Ο κατά κόσμον Παναγιώτης
Δημόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Αγία Μαρίνα Λοκρίδος το έτος 1853. Στη μονή
Βατοπεδίου προσήλθε το 1869. Μοναχός εκάρη το 1871 υπό του εναρέτου Γέροντός
του, Ιακώβου του Ηπειρώτου (†1885). Διάκονος χειροτονήθηκε το 1875 και πρεσβύτερος
το 1885. Το 1879 αποφοίτησε της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Κατά τα έτη της
φοιτήσεώς του τον διέκρινε η σεμνότητα, η οποία τον συνόδευε ως τα τέλη της
ζωής του. Δίδαξε και στη σχολή της μονής του και διετέλεσε αρχιγραμματεύς της
Ιεράς Κοινότητος. Το 1891 προήχθη στο αξίωμα του Προηγουμένου και το 1894 του
αρχιμανδρίτου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την ευλογία της μονής. Το ίδιο
έτος με άδεια της μονής απεστάλη ως αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου
στο Πατριαρχικό Μετόχι της Μόσχας του Αγίου Σεργίου, το οποίο ανακαίνισε και
αύξησε. Διακρινόταν για την ιεροπρέπεια, την παιδεία και τους αγαθούς τρόπους
του.
Επί Οικουμενικού Πατριάρχου
Ιωακείμ του Γ’ εξελέγη μητροπολίτης Λαρίσης, αλλά για λόγους πνευματικούς δεν
απεδέχθη την εκλογή. Στη μονή σώζονται στολές και μίτρα του, ως μιτροφόρου
αρχιμανδρίτου στη Μόσχα, καθώς και οι σταυροί και το εγκόλπιο, που του δώρισε ο
Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’, ως ένδειξη της ευαρέσκειας του Πατριαρχείου, για τις
καλές υπηρεσίες του προς τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία στη Μόσχα.
Ήταν άνθρωπος λόγιος, συγγραφέας
αξιόλογων πονημάτων και άριστος κάτοχος της ρωσικής γλώσσας. Έχαιρε μεγάλης
εκτιμήσεως από τη ρωσική εκκλησιαστική και πολιτική ηγεσία. Για το όλο έργο του
παρασημοφορήθηκε. Ιδιαίτερα όμως τον τιμούσε ο πιστός, απλός, ρωσικός λαός, τον
οποίο με όλες τις δυνάμεις του προσπαθούσε να συνδράμει πνευματικά και υλικά.
Σώζεται μελέτη του «Περί των εν
Μόσχα ευρισκομένων ελληνικών χειρογράφων και κειμηλίων» των προερχομένων από το
Άγιον Όρος. Το 1880 σε μελέτη του περί της «ηθικής ελευθερίας» καταλήγει:
«Χριστιανισμός άρα μόνος, ως η μόνη αληθής και αγία θρησκεία, η ζωοποιόν εν
εαυτή κέντρον έχουσα το ζων και δίκην παμφανόοντος Ηλίου απαστράπτον του
αποκαλύψαντος αυτήν Θεού Λόγου πρόσωπον, δύναται να προαγάγη και τελείωση την
τέως διάστροφον και ατελή του ανθρώπου ηθικήν ελευθερίαν, δωρούμενος αυτώ
(συνεργούντι εις τούτο) την εκ της βροτολοιγού αμαρτίας απελευθέρωσιν (Ιωάν.
η’, 36) και αναδεικνύς αυτόν άνθρωπον καινόν “μη τα κάτω, αλλά τα άνω
φρονούντα», τουτέστιν αληθή άνθρωπον».
Χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος
μετριοπαθής, μετριόφρων, αφοσιωμένος πλήρως στη διακονία του προς την Εκκλησία
και τον πάσχοντα δεινώς συνάνθρωπό του. Την ιδιόγραφη διαθήκη του τελείωνε:
«Ό,τι ήθελε τυχόν φανή περισσεύον
μετά τα ανωτέρω χρηματικόν μου ποσόν αφίνω εις την διάθεσιν του εμού αγαπητού
βοηθού και εξαδέλφου Ιερομονάχου Βασιλείου Δημοπούλου, όντα ελεύθερον να
διαθέση ως βούλεται κάλλιον, και ώτινι αφίημι την εμήν ευλογίαν και ευχήν, αλλά
και την πατρικήν μου ευχαριστίαν και συγχώρησιν εφ’ οις επί μακρόν παρ’ εμοί
εκοπίασεν ή και τυχόν ελύπησέ με. Τα ανωτέρω έγγραφα ιδιοχείρως υγιεί τη φρενί
ως ιδιαιτέραν τελευταίαν θέλησίν μου, δέομαι δε και παρακαλώ τας αρμοδίους
εκκλησιαστικάς και πολιτικάς αρχάς ίνα σεβασθώσιν ως τοιαύτας και επιτρέψωσιν
αρμοδίως την πιστήν αυτών εκπλήρωσιν. Ικετεύω δε τον Ύψιστον όπως εν τω απείρω
Αυτού ελέει συγχωρήση Ούτος τας πολλάς μου αμαρτίας και καταξιώση της
επουρανίου Αυτού βασιλείας και μη στήση τας αμαρτίας μου εις δικαίαν αυτού
εκδίκησιν και τιμωρίαν.
Έγραφον ιδία χειρί και ελευθέρα
βουλήσει.
Εν Μόσχα τη 28 Μαρτίου 1913.
†Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος
Βατοπεδινός».
Θλιβόμενος και κακουχούμενος υπό
των αθέων εξουσιαστών, προσπαθώντας να διαφυλάξει το μετόχι αβλαβές από την
καταστρεπτική μανία των ακολούθων του σφυροδρέπανου, έφθασε να ζει σε έσχατη
πενία και να μην έχει ούτε τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή του. Ανεπαύθη εν
Κυρίω στις 20.1.1924.
Πληροφορίες λάβαμε από τον μοναχό
Ιωσήφ Βατοπαιδινό, τον οποίο και ευχαριστούμε.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Ιακώβου Βατοπεδινού ιεροδ., Η
ηθική ελευθερία του ανθρώπου εν τω Χριστιανισμώ τελειουμένη, Αθήναι 1888.
Χρυσοστόμου Καλαϊτζή, διακόνου, Το Μετόχιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν
Μόσχα «Ο Άγιος Σέργιος» και οι ηγούμενοι αυτού (1881-1936), Κατερίνη 1991, σσ.
279-626.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου,
Μέγα Γεροντικό, τ. Α΄, εκδ. Μυγδονία σ. 183-185
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου