-Τί θυμᾶσαι γιά τόν Γέρο Αὐξέντιο, πάτερ ῾Ησύχιε;
῾Ο
Γέρο Αὐξέντιος γεννήθηκε στήν Μάνδρα Ἀττικῆς Ἐλευσῖνος τό 1892. ῏Ηταν ἅγιος ἐκ γενετῆς. Κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν τόν ἔφθασε στήν ἀρετή. Τό καλοκαίρι δούλευε ξυπόλυτος γιά νά μή φθείρῃ τά παπούτσια του πού τοῦ εἶχε δώσει ἡ Μονή. Γι᾿ αὐτό σ' ὁλόκληρη τήν ζωή του, μόνο τρία ζεύγη παπούτσια ἐχάλασε. Συνεχῶς τά ἐμπάλωνε, τά ἐπιδιώρθωνε μέχρις ὅτου αὐτά διαλύθηκαν τελείως. Τά ράσα πού φοροῦσε, δέν ἦταν ράσα, ἀλλά μπαλωμένα κουρέλια, τά ὁποῖα οὔτε ὡς σκιάχτρα γιά τά πουλιά δέν ἔκαναν.
Κάποτε, ὁ Γέρο-Ἀνδρέας, θέλοντας ἀπό συμπάθεια νά τοῦ πετάξη τά κουρέλια αὐτά, τί νά κάνῃ; Ἐπῆρε τό βρεγμένο παντελόνι του πού εἶχε κρεμάσει ὁ Αὐξέντιος ἔξω ἀπό τό κελλί του καί στήν θέσι του ἔβαλε ἕνα ἄλλο δικό του καινούργιο. Σκέφθηκε ὅτι ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀντιληφθῇ, ἐφ' ὅσον ἦταν γιά πολλά χρόνια τελείως τυφλός.
῾Ο
Γέρο Αὐξέντιος μέ τήν ἀφή, κατάλαβε τό τέχνασμα, καί δέν πείραξε καθόλου τό καινούργιο παντελόνι. Στάθηκε κρεμασμένο στήν θέσι του ἕξι ἡμέρες.
Δέν εἶπε ἐν τῷ μεταξύ τίποτε σέ κανέναν, οὔτε ὁ ἕνας Μοναχός οὔτε ὁ ἄλλος. Κατόπιν ὁ Γέρο Ἀνδρέας, βλέποντας ὅτι ἀπέτυχε τό τέχνασμά του, ἔκανε τήν πρέπουσα ἀλλαγή.
῎Ετσι
ἐπῆρε τὀ δικό του κουρελιασμένο παντελόνι ὁ Γέρο Αὐξέντιος καί συνέχισε ἀθόρυβα καί σιωπηλά τήν ἀσκητική του ζωή μέσα στό κοινόβιο.
Μιά ἄλλη φορά, τήν ὥρα πού πήγαινε στήν Ἐκκλησία, ἔπεσε κάτω στά σκαλιά. Τά αἵματα ἔτρεχαν ἀπό τά μοῦτρα του. Οἱ Πατέρες ἐπῆγαν νά τόν βοηθήσουν, καί ἐκεῖνος δέν ἐστάματησε νά λέγῃ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Οὔτε ἕνα ὤχ!.. δέν ἠκούσθη ἀπό τό στόμα του. Γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς μάγειρος στά μετόχια τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ τότε ἐπιτρεπόταν ἡ κατάλυσις κρέατος, ἐκεῖνος ὅμως οὐδέποτε τό γεύθηκε, οὔτε καί τό ζωμό του. Παρ᾿ ὅλα αὐτά μαγείρευε ἄριστα, χωρίς νά δοκιμάζῃ τά καταλύσιμα αὐτά φαγητά.
῞Οταν ἦταν νέος Μοναχός, ἔμαθε ὅτι τήν ἐπαύριον θά ἔλθη νά τόν ἐπισκεφθῇ ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του. Ἐκεῖνος ἀπό τό πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας εἶχε πάρει τά βουνά, γιά νά κρατήσῃ τήν ἀρετή τῆς ξενητείας, καί νά διαφυλάξη στήν καρδιά του ἀμείωτο τόν πόθο τοῦ Θεοῦ καί τό ἄμισον μῖσος πρός τούς χοϊκούς συγγενεῖς.
῞Οταν ἦταν νέος Μοναχός, ἔμαθε ὅτι τήν ἐπαύριον θά ἔλθη νά τόν ἐπισκεφθῇ ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του. Ἐκεῖνος ἀπό τό πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας εἶχε πάρει τά βουνά, γιά νά κρατήσῃ τήν ἀρετή τῆς ξενητείας, καί νά διαφυλάξη στήν καρδιά του ἀμείωτο τόν πόθο τοῦ Θεοῦ καί τό ἄμισον μῖσος πρός τούς χοϊκούς συγγενεῖς.
Δέν εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά μνημονεύω τόν Γέρο Αὐξέντιο. Βλάκας ἔζησα καί βλάκας θά πεθάνω, γιατί δέν ἄγωνίσθηκα σέ κάτι πού ἔκανε αὐτός. Πολλοί Πατέρες ἀγωνίσθηκαν, ἀλλά κανείς δέν κράτησε στό ἔπακρο τό τρίπτυχον τῶν ἑξῆς ἀρετῶν τοῦ Γέρο Αὐξεντίου: Ἐργατικότης, σιωπή, εὐχή.
Κατά τόν Αον Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί ἐπήγαμε αἰχμάλωτοι στήν Ρωσία, ἀλλά σέ διαφορετικό λόχο. Αὐτός πρῶτα ἐμόνασε σέ ἕνα Μοναστήρι τῆς πατρίδος του, καί μετά ἦλθε ἐδῶ ὡς ρασοφόρος Μοναχός.
῞Ολους
μᾶς ἐδίδασκε πρῶτα μέ τό παράδειγμά του, καί ἐλάχιστες φορές μέ τό στόμα λέγοντας ρητά ἀπό τήν Φιλοκαλία, τήν ὁποίαν εἶχε διαβάσει ὁλοκληρη 10 φορές. Τελειώθηκε μέ ἅγιο τέλος στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, τήν ὥρα πού οἱ Πατέρες ἔψαλλαν στήν Ἐκκλησία τό «Φῶς ῾Ιλαρόν...» στήν ἀγρυπνία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. ῏Ηταν ἡλικίας 89 ἐτῶν. Μαζί του εὑρίσκοντο δύο νέοι ἀδελφοί τῆς Μονῆς. ῾Ο ἕνας ἀξιώθηκε καί εἶδε νά βγαίνῃ ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα σάν μία μικρή νύμφη καί νά περνάῃ τό νταβάνι πρός τούς Οὐρανούς. Σέ δέκα ἡμέρες τόν εἶδε πάλι ὁ ἴδιος ἀδελφός στόν ὕπνο του καί τόν ἐρώτησε. «Πάτερ Αὐξέντιε, πῶς περάσατε τά τελώνια;». Δέν εἶχα κανένα πρόβλημα, πάτερ. Μόνο ἕνα μικρό δαιμόνιο τῆς πορνείας τόλμησε νά πλησιάσῃ στά πόδια μου, ἀλλά ὅταν τό κοίταξα ἐξαφανίσθηκε». Εἴθε μέ τίς εὐχές του νά εὕρωμε καί ἐμεῖς λίγες σταγόνες τοῦ Θείου ἐλέους καί ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου βασιλείας.
-Ἐπειδή Γέρο ῾Ησύχιε, εἶσθε ὁ παλαιότερος Μοναχός στήν Μονή μας, ἔχετε ἀκούσει ἱστορίες γιά ἄλλους παλαιοτέρους Πατέρες;
Ναί. Μοῦ εἶχαν διηγηθεῖ οἱ γεροντότεροι Πατέρες, ὅταν ἤμουν νέος Καλόγερος, γιά τόν ῾Ιερομόναχο Γρηγόριο. Αὐτός γεννήθηκε στίς Κολλῖνες Λακωνίας τό 1841, καί ἦλθε στό Μοναστήρι μας τό 1864.
῏Ηταν
ἕνας ἀπό τούς ἀσκητικώτερους ἀδελφούς τῆς Μονῆς καί τό ζωντανό παράδειγμα τῆς ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Ἀκτήμων Μοναχός, τό στήριγμα τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν στά πνευματικά τους προβλήματα, ὁ σεβαστότερος ὅλων τῶν ἱερομονάχων, ἀκόμη καί τῶν ῾Ηγουμένων. Παρ᾿ ὅτι εἶχε ὀγκώδη κήλη, ἡ ὁποία τόν ἀνάγκαζε νά μένῃ νηστικός γιά μιά δύο ἡμέρες, οὐδέποτε ἔπαυσε γιά μιά δεκαετία. νά εἶναι ὁ μοναδικός ἐφημέριος τῆς Μονῆς. Σ' αὐτόν ἀνέθεταν καθήκοντα ἀναπληρωτοῦ οἱ ἡγούμενοι π. Συμεών καί π. Ἰάκωβος, ὁσάκις ἀπουσίαζαν ἀπό τήν Μονή. Ἀπεβίωσε στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς τό 1927 μέσα σέ πνευματική γαλήνη.
Μοῦ διηγήθηκαν ἀκόμη οἱ παλαιοί Πατέρες καί γιά τόν μοναχό ῾Ησαῒα. Αὐτός γεννήθηκε στή Πάτρα τό 1850, καί ἦλθε στήν Μονή τό 1880. ῏Ηταν Μοναχός μέ γενναῖο ἀγωνιστικό φρόνημα πού θύμιζε Πατέρες τοῦ Λαυσαϊκοῦ. Τό σπουδαιότερο ἀγώνισμά του, πού εἶχε βάλει στόν ἑαυτόν του μέχρι τά βαθειά του γεράματα, ἦταν ὅτι δέν ἐξάπλωνε ποτέ στό κρεβάτι.
Καθόταν τίς νύκτες σέ ἕνα σκαμνί καί προσευχόταν συνεχῶς. ῎Αν ἤθελε λίγο νά κοιμηθῇ, ἀκουμποῦσε τό κεφάλι του ἐπάνω σ' ἕνα τραπεζάκι πού εἶχε βάλει μπροστά του.
Ἀπέφευγε τελείως τήν κατάκρισι. ῞Οταν ὅλοι οἱ Πατέρες εἰργάζοντο σέ κοινές ἐργασίες τῆς Μονῆς, ὅπως π.χ. στό μάζεμα τῶν ἐλιῶν, ὁ π. ῾Ησαῒας ἐργαζόταν παράμερα γιά νά μήν ἀκούῃ τούς ἄλλους καί νά μή παρεκτρέπεται πρός τήν κατάκρισι.
Προαισθάνθηκε
τον θάνατόν του πρίν 24 ὧρες, καί ἐκάλεσε ὅλους τούς Πατέρες γιά νά συγχωρηθοῦν. Ἀπῆλθε πρός τά οὐράνια σκηνώματα μέ χαρά καί ἀγαλλίασι τό 1920, σέ ἡλικία 70 ἐτῶν. Εἴθε μέ τίς προσευχές του καί ἐμεῖς νά μιηθοῦμε κάτι ἀπό τήν ἀσκητική του διαγωγή. Ἀμήν.
Μοῦ διηγήθηκαν ἀκόμη οἱ παλαιοί Πατέρες, καί γιά δύο θαύματα τοῦ Προστάτου μας ῾Αγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ.
Τό πρῶτο ἔχει ὡς ἑξῆς: Κατά τό 1916, λόγῳ τοῦ πολέμου, ἐμαστίζετο ὁ κόσμος ἀπό τήν πεῖνα καί τήν φτώχεια. Τότε στό Μοναστήρι μας, ὑπῆρχε ἄλεσμα μόνο γιά μία παρασκευή ψωμιῶν. Γι᾿ αὐτό καί οἱ μοναχοί π. Χρύσανθος καί π. Μιχαήλ, κατέβηκαν στήν ἀποθήκη νά κοσκινίσουν τό τελευταῖο σιτάρι, νά τό ἀλέσουν καί νά ζυμώσουν τό τελευταῖο ψωμί. Ἐνῶ συζητοῦσαν μεταξύ τους γιά τήν δυστυχία πού γρήγορα θά τούς ταλαιπωροῦσε, παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά τους ἕνας ἀσπρογένης παπποῦς. Τούς εἶπε:
-Εὐλογεῖτε Πατέρες, τί κάνετε;
-῾Ο Κύριος, Πάτερ, καλῶς ὡρίσατε. Ἀπό ποῦ μᾶς ἔρχεσθε;
-Ἐγώ προέρχομαι ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας.
-῎Α, ἀπ᾿ ἐκεῖ κατάγεται καί ὁ Παπποῦς μας, ὁ ῞Αγιος Νικόλαος προστάτης τῆς Μονῆς μας.
-Πῶς τά περνᾶτε ἐδῶ; ῎Εχετε σιτάρι νά ζήσετε καί αὐτή τήν χρονιά;
-Αὐτό πού βλέπεις, Πάτερ, εἶναι τό τελευταῖο. Μετά μόνο ὁ Θεός καί ὁ ῞Αγιος Νικόλαος γνωρίζουν τί θα κάνουμε.
῾Ο
῞Αγιος Νικόλαος ἐπῆρε λίγο σιτάρι στά χέρια του, τό εὐλόγησε καί χωρίς νά τούς εἰπῇ τίποτε, ἐξαφανίσθηκε. ῎Εκτοτε οἱ Πατέρες, παρά τίς δύσκολες συνθῆκες σέ παγκόσμια
κλίμακα, δέν ἐπείνασαν, διότι ἐφρόντιζε γι᾿ αὐτούς ὁ ῞Αγιος Νικόλαος.
Τό δεύτερο θαῦμα πού ἔγινε τό 1911, σχετίζεται μέ τήν πανήγυρι τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, λόγῳ φουσκοθαλασσιᾶς, δέν πλησίασε κανένα ψαροκάϊκο γιά νά ἀγοράσουν ψάρια οἱ Πατέρες. Τότε εἴχαμε στήν Μονή ὡς παραμάγειρα τό Δόκιμο Μοναχό Γεώργιο, τόν μετέπειτα ξακουστόν γιά τήν ἀσκητικότητά του Χατζη-Γιώργη.
Αὐτός μέ τήν παρρησία πρός τόν Θεό καί τήν ἁγιότητα πού διέθετε ἀπό τά μικρά του χρόνια, προσευχήθηκε καί ἡ λύπη τῶν πατέρων μεταβλήθηκε σέ χαρά καί ἀγαλλίασι. Τήν νύκτα τῆς ἐν λόγῳ Πανηγύρεως, ἔβαλαν οἱ μάγειροι νά μαγειρεύσουν φασόλια.
Τό πρωῒ ὅμως κάποιος ἀδελφός πού κατέβηκε στήν παραλία, εἶδε παραδόξως πολλά καί μεγάλα ψάρια, βγαλμένα στήν ξηρά. Τί εἶχε συμβεῖ; Μέ τήν προσευχή τοῦ Δοκίμου Γεωργίου, ἡ θάλασσα φουρτούνιασε ἀκόμη περισσότερο καί ἔβγαλε στήν ξηρά τά ψάρια. Ἐπῆγαν οἱ Πατέρες, τά ἐπῆραν καί ἔγινε ἡ πανηγυρική τράπεζα μέ τό συνηθισμένο ἐπίσημο φαγητό.
-῾Ετοιμάζεσθε τώρα περισσότερο γιά τήν ἄλλη ζωή, πάτερ ῾Ησύχιε;
Προσπαθοῦμε
τώρα στά τελευταῖα, ὅσο μποροῦμε, ἀλλά ὁ νοῦς μου τρέχει πότε ἀπό ἐδῶ καί πότε ἀπ᾿ ἐκεῖ. Τώρα μοῦ ἦλθε καί νέο τηλεγράφημα: ῞Ενας πόνος μέ ἄρχισε στά πόδια, σάν νά μέ σουβλίζουν μέ τρυπάνι. Τέτοιο πόνο πρώτη φορά τόν αἰσθάνομαι στήν ζωή μου. Εἶναι κι αὐτό σημάδι ὅτι ὁ καιρός πλησιάζει γιά τήν ἀναχώρησι. Μοῦ εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι οἱ πειρασμοί ἔρχονται στό μελλοθάντο, τρεῖς μέρες ἐνωρίτερα γιά νά τόν πειράξουν.
-Πῶς θά σωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ὀγδοῆτες Μοναχοί, πάτερ ῾Ησύχιε;
Ἐσεῖς δέν δικαιολογεῖσθε νά μή σωθῆτε. ῎Εχετε στά χέρια σας τά ἅγια βιβλία. Σ᾿ αὐτά θά βρῆτε τούς τρόπους γιά νά ἀποκτήσετε τίς ἀρετές· τήν νηστεία, τήν σιωπή, τήν ταπείνωσι καί ἄλλες.
-Γιατί χρειάζεται ἡ νηστεία στήν ζωή μας, πάτερ ῾Ησύχιε;
῾Η
νηστεία χρειάζεται μόνο γιά τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν. ῎Αλλο σκοπό δέν ἔχει. ῞Οταν γίνουμε ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ, χωρίς πάθη καί ἁμαρτίες, ἡ νηστεία δέν μᾶς βλάπτει βέβαια, ἀλλά οὔτε καί μᾶς ὠφελεῖ. ῞Οπως καί οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου μας, δέν ἐχρειάζοντο νά νηστεύουν διότι ἦσαν μέ τόν Νυμφίο Διδάσκαλο Χριστό. ῾Ο νέος μοναχός πρέπει νά νηστεύῃ γιά νά καταπολεμήσῃ τά πάθη, ἀλλά καί ὁ γέροντας στήν ἡλικία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐστηρή νηστεία.
-Πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν μνήμη τοῦ θανάτου, πάτερ ῾Ησύχιε;
Αὐτό εἶναι τό κυριώτερο. Ἀλλά ἡ καλοπέρασι καί ἡ καλοφαγία εἶναι, οἱ πιό μεγάλοι ἐχθροί της. ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς χαρίζει σταδιακά ταπείνωσι, φόβο Θεοῦ καί εἰρηνική προσευχή. Οἱ Πατέρες μᾶς λέγουν νά βυθίζουμε τήν σκέψι μας στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, στήν ὥρα τῆς μελλούσης κρίσεως, καί στήν ἀπάντησι πού θά δώσῃ ὁ Δικαιοκρίτης Θεός γιά τό προορισμό τῆς ψυχῆς μας. ῞Ολες αὐτές οἱ σκέψεις μᾶς προκαλοῦν συντριβή καί τά μάτια μας βουρκώνουν. Στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας θά φυτρώσῃ ἡ ἐλπίδα ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Καθημερινά ὅμως νά προσπαθοῦμε νά ἔχουμε τό πένθος, διότι μέ αὐτό ἔρχεται ἡ ἐσωτερική ταπείνωσι καί ἁγία ἁπλότης.
-Μέ ποιά ἔργα θά σωθῇ ὁ Μοναχός, πάτερ ῾Ησύχιε;
Δέν σώζεται μέ τά ἔργα του, ἀλλά μέ τήν βαθειά ταπείνωσι. ῞Ομως γιά τόν Μοναχό, ὅλα χρειάζεται νά τά κάνῃ. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, ἡ ὑπακοή, ἡ ὑπομονή. Ἐμεῖς εὔκολα ἀγριεύουμε, ὅταν κάποιος μᾶς ἐλέγξῃ ἤ μᾶς προσβάλῃ. Αὐτό δείχνει ὅτι δέν ἔχουμε ἀκόμη προοδεύσει στήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως. ῾Ο ταπεινός εἶναι σάν τό γαϊδούρι. Τό κτυπᾶς καί δέν σοῦ μιλάει. Τό ὑβρίζεις καί δέν σοῦ ἀπαντᾶ. Τό μεταφέρεις ὅπου θέλεις καί δέν ἀντιδρᾶ, ἔστω κι ἄν εἶναι βαρυφορτωμένο. ῎Αμποτε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε τίς ἐνστικτώδεις ἀρετές τῶν ζώων καί γρήγορα θά φθάσουμε στήν ἀπάθεια.
-Γνωρίζεις ἄλλους Πατέρες ἤ εὐσεβεῖς λαϊκούς ἀπό τό ῞Αγιον ῎Ορος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐνάρετο βίο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου