-Γνωρίζεις ἄλλους Πατέρες ἤ εὐσεβεῖς λαϊκούς ἀπό τό ῞Αγιον ῎Ορος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐνάρετο βίο;
Ναί, γνωρίζω ἀρκετά γιά τό γέρο Βησσαρίωνα τόν Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε γιά πολλά χρόνια στά Μετόχια τῆς Μονῆς του. Δύο ἡμέρες πρίν φύγει ἀπό τά ἐγκόσμια, παρουσιάστηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος, Προστάτης τῆς Μονῆς του, ἐκεῖ στό Μετόχι τῆς Χαλκιδικῆς πού ἐδούλευε καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στό
Μοναστήρι, θά
ἔλθω σέ δύο ἡμέρες νά σέ πάρω». Πράγματι, ἐπέστρεψε στήν Μονή του. Οἱ Πατέρες καί ὁ ῾Ηγούμενος τόν ἐρώτησαν περίεργα γιατί ἐπέστρεψε. Ἐκεῖνος τούς ἔλεγε μέ χαρά τό γεγονός τῆς ἐλεύσεως καί εἰδοποιήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅτι μεθαύριο θά ἀναχωρήσῃ ἀπό τά ἐπίγεια γιά τά ἐπουράνια, ὅπως καί ἔγινε. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Εἴχαμε καί ἐμεῖς στό Μοναστήρι μας, ἕνα ἐργάτη, τόν Διογένη. Καταγόταν ἀπό τήν Μυτιλήνη. Πρό τοῦ θανάτου του ἦλθαν τά πονηρά πνεύματα μέ τήν μορφή γουρουνιῶν.
Τόν τραβοῦσαν, ἐγρύλλιζαν, θορυβοῦσαν. ῎Αλλοτε ἔπαιρναν διαφορετικές μορφές. Μιά φορά παρουσιάστηκαν δύο μαῦροι μέ κέρατα, κοντοῦ ἀναστήματος, οἱ ὁποῖοι τόν ἐκύτταζαν. Τότε ἦλθε ἕνας πελώριος δαίμονας ἀναστήματος μέχρι τριῶν μέτρων καί εἶπε στούς ἄλλους τούς μικρούς:
-Πᾶρτε τον αὐτόν, δέν ἔχει ζωή. Τί τόν περιμένετε; Τοῦ ἀπήντησαν οἱ ἄλλοι δαίμονες:
-Δέν εἶναι ἐντάξει στά χαρτιά μας. Δέν εἶναι δικός μας, δέν μποροῦμε νά τόν πάρουμε. --Τί εἶναι αὐτά πού λέτε; Τόσο καιρό τί κάνετε, γιατί δέν τόν ἑτοιμάσατε; (δηλαδή νά τόν ρίξουν σέ καμμιά ἁμαρτία).
Τότε οἱ μικροί δαίμονες, ἐδικαιολογοῦντο. ῾Ο ἀρχηγός τους θυμωμένος τούς ἄρχισε στά χαστούκια καί τούς ἐξαφάνισε. Μετά κάθισε ὁ ἴδιος ἀπέναντι ἀπό τόν ἀσθενῆ ἐπί μισή ὥρα, χωρίς νά λέγῃ ἤ νά κάνῃ κάτι. Τότε σέ δέκα λεπτά ἦλθαν συνοδεῖες ἀπό διάκους καί ἱερεῖς λαμπροφορεμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔμπαιναν στό κελλί τοῦ Διογένους. Περνοῦσαν ἀπό δίπλα του. Τόν χάϊδευαν στήν πλάτη καί τοῦ ἔλεγαν· «δικός μας εἶσαι, δικός μας. Κάνε ὑπομονή καί θά ἔλθουμε σέ τρεῖς ἡμέρες νά σέ πάρουμε. Καί πράγματι σέ τρεῖς ἡμέρες ἔφυγε. ῏Ηταν ἅγιος ἄνθρωπος ὁ Διογένης. Πρίν πεθάνει ἀξιώθηκε καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Καί τώρα τελευταῖα, ἄκουσα γιά ἕνα ἐργάτη, πού ἐργάσθηκε σέ πολλές Μονές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στόν ἀρσανᾶ τῆς Μονῆς Ξηροποτάμου. Ζοῦσε μόνος του καί τόν βρῆκαν πεθαμένο, μετά ἀπό 40 ἡμέρες. Τό θαυμαστό εἶναι, ὅτι ὄχι μόνο δέν ἀποσυντέθηκε τό σῶμα του, ἀλλά καί εὐωδίαζε σάν λείψανο ἁγίου. Δέν θυμᾶμαι ποιό ἦταν τό ὄνομά του. Τό παρόν γεγονός συνέβη τό 1981. Τό γνωρίζουν καί οἱ νεώτεροι πατέρες.
-Θυμᾶσαι, πάτερ ῾Ησύχιε, περιπτώσεις παιδαγωγικῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ πρός ἐσᾶς ἤ πρός ἄλλους Μοναχούς;
Μέ τήν ἐρώτησι αὐτή, πάτερ, μοῦ φέρνεις στήν μνήμη μου τό ἑξῆς γεγονός, πού συνέβη, ὅταν ἤμουν κηπουρός ἐδῶ εἰς τἠν Μονή μας.
Κάποτε ἦλθε ἕνας ἀσκητής ἀπό τά Καρούλια, καί μοῦ ἐζήτησε φασολάκια φρέσκα. Ἐκείνη τήν περίοδο εἶχαν ὡριμάσει αὐτά καί τοῦ εἶπα· «πήγαινε στό τάδε πεζούλι νά κόψῃς». Ἐκεῖνος ἐπῆγε σέ ἄλλο πεζούλι καί ἔκοψε ἄλλα φασολάκια πού δέν εἶχαν ὡριμάσει ἀκόμη.
῞Οταν
μοῦ τό εἶπε, ὄχι ἁπλῶς λυπήθηκα, ἀλλά ἀγανάκτησα καί τόν ἐμάλωσα. Μετά ὅμως πολύ τό ἐμετάνοιωσα πού τόν ἐστενοχώρησα. ῾Ο Θεός πού εἶδε τήν ἀγανάκτησί μου, δέν μέ ἄφησε ἀφρονιμάτιστον. Τήν ἑπομένη ἡμέρα τό πρωῒ ἐπῆγα σέ ἐκεῖνο τό πεζούλι πού ἔκοψε τά φασολάκια ὁ ἀσκητής, καί τί νά ἰδῶ; Τά φύλλα εἶχαν γίνει, ὄχι ἀπλῶς κίτρινα, ἀλλά στάκτη.
Σκέφθηκα νά καλέσω τόν ἀσκητή νά τοῦ ζητήσω συγνώμη καί νά τά εὐλογήσῃ, ἀλλά τό κακό ἦταν ἀνεπανόρθωτο. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν, ὅτι ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀφροσύνη καί μισαδελφία μου, τό Μοναστήρι στερήθηκε τά φασολάκια ἐπί δύο μῆνες.
Στά μεγάλα Μοναστήρια τοῦ ῎Αθωνα, ὑπῆρχε συνήθεια τό παλαιό καιρό νά πηγαίνουν οἱ ἀσκητές νά βοηθοῦν καί νά παίρνουν κάτι ἀπο τά εἴδη συγκομιδῆς γιά τόν κόπον τους.
Σέ μιά Μονή ἦταν περίοδος τρύγου. Ἐπῆγαν ἀρκετοί ἀσκητές νά δουλέψουν. Τό βραδάκι, ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ἐπῆρε ὡς εὐλογία ἕνα καλάθι σταφύλια, καί τά ἔκρυψε μέσα σέ ἕνα θάμνο, γιά νά τά πάρῃ ἀργότερα. ῾Ο οἰκονόμος τῆς Μονῆς, ἀνεκάλυψε τά σταφύλια.
Ἐπέπληξε ὡς κλέπτη τόν ἀσκητή, καί ὅλα τά σταφύλια τά ἐπάτησε. ῾Ο Θεός δέν ἀργεῖ καί ἐδῶ, ἕνεκα τῆς μισαδελφίας τοῦ ἀδελφοῦ Μοναχοῦ, νά ἐπιφέρῃ μεγάλη καταστροφή.
Τήν νύκτα ἔβρεξε τόσο πολύ, πού ὁ χείμαρρος ἔγινε ἕνα ὁρμητικό ποτάμι.
῞Ο,τι
εὕρισκε στό διάβα του τό παρέσυρε. ῎Ετσι οἱ κῆποι, τά ἀμπέλια, τά ἐλαιοτριβεῖα, τά σπίτια, τά πεζούλια, οἱ ἐργατοκαλύβες παρασύρθηκαν. Σκεπάσθησαν ἀπό τούς σωρούς τῶν χωμάτων καί τῶν πετρῶν καί τῶν τεραστίων βράχων.
῞Ολη
σήμερα αὐτή ἡ περιοχή, ἡ ὁποία ἄλλοτε ἦταν τεράστιος μοναστηριακός ἀμπελῶνας, πλησίον τῆς παραλίας τῆς Μονῆς μας, εἶναι ἕνα δάσος ἀπό πέτρες, χαλίκια, ἄμμο καί θάμνους. Αὐτός ὁ κατακλυσμός, μοῦ ἔλεγαν οἱ Πατέρες, ἔγινε τό 1910.
Μία ἄλλη τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἔγινε σ᾿ ἕνα ἄλλο Μοναστήρι τό 1937. ῞Ενας ἀσκητής Μοναχός, ἦλθε στή Μονή αὐτή καί ἐζήτησε ὡς εὐλογία λίγες ντομάτες. Δυστυχῶς ὁ ἀδελφός κηπουρός, προφασιζόμενος ὅτι αὐτές πού ἔχει εἶναι λίγες καί δέν θά ἐπαρκέσουν οὔτε γιά τούς Πατέρες τῆς Μονῆς, ἀρνήθηκε νά τοῦ δώσῃ, ἔστω καί λίγες.
Τότε στενοχωρημένος ὁ ἀσκητής τοῦ εἶπε: «νά ἔχετε καί νά μή ἔχετε».
Πράγματι ὁ Θεός ἄκουσε τήν δίκαιη ἀγανάκτησί του, καί ἔκτοτε στήν Μονή αὐτή συμβαίνει τό ἑξῆς παράδοξο φαινόμενο. Φυτεύουν οἱ Πατέρες κηπουροί τούς βλαστούς νέας ντομάτας, βγάζουν λουλούδια, ἀλλά δέν καρποφοροῦν. Πέφτουν παραδόξως τά λουλούδια τους. ῞Ο,τι φυτοφάρμακα καί νά χρησιμοποιηθοῦν δέν φέρνουν κανένα ἀποτέλεσμα.
Σέ μιά ἄλλη Μονή ἐπῆγε ἕνας ἀσκητής ἀπό τά Κατουνάκια νά ζητήσῃ ἀπό τόν κηπουρό λίγες μελιτζάνες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: Ἔχω λίγες καί δέν ἠμπορῶ νά σοῦ δώσω.
Τίς χρειάζομαι γιά τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. ῎Εφυγε ὁ ἀσκητής λυπημένος, χωρίς νά εἰπῇ τίποτα. Τήν ἴδια στιγμή ὀργή Θεοῦ ἔπεσε στίς ρίζες τῶν μελιτζανῶν καί ἄρχισαν νά μαραίνωνται. Τό εἶδε τό φαινόμενο αὐτό ὁ κηπουρός, καί ἔτρεξε στόν ῾Ηγούμενο νά τό ἀναγγείλῃ.
Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νά φωνάξῃ ἀμέσως τόν ἀσκητή ἐκεῖνον γιά νά τίς εὐλογήσῃ. Πράγματι, μόλις ἐκεῖνος εἶχε φύγει, τόν ἐπρόλαβε. Τόν ἐγύρισε πίσω. Τόν παρεκάλεσε νά εὐλογήσῃ τίς μελιτζάνες. Τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο λίγες, ἀλλά πολλές καί ἄλλα τρόφιμα καί τόν κατευώδωσε μέχρι τήν πύλη τῆς Μονῆς. Κατά παράδοξον πάλιν τρόπον ἄρχισαν οἱ μελιτζάνες νά ἀναζωογονοῦνται.
Τό ἔτος 1990 ὁ γέρο Ἡσύχιος, σέ ἡλικία 94 ἐτῶν ἔσπασε τό ἕνα πόδι του.
Μεταφέρθηκε ἐπειγόντως στήν Θεσσαλονίκη γιά τήν χειρουργική ἀποκατάστασι τοῦ κατάγματος. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν ὄχι τόσο νά γίνη
καλά, ὅσο νά ἐπιστρέψη στό
Μοναστήρι μας. Τό θεωροῦσε ἁμάρτημα καί μοναχική ἀποτυχία νά πεθάνη ἔξω στόν κόσμο.
Μετά ἀπό
ἕνα χρόνο ἔσπασε καί τό ἄλλο πόδι του.
Μετά ἀπό
πιέσεις τοῦ ἰατροῦ καί τοῦ Γέροντος τῆς Μονῆς μας, βγῆκε στόν κόσμο γιά
τό χειρουργεῖο.
Μετά ἀπό κάποια βελτίωσί
του ἐζήτησε νά γυρίση
στό Μοναστήρι. Ἐπειδή
ἦτο ἰσχυρά κρᾶσις ἔζησε ἀκόμη ἐννέα χρόνια, στά ὁποῖα δέχθηκε τίς
φιλάδελφες περιποιήσεις ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ἐκ περιτροπῆς.
Ὁ
πόθος του ἦτο νά πεθάνη στήν
μνήμη τοῦ Γενεσίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἦτο ἡ ἡμέρα στήν ὁποία ἐκάρη μεγαλόσχημος
μοναχός. Δέν ἐκοιμήθη
τότε, ἀλλά τό
τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του συνέπεσε τήν ἡμέρα τοῦ Γενεσίου τοῦ Προδρόμου, τήν 23ην Ἰουνίου 1999.
Ὁ
Σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος ἀπουσίαζε γιά λόγους τῆς ὑγείας του στόν κόσμο. Ἐλυπήθηκε διότι θά ἀπουσιάζη ἀπό τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἡσυχίου. Μᾶς ἀπέστειλε τόν ἑξῆς ἐπικήδειο λόγο του:
Πρός τά ἐν
Κυρίῳ ἀγαπητά μου
πνευματικά τέκνα τούς Ὁσιωτάτους Πατέρας καί Ἀδελφούς τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μετανοίας.
Εὑρισκόμενος μακράν Ὑμῶν διά λόγους ἀναγκαίων ἰατρικῶν ἐξετάσεων, μή ἐπιδεχομένων ἀναβολήν, λυποῦμαι βαθύτατα, διότι
δέν θά δυνηθῶ
νά παραστῶ εἰς τήν κηδείαν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἡσυχίου, καθ᾿ ὅσον μάλιστα ἔχω καί λόγους
προσωπικῆς εὐγνωμοσύνης πρός αὐτόν, διότι ἀπό τῆς ἀρχῆς τῆς ἐγκαταβιώσεώς μας εἰς τήν Ἱεράν Μονήν μας ἐπέδειξε ἀπέναντί μου
παραδειγματικήν ὑπακοήν, σεβασμόν καί εὐλάβειαν. Οὐδέποτε δέ μέ ἐστενοχώρησεν, οὔτε εἰς τό παραμικρόν.
Εὐχαριστῶ τόν Κύριον, διότι
μᾶς ἐχάρισε τόν π. Ἡσύχιον, ὡς ὑπόδειγμα ἀγωνιστοῦ Μοναχοῦ.
Ἀπό
τό 1924 εἰς τό Ἅγιον Ὄρος μέχρι σήμερα, ἤτοι 75 ἔτη, δέν ἔπαυσε ἀγωνιζόμενος τόν
καλόν ἀγῶνα.
Διεκρίθη διά τήν πιστήν τήρησιν τῶν Μοναχικῶν του ὑποσχέσεων.
Τόν Κανόνα του καί τάς Ἀκολουθίας οὐδέποτε ἔφηνε. Ἠγάπα πολύ τήν εὐχήν καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μας πολλάκις ἐπαναλαμβάνων αὐτούς.
Ὑπηρέτησεν
ἐπί πολλά ἔτη εἰς τούς κήπους τῆς Μονῆς μας, μέχρι καί τοῦ βαθυτάτου γήρατος,
μέ πολύν κόπον καί αὐτοθυσίαν.
Δέν ἐπεδίωκε
τά ἀξιώματα, τήν
προβολήν, τάς ἐξόδους
εἰς τόν κόσμον.
Καρπός τῆς
βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης του ἦτο ἡ διαρκής αὐτομεμψία του, ἡ τελεία πτωχεία του, ἡ κατανυκτική κατάστασις τῆς ψυχῆς του.
Ἠγάπησε
τόν Θεόν περισσότερον ἀπό τόν ἑαυτόν του καί δι᾿ αὐτό ἐβίαζε τό σῶμα του εἰς τάς ὀρθοστασίας καί ἀγρυπνίας, καίτοι ἔπασχεν ἀπό δυνατούς πόνους εἰς τούς πόδας του.
Ἦτο
φιλάδελφος καί φιλάνθρωπος. Προσηύχετο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Εἰς ὅσους τοῦ ἐζήτουν συμβουλήν, ἔλεγε μέ διάκρισιν λόγους πνευματικούς καί παρακλητικούς καί ἁρμόζοντας διά τήν
περίπτωσιν ἑκάστου.
Διά τόν πολύν, διαρκῆ καί συνεπῆ του ἀγῶνα του, πιστεύω ὅτι ὁ Θεός τόν ἐχαρίτωσε καί μέ ὑπερφυῆ χαρίσματα, ὡς τό τῆς προοράσεως καί τῆς θεοπτίας, καθώς ἔχομεν ἀρκετάς ἀποδείξεις.
Οἱ ὀφθαλμοί τοῦ σεβαστοῦ μας π. Ἡσυχίου ἔκλεισαν ἐδῶ εἰς τήν γῆν μετά ἀπό 103 ἔτη ἐπιγείου ζωῆς. Οἱ ὀφθαλμοί τῆς μακαρίας ψυχῆς του ἄνοιξαν, διά νά θεᾶται τό ἀνέσπερον φῶς τοῦ Ἀναστάντος καί ἀναληφθέντος Χριστοῦ.
Μακαρία ἡ
ὁδός ἧ πορεύει σήμερον.
Ὑπάγεις,
Σεβαστέ μας π. Ἡσύχιε,
διά νά συναντήσης ὅν ἐπόθησες ἀγωνοθέτην καί ἀθλοθέτην Χριστόν, τήν γλυκυτάτην κοινήν μας Μητέρα καί
Προστάτιδα Κυρίαν Θεοτόκον, τούς δήμους τῶν ἁγίων, τόν Παππούλην, ὅπως τόν ἔλεγες, Ἅγιον Νικόλαον, τόν πρῶτον μας Γέροντα καί Κτίτορα Ὅσιον Γρηγόριον, τήν Καλλιπάρθενον Νύμφην τοῦ Χριστοῦ Ἁγίαν Ἀναστασίαν, τόν
μακαριστόν καί ἅγιον
Γέροντά Σου, Καθηγούμενον Ἀθανάσιον καί τούς λοιπούς Γρηγοριάτας Πατέρας μας, τούς
βιαστάς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Εὐχαριστοῦμεν τόν π. Ἡσύχιον, δι᾿ ὅσο μᾶς προσέφερε μέ τήν
θεάρεστον ζωή του. Ἁπλοῦς, ταπεινός, ἄσημος κατά κόσμον. Γνωστός ὅμως καί τίμιος ἐνώπιον τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πρωτοτόκων.
Χαῖρε, λοιπόν, ταπεινέ
Ἡσύχιε, καί ἀπολάμβανε ἐκτυπώτερον τό Φῶς τοῦ Ἀνεσπέρου Πάσχα
τῆς θείας Βασιλείας.
Ὁ
ἀγών ἐτελείωσε. Δέν
χρειάζεται νά βιάζης ἄλλο τόν ἑαυτόν σου.
Τό πολύαθλον καί ἀσκητικόν σου σῶμα θά κατατεθῆ ἐντός ὀλίγου εἰς τήν εὐλογημένην ἁγιορειτικήν γῆν μας καί θά ἀναμένη τήν κοινήν Ἀνάστασιν.
Προσεύχου καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν περιλειπομένων νά τελειώσωμεν ὅπως καί Σύ τόν
προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα θεαρέστως.
Νοερῶς
ἀσπάζομαι τό τίμιον
λείψανόν Σου εὐχαριστῶν τόν Κύριον, διότι
σέ ἠξίωσε νά τελειώσης
νικηφόρως τόν ἀγῶνα Σου κατά τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κόσμου.
Ἑνώνω
καί ἐγώ τάς ταπεινάς μου
προσευχάς μεθ᾿
ὅλης τῆς Ἀδελφότητός μας ὑπέρ ἀναπαύσεως ἐν χώρᾳ ζώντων τῆς μακαρίας σου ψυχῆς.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε,
πολυσέβαστε καί πολυαγαπημένα μας ἀδελφέ π. Ἡσύχιε.
Ὁ
ταπεινός συμμοναστής σου καί Πνευματικός σου Πατήρ Ἀρχιμ. Γεώργιος
14/27 Μαΐου 1999.
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω
2005
Ἐπιμέλεια
κειμένου Αναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου