«Ο υποφαινόμενος τυγχάνω γέννημα
και θρέμμα του χωρίου Βουνού της Τριπόλεως, ο υπό το κατά κόσμον όνομα
Αθανάσιος Δ. Σιερέτης».
Μέσα στα γραπτά του Γ. Αβερκίου,
βρίσκουμε σκόρπιες αναφορές γύρω από το πρόσωπο του, οι όποιες μαζί με άλλες
μαρτυρίες από επιζώντες μοναχούς, θα μας βοηθήσουν να σκιαγραφήσουμε το πρόσωπο
του και την ιστορική μαρτυρία του στην τότε αγιορείτικη ζωή.
Τελείωσε την εκκλησιαστική σχολή
της Τριπόλεως, της οποίας τότε σχολάρχης ήταν ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Θεόκλητος, με τον οποίο αργότερα συνεργάσθηκαν στο Μακεδονικό θέμα. Η νεανική
του επιθυμία ήταν να ακολουθήσει στη μοναχική ζωή τον αδελφό του, που ήταν ήδη
μοναχός στο Άγιον Όρος, τον π. Κοσμά. Οι γονείς του όμως ήταν ανένδοτοι και γι'
αυτό επινόησε ότι επιθυμεί να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σχολή της Χάλκης.
Έτσι, απέσπασε την ευχή των γονέων του και αναχώρησε. Αντί για τη Χάλκη, τον
δέχθηκε ο Άθωνας και τον γαλούχησε με ύδωρ σοφίας και ανδρείας.
«Ηλθον εις το Άγιον Όρος το έτος
1890, εύρον ενταύθα έως 8.000 μοναχούς. Εξ αυτών 3.500 ήσαν Έλληνες, 3.500
Ρώσοι και 1.000 Ρουμάνοι, Βούλγαροι και Σέρβοι».
Σε άλλο σημείο γράφει πάλι: «Αφιχθείς
δ' εν Αγίω Όρει το 1890 και διατελέσας το πρώτον υποτακτικός του αυτάδελφου μου
Κοσμά μοναχού, καθισματάρη Ξηροποταμηνού εν τω Κελλίω "Είσόδια"
παρέμεινα παρ' αυτώ εν έτος, μετά την πάροδον του οποίου αφού ούτος ασθενήσας
απεδήμησε προς Κύριον...». Το Κελλίον «Εισόδια της Θεοτόκου» βρίσκεται
άνωθεν της ιεράς μονής του Ξηροποτάμου, σήμερα δε είναι ερειπωμένο.
Ο π. Κοσμάς έπασχε από φυματίωση
σε βαρεία μορφή. Πιεζόμενος από τους γιατρούς να τρέφεται με γαλακτομικά
προϊόντα, είχε έντονο προβληματισμό, αν θα πρέπει να συγκαταβεί τη Μεγάλη
Τεσσαρακοστή. Προσευχόμενος για το θέμα αυτό, θεωρεί την Υπεραγία Θεοτόκο, η
όποια του λέγει: «είτε φας, είτε δεν φας, μετά το Πάσχα θα είσαι μαζί
μου». Στη συνέχεια, επειδή αδυνατούσε να κατέβει μέχρι τη Μονή, για να
ρωτήσει τον πνευματικό περί του οράματος, αν πρέπει να το αποδεχθεί ή όχι,
στέλνει τον δόκιμο αδελφό του. Ο δε πνευματικός, γνωρίζοντας την εσωτερική ζωή
του π. Κοσμά, είπε στον δόκιμο, να μην αμφιβάλει για το ορώμενο ο ασθενής
αδελφός του. Μάλιστα σε μία στιγμή της συνομιλίας λέγει προς τον δόκιμο τότε
Αθανάσιο: «Να ήξερες παιδί μου, τι αδελφό έχεις!». Ο π. Κοσμάς επέλεξε να
μην καταλύσει τη Μ. Τεσσαρακοστή, παρ' όλο το βάρος της ασθενείας και πράγματι
μετά το Πάσχα έκοιμήθη.
Ο δόκιμος Αθανάσιος είχε ρωτήσει
τον αδελφό του, τι να κάνει στη συνέχεια αυτός. Τον συμβούλεψε να πάει να
υποταχθεί στον τότε ακμάζοντα ιερομόναχο Κοσμά Σώτροπα εκ Χίου, Γέροντα του
Ιβηριτικού Κελλίου «Άγιος Γεώργιος» το επικαλούμενο των «Αβερκαίων». Πράγματι,
ο δόκιμος Αθανάσιος ακολούθησε την εντολή του αδελφού του και μετά την οσιακή
κοίμηση του, υποτάχθηκε στο εν λόγω Κελλίον, το όποιο είχε μεγάλη ιστορική
παράδοση, με πατέρες που είχαν διαπρέψει στη μοναχική ζωή. Το Ι. Κελλίον του
Αγίου Γεωργίου, φέρεται κατά παράδοση σύγχρονο με την ιερά μονή Ιβήρων και στο
υπόγειο αυτού υπήρχε παρεκκλήσιο αρχαίο. Εκεί αναφέρεται ότι ερχόταν ο άγιος
Γεώργιος, ο κτίτωρ της Μονής και ησύχαζε.
Στο Κελλίον αυτό διέπρεψαν πολλοί
και διάφοροι πατέρες. Κατά τον καιρό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821,
κατείχε αυτό ο ενάρετος μοναχός Συμεών, ο όποιος ήταν Γέροντας του π. Αβερκίου
του πρώτου, εκ του οποίου έλαβε και την επωνυμία. Πρώτα μόναζαν στο
Κουτλουμουσιανό Κελλίον «Άγιος Γεώργιος», όπου είχε ασκηθεί ο ιερομάρτυς άγιος
Κυπριανός. Εκεί αδικηθείς υπό της Μονής για ένα μύλο, έφυγε και αγόρασε το
Ίβηρίτικο Κελλίον του Αγίου Γεωργίου, διότι δεν ήθελε να αποχωρισθεί τον άγιο.
Ο Γέρων Συμεών έφθασε την ηλικία των 107 ετών, εκ των οποίων τα επτά τελευταία
διήλθε αόμματος.
Είχε τη συνήθεια ο αείμνηστος να
ψαρεύει και να διανέμει τα αγρευόμενα ψάρια σε διαφόρους μοναχούς και πτωχούς
λαϊκούς δωρεάν. Ακόμη είχε άλλη συνήθεια όπως, με τα περισσεύματα των εσόδων
του Ι. Κελλίου, να νυμφεύει πτωχά και ορφανά κορίτσια. Στο σκοπό του αυτό
συνέδραμαν και πολλοί άλλοι θεοφοβούμενοι χριστιανοί, δίνοντας σ' αυτόν
νομίσματα. Πολλές φορές, μόνος του μετέβαινε σε διάφορα χωριά της Χαλκιδικής
και με επιτήδειο τρόπο και μυστικό τα προίκιζε.
Στους διαδόχους του, πνευματικό π.
Κοσμά και Γέροντα Αβέρκιο, άφησε ως κληρονομιά πέντε μόνο γρόσια και την ευχή
του, η οποία ευχή δόξασε τον αείμνηστο Αβέρκιο. Αποδημώντας δήλωσε στους
υποτακτικούς του, ότι ουδέποτε παρέλειψε τα πνευματικά του, δηλαδή ακολουθία
και κανόνα.
Ακολούθως και ο Γέρων Αβέρκιος, ο
διάδοχος του π. Συμεών, εμιμήθη τον Γέροντα του και τα διέθετε όλα προς τον
ίδιο σκοπό. Ο Γ. Αβέρκιος εκατήγετο από το Τσοτύλι της Μακεδονίας. Διακρίθηκε
στην ιατρική τέχνη, την οποία επεμελείτο με άκρα φιλαδελφία και ανάργυρα.
Γράφει ο δόκιμος Αθανάσιος και μετέπειτα π. Αβέρκιος (ο δεύτερος), «διό
εκφράζω τον θαυμαστόν μου ου μόνον εγώ, αλλά και όλοι όσοι τους γνώρισαν, διότι
και ως ιατροί και ως πνευματικοί διέπρεψαν ... Όθεν ευγνωμόνων αυτούς, δεν
δυσκολεύομαι να ομολογήσω ότι θεωρώ εμαυτόν εύτηχή διότι συνέπεσε και έτυχον
υποτακτικός των».
Το 1864 ο Γ. Αβέρκιος κινδύνευσε
να εκδιωχθεί από το Κελλίον του υπό της Μονής, διότι έλαβε ενεργό μέρος στο
κελλιώτικο ζήτημα και διέθεσε μάλιστα περί τις 25 χρυσές λίρες. Διασώθηκε όμως
από τους υπόλοιπους 19 αντιπροσώπους της Ί. Κοινότητος, επειδή κατά καιρούς
είχε ευεργετήσει με την ιατρική του όλες τις Μονές. Ο Γ. Αβέρκιος απεβίωσε εις
ηλικία σχεδόν 80 ετών. Ο πνευματικός παπα-Κοσμάς, ως διάδοχος υπεδείχθη και
έκρινε τον δόκιμο Αθανάσιο, δίνοντας το όνομα του προαπελθόντος Αβερκίου του
ιατρού, εις μνημόσυνο αυτού.
Ο νεώτερος π. Αβέρκιος ανδρώθηκε
στη μοναχική ζωή με τις πνευματικές διδαχές και το παράδειγμα του παπα-Κοσμά.
Αργότερα, με ευγνωμοσύνη προς τους Γέροντες του πού τον γαλούχησαν στην εν
πνεύματι ζωή, έγραφε: «αν εγώ σιωπήσω περί της αρίστης διαγωγής των ανωτέρω
Γερόντων και του οσίου βίου των, οι λίθοι κεκράξονται».
Μετά την κοίμηση του παπα-Κοσμά,
διάδοχος έγινε ο π. Νεόφυτος Τσουλόπουλος εκ Πελοποννήσου, μετά του π. Αβερκίου
και του π. Γεωργίου. Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. δια λόγους «υψηλούς»
άφησαν το Ιβηρίτικον Κελλίον του Αγίου Γεωργίου. «Ολίγον προ του
Βαλκανικού πολέμου του 1912, οπότε είχεν αναφθεί το πυρ καθ' όλην την Μακεδονία
οι εδώ Ρώσοι μοναχοί δι' αφθόνου χρυσού ηγόραζον παν ότι αγιορείτικο ήτον
δυνατόν να πωληθη προς αυτούς. Τότε απεπειράθησαν με αντίτιμον 5.000 λιρών να
αγοράσωσι το εν Καρυαίς Κελλίον Άγιοι Αρχάγγελοι...». Ήθελαν να έχουν
οίκημα στο κέντρο των Καρυών για τη διευκόλυνση των σκοπών τους. Το ελληνικό
όμως προξενείο ατή Θεσσαλονίκη, ειδοποιήθηκε έγκαιρα και με συναίνεση του
σερβικού, εφ' όσον δεν υπήρχε Σέρβος αγοραστής, παρουσίασε Έλληνα αγοραστή. «...Τότε
ο υποφαινόμενος έπεισα τον αείμνηστο Γέροντα Νεόφυτο ιερομόναχο και το
ήγοράσαμεν, πωλήσαντες το ημέτερο ονομαστό Κελλίον των Αβερκαίων, το Ίβηρίτικον
Άγιος Γεώργιος, όπερ ήτο ησυχαστήριον εις τον κτήτορα της Μονής των Ιβήρων,
Αγιον Γεώργιον». Έτσι με την υποστήριξη των Σέρβων προϊσταμένων της μονής
Χιλανδαρίου, έναντι των Βουλγάρων, που χρηματίζονταν από τους Ρώσους, καθώς και
με τη μεσολάβηση των προξενείων της Θεσσαλονίκης, ελληνικού και σέρβικου,
αγόρασαν το Κελλίον Άγιοι Αρχάγγελοι στις Καρυές, περί το έτος 1908.
Ό Γ. Νεόφυτος απεβίωσε στις 9
Ιανουαρίου 1923, σε ηλικία 75 ετών, εις το νέο πλέον Κελλίον της συνοδείας των
Αβερκαίων, αφήνοντας ως διάδοχο και κληρονόμο τον μοναχό Αβέρκιο με πενταμελή
αδελφότητα. Ήδη, όμως ο π. Αβέρκιος Σιερέτης είχε ενεργό συμμετοχή στα ιστορικά
γεγονότα της εποχής του, ως ιδρυτικού μέλους της Ελληνικής Κελλιωτικής
Αδελφότητας. Όταν εξερράγη ο Βαλκανικός πόλεμος το 1912, το αίσθημα των Ελλήνων
μοναχών είχε κορυφωθεί.
Ή Κελλιωτική Αδελφότης είχε
αφειδώς προσφέρει χρήματα για τις ανάγκες των δεινοπαθούντων Ελλήνων στη
Βουλγαρία, καθώς και στους μακεδονικούς συλλόγους και στα αντάρτικα σώματα. και
πάλι έκανε έρανο μεταξύ όλων των Ελλήνων Κελλιωτών. «Εξέλεξεν αμέσως ή Ελληνική
Κελλιωτική αδελφότης τους Κελλιώτας Θεοδόσιον του Ίβηριτικου Κελλίου Αγία Άννα
και τον Αβέρκιο του Χιλανδαρινού Άγιοι Αρχάγγελοι, οίτινες μη φεισθέντες
κόπους, συνοίθρησαν από τους κελλιώτας 420 λίρας χρυσάς... και κόμισαν ταύτας
εις Αθήνας προς τον πρωθυπουργό κ. Έ. Βενιζέλο, έχοντες αποστολή ίνα λάβωσι
μέρος και εις την κηδεία του δολοφονηθέντος Βασιλέως Γεωργίου του Α'. Μεγάλη
ευχαρίστησι προυξένησεν ή παρουσίασις των ανωτέρω προς τον κυρ. Βενιζέλο, ουχί
τόσον δια τάς κομισθείσας λίρας, όσον δια τας πληροφορίας, αίτινες εδόθησαν
αυτώ εκ μέρους των ως άνω αδελφών».
Μαζί με τον ελληνικό στρατό, πού
κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, ακολούθησε και ο βουλγαρικός, για να φανεί και αυτός.
Εφθασαν τότε στο Άγιον Όρος περί τους εβδομήντα επίλεκτους Βούλγαρους
στρατιώτας με ένα λοχαγό, τους οποίους υπεδείχθη ή Βουλγαρική μονή του
Ζωγράφου.
Σε λίγες ημέρες έφθασαν στις
Καρυές, επιδεικτικώς, ψάλλοντας εθνικούς βουλγαρικούς ύμνους και ξαναγύρισαν
στη Ζωγράφου, προετοιμαζόμενοι για τη γενική επίθεση του 1913. Η ελληνική
κυβέρνηση ειδοποίησε τον αστυνόμο στις Καρυές Βεργογιαννόπουλο εκ Σπάρτης, για
τις κινήσεις αυτές. Ο αστυνόμος τότε, μη έχοντας μεγάλη δύναμη ανδρών, παρά
μόνον 2 με 3 άνδρες, κάλεσε τον π. Αβέρκιο για να τον συμβουλευθεί. Ο Γ.
Αβέρκιος ζήτησε και έλαβε την αδεία, και μάζεψε την ίδια ήμερα εκατό περίπου
κελλιώτας, έχοντας ως βοηθό τον μοναχό Γρηγόριο, κελλιώτη της Ι. Μ, Γρηγορίου.
Σε δύο μέρες οι κελλιώτες έγιναν διακόσιοι και μαζί με εκατό λαϊκούς,
οπλισμένοι και με παράταξη, έχοντας επικεφαλής τον αστυνόμο, έφθασαν στη
Ζωγράφου και την πολιόρκησαν. Στη Μονή είχαν κλεισθεί οι 70 στρατιώτες, όλοι οι
εργάτες και οι μοναχοί, έχοντας ως εφόδια τετρακόσια σακιά αλεύρι μαζί με άλλα
τρόφιμα. «Τον Ιερόν Λόχον όστις απηρτίζετο από Γέροντας μοναχούς και
υποτακτικούς, από ιερείς και ιεροδιακόνους, φέροντες ταινίας ελληνικός επί της
κεφαλής και των χειρών, και το όπλον κατέχοντες έπ' ώμου, προεπέμφθησαν εκ
Καρυών δακρυρροούντες εκ συγκινήσεως με εύχάς των πλείστων μοναχών του Αγίου
Όρους, οίτινες είχαν συγκεντρωθεί εις Καρυάς, απούσης της Ι. Κοινότητος». Όλον
το Σώμα του Ιερού Λόχου ήταν από κελλιώτες εκτός δυο Ιβηριτών μοναχών. Στη μονή
Ζωγράφου ήσαν ελάχιστοι εθνοφρουροί Έλληνες στρατιώτες, οι όποιοι με την
εμφάνιση του Ιερού Λόχου πήραν θάρρος, οι εντός όμως της Μονής κλεισθέντες,
τρομοκρατήθηκαν.
Αμέσως μόλις πολιόρκησαν τη μονή
έκοψαν το νερό και άρχισαν τις συνενοήσεις περί παραδόσεως. Ο αξιωματικός
Βούλγαρος αρνιόταν, περιμένοντας διαταγές και βοήθεια από τη Βουλγαρία. Τότε
του έδωσαν τελεσίγραφο, ή παραδίνεται, ή καίνε τη Μονή. Ευδόκησε τότε να
παραδοθεί ο βουλγαρικός στρατός στους εθνοφρουρούς και όχι στον Ιερό Λόχο,
παραδίνοντας 300 όπλα και 10.000 φυσίγγια.
Βέβαια, το σχέδιο του Ιερού Λόχου
ήταν ή τέλεια κατάληψη της Μονής και ο εξελληνισμός της, αλλά ο αστυνόμος
Βεργογιαννόπουλος υπέγραψε υπόσχεση να μη καταλάβει τη μονή ο Ιερός Λόχος.
Ενοχλημένη ή Ελληνική Κελλιωτική Αδελφότης από αυτό, εξέλεξε και απέστειλε τον
Γ. Άβέρκιο στη Θεσσαλονίκη για να εκθέσει τα γεγονότα στις αρμόδιες αρχές και
όπως λάβει διαταγή για την ανακατάληψη της Μονής Ζωγράφου. Οι αρμόδιοι, για
λόγους κυβερνητικούς, συνεβούλευσαν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Έτσι, ο
Ιερός Λόχος επέστρεψε με τη λεία των οπλών στις Καρυές, όπου έγινε δεκτός με
ακράτητο ενθουσιασμό και επευφημίες.
Για λίγο καιρό επεκράτησε στο
Άγιον Όρος ηρεμία. Στη συνέχεια έγινε ή έναρξη του πρώτου πανευρωπαϊκού
πολέμου.
Οι σύμμαχοι τότε έκαναν αποκλεισμό
στην Ελλάδα και ή πείνα άρχισε να γίνεται ολοφάνερη στο Άγιον Όρος, κυρίως
στους κελλιώτες και σκητιώτες, διότι οι περισσότερες μονές είχαν τα μετόχια
τους.
Τότε ή επιτροπή της Κελλιωτικής
Αδελφότητας, βλέποντας την κατάσταση, εξέλεξαν τον μοναχό Χρυσόστομο
Λαυριοκελλιώτη και τον μοναχό Άβέρκιο, τους οποίους και εφοδίασαν με χρήματα
και πιστοποιητικά της Αδελφότητας, επικυρωμένα από την αστυνομία, και τους
έστειλε στην Αθήνα, για να επιτύχουν αγορά σίτου για το Άγιον Όρος.
Ο αποκλεισμός ήταν στενός και
υπήρχε μεγάλη έλλειψη σίτου. Οι σύμμαχοι επέτρεπαν μόνον ένα ατμόπλοιο να
εκφορτώνει για ολόκληρη την Ελλάδα. Μέσω της κυβερνήσεως Γούναρη, οι δυο
μοναχοί δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν την προμήθεια. Βρήκαν μετά και παρεκάλεσαν
τον Ε. Βενιζέλο, ο όποιος δια προσωπικής του ενεργείας προς τους πρεσβευτας
Αγγλίας και Γαλλίας, επέτυχε να προμηθευθούν 160.000 οκάδες, ειδικά για το
Άγιον Όρος. Αργότερα διηγείτο ο Γ. Αβέρκιος, ότι από τη μία είχαν χαρά μεγάλη
για την ευλογία αυτή της Παναγίας, από την άλλη όμως είχαν τη δυσκολία, που να
βρουν άμεσα τόσα σακιά, για να τοποθετήσουν τόσο όγκο σίτου.
«Περπατούσα στους δρόμους του
Πειραιά στενοχωρημένος και κάνοντας κομβοσχοίνι στους Αρχαγγέλους, να μου
λύσουν αυτή την δυσκολία και να βρεθούν τα σακιά που χρειάζονταν. Κάθισα σ' ένα
παγκάκι μιας πλατείας ευχόμενος.
Με πλησιάζει ένα μικρό παιδί και
μου λέει:
-Παππούλη, φαίνεσαι
στεναχωρημένος.
Του εξηγώ τότε την υπόθεση, ότι μη
γνωρίζοντας τον Πειραιά, δεν ήξερα που να αποφανθώ, και όσους ρώτησα δεν
ήξεραν.
- Μη στενοχωριέσαι, μου λέει, και
μου έδειξε ένα μαγαζί ακριβώς απέναντι, - Εκεί θα βρεις όσα σακιά θέλεις. Και
με τον λόγο του αυτό έγινε άφαντο από μπροστά μου το μικρό παιδί. Πράγματι, όχι
μόνον βρήκα όσα σακιά ήθελα, αλλά μας τα έδωσαν και ευλογία».
Έλαβαν το σιτάρι, αλλά μέχρι να
έρθουν στο λιμάνι της Δάφνης, υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες και επιθέσεις από
τον γερμανικό στρατό. Δια θαύματος σώθηκαν από βέβαιο θάνατο, από τις
τορπιλίσεις των γερμανικών αεροπλάνων στην Καβάλα. Τελικά επέστρεψαν με αυτόν
τον θησαυρό. Η Κελλιωτική αδελφότης διένειμε το σιτάρι και σώθηκαν εκατοντάδες
άνθρωποι από την πείνα.
Συνέχισε επί σειράν ετών να
διακονεί την Ελληνική Κελλιωτική Αδελφότητα ως γραμματέας. Μετά την ψήφιση του
Καταστατικού Χάρτου και τη διάλυση της αδελφότητας, δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται
για τα κοινά και τη διατήρηση της αγιορείτικης παραδόσεως, όσον άφορα τους
κανονισμούς αλλά και την πνευματική ζωή. Σώζονται αρκετά περιστατικά που
αναδεικνύουν την πνευματική αρχοντιά που τον κατείχε. Στην κοινωνία των Καρυών
ήταν σεβάσμιος. Πρόσωπο άκρας εμπιστοσύνης.
Μία χρονιά, τον παρεκάλεσαν λόγω
δυσκολιών περί τα διακονήματα του Πρωτάτου, να αναλάβει τυπικάρης και ή
συνοδεία του, ο π. Γεώργιος, ως εφημέριος. Ανέλαβε τη διακονία και όταν
τελείωσε η χρονιά, τα χρήματα των μισθών τους δεν θέλησε να τα οικειοποιηθεί,
καθώς εδικαιούτο, αλλά έφτιαξε ένα ασημένιο Ευαγγέλιο και το δώρησε στο
Πρωτάτο, για να στολίζει μέχρι και σήμερα την αγία του Τράπεζα.
Κάποτε άκουσε ότι στα
Καυσοκαλύβια, εμπόδιζε ή Μεγίστη Λαύρα να γίνει ή κουρά ενός μοναχού, διότι ή
συνοδεία του χρωστούσε στη μονή ένα ποσόν. Ευθύς καβαλάει το μουλάρι και πηγαίνει
στη Μ. Λαύρα, συναντά τους προϊσταμένους και προσφέρει το ποσό το χρωστούμενο,
παρακαλώντας να επιτραπεί να γίνει ή κουρά του μονάχου,
Με τα Καυσοκαλύβια είχε αγαθές
σχέσεις, και οι πατέρες του έφερναν τα εργόχειρα τους, για να τα διαθέτει στο
μαγαζί πού είχε, το επιλεγόμενο «κομβολογάδικο». Μία φορά, σε ένα καλύβι των
Καυσοκαλυβιων, έπεσε ένας επικρεμάμενος βράχος και κατέστρεψε το οίκημα,
ευτυχώς χωρίς θύματα.
Οι πατέρες ζούσαν με το εργόχειρο
τους και δεν είχαν τη δυνατότητα ανακατασκευής. Το άκουσε αυτό ο Γ. Αβέρκιος,
τους κάλεσε και τους πρότεινε, να τους δανείσει το απαιτούμενο ποσόν, και από
τα εργόχειρα πού του έφερναν, να κρατάει το μισό ποσόν, για την εξόφληση, και
το υπόλοιπο να το έχουν να συντηρούνται. Οι πατέρες χάρηκαν και συμφώνησαν.
Με τέτοιες αγαθοεργίες ήταν γεμάτη
ή οσιακή ζωή του και άφησε αγαθή μνήμη στη μικρή κοινωνία των Καρυών.
Γαλουχημένος με τα παραδείγματα των Γερόντων του, Κοσμά ιερομόναχου και
Αβερκίου μονάχου, οι όποιοι ακολουθούσαν την παράδοση και την ασκητικότητα του Χατζηγεώργη,
παρέδωσε στην εξαμελή πλέον συνοδεία του, αυτό το αγωνιστικό πνεύμα. Ή
εσωτερική ζωή του Κελλίου περιστρεφόταν γύρω από τον άξονα, ακολουθία - εργασία
- προσευχή προσωπική. Απαγορευόταν οι άκαιρες επισκέψεις σε άλλα Κελιά, ή
κάθοδος στην αγορά των Καρυών και οι αργές συντυχίες. Στην ακολουθία απαιτούσε
προσοχή.
Το κομβοσχοίνι στο χέρι και κάθε
λέξη του διαβαστεί να ακούγεται ευκρινώς. Συνήθιζε να λέει ότι κάθε λέξη της
ακολουθίας, έχει τη δική της γεύση, που πρέπει να τη γευθείς και τότε ή ακολουθία
γίνεται πανηγυρική τράπεζα, τροφή ψυχής. Τόνιζε συνεχώς ότι ή χάρις του Θεού
έρχεται και σκηνώνει στην ακρίβεια της μοναχικής ζωής και όχι στη χαλαρότητα.
Ό υποτακτικός του ιερομόναχος
Γαβριήλ, έλεγε χαρακτηριστικά ότι ήταν ταυτόχρονα και αυστηρός, αλλά και μάνα
που σε παρηγορούσε στις δυσκολίες της μοναχικής ζωής. Θυμόταν, μία φορά, που
στον κήπο του Κελλίου, στην αχλαδιά, είχε βγει μόνο ένα αχλάδι, αλλά μεγάλο και
ωραιότατο.
Το είδε ο π. Γαβριήλ, το έκοψε και
το πρόσφερε στον Γ. Άβέρκιο με χαρά για να το γευθεί. Αυτός του είπε να το πάει
στο Κελλί το δικό του. Πέρασαν μερικές ήμερες και την επόμενη Κυριακή, σε
σύναξη της αδελφότητας, τον έστειλε να το φέρει και το μοίρασε δίκαια σε όλους.
Συνήθιζε τις Κυριακές τα πρωινά να κάνει σύναξη και να μελετούν όλοι μαζί ή το
Ευαγγέλιο, ή ένα πατερικό βιβλίο.
Μεγάλη ανάπαυση, του είχε δώσει ο
υποτακτικός του μοναχός Κοσμάς, για την άκρα και άδολη υπακοή του. Ο επίσκοπος
Ροδοστόλου Χρυσόστομος, έλεγε για τον π. Κοσμά, που τον γνώρισε, ότι ήταν κανών
υπακοής. Ό π. Κοσμάς, ως λαϊκός είχε έρθει στο Αγιον Όρος και πήγε στο
κατάστημα του π. Αβερκίου για να ψωνίσει. Πήρε αυτά που ήθελε και πάει στον π.
Αβέρκιο, του ανοίγει το χέρι με τα χρήματα του, και του λέει με μεγάλη
απλότητα. - Αυτά είναι τα χρήματα που έχω, κράτησε ότι ψώνισα και δός μου τα
ρέστα, μόνον μη με γελάσεις. Θαύμασε ο π. Αβέρκιος, το άδολο και τον ρωτά, για
ποιο λόγο ήρθε στο Αγιον Όρος. Εκείνος του απάντησε ότι ήρθε για να γίνει
μοναχός.
Τότε ο π. Αβέρκιος, βλέποντας τον
και εκτιμώντας την απλότητα του, του λέει, κάθισε εδώ και θα σε κάνω εγώ
μοναχό. Πράγματι, δεν λάθεψε ο π. Αβέρκιος, γιατί ο π. Κοσμάς πρόκοψε στη
μοναχική ζωή και στην προθυμία της υπακοής.
Στην τελευταία ασθένεια του π.
Άβερκίου, λίγο πριν το τέλος του, που χρειάσθηκε γάλα, και δεν βρέθηκε στις
Καρυές, πρόθυμα ο π. Κοσμάς, παρόλο το χιόνι, πήγε με τα πόδια μέχρι την
Ιερισσό, για να φέρει στον Γέροντα του. Στις δε τελευταίες του στιγμές, ο π.
Αβέρκιος κάλεσε την αδελφότητα και ενώπιον όλων, τον ασπάσθηκε και του λέει:
- Εύαρέστησες την ψυχήν μου, όσο
κανείς άλλος.
Στον δεύτερο Ευρωπαϊκό πόλεμο
έκλεισε το μαγαζί και αναγκάσθηκε, μαζί με την συνοδεία του Γέροντα Παϊσίου από
το Αγιοπαυλίτικο Κελλί της Υπαπαντής, να πάρουν ενοίκιο ένα μεγάλο μέρος του
ελαιώνας της Ι. Μ. Ξενοφώντος. Από τη σοδειά του ελαιώνας, εκτός του μεριδίου
της Μονής, το κάθε Κελλί μάζεψε αρκετό λάδι, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει
στις δυσκολίες του πολέμου.
Στις σημειώσεις του καταλήγει με
την έξης παράγραφο:
«Τα ανωτέρω γράφω τη 31η
Δεκεμβρίου παραμονή δηλ. του 1943. Τα γράφω όμως με τρέμουσαν σειράν διότι ή
ανωτέρω συνοδεία μου ευρίσκεται συνεχίζουσα το έργον της εν τη Ιερα Μονή
Ξενοφώντος καίτοι ευρίσκεται εις το τέρμα της ή εργασία.
Γράφω λέγω με τρέμουσαν χείρα
διότι επί 3 ημέρες ρίπτει ο θεός χιόνα ακατάπαυστον και οι δρόμοι και οι
συγκοινωνίες σκόπησαν. Το ψύχος είναι δριμύτατο. Τάς επισήμους αυτάς εορτάς ή
συνοδεία μου ευρίσκεται μακράν του οίκου της, μακράν εμού, μακράν της ησυχίας των,
και ούτως εχόντων των πραγμάτων δικαίως τρέμει ή χειρ μου, μήπως πάθη τις εκ
της συνοδείας μου εκεί η εγώ ενταύθα ως γέρων φιλάσθενος μετά του ετέρου
φιλάσθενου υποτακτικού μου Νεοφύτου. Πλην εύχομαι δι' αμφότερα τα μέρη, ίνα ο
Θεός δια της Θεοτόκου και των προστατών μας Αγίων Αρχαγγέλων και Αγίου
Γεωργίου, διαφυλάξει ημάς και το ταχύτερων γίνει ή αγαθή και συνεχής
συνάντησης. Γένοιτο».
Ό Γέρων Αβέρκιος έκοιμήθη το 1943.
Αιωνία του ή μνήμη.
Ί. Κ. Αρχαγγέλων-Άβερκαίων Ιούνιος
2009
μοναχός Παΐσιος Καρεώτης
Περιοδικό ΠΡΩΤΑΤΟΝ
τ. 115, Ιουλ.-Σεπ. 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου