Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Θεοδόσιος ιεροδιάκονος Καρυώτης (1926 - 2012)

Κατά το έτος 1939 ένα δεκατριάχρονο αγνό, ήσυχο και σεμνό χωριατόπουλο από τα χωριά της Πελοποννήσου ήρθε στο Ίβηρίτικο Κελλί της Αγίας Άννης να γίνει μοναχός. Γέροντας τότε στο Κελλί ήτο ό εκ Πατρών ορμώμενος, αλλά με Στεμνιτσιώτικη καταγωγή, Μοναχός Θεοδόσιος με συνοδεία τους μονάχους Μόδεστο, Λάζαρο, Πολύκαρπο και τον αλησμόνητο Γεώργιο (Ζήτο).
Την εποχή εκείνη ήρχετο κατά καιρούς από την Ίβηρίτικη Σκήτη του Τίμιου Προδρόμου όπου διέμενε, χάριν πνευματικής φιλίας και συμπνευματισμού, ό μετά ταύτα καθηγούμενος της Ί. Μονής Αγίου Παύλου, Ιερομόναχος Ανδρέας, ό ενάρετος και άγιος εκείνος άνθρωπος. Ολίγων προ του Β' Παγκοσμίου πολέμου ό Γέρων Ανδρέας επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του όπου διηγούμενος τα της σκητιώτικης ζωής του, είπε στους παραδελφούς του Άγιοπαυλίτες πώς στο Κελλί της Αγίας Άννης προσήλθε να μονάσει ένας άγγελος.
Με αυτόν τον άγγελο μας αξίωσε ό καλός Θεός να ζήσουμε μαζί 15 ολόκληρα χρόνια και σήμερα που επιτελούμε το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του, όφειλετικά και εύγνωμόνως επιθυμούμε να αναφερθούμε στην όσια και αγγελική βιωτή του, αφού βεβαίως πρωτίστως σας ευχαριστήσουμε ολόψυχα όλους για την παρουσία και συμπροσευχή σας υπέρ μακάριας μνήμης και αιώνιας αναπαύσεως της ψυχής αυτού.
Ό κατά κόσμο Θεόδωρος Κοΰζιος, τέκνο του Φωτίου και της Ελένης Κοΰζιου, γεννήθηκε το έτος 1926 στην Τοπόριστα -το σημερινό Θεόκτιστο- Γορτυνίας, όπου μαζί με τα άλλα δυο αδέλφια του, τον Γεώργιο και τον Παναγιώτη, τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Εκείνα τα χρόνια ένα θαυμαστό γεγονός, που συνέβη στον ίδιο, τον έκανε πιο ευλαβή και θεοφοβούμενο. 
Διερχόμενος έξω από το παρεκκλήσι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου είδε  ένα μικρό κορίτσι να κόβει αχλάδια από μία αχλαδιά που ητο στην αυλή του παρεκκλησίου. Τότε φώναξε: «Έλα 'Αϊ Γιώργη και σε κλέβουν». Αμέσως άνοιξε ή πόρτα του Ναού και ξεπρόβαλε ένας πανέμορφος και λαμπρός νέος που κοίταξε διερευνητικά, αλλά και συγχρόνως γλυκά τον μικρό Θεόδωρο. Πάντα ένεθυμείτο την ομορφιά αυτού του νέου, που προφανώς δεν ητο άλλος από τον Άγιο Γεώργιο που εξαφανίστηκε πάραυτα.
Στο Άγιον Όρος ήλθε μαζί με άλλα παιδιά από το χωριό του, δυο εκ των όποιων -οι αυτάδελφοι Γεράσιμος και Ιωακείμ του Ίβηριτικού Κελλίου της Μεταμορφώσεως- ήσαν και συγγενείς του. Σε λίγο κηρύχτηκε ό πόλεμος του 1940 και ή εντολή της τότε Ελληνικής Κυβέρνησης ητο όλα τα ανήλικα παιδιά που διέμεναν στο Όρος, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ό Θεόδωρος επειδή ητο αποφασισμένος όχι μόνο να ζήσει, αλλά και να πεθάνει στο Περιβόλι της Παναγίας, για να μη τον ανακαλύψουν οι αστυνομικοί, επί ένα ολόκληρο χρόνο έκρύπτετο στο υπόγειο του Κελίου.
Ή μοναχική του κουρά έγινε το 1944 (24/2) και έλαβε το όνομα του Γέροντος του, Θεοδόσιος. Το 1952 (19/5) χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό του Κελίου από τον «γέρο Δεσπότη», όπως τον αποκαλούσε, Μιλητουπόλεως Ιερόθεο. Παρέμεινε διάκονος σε όλη του τη ζωή και δεν δέχτηκε να χειροτονηθεί ιερεύς «από ευλάβεια προς την Ιεροσύνη» όπως έλεγε γι' αυτόν ό ηγιασμένος Γέροντας Παΐσιος.
Από το 'Άγιον Όρος εξήλθε ελάχιστες φορές και σε μία από αυτές κατόπιν πολλής πιέσεως από τον παραδελφό του, πατέρα Γεώργιο, επισκέφτηκε το χωριό του να δει τους γονείς και τ' αδέλφια του. Μία άλλη φορά, κατόπιν δικής μας πιέσεως δέχτηκε να πάμε στους Αγίους Τόπους και το Όρος Σινά, όπου -αν και γέρων 75ετής-άνέβηκε με πολύ πόθο και ενθουσιασμό στην αγία Κορυφή.
Είπαμε στην αρχή του ταπεινού μας λόγου πώς ό μακάριος Γέρων Ανδρέας ό Άγιοπαυλίτης τον απεκάλεσε «άγγελο». Αν ήτο δυνατόν να ζούσε μέχρι σήμερα και μάλιστα να ζούσε μαζί με τον Γέροντα Θεοδόσιο για 15 ολόκληρα χρόνια όπως εμείς και έβλεπε το μακάριο και όσιακό του τέλος, ασφαλώς δεν θα μετάνιωνε γι' αυτόν τον χαρακτηρισμό του. Και να γιατί:
Ό Γέρων Θεοδόσιος ήτο άνθρωπος βαθειάς πίστεως. Πίστευε ακράδαντα στον Θεό και Τον αγαπούσε πραγματικά. Καρπός αυτής της πίστεως ήτο ό φόβος του Θεού που τον διακατείχε πάντοτε και ή ευλάβεια του στα θεια. Ή αγάπη του για την λατρεία του Θεού μέχρι τέλους αμείωτη. Όταν για έναν χρόνο μετά την τελευτή του Γέροντος Γεωργίου παρέμεινε μόνος, παρόλο που έκουράζετο υπέρμετρα με τις διάφορες δουλειές του Κελίου, έπ' ούδενί δεν άφηνε τις ακολουθίες και διάβαζε όλα τα γράμματα, τα όποια σχεδόν ήξερε απ' έξω.
Αυτός πού αγαπάει τον Θεό αληθινά -όπως όλοι γνωρίζουμε-άγαπάει και τον πλησίον πραγματικά. Γι' αυτό ήτο πάντα φιλόξενος, πάντα καταδεχτικός, πάντα εύπροσήγορος. Πρόθυμος να διακονήσει, να μαγειρεύει με επιμέλεια και ν' αναπαύσει όλους τούς γνωστούς και άγνωστους πού άρχοντα στο Κελλί. Ολίγων προ του θανάτου του βλέποντας ανθρώπους στο Κελλί, ρωτούσε αν έχουμε ετοιμασία, αν έχουμε μαγειρεύσει.
Εκεί όμως πού έδωσε εξετάσεις και πήρε άριστα ήτο ή υπομονή του, ή εργατικότητα του και προπαντός ή ταπείνωση του. Ήτο όντως άνθρωπος πολλής υπομονής και καρτερίας, ή δε εργατικότητα του μέχρι τα βαθειά του γεράματα μάς άφηνε άναυδους. Ότι άρχιζε, είτε  στο εργόχειρο στον τόρνο, είτε στις γεωργικές εργασίες το τελείωνε μόνος του. Ποτέ δεν μας ζήτησε βοήθεια. Με σιωπή προσευχόμενος και με σκυμμένο το κεφάλι ήργάζετο «από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός» και παρόλο που είχε σοβαρό πρόβλημα με την κοίλη του δεν το έβαζε κάτω. Πάλευε υπεράνθρωπα γιατί αγαπούσε και το Κελλί του, στο όποιο έζησε 73 ολόκληρα χρόνια, αλλά αγαπούσε και εμάς, τη συνοδεία του.
Για την ταπείνωση του που ήτο πηγαία και αληθινή θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες πολλές. Μόνο τούτο θ' αναφέρουμε, χαρακτηριστικό του ταπεινού του φρονήματος: όταν έσκυβαν ακόμη και λαϊκοί να του φιλήσουν το χέρι, αυθόρμητα έκανε και εκείνος το ίδιο. Και αν σε κάτι είχε άλλην άποψη, υποχωρούσε αμέσως λέγοντας «ας είναι και έτσι». Αυτή ή ταπείνωση του τον έκανε πράο και ήσύχιο. Τον έκανε να θέλει να ζει πάντα στην αφάνεια. Μου είπε κάποτε: «Εγώ ούτε σε εργάτη δεν έκανα παρατήρηση». Εντύπωση μεγάλη έκανε στον Γέροντα Παΐσιο -ό όποιος και το διηγείτο- ή στάση του Γέροντος Θεοδοσίου μέσα στο Ταχυδρομείο στις Καρυές, όπου έστέκετο σε μία άκρη με το κομποσχοίνι στο χέρι παραχωρώντας τη σειρά του ακόμη και σε νεωτέρους. Τότε είναι που είπε πώς: «Ό Θεοδόσιος είναι κεκρυμμένος θησαυρός». Και σαν «κεκρυμμένος θησαυρός» δεν θα μπορούσε ασφαλώς να μην είχε εξορίσει από μέσα του τον θυμό, την άργολογία και την κατάκριση. Έλεγε ό μοναδικός και ανεπανάληπτος μακαριστός π. Γεώργιος: «Αυτός ό Θεοδόσιος μουγγός πάει στις Καρυές μουγγός και γυρίζει ένα νέο δεν μου φέρνει από εκεί». Ητο ολιγόλογος, και όταν άνοιγε το στόμα του με το γλυκύτατο εκείνο μειδίαμα ό λόγος του ητο πάντοτε «αλάτι ήρτυμένος».
Πολλά είδαμε στον Γέροντα Θεοδόσιο και πολλά ζήσαμε κοντά του. Πολλά ακούσαμε και όντως πολύ ωφεληθήκαμε, όπως και όλοι οι επισκέπτες του Κελίου μας. Απ' όλα, ένα γεγονός μάς εντυπωσίασε περισσότερο, και παρόλο πού μειώνει εμάς τούς νεωτέρους θα το διηγούμαι πάντοτε. Σε έναν παροξυσμό και διαφωνία για κάτι μεταξύ μας ήρθε ανάμεσα μας και έβαλε μετάνοια σαν να έφταιγε εκείνος, λέγοντας πώς: «μήπως πρέπει να φύγω εγώ από το Κελλί για να ησυχάσετε;» Ή στάση του αυτή όχι μόνο μάς συγκίνησε, αλλά και μάς έκανε πιο προσεκτικούς.
Θα μπορούσα να πω πολλά, όμως θα καταπαύσω τον λόγο γιατί δεν επιθυμούμε να σάς κουράσουμε.
 Οι περισσότεροι άλλωστε γνωρίζατε και συναναστραφήκατε τον μακάριο Γέροντα μας, «το παιδί της Παναγίας» όπως τον απεκάλεσε σε ομιλία του ό σεβαστός Καθηγούμενος της Μονής μας, π. Ναθαναήλ. Σας ευχαριστούμε και πάλι ολόψυχα όλους που υποβληθήκατε στον κόπο να έλθετε στο μνημόσυνο του.
Και συ, Γέρων Θεοδόσιε, «μη εάσεις ημάς ορφανούς» τώρα που ή ολοφώτεινη ψυχή σου είναι μέσα στον παράδεισο, ενώπιων του θρόνου του Θεού «μη διαλείπης ημάς εποπτεύων». Εύχου να βαδίσουμε πάνω στα χνάρια που άφησες και συγχώρεσε μας για όσες φορές σε λυπήσαμε. 
Εμείς θα σε ευγνωμονούμε πάντοτε για το καλό παράδειγμα που μας άφησες και θα ευχαριστούμε από καρδίας τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό που μας έφερε μέσα στην στοργική πατρική αγκαλιά σου, όταν βρεθήκαμε απρόσμενα έμπερίστατοι, για λόγους πού Εκείνος μόνο γνωρίζει.
 Εύχου ακόμη να αξιωθούμε και εμείς οι περιλειπόμενοι της επουρανίου Βασιλείας «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος» και όπου «ήχος καθαρός έορταζόντων» και βοώντων άπαύστως αγγέλων και σεσωσμένων ανθρώπων: «Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Άγίω Πνεύματι νύν και άεί και εις τούς αιώνας των αιώνων αμήν.
Ιερομόναχος Άντίπας
Περιοδικό «ΠΡΩΤΑΤΟΝ» τεύχ. 129
Σχετικά:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου