Ὁ γερω-Μητροφάνης προερχόταν ἐξ ἐγγάμων. Γεννήθηκε
στὶς 21 Φεβρουαρίου τὸ 1917 στὸ χωριὸ Κόρθιον τῆς Ἄνδρου ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Κόντη
καὶ τὴν Ἑλένη, καὶ στὸ Ἅγιο Βάπτισμα τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Γεώργιος. Ἔγινε
ὐπαξιωματικὸς τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ. Μόλις παντρεύτηκε, ἀῤῥώστησε ἡ γυναῖκά
του καὶ τῆς ἔκοψαν τὰ πόδια. Τὴν ὑπηρέτησε περίπου ἕνα ἑξάμηνο μὲ χρόνο καὶ
μετὰ ἡ γυναῖκά του ἐκοιμήθη. Διάβασε στὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ στὸν Ἅγιο Κοσμᾶ
τὸν Αἰτωλό ὅτι καλύτερα ὁ ἄνθρωπος ποὺ χηρεύει νὰ μὴν ξαναπαντρεύεται καὶ νὰ
γίνεται μοναχός. Παιδιὰ δὲν εἶχε ἀποκτήσει, ὁπότε δὲν εἶχε ὑποχρεώσεις.
Ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ἡλικία 45 ἐτῶν. Σκόρπισε σὲ
ἐλεημοσύνες ὅλη του τὴν περιουσία καὶ πῆρε μαζί του 20.000 δραχμές. Ἔκανε μία περιοδεία
στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ γύρισε ὅλα τὰ Μοναστήρια. Ξανάκανε ἄλλη μία καὶ μετὰ ἔμεινε
στὸν Ἅγιο Παῦλο. Εἶπε στὴν Σύναξη τῆς Μονῆς, ὅταν πῆγε νὰ βάλει μετάνοια γιὰ
δόκιμος:
-Περιδιάβηκα ὅλα τὰ Μοναστήρια. Ἐδῶ
ἀναπαύτηκα. Ἔδωσε τὶς 20.000 δραχμὲς στὸν Γέροντα. Τὸν ῥώτησαν: -Δὲν
ἔχεις συγγενεῖς; -Πῆραν αὐτοί, αὐτὰ εἶναι γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν γονέων
μου, ἀπάντησε.
Ἔγινε μοναχὸς τὸ 1965 στὶς 30 Ἰανουαρίου μὲ τὸ ὄνομα
Μητροφάνης.
Ὁ προηγούμενός του βίος εἶναι τελείως ἄγνωστος,
διότι ὁ ἴδιος δὲν ἀνέφερε ποτὲ τίποτε. Ἔγινε μοναχός, καὶ ἔζησε βίο ἀνεπίληπτο
καὶ μὲ κρυφὴ ἐργασία. Ἦταν ὑπόδειγμα ξενητείας, ὑπακοῆς, νηπτικῆς ἐργασίας καὶ
μοναχικῆς ἀκριβείας.
Ποτέ του δὲν βγῆκε στὸν κόσμό, παρὰ πόνο ἕναν χρόνο
πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμηση του γιὰ γιατρό. Μὲ τοὺς συγγενεῖς του δὲν εἶχε καμμία
ἐπικοινωνία. Ἔφθασε στὸ ὕψος τῆς ξενητείας. Κάποτε ἦρθε ὁ ἀδελφός του στὸ
Μοναστήρι. Τὸν χαιρέτησε καὶ αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ἔτρεχε ἀπὸ πίσω του νὰ τοῦ μιλήσει,
ἀλλὰ ὁ γερω-Μητροφάνης κοίταζε τὸ διακόνημά του. Ὅταν ἔφυγε, ἔβγαλε νὰ τοῦ
ἀφήσει 20.000 δραχμές· τὸ ’70 ἦταν πολλὰ χρήματα. -Ἔχει τὸ Μοναστήρι μου
ἀπὸ ὅλα, τοῦ εἶπε. Ἄλλη φορὰ δὲν ξανάρθε ὁ ἀδελφός του. Ἄλλοτε ἦρθαν τὰ
ἀνίψια του. Τοὺς χαιρέτησε στὴν αὐλὴ καὶ ἄλλη φορὰ δὲν τοὺς ξαναμίλησε.
Αὐτοὶ τοῦ ἔστειλαν μία ἐπιταγή. Πῆγε στενοχωρημένος
στὸν Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε: -Γέροντα, συγχώρεσέ με. Αὐτοὶ μὲ ἔβαλαν σὲ
πειρασμό. Πάρτα ἐσὺ Γέροντα τὰ χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Μοναστηριοῦ, νὰ μὴν
τὰ στείλω πίσω.
Ἔκανε περίπου 20 χρόνια στὸ Ἀρχονταρίκι ποὺ εἶναι
τόπος γνωριμίας. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονταν στὸν Ἅγιο Παῦλο μόνο γιὰ νὰ τὸν
δοῦν, γιατὶ ἤξεραν ὅτι δὲν μιλοῦσε. Τοῦ ἔστελναν εὐχητήρια. Δὲν τ’ ἄνοιγε. Τὸν
ῥωτοῦσαν μερικοί:
-Πάτερ Μητροφάνη, μᾶς θυμᾶσαι; Ἤρθαμε καὶ πέρυσι.
Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν συζήτηση, ἔλεγε:
-Ἔ, εὐλογημένε, θὰ σημάνει τώρα, θὰ σημάνει ἡ
ἐκκλησία.
-Δὲν θυμᾶσθε, ἤμασταν κάποια παιδιὰ ἀπὸ τὴν
Θεολογικὴ Σχολή...
-Εἶπε ὁ Γέροντας, πρέπει νὰ ‘μαστε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸν
Ἑσπερινό.
Ὅταν ἤθελε νὰ ἀποφύγει ἄσκοπες ἐρωτήσεις,
ἔλεγε: -Ἐγὼ δὲν ξέρω, νὰ πᾶτε στὸν Γέροντα.
Ὅταν κάποιος τὸν ῥωτοῦσε ἀπὸ ποῦ εἶναι, ἀπέφευγε
λέγοντας τὴν εὐχή: -Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ὅταν ὁ
ἄλλος ἐπέμενε: -Μὰ σᾶς ῥώτησα ἀπὸ ποῦ εἶσθε;, ἔλεγε: -Σᾶς
παρακαλῶ,καὶ μετὰ πιὸ δυνατά: -Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀπέφευγε τὶς
συζητήσεις, ἰδίως μὲ τοὺς κοσμικούς. Τὸν ῥωτοῦσαν: -Γέροντα, πότε ἤρθατε
στὸ Μοναστήρι; Ἀπαντοῦσε: -Ὁ Γέροντας ξέρει. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν
παρεξηγοῦντο οὔτε ἐστενοχωροῦντο ἀπὸ τὴν ἄρνησή του, ἀντιθέτως μάλιστα ἔστελναν
μετὰ γράμματα ποὺ ἔγραφαν: -Συγχαρητήρια διὰ τὸν Ἀρχοντάρη σας.
Καὶ πράγματι, ἦταν ἄξιος συγχαρητηρίων, διότι ὅσο
ἀπέφευγε τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς προσκυνητές, ἄλλο τόσο ἦταν ἐπιμελὴς στὸ
διακόνημά του καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ τοὺς ἀναπαύσει. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη του τὴν
διαισθανόνταν οἱ προσκυνητές. Ὡς Ἀρχοντάρης, ἐπὶ ἔτη εἶχε πολλὲς λεκάνες γιὰ νὰ
πλένει τὰ σεντόνια. Καὶ αὐτὰ τὰ ἔπλενε ὅλα μὲ τὰ χέρια του, τὰ ὁποῖα αἱμάτωναν
ἀπὸ τὰ καυστικὰ καὶ τὰ ἀποῤῥυπαντικά. Δὲν ἔδινε ἀφορμὴ σὲ κανέναν νὰ τὸν
κατηγορήσει γιὰ κάποια παράλειψη. Ἦταν σιωπηλός, εὐγενέστατος, ὅλους τοὺς
μιλοῦσε στὸν πληθυντικό. Εἶχε δὲ καὶ τὸ ἀκατάκριτο.
Ἦταν τῆς προσευχῆς ἄνθρωπος καὶ στὴν ἀρχὴ
δυσκολευόταν μὲ τὸ διακόνημα τοῦ Ἀρχοντάρη, μὲ τὶς μέριμνες, διότι καμμία φορὰ
ἔχανε ἀκολουθία καὶ δὲν τὸ ἤθελε. Συμβουλεύθηκε τὸν παπα-Ἐφραὶμ στὰ Κατουνάκια
καὶ τοῦ εἶπε: -Πρῶτα ὑπακοὴ καὶ ἂς χάνεις ἀπὸ τὴν ἀκολουθία καὶ τὴν
προσευχή. Ἀπὸ τότε ἀναπαύθηκε καὶ ἔκανε τὸ διακόνημά του χωρὶς λογισμό, μὲ
τὴν καρδία του.
Πάντα εἶχε τὴν ὑπακοὴ πρώτη καὶ καλύτερη. Διάβαζε
πολὺ τὴν βίβλο Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου καὶ τὴν εἶχε μετὰ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἦταν στῦλος ὑπομονπης. Τοῦ ἀνέθεσαν νὰ γηροκομῆ ἕνα
πολὺ δύστροπο καὶ ἀνάπηρο γεροντάκι. Τὸν δυσκόλευε πολύ. Ὅταν δὲν τοῦ ἄρεσε τὸ
φαγητό, τὸ πετοῦσε, ἐνῶ ἔκανε καὶ ἄλλα. Ἐξωμολογήθηκε τὴν δυσκολία του στὸν
Γέροντα καὶ συνέχισε μὲ καρτερία τὴν διακονία του. Στὰ τελευταῖα μαλάκωσε τὸ
Γεροντάκι, τοῦ ζήτησε συγχώρηση καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε γιὰ ὅλα.
Ὅπως ὁμολογοῦν οἱ συγκοινοβιάτες του πατέρες, ἦταν
σὲ ὑψηλὰ μέτρα. Εἶχε ἀρχοντιά, εὐαισθησία καὶ πολλὴ λεπτότητα στοὺς λογισμούς
του. Γιὰ μία προσβολὴ ἑνὸς λογισμοῦ ἐξωμολογεῖτο καὶ μετανοοῦσε λὲς καὶ εἶχε
κάνει ἔγκλημα. Ἦταν ἀβαρὴς στοὺς ἄλλους. Δὲν εἶχε καμμία ἀπαίτηση. Σὲ ὅλα ἔκανε
ὑπακοή. Ὅταν τὴν Πρωτοχρονιὰ ἔμπαιναν τὰ διακονήματα καὶ ἐρχόταν ἡ σειρά του,
ἔμπαινε μέσα, ἔβαζε μετάνοια καὶ γιὰ ὅ,τι τοῦ ἀνέθεταν, ἔλεγε: -Νᾶναι
εὐλογημένο. Τίποτε ἄλλο, οὔτε γκρίνια οὔτε ἀντιλογία ὅτι δὲν μπορεῖ. Ἦταν
πάντα ἤρεμος, σιωπηλός, νηπτικός. Εἶχε ἐσωτερικὴ ἐργασία καὶ ἀκατάπαυστη εὐχή.
Στὸ κελλί του εἶχε κάνει ἕνα κάθισμα στὰ μέτρα του καὶ ἀγρυπνοῦσε λέγοντας τὴν
εὐχή. Εἶχε προσαρμόσει καὶ δύο ἀκουμπιστήρια γιὰ τὸ κεφάλι καὶ κοιμόταν
καθήμενος. Στὴν ἀκολουθία στεκόταν ὄρθιος καὶ τραβοῦσε κομποσχοίνι. Βίαζε τὸν
ἑαυτό του καὶ δὲν καθόταν στὸ στασίδι του, γιὰ νὰ μὴν τὸν παίρνει ὁ ὕπνος.
Φαινόταν ἡ κόπωσή του ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία, γιατὶ καμμία φορά, ἐνῶ ἦταν ὄρθιος, τοῦ
ἔπεφτε τὸ κομποσχοίνι. Ἦταν πανύψηλος καὶ ὑπέφερε ἀπὸ τὴν μέση του.
Ὁ γερω-Μητροφάνης ἦταν ἄνθρωπος τῆς εὐχῆς καὶ τὴν
περιφρουροῦσε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ.. Δὲν καθόταν ποτὲ νὰ ἀργολογήσει μὲ κανέναν.
Οὔτε μιλοῦσε ποτὲ γιὰ πνευματικά, ἀκόμη καὶ μὲ τοὺς πατέρες. Μόνον ἔλεγε
γενικά: -Μπῆκε νωρὶς ἡ ἄνοιξη φέτος, ἤ: -Ἔβρεξε σήμερα. Δύο
λέξεις καὶ μετὰ ἀπομακρυνόταν μὲ τρόπο, πήγαινε παράμερα μόνος καὶ ἔκανε
κομποσχοίνι λέγοντας τὴν εὐχή.
Στὶς παγκοινιὲς βοηθοῦσε σιωπηλά, χωρὶς νὰ σταματᾶ
τὴν εὐχή. Ἂν ἄκουγε νεώτερους μοναχοὺς νὰ ἀργολογοῦν, ἔλεγε γενικὰ καὶ ἀόριστα,
χωρὶς νὰ προσέχει κάποιον: -Τὴν εὐχή, πατέρες, τὴν εὐχή. Ἄλλες φορές, ὅταν
ξεχνιοῦνταν τὰ νέα καλογέρια, καὶ δὲν ἔλεγαν τὴν εὐχή, ἔλεγε διακριτικὰ ἐκφώνως
ὁ ἴδιος μία φορὰ τὴν εὐχὴ γιὰ ὑπόμνηση.
Ῥωτοῦσε τὸν παπα-Ἄνθιμο:
-Πῶς πάμε, πάτερ Ἄνθιμε, μὲ τὴν εὐχή; Ἐργάζεσθε τὴν
εὐχή.
-Ναί, κάνω τὸν κανόνα μου, προσπαθῶ.
-Εὐλογημένε, ἄλλο κανόνας καὶ ἄλλο αὐτό.
Μία φορά, τὸν ῥώτησε ἕνας νεαρὸς παράδελφός του γιὰ
τὴν εὐχή. –Δὲν ξέρω ἐγὼ ἀπὸ αὐτά, εἶπε. Ὁ νέος καλόγερος ἀνέφερε στὸν
Ἡγούμενο γιὰ τὴν ἀπάντησή του καὶ ὁ Ἡγούμενος τοῦ εἶπε νὰ πῆ ὅτι ἔχει εὐλογία
ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο. Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ γερω-Μητροφάνης, τοῦ μίλησε. Τοῦ εἶπε
γιὰ τὴν κυκλικὴ εὐχή, ὅπως τὴν καταλάβαινε ὁ ἴδιος καὶ τὴν ἐφάρμοζε. Ἐπίσης τοῦ
εἶπε ὅτι μέσα στὴν ἀκολουθία ἀκούει καὶ τὴν ψαλμωδία στιγμές-στιγμές, ἀλλὰ ἡ
κύρια προσοχή του εἶναι στὴν εὐχή. Γενικά, ἔλεγε τὴν εὐχὴ ὅλο τὸ ἡμερονύχτιο,
ἀκόμη καὶ στὸν ὕπνο του, ἀσταμάτητα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τράπεζα. Στὴν τράπεζα δὲν
μποροῦσε καὶ τὸ εἶχε καημὸ καὶ παραπονο. –Τὶ νὰ ‘ναι αὐτό, ἔλεγε.
Δὲν γνωρίζουμε ἂν κάποιος τοῦ εἶχε διδάξει τὴν εὐχή.
Ὅμως ἦταν πολὺ πειθαρχημένο ἄτομο καὶ ὅ,τι τὸν ὠφελοῦσε τὸ ἔπιανε μὲ πολλὴ
ζέση· ἀπέφευγε ὁ,τιδήποτε ἀντίθετο. Ἔτσι μὲ τὴν ἐπιμονή του στὴν εὐχή, ὁ Θεὸς
τοῦ δίδαξε τὴν εὐχὴ καὶ ἔφθασε στὸ ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε.
Εἶχε πολλὴ ταπείνωση. Τὸν ῥώτησε
κάποιος: -Γιατί δὲν πῆγες στὴν ἡσυχία ἀφοῦ σοῦ ἀρέσει ἡ εὐχή; -Αὐτὰ εἶναι
γιὰ τοὺς δυνατούς! Δὲν εἶναι γιὰ μένα, ἀπάντησε.
Καὶ ὅμως, ὁ γερω-Μητροφάνης κατόρθωσε τὸν μέγα ἄθλο,
νὰ ζήσει ἡσυχαστικὰ μέσα στὸ κοινόβιο. Ἠσυχαστῆς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ μένει στὴν
ἔρημο, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ κάνει τὰ ἔργα τῆς ἡσυχίας. -Ἡσυχαστής ἐστιν, ὁ τὸ
ἀσώματον ἐν σωματικῷ οἴκῳ περιορίζειν φιλονεικῶν, τὸ παραδοξότατον (Κλῖμαξ
ΚΖ (Α΄) ε΄). Ὅποιος κρατᾶ σιωπή, καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει νοερὰ καὶ ἀδιάλειπτη
προσευχή, αὐτὸ εἶναι τὸ περιεκτικὸ ἔργο τῆς ἡσυχίας, ἡ παραμονὴ τῆς προσευχῆς.
Καὶ ὁ γερω-Μητροφάνης κατόρθωσε αὐτὰ τὰ ὑψηλὰ νηπτικὰ ἐπιτεύγματα πυκτεύοντας
μέσα σὲ πολυάνθρωπο Κοινόβιο.
Ἕνας φοιτητὴς στρατιωτικὴς σχολῆς ποὺ ἐπισκέφθηκε
τὴν Μονὴ Ἁγίου Παύλου, διηγήθηκε: -Τὸ βράδυ σηκώθηκα νὰ πάω στὴν τουαλέτα.
Στὸν διάδρομο εἶδα τὸν γερω-Μητροφάνη ἀπὸ μακρυά, ἀπέναντί μου, καὶ φαινόταν
ὅτι κάτι ψιθύριζε. Τότε αἰσθάνθηκα ὅτι ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του μία εὐωδία ποὺ
ἁπλώθηκε σὲ ὅλο τὸν διάδρομο καὶ γέμισα ἀπὸ εἰρήνη καὶ γαλήνη. Ὁ
γερω-Μητροφάνης ἔστριψε καὶ ἀνέβηκε τὴν σκάλα καὶ ἐγὼ πῆγα στὶς τουαλέτες. Αὐτὴ
ἡ εὐωδία καὶ ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ γαλήνη συνεχίστηκαν ἀκόμη καὶ στὶς
τουαλέτες. Ὅλος ὁ διάδρομος εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν εὐωδία!
Ὁ πειρασμὸς τὸν πείραζε καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει
κάνει καθαρὴ ἐξομολόγηση καὶ θὰ κολαστῆ. Κάθησε ὁ π. Μητροφάνης καὶ σὲ ἕνα
τετράδιο ἔγραψε μὲ λεπτομέρειες ὅλη τὴν ἐξομολόγησή του ἀπὸ τὴν παιδική του
ἡλικία. Πῆγε στὸν Ἡγούμενο καὶ γιὰ δύο ὧρες καὶ παραπάνω διάβαζε τὴν
ἐξομολόγησή του. Ὅταν τελείωσε, εἶπε: -Δόξα Σοι, ὁ Θεός, κάνοντας τὸν
σταυρό του. Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου. Γέροντα, ἀλάφρωσε ἡ ψυχή μου. Τώρα θὰ
ἔχω καὶ ἐγὼ κάτι νὰ πῶ στὸν πειρασμό, ὅτι ἐξομολογήθηκα τὰ πάντα λεπτομερῶς.
Πλὴν ὅμως ὁ διάβολος δὲν ἡσύχασε. Μετέφερε τὸν
πόλεμο ἀπὸ τὰ ἐντός, τοὺς λογισμούς, στὰ ἐκτός. Ὅταν κοιμόταν ὁ
γερω-Μητροφάνης, πήγαινε κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι του. Τὸ κουνοῦσε, ἔκανε θόρυβο
καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κοιμηθῆ.
Ἔβλεπε τὸν διάβολο ὀφθαλμοφανῶς συχνά. Τὸ κελλί του
γέμιζε δαίμονες. Ἕνας πάνω στὸ ῥάφι, ἕνας κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι... καὶ ἦταν ὅλοι
γυμνοί. Τὸ ἀνέφερε στὸν Γέροντα: Τί ‘ναὶ αὐτοί, Γέροντα; Ἔξω χιονίζει,
αὐτοὶ ὁλόγυμνοι. Δὲν κρυώνουν; Δὲν μ’ ἀφήνουν σὲ ἡσυχία.
Ἀκόμη καὶ στὸ νοσοκομεῖο ποὺ εἶχε βγῆ γιὰ τὴν ὑγεία
του, τὸν πολεμοῦσε ὁ διάβολος. Μία ἡμέρα ἀνησύχησαν οἱ γιατροί. Τὸ βράδυ,
κάποια στιγμή, ἀνακάθησε, γούρλωσε τὰ μάτια του καὶ κοιτοῦσε στὸ βάθος κάπου·
φαινόταν ὅτι κάπως, ἐσωτερικά, πάλευε. Τὸν τριγύρισαν γιατροὶ καὶ νοσοκόμες καὶ
δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν συνεφέρουν. Δύο ὧρες κράτησε αὐτὸ καὶ συνῆλθε μόνος του.
Ὅταν τὸν ῥώτησαν τὶ ἔπαθε, χαμογέλασε καὶ εἶπε ἁπλά: -Ἦταν ὁ ἀνεπιθύμητος.
Φοροῦσε ῥάσα καθαρά, ἀλλὰ παλαιὰ καὶ μὲ πολλὰ
μπαλώματα. Δὲν ἐννοῦσε νὰ ἀλλάξει τὸ ἀπὸ 24ετίας συνεχῶς φορέμενο ζωστικό του
μέχρι ποὺ τὸν κάλεσαν στὴν Σύναξη καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας νὰ φορέσει
καινούργιο. Ἀμέσως εἶπε νἆναι εὐλογημένο καὶ ἔκανε ὑπακοή. Τὰ τσουράπια του
ἦταν χιλιομπαλωμένα, ὥστε δὲν φαινόταν τὸ ἀρχικὸ τσουράπι. Ἀναπαυόταν στὰ ἁπλά,
στὰ καλογερικά, καὶ σεβόταν τὴν παράδοση τῶν παλαιοτέρων. Ὅταν ἦταν τραπεζάρης,
κάποιος νεώτερος συνδιακονητής του βρῆκε ἕνα τραπέζι μὲ ῥόδες καὶ τὸ πῆρε
στὴν τράπεζα γιὰ νὰ τοὺς διευκολύνει στὸ διακόνημα. Μόλις τὸ εἶδε ὁ γερω-Μητροφάνης
φώναξε: -Ὄχι, ὄχι, ὄχι... Ἔτσι μᾶς ἔμαθαν, ἔτσι θὰ ἀκολουθήσουμε. Καὶ
ἔτσι δὲν τὸ χρησιμοποίησαν. Ἀγαποῦσε καὶ εἶχε μάθει πολὺ καλὰ τὴν τάξη τῆς
Μονῆς· τὴν τηροῦσε μὲ εὐλάβεια καὶ συνέπεια.
Δὲν εἶχε καμμία ἀπαίτηση. Χρειάσθηκε νὰ κάνει ἐξετάσεις.
Τὸ εἶπε καὶ περίμενε ἤρεμα. Ἂν θέλουν, θὰ μὲ πᾶνε, εἶπε.
Βγῆκε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔκανε ἐγχείρηση κήλης.
Χρειάσθηκε νὰ μεταβοῦν σὲ ἄλλο νοσοκομεῖο γιὰ ἐξετάσεις καὶ δὲν ἄφησε τὸν
παπα-Σωφρόνιο νὰ τοῦ πάρει τὸν ντορβά του, ὅσο καὶ ἂν τὸν παρακάλεσε.
Ὁ ἰατρὸς κ. Παναγιώτης Κολιομιχάλης
διηγήθηκε: -Στὴν δεκαετία τοῦ ’80 εἶχα πολλοὺς πειρασμούς, καὶ εἶχα φθάσει
σὲ ἀπόγνωση. Πήγαινα στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ βρῶ κάποιον νὰ παρηγορηθῶ. Συνταξίδευα
μὲ ἕναν ἄγνωστο μοναχό, χαρακτηριστικὰ ὑψηλό. Σὲ μία στιγμή, ὁ ἀμίλητος μοναχὸς
μὲ ῥώτησε:
-Τί ἔχεις; Κάτι φαίνεται νὰ σὲ ἀπασχολεῖ ἔντονα.
Τοῦ εἶπα τὸ πρόβλημά μου, ζητώντας τὴν συμβουλή του.
Ἀφοῦ σκέφθηκε λίγο μοῦ εἶπε:
-Τρία πράγματα νὰ προσέξεις. Πρῶτον νὰ ἔχεις
ὑπομονή.
Ἐγὼ μέσα μου χάρηκα, διότι ἐκ φύσεως ἤμουν ὑπομονετικὸς
καὶ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ποὺ θὰ μὲ βοηθοῦσαν τὸ εἶχα. Μὲ λαχτάρα περίμενα τὸ
δεύτερο. Ὁ Γέροντας συνέχισε:
-Ἂν τσακίσει ἡ πρώτη ὑπομονή σου, πρέπει νὰ ἔχεις
κουράγιο νὰ ξανακάνεις ὑπομονή.
Ὡραῖα, εἶπα μέσα μου, καὶ αὐτὸ φαίνεται κατορθωτό.
-Καὶ τὸ τρίτο, Γέροντα;, τὸν ἐρώτησα.
-Νὰ ἔχεις ὑπομονή.
Πλέον κυριεύτηκα ἀπὸ χαρμολύπη. Χαρά, διότι ἄκουσα
καὶ τὸ τρίτο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνω γιὰ νὰ βοηθηθῶ, καὶ λύπη, διότι δὲν ἦταν κάτι
ποὺ θὰ μὲ βοηθοῦσε θαυματουργικά.
Ὅταν φθάσαμε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου, συνειδητοποίησα
ὅτι ἦταν ὁ Ἀρχοντάρης τῆς Μονῆς. Μὲ κέρασε ἐπιπλέον τοῦ κανονικοῦ κεράσματος,
λέγοντάς μου μὲ ἀγάπη: -Πάρε καὶ αὐτό, διότι εἶσαι κουρασμένος καὶ
ταλαιπωρημένος.
Ἔμαθα ἀπὸ ἄλλους ὅτι ὀνομάζεται Μητροφάνης. Καὶ σὲ
ὅσους διηγήθηκα τὸ παραπάνω, δυσκολεύονταν νὰ τὰ πιστέψουν γνωρίζοντας τὸ πόσο
σιωπηλὸς καὶ ὀλιγόλογος ἦταν. Ἡ συμβουλή του μὲ βοήθησε καὶ τὸν εὐχαριστῶ γιὰ
τὶς εὐχές του.
Εἶχε διακόνημα μέχρι τὰ γεράματά του. Τὸ τελευταῖο
ποὺ εἶχε μέχρι τὴν κοίμησή του, ἦταν τὸ φαρμακεῖο. Ἦταν ὁ φαρμακοποιὸς τῆς
Μονῆς.
Στὸ τέλος ἀῤῥώστησε ἀπὸ καρδιά. Πῆγε ὁ παπα-Ἄνθιμος
νὰ τὸν δῆ στὸ Νοσοκομεῖο, τοῦ διάβασε εὐχὲς καὶ τὸν σταύρωσε. Ῥώτησε τὸν
Διευθυντὴ γιὰ τὸν ἀσθενῆ, ἂν ἔχουν κανένα παράπονο, καὶ ἐκεῖνος
ἀπάντησε: -Ἐσεῖς δὲν μᾶς στείλατε ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἄγγελο.Τὰ ἴδια εἶπαν καὶ
στὸν Ἡγούμενο.
Ἀφοῦ γύρισε στὸ Μοναστήρι τὴν τελευταία ἑβδομάδα
ἦταν ἀρκετὰ σοβαρὰ καὶ μὲ δυσκολία κατέβαινε στὴν Θεία Λειτουργία.
Τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, μισὴ ὥρα πρὶν νὰ
κοιμηθῆ, φορῶντας τὰ ῥάσα τῆς μοναχικῆς του κουρᾶς κατέβηκε στὴν αὐλή, ἔκανε
ἕνα περίπατο στὸ Μοναστήρι, λὲς καὶ ἤθελε νὰ ἀποχαιρετήσει τοὺς τόπους ποὺ
ἔζησε καὶ ἀγωνίστηκε τόσα χρόνια, καὶ ὕστερα ἀνέβηκε στὸ κελλί του. Εἶδε
κάποιον ἀδελφὸ νὰ ἀσπρίζει τὸ διπλανὸ κελλὶ καὶ τοῦ εἶπε: -Τὶ ὡραῖο, τὶ καθαρὸ
καὶ ἄσπρο κελλί! Ἔτσι μάλιστα! Νὰ εὐχαριστηθῆ αὐτὸς ποὺ θὰ μείνει. Κάθησε
στὸ κάθισμά του ποὺ ἀγρυπνοῦσε μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι λέγοντας τὴν εὐχὴ καὶ
ἐκοιμήθη εἰρηνικά. Μὲ τὰ παπούτσια καὶ τὰ ῥάσα ποὺ φοροῦσε τὸν ἔβαλαν στὸν
τάφο, γιατὶ αὐτὰ ἦταν ἀπὸ τὴν καλογερική του.
Πῆγε σὲ λίγο ὁ διακονητὴς τὸ φαγητό του καὶ
βλέποντάς τον σὲ τέτοια στάση, νόμιζε ὅτι προσεύχεται. Γιὰ νὰ μὴν τὸν ξυπνήσει,
ἄφησε τὸν δίσκο καὶ ἔφυγε. Μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα ἦρθε νὰ τὸν πάρει καὶ τὸν βρῆκε
ἄθικτο. Μόλις τὸν σκούντησε, κατάλαβε ὅτι εἶχε φύγει. Ἦταν ἡ 28η Ἀπριλίου
1995, ὥρα 8 μ.μ., σὲ ἡλικία 78 ἐτῶν. Ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες δὲν εἶχε νεκρικὴ
ἀκαμψία καὶ ἦταν σὰν ζωντανός. Ἰδιαίτερα ὀ γερω-Μητροφάνης ἦταν καθήμενος στὸ
στασίδι του κλίνοντας τὸ κεφάλι του δεξιά, κρατώντας τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι
του καὶ τὸ νύχι του στὸν κόμπο τοῦ κομποσχοινιοῦ. Οἱ παριστάμενοι πατέρες εἶδαν
νὰ λάμπει τὸ πρόσωπό του. Αἰσθάνθηκαν τέτοια εὐλάβεια, ὥστε δίσταζαν νὰ τὸν
ἀγγίξουν γιὰ νὰ τὸν ἑτοιμάσουν. Κανεὶς δὲν εἶχε νὰ πῆ παράπονο γιὰ τὸν
γερω-Μητροφάνη. Ἀντιθέτως, τὸν εἶχα σὰν ὑπόδειγμα τελείου μοναχοῦ. Ὄχι μόνο δὲν
εἶχε χρέη πνευματικά, ἀλλὰ εἶχε κάνει καὶ 75 κανόνες ἐπιπλέον.
Ὁ Προηγούμενος Εὐσέβιος ποὺ τὸν ἔκανε καλόγερο
ἐκφραζόταν μὲ πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὴν μοναχική του πολιτεία καὶ τὶς ἀρετές του.
Καὶ ὁ σημερινὸς Ἡγούμενος Παρθένιος,
μαρτυρεῖ: -Δὲν εἶδα πιὸ φρόνιμο καλόγερο ἀπὸ τὸν π. Μητροφάνη στὴν ζωή
μου. Ἦταν πρότυπο μοναχού. Καὶ αὐτὸ τὸ κατόρθωσε διότι δὲν κατέκρινε κανέναν.
Ἦταν τέτοιος ἀφεντάνθρωπος.
Κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸν εἶδε δύο φορὲς στὸν
ὕπνο του καὶ τὸν ῥώτησε πῶς εἶναι. –Δόξα Σοι ὁ Θεός, πολὺ καλὰ
εἶμαι. Τὸν εἶδε ποὺ φοροῦσε τὸ Σχῆμα καὶ τοῦ εἶπε: -Βλέπω ὅτι φορᾶς
καὶ τὸ Σχῆμα. -Ἔ, βέβαια, τὸ φοράω, γιατὶ μ’ αὐτὸ ἀγωνίστηκα.
Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν.
Από το
βιβλίο: Από
την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορειτική Παράδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου