πατέρα  καί Θεόν, στις  ο  παραβλέπει  τάς  γαθάς  πιθυμίας  καί  δεήσεις  τν  λπιζόντων  διστάκτως  καί  πιστευόντων ληθς  ες  τό  πανάγιόν  Του  νομα, λλ’ οκονομε  πανσόφως  καί  ποικιλοτρόπως  τήν  μν  σωτηρίαν  καί προνοε  καταπαύστως  πέρ  μν  ς  φιλόστροργος  πατήρ  καί  ξαποστέλλει  ες  μς  μέ  τρόπους  διαφόρους, κενα  τά  ποα  μς  χρειάζονται  πρός  παρηγορίαν  καί  πρός  τήν  φέλειαν  τς  μν  ψυχς. ς  εναι  ον δεδοξασμένον  καί ελογημένον  τό  πανάγιόν  Του  νομα.
Εχαρίστησον λοιπόν  καί  σύ,  σεμνοτάτη  μου πνευματική  θύγατερ, πό  καρδίας  καί  ψυχς  τόν φιλάνθρωπον  Θεόν, τόν  πέρ  σο  οράτως  προνοοντα, τόν  γαπντά  σε  καί  φροντίζοντα  διά  τήν  σωτηρίαν σου  καί  τήν αώνιόν  σου  χαράν  καί  ετυχίαν. Πίστευε, τέκνον  μου, τι  σέ  γαπ    Κύριός  μας  ησος Χριστός  καί    Κυρία  μας  Παναγία  Θεοτόκος. Πίστευε, τι  τά  λυπηρά  που  σοί  συνέβησαν, τά  οκονόμησεν   Κύριός  μας  διά  τό  καλόν  σου. Πίστευε, τι  δι’ ατς  τς  μικρς  θλίψεως, μεγάλως  φελήθης  πνευματικς. Πίστευε, τι  δι’ νός  μικρο  πειρασμο,   Θεός  σοί  χάρισεν  να  πολύτιμον  καί νεκτίμητον  πράγμα. Πίστευε, τι  ερκες διά  μικρς  τινός στενοχωρίας να  πολύτιμον  θησαυρόν.   γάρ  Θεός, τέκνον  μου, οκονομε  τά πάντα  πανσόφως  καί  διά  μέσου  τν  λυπηρν  μς  δίδει  τά  φέλιμα  καί  χαρμόσυνα. Καί  κε  που ερισκόμεθα  ες  σχάτην  πελπισίαν  καί  μεγάλην  στενοχωρίαν, νελπίστως  παντμεν  νώπιον  μν  κενο τό  ποον  δύναται  νά  μς  παρηγορήσ, χαροποιήσ  καί  γλυτώσ  πό  τάς  δολίους  παγίδας  το  φθονοντος μν   τήν  σωτηρίαν  ρχεκάκου  φεως  Σατάν.
Λοιπόν  χαρε, τέκνον  μου  ν  Κυρί  γαπητόν, χαρε  τι    Θεός  εμαι  βέβαιος τι σέ  γαπ. Χαρε, τι τό  νά  μέ  συναντήσς  ες  τόν  γιον  τς  ναλήψεως  ναόν, δέν  το  τοτο  λλο  τι    μή  θεία  οκονομία, διά  νά λάβς  σύ  μέν  παρηγορίας  φάρμακα παρ’ μο  το  λαχίστου  καί  νά  ξιωθς  νά  χς  λληλογραφίαν  μέ Πνευματικόν  γιορείτην  ερέα, να  παρ’ ατο  διδάσκεσαι  τά  σωτήρια  καί  στηρίζεσαι  καί  νισχύεσαι  ες  τήν κατόρθωσιν  τς  ρετς, γώ  δέ να  ξιωθ νά  λάβω  μισθόν παρά  Θεο, διά  τήν  πρός  τόν  πλησίον  γίαν γάπην.
ρς, τέκνον  μου, πόσον  μς  γαπ    Κύριός  μας; ρς  πόσον  φροντίζει  δι’ μς  τούς  ταπεινούς; ρς  πόσον  πανσόφως  οκονομε τήν  σωτηρίαν  μας; ρς, τι  δέν  μς  γκαταλείπει, ταν  ερισκόμεθα  ες νάγκην, στενοχωρίαν  καί  λύπην  μεγάλην; Λοιπόν  γαπήσωμεν  καί  μες, τέκνον  μου, τόν  τοσοτον  γαπντα μς πανάγιον Κύριον. Τηρήσωμεν  τάς  γίας  Του  ντολάς. ς πομείνωμεν  εχαρίστως  διά  τό  γιόν  Του  νομα τά  λυπηρά  τς  παρούσης  προσκαίρου  ζως. ς  φυλάξωμεν  μς  ατούς  καθαρούς  πό  παντός  μολυσμο σαρκός  καί  πνεύματος. ς προσευχόμεθα  συνεχς  καί  καθαρς. ς  πέχωμεν  πό  συναναστροφάς  καί συνομιλίας  νθρώπων  μελν  καί  νηθίκων. ς  φυλάττωμεν  τάς  γίας  Τεσσαρακοστάς,  Τετάρτας  καί Παρασκευάς. ς  πηγαίνωμεν  ες  τάς  εράς  κκλησίας, νά  κροώμεθα  προσεκτικς  καί  μετά  πολλς  ελαβείας τόν  λόγον  το  Θεο. ς  ξομολογούμεθα  συχνάκις  ες  νάρετον  Πνευματικόν  ερέαν  καί  ς  φυλάττωμεν κριβς  σα  κενος  μς  διδάξ  καί  συμβουλεύσ, διότι  ο  Πνευματικοί, τέκνον  μου,  καί  μάλιστα  ο  νάρετοι, ο  τόν  πλησίον  των  γαπντες  ς  τόν  αυτόν  των  καί  πέρ  τς  σωτηρίας  ατο  φροντίζοντες,  ς  πατέρες γαθοί  καί  φιλόστοργοι, ο  τοιοτοι - λέγω, τέκνον  μου -  εναι  πί  τς  γς  ντιπρόσωποι  το  Θεο  καί  σα  ν λύσωσιν  εναι  λελυμένα  καί  σα  δέσωσιν   εναι  δεδεμένα  καί  σα  ν  συμβουλεύσωσιν  εναι  καλά  καί φέλιμα, διότι  διά  το  στόματος  ατν  μς  μιλε    Κύριός  μας  ησος. Διά  τοτο  λέγει γία  Γραφή, «χείλη  ερέως  ο  ψεύδονται».


          Σύν  τούτοις  δέ,  ς  λαλμεν  πάντοτε λόγια  λίγα  καί  καλά, ληθ  καί  φέλιμα. ς  ναγινώσκωμεν βίους γίων  προσεκτικς. ς πέχωμεν  πό  χορούς, τραγούδια, θέατρα  καί  συμπόσια. ς  μή  κατακρίνωμεν  τόν πλησίον  μας. ς  εχόμεθα  πέρ  τς  σωτηρίας  πάντων. ς  λαλμεν  καλά  πέρ  πάντων. ς ελαβούμεθα  καί σεβόμεθα  τούς  νωτέρους  μν  καιί γεροντοτέρους, τούς  γονες  μν  καί  ερες  καί  ς  πακούωμεν προθύμως  ες  τάς  κατά  Θεόν  συμβουλάς  ατν. ς  νθυμούμεθα  δέ  πάντοτε, τι  εμεθα  διαβάται  ες  τοτον τόν  μάταιον  κόσμον  καί  τι  λα  τά  πράγματα  το  κόσμου  τούτου  εναι  μάταια, ψευδ, φθαρτά  καί  πατηλά. Μόνον  τά  ργα  τς  ρετς  εναι  ληθ  καί θάνατα  καί  μόνον  ατά  συνοδεύουν  τήν  ψυχήν  μας  καί  πέραν το  τάφου  καί  μς  εσαγάγουν  ες  τήν αώνιον  ζωήν, χαράν  καί  βασιλείαν, τά  δέ  λοιπά  λα  μένουν  δ  καί οδέν  ξ’  ατν  δύναται  νά  μς  συνοδεύσ  μετά  θάνατον.   πλοτος,   δόξα,   τιμή, τά  μεγάλα  ξιώματα, α δοναί  τς  σαρκός, α  τρυφαί, α  περιποιήσεις, τά  πολυποίκιλα  βρώματα  καί  πόμματα, τά  πολύτιμα  καί λαμπρά νδύματα, πιπλα  καί ποδήματα, τά  μεγαλοπρεπ  νάκτορα, τά  θέατρα, ο  χοροί,
τά  τραγούδια, α  πανηγύρεις, α  κιθάραι  καί  τά  λοιπά, λα  εναι  μάταια  καί  οδέν  μς  φελον, λλά  μόνον μς  βλάπτουν, ψυχικς  καί  σωματικς.
  σκοπός, τέκνον  μου, δι’ ν μς  ποίησεν    Θεός  εναι  διά  νά προετοιμασθμεν  π’ δ  διά  τήν  μέλλουσαν  ζωήν, τουτέστιν  να  πράξωμεν  ργα  καλά, δι’ ν    νθρωπος  ποκτ  τήν  αώνιον  μακαριότητα  καί  νάπαυσιν. Μακάριος  δέ  καί  τρισμακάριος  εναι  κενος  στις πολλά  τοιατα  ποιήησει, διότι  θά  χαίρ  καί  γάλλεται  αωνίως  μετά  πάντων  τν  γίων.
Τατα  ν  συντόμ  καί  μεγίστ  βί  σοί  γράφω, λίαν  μοι  γαπητόν  τέκνον,  τά  ποα  δέξαι  ς  λόγια Θεο, διότι  ξέρχονται  πό  καρδίας  γαπώσης  εαγγελικς  σέ  καί  τήν γαθήν  σου  μητέρα.
  γαπν, εχόμενος  καί  ελογν  μς  πό  καρδίας  καί  σπαζόμενός  σας, ταπεινός  καί  λάχιστος  Πνευματικός  + ερώνυμος  ερομόναχος, πρ. γιοπαυλίτης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου