Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Διονύσιος ιερομόναχος Κολιτσιώτης (1909 - 2004)

Ο Ρουμανικής καταγωγής Γέροντας Διονύσιος ήρθε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, το 1926, ενώ εδώ και οκτώ χρόνια είναι τυφλός. Στην συνέντευξη που παρεχώρησε μιλά για τις δυσκολίες των πρώτων ετών, για την επίπονη σωματική εργασία, αλλά και τους καρπούς της πνευματικής ζωής. Ο λόγος του άμεσος, καθάριος και εμπειρικός δίδει απαντήσεις για την παρουσία της Ορθοδοξίας σήμερα, για τα προβλήματα της σύγχρονης οικογένειας, την κελλιώτικη ζωή στο Άγιον Όρος, τις ανησυχίες των προσκυνητών του Αγίου Όρους. Σε όλα αυτά τα χρόνια που ζει ο Γέροντας στο περιβόλι της Παναγίας δεν παύει να ευχαριστεί και να ευγνωμονεί την Θεοτόκο και τον Χριστό για τις ευλογίες και τις θείες παρεμβάσεις τους στη ζωή του.
Γέροντα, τι σας ώθησε να έρθετε από τη Ρουμανία στον ευλογημένο τούτο τόπο; Γνωρίζατε για το Άγιον Όρος; Είχατε ακούσει κάτι σχετικό ή ήταν μία τυχαία απόφαση αναζήτησης; 
Το Άγιον Όρος έχει την υπερχιλιόχρονη ιστορία του. Δεν υπάρχει άλλο Άγιον Όρος στον κόσμο, στον πλανήτη μας. Ένα είναι. Και ακούσαμε ότι το Άγιον Όρος λέγεται και περιβόλι της Παναγίας. Και όλοι οι πατέρες που έρχονται εδώ, όλοι οι Ορθόδοξοι που έρχονται να γίνουν μοναχοί, δεν έρχονται με άλλον σκοπό, παρά μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βαδίζουν με ασφάλεια το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό και εμείς όταν ακούσαμε αυτή την ιστορία για αυτόν εδώ τον τόπο, προσπαθήσαμε μία παρέα να έρθουμε στο Άγιον Όρος. Εκείνα τα χρόνια ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα, διαφορετικά.
Και ποια χρονιά ήρθατε στο Άγιον Όρος; Ήρθατε μόνος;
Ήρθαμε το 1926. Ήμασταν μια παρέα από τέσσερις νέους. Ο ένας ήταν διάκος από τη Σκήτη Μάγκουρα της Μολδαβίας, (Ρουμανία), από όπου ξεκινήσαμε. Οι άλλοι δύο ήταν αδέλφια. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός, στην ηλικία των 17 ετών. Και ήρθαμε στο Άγιον Όρος. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, νιώσαμε σαν να πατήσαμε στον Παράδεισο. Ησυχία· όλοι οι πατέρες καλοί· όλοι έδειχναν αγάπη. Εκείνα τα χρόνια ήταν εδώ πολλοί Ρουμάνοι. Και υπήρχαν καλύβες και κελλιά ρουμάνικα. Εμείς θέλαμε να μας πάρουν συνοδεία σε κάποιο κελλί. Αλλά οι περισσότεροι είχαν συνοδεία και ήταν δύσκολο. Για να βγάλεις ένα κομμάτι ψωμί έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μας έλεγαν ότι είμαστε καλοί και νέοι –γιατί και εμείς γνωρίζαμε μερικά πράγματα για τη μοναχική ζωή από τη Σκήτη στη Ρουμανία– «αλλά, δυστυχώς», όπως μας έλεγαν, «έχουμε συνοδεία».
Γέροντα Διονύσιε, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στο Άγιον Όρος; Πού εγκατασταθήκατε όταν φτάσατε και ποιες οι μνήμες σας από την εποχή εκείνη η οποία θα πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολη για εσάς.
Πρώτα πήγαμε σε μία καλύβη στη Μονή Παντοκράτορος που ήταν Ρώσικη. Πέθαναν οι πατέρες κι έμεινε η καλύβη στη Μονή. Είχε μία πολύ όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αγοράσαμε την καλύβη από κάποιους πατέρες που ήταν εκεί και καθίσαμε πέντε χρόνια. Αλλά, καθώς εμείς είχαμε έρθει από τη Σκήτη στη Ρουμανία, δεν είχαμε δικά μας χρήματα. Με πολλές δυσκολίες είχαμε οικονομήσει τα ναύλα για το ταξίδι με το βαπόρι. Και εκείνη η καλύβη για να την αγοράσει κανείς στοίχιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ποιός θα μας έδινε δέκα χιλιάδες δραχμές; Κανείς δεν μας έδινε τόσα χρήματα. Υπήρχε ένας έμπορος Ρουμάνος. Είχε δουλέψει στα Ιεροσόλυμα, κι από εδώ κι από εκεί είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε ένα μαγαζί στις Καρυές. Λεγόταν Μιχαήλ. Εμείς τον παρακαλέσαμε να μας δώσει τις δέκα χιλιάδες δραχμές. Μας ρώτησε: «Ποιός είναι ο εξομολόγος σας;». Του λέμε: «Ο πατήρ Αντύπας». Και απαντά: « Αν εγγυάται αυτός για εσάς, τότε σας δίνω τα χρήματα· αλλιώς δε σας δίνω». Και δεν μας έδινε μέχρι να σιγουρευτεί κι εμείς περιμέναμε το γέρο-Αντύπα. Τελικά, αυτός τον παρακάλεσε και μας έδωσε ο έμπορος τα χρήματα. Δέκα χιλιάδες δραχμές ήταν τότε πολλά χρήματα. Πώς θα εξοφλούσαμε; Είμασταν πέντε πατέρες εκεί στο κελλί. Δύο πήγαμε στη Μονή Ιβήρων να δουλέψουμε ως εργάτες. Δεν είμασταν βέβαια μόνο εμείς. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία, και ήταν πολύς κόσμος. Πήγαμε στον προϊστάμενο της Μονής και μας είπε· «Καλά, καθήστε». Μέχρι τότε πλήρωναν 18 δραχμές την ημέρα. Αλλά εκείνη την ημέρα που πήγαμε εμείς αποφάσισε το Μοναστήρι να πληρώνει τους εργάτες 20 δραχμές την ημέρα. 20 δραχμές και το φαγητό και έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μόλις έβγαινε ο ήλιος έπρεπε να είσαι κοντά στην πύλη της Μονής και ο οικονόμος να σου δώσει τη δουλειά που έπρεπε να κάνεις. Και δούλευες όλη τη ημέρα. Δεν υπήρχαν «οκτώ ώρες» για την εργασία εκείνα τα χρόνια.
Δηλαδή, από το πρωί μέχρι να δύσει ο ήλιος;
Ναί, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αλλά όταν ο οικονόμος ήταν καλός, μας άφηνε λίγο πιο νωρίς να πάμε στην καλύβη που μέναμε. Και το φαγητό ήταν φασόλια. Το πρωί φασόλια, το βράδυ φασόλια. Μας έδιναν και σαρδέλες παστές και μισή οκά κρασί. Αυτά ήταν όλα τα καλά. Και δεν ήταν για μία ημέρα. Μπορεί να περνούσαμε έτσι όλο το μήνα, όλο το χρόνο. Αλλά είμασταν νέοι. Δουλέψαμε για να βγάλουμε τα χρέη. Και τί έπαιρνες εκείνα τα χρόνια με 20 δραχμές; Το ψωμί κόστιζε 8 δραχμές. Δούλευες όλη την ημέρα κι έπαιρνες δύο ψωμιά και μισό. Αλλά είμασταν νέοι και έτσι εργαζόμασταν σκληρά, ώστε να βγαίνει ο απαραίτητος μισθός σιγά -σιγά, εδώ στο Άγιον Όρος. Σε τρία χρόνια εξοφλήσαμε το χρέος. Όμως σου έδινε το Μοναστήρι 20 δραχμές, αλλά έπρεπε κι αυτοί που ήταν στο σπίτι να φάνε. Δουλεύαμε οι δύο, αλλά όμως αυτά πέρασαν.
Και στη συνέχεια ήρθατε απ’ ευθείας εδώ στην Κολιτσού στο κελλί του Αγίου Γεωργίου; Ποιά ήταν η πορεία σας, πώς βρεθήκατε εδώ;
 Από εκεί βρήκαμε κάποιον άλλο, πολύ καλό άγιο Γέροντα, και μας είπε: «Μήν παιδεύεστε εδώ πέρα». Αυτός είχε μία άλλη καλύβη τον «Άγιο Τύχωνα», πιο ψηλά, στις Καρυές. Πήγαμε και καθήσαμε εκεί άλλα πέντε χρόνια. Και το 1937 κατεβήκαμε στην Κολιτσού. Το κελλί εδώ του Αγίου Γεωργίου είχε τότε μόνο την εκκλησία. Αυτό το σπίτι δεν υπήρχε. Η εκκλησία ήταν χωριστά. Κι εκεί που είναι τώρα το μαγειρείο εκεί μαγείρευαν και οι παλιοί κι ήταν και σαν τράπεζα. Εδώ που είναι το σπίτι ήταν βουνό. Εμείς είμασταν έξι – επτά νέοι. Καθώς, λοιπόν, είμασταν νέοι εργασθήκαμε με ζήλο, ισιώσαμε το μέρος. Πρώτα κάναμε αυτά τα πεζούλια που είναι εδώ. Και σιγά-σιγά κάναμε το σπίτι. Αλλά δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η γερμανική Κατοχή με πολύ δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας, αλλά θα πρέπει να υπήρχε μια βοήθεια και από τη Μονή Βατοπαιδίου.
Ναί, ναί… Αλλά μας βοήθησε ο Θεός. Οι Βατοπαιδινοί ήταν υποχρεωμένοι να μας βοηθήσουν. Να μας δώσουν δηλαδή ξυλεία, ό,τι μας χρειαζόταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια οι πατέρες ήταν πιο αυστηροί, και λέγανε: «Αν μπορείτε να κάνετε σπίτι, κάντε το εσείς , όπως ξέρετε. Το Μοναστήρι δεν μπορεί να σας βοηθήσει». Εμείς ζητήσαμε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κόψουμε κάμποσες καστανιές. «Όχι, εσείς δεν ξέρετε· θα κάνετε ζημιά», μας απαντούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, και εξαιτίας τους δεν είχαν μαστόρους στο Μοναστήρι. Εμείς δεν είχαμε μαστόρους, και παιδευτήκαμε. Όλη την ξυλεία που χρειαστήκαμε την κουβαλήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου και την Καρακάλλου, με τη βάρκα που μας δάνειζε ο γείτονάς μας. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανές, και οι βάρκες ήταν με κουπιά…
Οι Γερμανοί έφθασαν έως εδώ, έφθασαν στην Κολιτσού; Ή μόνο μέχρι τη μονή Βατοπαιδίου;
Μόνο στο Βατοπαίδι. Στην Κολιτσού δεν πάτησαν Γερμανοί. Μόνο αντάρτες, όταν ήταν το αντάρτικο. Έ, αλλά όλα αυτά περάσανε πάλι, δόξα τω Θεώ.
Σήμερα πάντως πρέπει να είναι καλύτεροι οι πνευματικοί δεσμοί με τη Μονή Βατοπαιδίου και με τον Γέροντα Ιωσήφ.
Α, τί λες; Παράδεισος. Μόλις ήρθαν οι πατέρες εδώ από τη Νέα Σκήτη και έγινε και η κοινοβιοποίηση της Μονής, άλλαξαν όλα τα πράγματα. Και οι άλλοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι· ήταν πνευματικοί και αυτοί. Αλλά ήταν πιο αυστηροί. Δεν μας υπολόγιζαν. «Α, ήρθε ο κελλιώτης τάδε», έλεγαν. Δεν μας υπολόγιζαν ότι είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Στην εικόνα που βάζουν μετάνοια οι πατέρες της Μονής, σε εκείνη την εικόνα βάζουμε κι εμείς μετάνοια. Δηλαδή, είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Όλα αυτά που βλέπετε εδώ πέρα είναι βατοπαιδινά. Αν δεν κάνεις υπακοή, πάνε τα ράσα σου εκεί, διότι είναι βατοπαιδινά. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, πώς να πούμε, υπακοή, διότι έτσι μας διατάζει και ο μοναχικός μας βίος. Ο μοναχός για να βάλει θεμέλιο πρέπει να κάνει υπακοή και να κόβει το θέλημά του. Κι έτσι, ή λίγο ή πιο πολύ, κάνοντας υπακοή και κόβωντας το θέλημά μας, μας βλέπει ο Θεός και η χάρις Του μας σκεπάζει με ταπεινοφροσύνη. Κι αν έχουμε αυτά τα τρία –δηλ. υπακοή, εκκοπή θελήματος, ταπεινοφροσύνη– μπορούμε εύκολα να πολεμήσουμε με τα ακάθαρτα πνεύματα. Διότι εμείς δεν έχουμε πόλεμο σωματικό, αλλά έχουμε πόλεμο –και όλος ο κόσμος βέβαια, προπαντός εμείς οι μοναχοί– με τα ακάθαρτα πνεύματα. Ο σατανάς είναι πνεύμα, δεν κουράζεται. Και συνέχεια ρίχνει μέσα μας διάφορα, χιλιάδες κακές παθήσεις. Όπως σπέρνει ο άνθρωπος σπόρο, ρίχνει στην καρδιά μας και στο μυαλό μας τις κακίες του. Κι αν εκείνα τα σπόρια του τα δεχόμαστε, τότε φυτρώνουν. Κι αν φυτρώσουν και αρχίσουν να κάνουν ρίζες, αλλοίμονό μας τότε. Δύσκολα κόβονται. Κι αυτό ισχύει για όλες τις παθήσεις. Βλέπετε και να μην είναι κάποιος κακός, όταν μάθει να καπνίζει και περάσει καιρός, λέει· «δεν μπορώ, δεν κόβεται». Δηλαδή, όλες τις παθήσεις που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αν δεν τις κόψει από την αρχή, ύστερα γίνονται σαν τοίχος. Πού; Κόβεται αυτό; Γι’ αυτό πρέπει και ο καλόγερος να έχει εξομολόγο καλό, και να λέει στον πνευματικό πατέρα όλες τις σκέψεις που ρίχνει στο μυαλό του ο πονηρός. Και τότε εύκολα προκόβει στο μοναχικό βίο.
Γέροντα, η καθημερινή ζωή εδώ στο κελλί σας είναι όπως ήταν και παλιά;
Ναί. Εμείς, επειδή κάναμε και λίγα χρόνια στη Σκήτη Μάγκουρα στην πατρίδα μας, γνωρίζαμε το τυπικό. Από τότε δεν αλλάξαμε. Την ημέρα κουραζόμασταν πολύ· δουλεύαμε σαν εργάτες. Αλλά τη νύκτα, λέγαμε· «Στην πατρίδα μας κάναμε τον κανόνα μας και την Ακολουθία. Εδώ στο Περιβόλι της Παναγίας να κοιμόμαστε;». Και παρότι δουλεύαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, σηκωνόμασταν τη νύκτα και κάναμε το καθήκον μας. Κρατούμε, όπως το Μοναστήρι, κι εμείς. Για να γίνεις καλόγερος άλλο δρόμο δεν έχει. Αυτό είναι το τυπικό. Να κάνεις τον κανόνα σου και την Ακολουθία. Έτσι έχουμε μία ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει η θεία Χάρις να κερδίσουμε το σκοπό μας. Ο σκοπός μας δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Κι όσο αν εμείς είμαστε αδύνατοι, η Παναγία που σκεπάζει όλη την οικουμένη με την αγάπη της θα μας βοηθάει και θα μας επισκέπτεται και ποτέ δεν θα απομακρυνθεί από εμάς. Όταν εμείς είμαστε κοντά στην Παναγία, πώς είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψει; Θέλει όμως προσπάθεια και αγώνα.
Και σήμερα πώς είναι η  καθημερινή ζωή στο κελλί;
Τώρα και με τη συνοδεία που μας χάρισε ο Θεός, κρατάμε έτσι όπως από την αρχή, όπως παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. 1:30 π.μ. με 2:00 π.μ. τη νύχτα πρέπει να ’χουμε σηκωθεί. Πρώτα στο κελλί κάνουμε τον κανόνα μας. Μετά, στις 3:00 π.μ., έχουμε έναν αδελφό που χτυπάει το σήμαντρο και κατεβαίνουμε στην Εκκλησία. Σάββατο, Κυριακή, εορτές, μας βοήθησε το Μοναστήρι κι έχουμε παπά, έχουμε διάκο, έχουμε κι άλλους πατέρες, πέντε νέοι και τέσσερις γέροι, όλη η συνοδεία. Δόξα τω Θεώ. Καλά, καλά είμαστε.
Είμαστε τυχεροί που οι πατέρες από τη Μονή Βατοπαιδίου μας αγαπάνε πάρα πολύ. Είναι καλοί και σωστοί. Εμείς δεν έχουμε τίποτα. Έχουμε τον Θεό, την Παναγία και το Μοναστήρι. Ό,τι ανάγκη έχουμε, αυτοί είναι οι πνευματικοί μας πατέρες. Και ό,τι έχουμε ανάγκη μας βοηθάνε. Πού να πάμε; Όταν έχουμε μία ανάγκη, πού να τρέξουμε; Στο Μοναστήρι. Πατέρες μας είναι. Και μας βοηθάνε. Να την λέμε την αλήθεια. Ό,τι ανάγκη έχουμε, μας βοηθάνε. Ο Θεός, βέβαια, τα τελευταία χρόνια με δοκιμάζει με τα μάτια μου. Δε βλέπω καθόλου, τυφλώθηκα από το γλαύκωμα. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι και χειρότερα σωματικά. Δόξα τω Θεώ. Δόξα να ’χει ο Κύριος.
Τώρα που είσθε σε τέτοια ηλικία και τυφλός τα βγάζετε πέρα με τα πνευματικά σας καθήκοντα, τον κανόνα σας;
Πολύ καλά, μέχρι σήμερα. Δόξα τω Θεώ.
Γέροντα, κατεβαίνετε στην εκκλησία για τις Ακολουθίες;
Βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έλειπα.Με δυνάμωσε ο Θεός και μέχρι σήμερα δεν έλειπα από την εκκλησία. Δόξα τω Θεώ.
Όλα αυτά τα χρόνια εδώ μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ζήσατε καλές αλλά και δύσκολες στιγμές. Πνευματικός αγώνας, αλλά και αγώνας για την επιβίωση. Πώς βλέπετε την ζωή σας μέχρι σήμερα;
Πνευματικά περάσαμε καλά, ευχάριστα. Είχαμε παλαιούς Γεροντάδες, πνευματικούς. Και μας συμβούλευαν πάντοτε τον αληθινό δρόμο. Και εμείς, όπως μας έλεγε ο Γέροντας, νομίζαμε ότι ο Κύριος μιλάει με το στόμα του. Υπακούαμε αδιάκριτα και περνάγαμε καλά. Ως προς τα άλλα είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Πότε με τους αντάρτες, πότε με τους Γερμανούς· τότε δυστυχούσαμε, δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Θυμάμαι, μας έδωσε ένας γέρος δύο λίρες. Κι επειδή δεν είχαμε ψωμί καθόλου, πήγαμε σ’ ένα κελλί Ιβηρίτικο και πήραμε δέκα οκάδες καλαμπόκι με μία λίρα χρυσή. Τόσο δύσκολα ήταν. Έξω πέθανε πολύς κόσμος από πείνα. Έτυχε να περάσω από τη Θεσσαλονίκη επί κατοχής Γερμανών. Και ήταν ένα παιδάκι εκεί που ζητούσε ψωμί. Ο κόσμος έριχνε κοντά του γερμανικά μάρκα, ήθελε να το βοηθήσει. Όμως ψωμί δεν υπήρχε. Μέχρι να το φέρουνε οι βάρκες, πέθανε ο φουκαράς. Πόσο, πόσο λυπήθηκα!  Και πέθανε πολύς κόσμος, όπως λένε. Αλλά στο Άγιον Όρος φύλαξε η Παναγία. Μια φορά χορταράκια, άλλη φορά κάτι άλλο, δεν πέθανε κανένας από πείνα. Αλλά, δύσκολα ήταν, πολύ δύσκολα. Αλλά η Παναγία μας βοήθησε και πάλι μας βοηθάει.
Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια που περάσατε αναπολήσατε σε κάποιες στιγμές την πατρίδα σας;
Βλέπεις, τόσα χρόνια πέρασαν και πολλές φορές τα θυμάμαι· πώς ήρθαμε, πώς κάναμε. Και ευχαριστιόμασταν πάντοτε. Και εκείνες οι ώρες που δυσκολευτήκαμε, που δεν είχαμε, πάλι είμασταν ευχαριστημένοι και δοξάζαμε τον Θεό, καμμιά φορά δεν είπαμε· «άχ, τί κάναμε που φύγαμε από την πατρίδα». Διότι εκείνα τα χρόνια η Ρουμανία ήταν πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Τώρα είναι χειρότερα από κάθε χρόνο. Δεν έχουν ούτε να φάνε, φεύγει ο κόσμος στο εξωτερικό γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στη χώρα. Έ, τί να κάνουμε…
Υπάρχουν πολλοί προσκυνητές που επισκέπτονται το Άγιον Όρος αλλά και εσάς εδώ. Τί νομίζετε ότι τους έλκει στην απομακρυσμένη αυτή Σκήτη; Ποιές οι ανησυχίες τους και τί μηνύματα σας μεταφέρουν από τον κόσμο;
Βλέπεις, επειδή ζούμε στους εσχάτους καιρούς, ο κόσμος ανησυχεί και διψάει, διψάει για την αλήθεια, την αλήθεια του Χριστού. Βλέπει κάποιος ότι η ανθρωπότητα δεν πάει καλά. Η ανθρωπότητα πήρε ένα δρόμο προς τον κατήφορο. Οι κρατούντες τη γή, ενώ θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα κατά Θεόν ζωής, κάνουν παρανομίες στο μεγαλύτερο βαθμό. Και επειδή κάθε ένας που είναι Χριστιανός έχει μέσα του τη θεία Χάρη από το Βάπτισμα, έχει μέσα του Σώμα και Αίμα Χριστού, με το να έχει μεταλάβει ή τώρα ή παλιότερα, δεν τον αφήνει ήσυχο η συνείδησή του όταν βλέπει ότι η ανθρωπότητα πάει αριστερά. Και διψάει. Γι’ αυτό έρχονται στο Άγιον Όρος, για να ακούσουν μια κουβέντα. Τί να κάνουν; Καταλαβαίνουν ότι θα πεθάνουμε και το μέλλον είναι αιώνιο ή θα κολασθούμε ή θα σωθούμε. Και ρωτάνε: «Πώς να σωθούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε;».
Γέροντα, πώς βλέπετε την πορεία και την παρουσία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο με δεδομένο ότι σήμερα βάλλεται ποικιλοτρόπως και πληθαίνουν οι φανεροί και αφανείς εχθροί της. Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να ζούν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στην τρίτη χιλιετία και με ποιά πνευματικά όπλα και εφόδια;
Όπως αναφέρει και η Αγία Γραφή, οι εχθροί της Ορθοδοξίας πλήθυναν· ζούμε στους εσχάτους καιρούς. Οι «απόστολοι» του Αντιχρίστου θέλουν να κάνουν το δρόμο του «καθαρό», όπως θέλουν αυτοί. Αλλά, όπως μας έχουν πεί οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο καιρό η Ορθοδοξία θα είναι ψηλά, δε θα μπορέσουν να μας νικήσουν. Αυτοί θέλουν να γονατίσει η Ορθοδοξία, ώστε να προετοιμάσουν τη βασιλεία του «βδελύγματος της ερημώσεως» (Ματθ. 24,15). Όσο καιρό η Ορθοδοξία θα δίνει τη μαρτυρία της, με κανένα τρόπο δε θα μπορέσουν να υπερισχύσουν οι ενάντιες δυνάμεις, οι εχθροί του Χριστού. Γι’ αυτό οι εχθροί της Ορθοδοξίας κάνουν διάφορα πράγματα για να μας διασπάσουν, να μας διαλύσουν. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι, αφού μας αξίωσε ο Θεός και γνωρίζουμε τον αληθινό δρόμο για τη σωτηρία μας, για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού, να μή δεχθούμε τις εντολές τους, γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι για την ωφέλειά μας, αλλά είναι για την καταστροφή. Μας χρειάζεται, όμως, υπομονή και σύνεση. Να μή λέμε· δε βαριέσαι το ένα, δε βαριέσαι το άλλο. Τότε δεν είμαστε Χριστιανοί, αλλά κάλπικοι Χριστιανοί. Να παρακαλούμε τον Κύριο να μας φωτίζει και να δείχνουμε σε όλο τον κόσμο ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτήν την πορεία που ευλόγησαν οι άγιοι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες, ελπίζουμε να ακολουθήσουμε και εμείς και να φθάσομε στο τέλος. Όμως θέλει υπομονή. Εφόσον χιλιάδες ήρωες της πίστεως μαρτύρησαν τον αληθινό δρόμο του Θεού παραδειγματιζόμαστε κι εμείς ώστε να κάνουμε υπομονή. Όταν γονατίζουμε και κάνουμε μετάνοιες και δε σταματούμε τις προσευχές μας προς τον Θεό, δεν είναι δυνατόν να μή μας βοηθήσει. Ο Κύριος έχει φροντίδα για κάθε έναν από εμάς. Περισσότερο φροντίζει Εκείνος για τη σωτηρία μας παρά εμείς οι ίδιοι. Εμείς είμαστε κατά το πλείστον σκοτισμένοι. Μας πλάνεσε το ακάθαρτο πνεύμα κι έχουμε κακές παθήσεις μέσα μας. Έτσι πολλές φορές ξεχνάμε να βαδίζουμε προς τον Κύριο ο οποίος κάθε ώρα και στιγμή μας καλεί. Και μας λέει· «Ελάτε, ελάτε προς εμέ· όσο κουρασμένοι και αν είσθε, όσο και αν απομακρύνεσθε από εμένα, πάλι εδώ θα βρείτε τη σωτηρία και την ανάπαυση». Να προσπαθήσουμε για τη σωτηρία μας και ο Θεός να είναι βοηθός μας.
Μπορείτε να μας πείτε κάποιες εμπειρίες που ζήσατε εδώ στο Άγιον Όρος που να δείχνουν την ιδιαίτερη προστασία της Παναγίας και τη θεία βοήθεια;
Εδώ στο περιβόλι της Παναγίας πάντοτε έχουμε τη βοήθειά της κάθε στιγμή της ζωής μας. Εγώ έχω πέσει τέσσερις φορές. Μια φορά ο γιατρός όταν ήρθε είπε: «Ζεί ακόμα; πώς είναι δυνατόν;».Μια άλλη φορά μεταφέραμε πράγματα με πέντε γαιδουράκια από την Καψάλα σε μια μεγάλη ανηφόρα. Κάποια στιγμή έπεσα σε μια παγίδα. Δεν ήξερα τί ήταν. Ευτυχώς που φόραγα παπούτσια. Αλλά ο Θεός ευλόγησε και η παγίδα δεν άνοιξε, δε λειτούργησε. Εάν άνοιγε θα μου έκοβε το πόδι. Αυτό δεν ήταν βοήθεια του Θεού; Ήταν θαύμα της Παναγίας και του αγίου Γεωργίου. Κι άλλα πολλά θαύματα είδα, που μόνο η Παναγία μπορεί να τα ενεργήσει.

Σχετικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου