Στὸν Γέροντα Ἡσαΐα ἀπὸ τὴν Ῥαιδεστό,
ποὺ ζοῦσε στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, στὰ Καυσοκαλύβια, ἀπὸ
τὸ 1840, προσῆλθε τὸ 1933 ὁ Γεώργιος Κανέτσος, καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ῥαιδεστό,
προκειμένου νὰ γίνει μοναχός. Ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Θεσσαλίας, ὅπου ζοῦσε καὶ ἐξασκοῦσε
τὸ λειτούργημα τοῦ χωροφύλακα, σὲ ἡλικία 30 ἐτῶν, ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει τὰ ἐγκόσμια
καὶ νὰ ἔλθει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ἦλθε στὸν γερο-Ἡσαΐα, ὁ Γέροντας τὸν ῥώτησε ἂν
καπνίζει. Ἐκεῖνος ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ τότε ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Δὲν
μπορεῖς νὰ γίνεις μοναχός». Ἀμέσως τότε αὐτὸς πετὰ τα τσιγάρα καὶ βάζει
μετάνοια στὸν Γέροντα. Ἔμεινε κοντὰ στὸν γερο-Ἡσαΐα 14 χρόνια. Ὡς μοναχός,
ἀσκοῦσε μὲ ἀκρίβεια τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή.
Ἕναν χρόνο πρὶν τὸν θάνατο τοῦ
γερο-Ἡσαΐα, προσῆλθε καὶ ὁ Βασίλειος Καυκὴς ἀπὸ τὴν Λήμνο· ὁ γερο-Συμεών, ἀμέσως
τοῦ φόρεσε ἕνα παλαιὸ ζωστικό, λέγοντας: «Δὲν θέλω κοσμικοὺς μέσα στὸ
σπίτι».
Ὁ Βασίλειος ὑπηρέτησε στὰ ὀχυρὰ τοῦ
Μεταξᾶ στὸ Ῥούπελ. Ἐκεῖ, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀντιστάθηκαν στοὺς Γερμανοὺς καὶ ἀπέτρεψαν
τὴν εἴσοδό τους στὰ ὀχυρά. Μέσα ἀπὸ τὴν ἀπελπισία τῆς μάχης παρακαλοῦσε τὴν
Παναγία νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ πολέμου μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι
θὰ γίνει μοναχὸς στὸ περιβόλι Της. Ἦρθε, λοιπόν, τὸ 1945 στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκάρη
μοναχὸς τὸ 1947 ἀπὸ τὸν π. Συμεών, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Γέροντος Ἡσαΐα.
Μὲ αὐτὸν συνδέθηκε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε μοναχὸς ὁ π.
Συμεών, ποτὲ δὲν ἔπλυνε τὸ πρόσωπό του καὶ τὸ στόμα του μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς
του. Ἐργαζόταν χειρωνακτικὲς ἐργασίες στοὺς κήπους τῶν πατέρων μὲ ταπείνωση καὶ
περιποιόταν τὸ κτηματάκι του στὰ χωράφια τῆς περιοχῆς τοῦ Ἁγίου Νήφωνος.
Ἐργόχειρο δὲν ἔμαθε γιὰ νὰ μὴν ἔχει
περισπασμὸ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐργασία. Ὅταν πήγαινε στὰ χωράφια πάντοτε κρατοῦσε
τὸ λιωμένο κομποσχοίνι του στὰ χέρια γιὰ νὰ ἀγωνίζεται στὴν προσευχή. Εἶχε στὴν
τσέπη του κουκιὰ γιὰ νὰ μετράει τὰ κομποσχοίνια μεταφέροντας αὐτὰ ἕνα-ἕνα στὴν ἄλλη
τσέπη. Εἶχε μεγάλη φιλία μὲ τὸν μεγάλο ἀσκητὴ Γαβριὴλ τὸν Καρουλιώτη, ὁ ὁποῖος,
κάποια περίοδο εἶχε σκανδαλισθῆ καὶ ἤθελε νὰ πάει μὲ τοὺς ζηλωτές. Ὁ
γερο-Συμεών, ὡς φωτισμένος νοῦς, τὸν βοήθησε νὰ ξεπεράσει τὴν δυσκολία αὐτή. Ἀρκετὲς
φορές, ὅπως μᾶς διηγιόταν ὁ ἴδιος, ἔκαναν ἀγρυπνίες μὲ τὴν εὐχὴ καὶ μὲ
πνευματικὴ συζήτηση. Περνοῦσαν ἔτσι τὴν νύχτα χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν καθόλου, ἀποῤῥοφημένοι
ἀπὸ τὶς δύο ἀγαπημένες τους αὐτὲς ἐνασχολήσεις.
Διακονοῦσε πάντοτε στὸ Κυριακὸ μὲ
προθυμία ὡς ἐκκλησιαστικός. Ἐπιθυμοῦσε νὰ μεταλαμβάνει συχνὰ τῶν θείων
Μυστηρίων καὶ προσερχόταν μὲ πολὺ πόθο. Πάντοτε, ὅταν τὸν μεταλαμβάναμε, τὰ
δάκρυα πλημμύριζαν τὸ ἀσκητικό του πρόσωπο, χάρισμα πού, ὅπως φαίνεεται, εἶχε
λάβει μὲ τὴν βοήθεια τοῦ προστάτου Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου.
Τὰ τελευταῖά του 15 χρόνια εἶχε
χάσει τὸ φῶς του. Ἔπασχε ἀπὸ καταῤῥάκτη, ἀλλὰ δὲν θέλησε νὰ βγῆ στὸν κόσμο γιὰ ἰατρικὴ
ἐπέμβαση. Τὸ θεωροῦσε πολὺ ἐπιβλαβὲς γιὰ ἕναν μοναχὸ νὰ βγαίνει στὸν κόσμο. Στὰ
60 χρόνια ποὺ ἔζησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, δὲν βγῆκε ποτὲ ἔξω. Ἔλεγε:«Ἂν θέλει ἡ
Παναγιά, θὰ μὲ κάνει καλά». Ὑπέμενε μέχρι τέλους τὴν τύφλωση μὲ ὑπομονὴ καὶ
καρτερία μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος εἶναι τοῦ ἰδίου πνεύματος.
Συχνά, ζητοῦσε καὶ γινόταν εὐχέλαιο
στὸ ἐκκλησάκι τους. Αἰσθανόταν πάντοτε ἀνακούφιση σωματικὴ καὶ πνευματικὴ
παρηγοριὰ ἀπὸ τὸ μυστήριο. Τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, νήστευε
μέχρι τὸ Σάββατο καί, ἀφοῦ μεταλάμβανε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἔτρωγε τὴν
πάντοτε λίγη τροφή του. Ἀπὸ ὑπερβολικὸ ζῆλο γιὰ τὴν ἄσκηση δὲν ἄλλαξε αὐτὴ τὴν
τακτική του μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Στὴν ἀρχὴ τῆς Τεσσαροκοστῆς τοῦ
1988, ἄρχισε νὰ δυσκολεύεται στὴν τροφή. Ὁ ὑποτακτικός του, τοῦ εἶπε νὰ φέρει
τοὺς ἱερεῖς νὰ κάνουν εὐχέλαιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν χρειάζεται.
Γνώριζε ὅτι εἶχε φθάσει τὸ τέλος. Ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες περίμενε νὰ φύγει γιὰ τὴν ἄλλη
ζωή, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Συμεών, στὶς 12 Μαρτίου. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὸ
βράδυ ἐκεῖνο ἔφυγε πετώντας γιὰ τὸν οὐρανό. Τὸ πρόσωπό του, πράο καὶ ἥσυχο, ἔλαμπε.
Τὸ σῶμά του ἦτνα σκελετωμένο ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὰ μαλλιά του, ποὺ ἔφθαναν μέχρι τὴν
μέση, εἶχαν γίνει ἀπὸ τὴν ἀλουσία ἕνα σῶμα. Τιμώρησε τὸ σῶμά του μὲ τὴν τέλεια ἀλουσία
γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὶς οὐράνιες εὐωδίες. Τὸ ἐπὶ 60 χρόνια ἄπλυτο σῶμά του,
παραδόξως, δὲν ἀνέδιδε τὴν παραμικρὴ δυσάρεστη μυρωδιά!
Μαξίμου Ἱερομονάχου Καυσοκαλυβίτου:
Ἀσκητικὲς Μορφές, καὶ Διηγήσεις ἀπὸ
τὸν Ἄθω,
Κελλίον Ἁγ. Ἀντωνίου, Κρύα Νερά, Ἅγιον
Ὄρος, 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου