Ο
γενναίος αυτός αθλητής του Χριστού γεννήθηκε στη Ρουμανία το 1892. Το 1910 ήλθε
στο Άγιον Όρος και κατευθύνθηκε στην περιώνυμη Καψάλα, στην υπακοή του ενάρετου
Γέροντος Μιχαήλ, του οποίου η προσευχή θαυματουργούσε. Κατά κόσμον ονομαζόταν
Θεόδωρος Γεωργίου του Βίκτωρος και της Ζέκκας. Στην κουρά ονομάσθηκε Τρύφων.
Ο
μοναχός Τρύφων βγήκε από το Άγιον Όρος το 1917, όταν με την ευλογία του
Γέροντός του πήγε στη Χαλκιδική, με σκοπό να εργασθεί σε αγιορείτικά μετόχια,
εξ αιτίας της τότε μεγάλης πείνας, για να θρέψει τον Γέροντά του και τους γύρω
φτωχούς ασκητές. Από τότε δεν ξαναβγήκε στον κόσμο, ο σεμνός, ταπεινός και
ουράνιος αυτός μοναχός.
Ο
Γέροντας Παΐσιος γράφει, όπως πάντα πολύ ωραία, περί αυτού: «Όλα του τα χρόνια
τα έζησε ψηλά στην Καψάλα σαν πετεινό του Ουρανού. Το πρόσωπό του ήταν κατά
κάποιο τρόπο εξαϋλωμένο και φωτεινό, και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες
πνευματική δύναμη. Δύσκολα, φυσικά, τον έβρισκε κανείς εκεί στην ερημιά που
έμενε, γι’ αυτό και δεν είχε καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. Αλλά εκεί που δεν
υπάρχει ανθρώπινη παρηγοριά, πλησιάζει η θεία! Ο Θεός στέλνει την ουράνια χαρά
με τους αγγέλους και τους αγίους. Οι παραδεισένιοι αυτοί άνθρωποι, που έχουν
επαφή με αγγέλους και αγίους, έχουν φιλία και με τα άγρια ζώα και με τα πουλιά
του ουρανού, όπως και ο Γερο- Τρύφων».
Κάποτε
ο Γέροντας Ιωάσαφ (†1993) από το Κελλί των Ιωσαφαίων στις Καρυές φιλοξένησε
κάποιους προσκυνητές με τον τρόπο της αβραμιαίας φιλοξενίας που συνήθιζε, ενώ ο
ίδιος και η συνοδεία του ζούσαν απλά. Εκείνοι όμως σκανδαλίστηκαν, θεωρώντας
πως όλοι οι μοναχοί ζουν πάντοτε πλουσιοπάροχα. Ο Γέροντας τους κατάλαβε και
τους πήγε στην Καψάλα στον Γέροντα Τρύφωνα να τον γνωρίσουν. Οι επισκέπτες
θαύμασαν τη φτώχεια του. «Τη χαρά του Γέροντος Τρύφωνα δεν την έχω εγώ. Ζει
παρέα με τα πουλιά». Ο Γέροντας Ιωάσαφ του είπε: «Γέροντα δεν έχει ούτε ένα
πουλί ο τόπος». «Πως δεν έχει μπρε», απάντησε. Φώναξε, και αμέσως γέμισε ο
τόπος από πολλά και διάφορα πουλιά του δάσους, που κάθονταν άφοβα στο χέρι του,
στο σκουφί του και γύρω του τιτιβίζοντας και πετώντας χαρούμενα. Ήταν ένα
εξαίσιο και διδακτικό θέαμα.
Τη
χαρά και την ειρήνη του φτωχού κι εγκαταλειμμένου Γερο-Τρύφωνα δεν είχαν ούτε
πλούσιοι ούτε άρχοντες. Τον συντρόφευαν και τον υπάκουαν τα στρουθιά τ’
ουρανού. Το Κελλί του ήταν ένα αχούρι, που έμπαζε από παντού νερό και αέρα, τα
ρούχα του παλιά και λερωμένα, η τροφή του χόρτα και πάλι χόρτα. Κι όμως δεν
παραπονιόταν για τίποτε. Ήταν ικανοποιημένος, ευχαριστημένος και αληθινά
χαρούμενος. Έκλαιγε για τις αμαρτίες του. Οίκτηρε τον εαυτό του. Τι έκανα εγώ,
έλεγε, μπροστά στους μεγάλους άθλους των άγιων; Προσευχόταν με άκοπα, γλυκά,
θερμά δάκρυα, κατά τον όσιο ’Ιωάννη της Κλίμακος, ο αφανής και άδοξος αυτός
ασκητής της αιγοτρόφου Καψάλας.
Όταν
του πρότειναν να τον οικονομήσουν και να τον πάνε να τον γηροκομήσουν σε
μοναστήρι, χαμογελώντας και αυθόρμητα είπε: «Μπρε, οικονομήσουν! Ο Θεός
οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα ζεσταίνει και
έμενα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήσει; Εδώ είναι ο Γέροντάς μου
Μιχαήλ, που έκανε με την ευχή του το κοτσάνι ολόκληρο κεφάλι λάχανο!».
Ήταν
συγκινητικό, αξιοθαύμαστο, αξιοπρόσεκτο κι ελεγκτικό για όλους μας ένα
γεροντάκι 86 ετών να ζει τόσο φτωχικά, στερημένα, φιλότιμα. ηρωικά, με τόση
δύναμη και τόση αυταπάρνηση, άφοβο, χαριτωμένο. ευλογημένο και μακάριο. Έτρωγε
κάθε πέντε μέρες, δίχως να χορταίνει ποτέ. Ασκητικότατος, ακτήμων, άκακος,
απλός και αληθινός.
Είχε
τέλεια εγκατάλειψη και περιφρόνηση προς τον εαυτό του. ’Επί είκοσι χρόνια
φορούσε μόνο ένα ζωστικό, ένα ράσο, ένα σκουφί κι ένα παντελόνι. Υπέφερε με
ιώβεια υπομονή όλες τις στερήσεις στη ζωή του για την απόκτηση των ουράνιων
αγαθών. Τα τελευταία του χρόνια τυφλώθηκε. Μνημόνευε συνεχώς τον θάνατο. Είχε
παραδοθεί πλήρως στον Θεό. Τα μάτια του συνήθως ήταν γεμάτα δάκρυα. Είχε την
παρέα του Χριστού και των αγγέλων και δεν ήθελε των ανθρώπων. Είχε φθάσει σε
μέτρα απαθείας και θεώσεως. Έκανε και τον σαλό, για να μη τον τιμούν. Μέσα από
τ’ ασυνάρτητα λόγια του όμως έδινε σοφές συμβουλές, που φανέρωναν και το
προορατικό του χάρισμα.
Ανεπαύθη
στις 6.8.1978, ημέρα λαμπρή, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, στο δικό
του Θαβώρ, το ερειπωμένο καλύβι του με τις παλιοκουβέρτες και τα χώματα,
ανάμεσα στα πολυχρόνια κουρέλια του. Ένα σπάνιο ευώδες άνθος του Περιβολιού της
Παναγίας. Επί 70 έτη μούντζωσε την κοσμική ματαιότητα, κάθε ανθρώπινη παρηγοριά
και αγάλλεται αιώνια στην πανευφρόσυνη χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Εύχου,
Γερο-Τρύφωνα.
Πηγές-Βιβλιογραφία:
Παϊσίου Αγιορείτου μοναχού, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα,
Σουρωτή Θεσσαλονίκης 19941 σσ. 112-117. Διήγηση μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων
αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ. 933-935, Εκδόσεις
Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Ο
Γερο-Τρύφων ο Καψαλιώτης (†6 Αυγούστου 1978), όπως τον γνώρισε ο Γέροντας
Παΐσιος
Πριν
από δύο χρόνια, το 1978, τελείωσε την πνευματική του πάλη στον Άθωνα ο Αθλητής
του Χριστού Γερο-Τρύφων, ο οποίος νίκησε την ματαιότητα, και έφυγε η αγιασμένη
του ψυχή για την αιωνιότητα, στον Ουρανό!
Ο
Γέρο-Τρύφων, λοιπόν, είχε έρθει από την πατρίδα του Ρουμανία το 1910, σε ηλικία
είκοσι πέντε χρόνων, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, ψηλά στην κορυφή
της Καψάλας, κοντά στον Γερο-Μιχαήλ.
Ο
Γέροντάς του, Γερο-Μιχαήλ, ήταν πολύ ευλαβής και παραδοσιακός. Έμοιαζε,
μπορούμε να πούμε, τους παλαιούς Αββάδες. Ζούσε πολύ ασκητικά και τα ελάχιστα
πράγματα για την συντήρησή του τα οικονομούσε από το απλό εργόχειρό του· έκανε
κουτάλες. Όταν κανείς του έδινε μια ευλογία την δεχόταν μέν, αλλά έδινε και
αυτός μια ανάλογη ευλογία, εκτός από την προσευχή που θα έκανε συνέχεια για τον
άλλο.
Κάποτε,
είχε στείλει τον αρχάριο τότε υποτακτικό του Πατέρα Τρύφωνα σε μια Μονή, για να
δώση το εργόχειρο τους και να περάση και από τον κηπουρό της Μονής να
του δώση μια κουτάλα και να του ζητήση ένα λάχανο
.
Ο κηπουρός όμως, επειδή ήταν πολύ θυμωμένος —κάτι είχε- του πέταξε ένα κοτσάνι
από λάχανο με δύο φύλλα άχρηστα και συνέχισε την δουλειά του.
Ο Πατήρ Τρύφων το πήρε, χωρίς
να πή τίποτε, και ξεκίνησε για την Καψάλα, αλλά σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν
τον Γέροντά του, που ήταν γεροντάκι, και τι λάχανο θα έτρωγε! Ο Γέροντάς του
πάλι, όταν είδε το κοτσάνι με τα δύο φύλλα, σκέφτηκε τον υποτακτικό του τι θα
φάη. Του λέει λοιπόν να ανάψη φωτιά και να βάλη νερό στο μπακίρι (στην
κατσαρόλα). Παίρνει μετά ο Γέροντας το κοτσάνι, το βάζει μέσα και το σταυρώνει.
Μετά από λίγη ώρα στέλνει τον Πατέρα Τρύφωνα να σηκώση την κατσαρόλα από την
φωτιά.
-Μπρέ, τι να δώ! μου έλεγε,
ένα άσπρο κεφάλι λάχανο μέσα στο μπακίρι!
Όπως φαίνεται, και ο Γέροντάς
του είχε αγιότητα, γιατί αλλοιώς δεν εξηγείται!
Το 1917, όταν είχε γίνει η
μεγάλη πείνα, ο Πατήρ Τρύφων είχε βγεί στην Χαλκιδική με την ευλογία του
Γέροντα του και θέριζε σε Αγιορείτικα Μετόχια και έτσι οικονόμησε λίγο σιτάρι
για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους Ασκητάς. Από το 1917 δεν ξαναβγήκε στον
κόσμο και το 1978 έφυγε από το Άγιον Όρος για τον επουράνιο αληθινό κόσμο.
Όλα του τα χρόνια τα έζησε
ψηλά στην Καψάλα σαν πετεινό του Ουρανού. Το πρόσωπό του ήταν κατά κάποιο τρόπο
εξαϋλωμένο και φωτεινό, και μόνο που τον έβλεπες, έπαιρνες πνευματική δύναμη.
Δύσκολα, φυσικά, τον έβρισκε κανείς εκεί στην ερημιά που έμενε, γι’ αυτό και
δεν είχε καθόλου ανθρώπινη παρηγοριά. Αλλά εκεί που δεν υπάρχει ανθρώπινη
παρηγοριά, πλησιάζει η θεία! Ο Θεός στέλνει την ουράνια χαρά με τους Αγγέλους
και τους Αγίους. Οι παραδεισένιοι αυτοί άνθρωποι, που έχουν επαφή με Αγγέλους
και Αγίους, έχουν φιλία και με τα άγρια ζώα και με τα πουλιά του ουρανού, όπως
και ο Γερο-Τρύφων. ι
Κάποτε, λοιπόν, ο ευλαβέστατος
Γερο-Ιωάσαφ από τον Αγιογραφικό Οίκο των Ιωασαφαίων, ο Παππούς, είχε
φιλοξενήσει μερικούς λαϊκούς με την Αβραμιαία του φιλοξενία, αλλά εκείνοι,
δυστυχώς, ενώ καλοπέρασαν, σκανδαλίστηκαν μετά, γιατί νόμιζαν ότι καλοπερνούν
οι Καλόγεροι -ενώ εκείνος ζούσε καλογερικά. Επειδή όμως ήταν δύσκολο να το
καταλάβουν αυτό οι κοσμικοί, θεώρησε καλό ο Γερο-Ιωάσαφ να τους γυρίση στα
καλύβια της Καψάλας, για να ωφεληθούν με άλλον τρόπο, μια που δεν είχαν καλούς
λογισμούς.
Αφού επισκέφθηκαν μερικούς
Ασκητάς και έμειναν έκπληκτοι οι λαϊκοί, τους πέρασε και από το Ασκητήριο του
Γερο-Τρύφωνα. Όταν είδαν το Γεροντάκι μέσα σ’ εκείνη την εγκατάλειψη, τάχασαν!
Λέει ο ταπεινόφρων Γερο-Ιωάσαφ στους επισκέπτες:
-Εγώ που έχω γνωριμίες με
ανθρώπους, δεν έχω ούτε την χαρά που έχει ο Γερο-Τρύφων, αλλά ούτε και τη
γνωριμία που έχει ο Γέροντας με τα άγρια ζώα και τα πουλιά του ουρανού, που του
κάνουν συντροφιά. Για να βεβαιωθήτε γι’ αυτό, θα φωνάξω πρώτα εγώ.
Και φωνάζει για να μαζευτούν
τα πουλιά, αλλά τίποτα. Μετά από λίγο νάτος και ο Γερο-Τρύφων με το σταμνί, για
να τους προσφέρη λίγο νερό. Του λεει ο Γερο-Ιωάσαφ:
-Τί τόπος είναι αυτός,
Γερο-Τρύφωνα; Δεν έχει ούτε ένα πουλί!
Απαντάει ο Γέροντας με όλη την
απλότητα του:
-Μπρέ, πως δεν έχει πουλιά;
Φωνάζει λοιπόν και γέμισε ο
τόπος από διάφορα πουλιά, που τον τριγύριζαν. Άλλα κάθονταν στους ώμους του και
άλλα επάνω στη σκούφια του! Θαύμασαν οι επισκέπτες και έφυγαν ωφελημένοι
πνευματικά, δοξάζοντας τον Θεό.
Κάποτε, είχα χάσει τον δρόμο
στην Καψάλα και από ένα κλειστό μονοπάτι βγήκα μπροστά στην Καλύβα του
Γερο-Τρύφωνα, η οποία ήταν μια παράγκα με παλιούς τενεκέδες ολόγυρα
καρφωμένους, και επάνω στη στέγη πάλι το ίδιο παλιολαμαρίνες και τενεκέδες με
κανά-δυο πλάκες, για να μην τους σηκώση ο αέρας.
Βλέπω λοιπόν ξαφνικά τον
Γέροντα σε μια άκρη να κάθεται σ’ ένα κούτσουρο και να λέη την ευχή. Το πρόσωπό
του ήταν φωτεινό και χαρούμενο. Είχε τα μάτια του κλειστά και ακίνητος
προσευχόταν. Αφού πλησίασα κοντά του μίλησα:
-Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις
εδώ; Πως ζής; Τί τρώς;
Κι έκείνος χαυμογελαστός με
χαιρέτησε και μου είπε:
-Μπρέ, εγώ έγινα πρόβατο και
τρώγω χορτάρι.
-Πόσο χρονών είσαι, Γέροντα;
-Ενενήντα τρία, μου είπε.
Τάχασα! Εν τω μεταξύ σηκώθηκε,
για να μου φέρη λίγο νερό, και είδα να σβαρνίζη το αριστερό του πόδι, το οποίο
είχε τυλιγμένο με κάτι κουρέλια.
-Τί έχει το πόδι σου, Γέροντα;
τον ρώτησα.
-Έπεσε μια πέτρα από την σκεπή
και με χτύπησε, μου είπε.
Είπα με τον λογισμό μου: «Ας
τον ρωτήσω, εάν έχη κανένα δωμάτιο, μήπως παρουσιασθή ανάγκη να του
συμπαρασταθώ».
-Γέροντα, έχεις κανένα άλλο
δωμάτιο;
Εκείνος γέλασε και είπε:
-Μπρέ, δωμάτιο; Όλο σαβούρα
έχει το Καλύβι.
Όταν μπήκα μετά μέσα, τι να
ιδώ! Γκρεμισμένο άπ’ όλες τις μεριές, και έμπαιναν νερά άπ’ όλες τις μεριές και
από την στέγη. Μόνο μια μικρή άκρη ήταν λίγο στεγνή. Εκεί είχε κάτι
κουρελιασμένες κουβέρτες, όπου έμενε, κι έμοιαζε περισσότερο με φωλιά αετού
παρά με κελλί Ασκητού.
Ρωτάω τον Γέροντα:
-Πως μένεις εδώ; Όλο το Καλύβι
είναι ανοικτό, και όλες οι βροχές και οι άνεμοι μπαίνουν μέσα. Εκείνος μου
απάντησε:
-Μπρέ, εγώ μένω στο άλλο
γωνία, εκεί! και μου έδειξε την φωλιά του.
Επειδή όμως έτρωγε ο,τι χόρτα
έβρισκε γύρω του το καημένο Γεροντάκι, και από την πολλή υγρασία του κελλιού
και από την περασμένη του ηλικία, επόμενο ήταν να έχη και προβλήματα
υγείας. Ο Αθλητής όμως του Χριστού, Τρύφων, όλα τα πανηγύριζε και
έτσι ένιωθε την χαρά που ένιωθαν οι Άγιοι Μάρτυρες. Η κοιλιά του, τα έντερά
του, όλα ήταν κατεστραμμένα, εκτός από την ψυχή του την υγιέστατη, την
λαμπικαρισμένη.
Είχε δε και κάτι κουρέλια
απλωμένα, τα οποία στέγνωναν και πάλι τα φορούσε, γιατί συνέχεια έβγαζε αφρούς
από τα έντερά του. Φυσικά δεν μπορούσε να τα πλένη, γιατί και τα χεράκια του
έτρεμαν, αλλά και το νερό ήταν μακριά, περίπου τριακόσια μέτρα, και εκεί έσταζε
λίγο-λίγο σ’ ένα παλιό βαρελάκι, που ήταν ίσα-ίσα για να πίνη αυτός και τα
άγρια ζώα, τα φρόνιμα γειτονοπούλα του.
Παρόλο που ζούσε ένα συνεχές
Μαρτύριο με αυτού του είδους την φιλότιμη ασκητική ζωή του, εν τούτοις όμως δεν
είχε καθόλου ιδέα για τον εαυτό του. Συνέχεια μεμφόταν τον εαυτό του
ότι δεν κάνει τίποτε εν συγκρίσει με αυτά που έκαναν οι Άγιοι Πατέρες, και
έτρεχαν ταπεινά δάκρυα από τα μάτια του, όταν τα έλεγε.
Είχε περάσει πολύ η ώρα και
έπρεπε να φύγω. Ρώτησα τον Γέροντα:
-Μήπως θέλης να φροντίσω να σε
πάρουν σε κανένα Μοναστήρι, για να σε οικονομήσουν τώρα στα γεράματά σου;
Εκείνος χαμογέλασε, όταν
άκουσε τη λέξη «οικονομήσουν», και μου είπε:
-Μπρέ, «οικονομήσουν»! Ο Θεός
οικονομάει και τα σκουλήκια μέσα στο χώμα και τα ταΐζει και τα ζεσταίνει και
εμένα το μεγάλο σκουλήκι δεν μπορεί να οικονομήση; Εμένα είπε και Παπα-Ξενοφών:
«Έλα να σε οικονομήσω» και εγώ του είπα «Μπρέ, τούβλο είμαι να με πάρης από εδώ
και να με βάλης στο δικό σου Καλύβι; Εδώ είναι ο Γέροντας μου Μιχαήλ, που έκανε
με την ευχή του το κοτσάνι ολόκληρο κεφάλι λάχανο! και ο Παπα-Ξενοφών
θέλει να με οικονομήση!»
Είναι αλήθεια ότι
δεν έχω ιδεί άλλον Ασκητή σε τέτοια ηλικία, ενενήντα τριών χρόνων, να
έχη τέτοια μεγάλη αυταπάρνηση και να ζή σε τέτοια εγκατάλειψη με πνευματική
λεβεντιά.
Ξαφνικά όμως έμαθα ότι
αναπαύθηκε ο Γερο-Τρύφων. Πήγα αμέσως στο Καλύβι του και τον βρήκα σκεπασμένο
πιά εκεί στη γωνία, την φωλιά του, όχι με τις κουρελιασμένες του κουβέρτες αλλά
με δυο-τρία δοχεία χώμα, με το οποίο σκεπάζονται και οι άρχοντες του κόσμου,
που σκεπάζονταν με μεταξωτές και βελουδένιες κουβέρτες.
Έφυγε για την άλλη ζωή ο
Γερο-Τρύφων, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, το 1978, ετών ενενήντα τεσσάρων.
Αγωνίστηκε λίγα χρόνια πολύ φιλότιμα και τώρα θα αναπαύεται αιώνια. Την ευχή
του να έχουμε. Αμήν.
Πηγή: Γέροντος Παϊσίου
Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα.
Δεν
θέλω να βλέπω ανθρώπους συχνά, διότι μου φεύγουν ο Χριστός και οι Άγγελοί μου
(Μοναχός Τρύφων Καψαλιώτης, ο Ρουμάνος)
ΜΟΝΑΧΟΣ
ΤΡΥΦΩΝ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ († 1978): Μία ακόμη μεγάλη ασκητική μορφή του
Αγίου Όρους, που έζησε σε μεγάλα μέτρα αρετής και αυταπάρνησης.
Τόν
μοναχόν αὐτόν δέν εὐτυχήσαμε νά τόν γνωρίσουμε
προσωπικά. Κατά τίς συχνές μας ἐπισκέψεις
στόν ἀσκητή Γέροντα
Παΐσιο, κατά πρῶτα νεανικά μας
χρόνια, ἀκούσαμε θαυμαστές ἱστορίες καί ἀσκητικά παλαίσματα γι᾿ αὐτόν τόν ἐραστή τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε ἀκούσει γι᾿ αὐτόν ὁ μακαριστός
τώρα Γέρο-Παΐσιος καί τόν εἶχε
ἐπισκεφθῆ. Ἀπ᾿ αὐτόν λοιπόν ἐμάθαμε κι ἐμεῖς γιά τήν ἀσκητική του ζωή ἐδῶ στόν ῾Ιερόν Τόπον τῆς Παρθένου Μαρίας.
Θεωρήσαμε
ἀναγκαῖο νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅσα μᾶς εἶπε γι᾿ αὐτό τό πετεινό τοῦ οὐρανοῦ ὁ Γερο-Παΐσιος γιά νά μή ἁρπαχθοῦν τά τόσα ψυχωφελῆ ἀσκητικά του κατορθώματα ἀπό τήν μανία τοῦ πανδαμάτορος χρόνου καί ριφθοῦν στήν ἄβυσσο τῆς λήθης.
Γεννήθηκε στήν Ρουμανία. Ἀρχάς τοῦ αἰῶνος μας, ἦλθε στό ῞Αγιον ῎Ορος, μαζί μέ ἄλλους συμπατριῶτες του. Ἐγκατεστάθηκε στά κελλιά τῆς Καψάλας, τῆς ἐρημικῆς περιοχῆς πού ἐκτείνεται μεταξύ τῶν Μονῶν Παντοκράτορος καί Σταυρονικήτα. Ἐκεῖ ἔζησε περί τά 40 χρόνια, τελείως μόνος του, δηλαδή χωρίς συνοδεία καί τήν βοήθεια κάποιου ὑποτακτικοῦ. Ἐκοιμήθη τό Δεκαπενταύγουστο τοῦ 1978.
Ο
Γέρων Τρύφων, συνέχισε νά λέγῃ ὁ π. Παῒσιος, εἶχε τελείαν ἐγκατάλειψι καί περιφρόνησι πρός τόν ἑαυτό του. Ἐπί 20 χρόνια ἐφοροῦσε μόνο ἕνα ζωστικό, ἕνα ράσο, ἕνα σκοῦφο καί ἕνα παντελόνι. ῎Επλενε τό παντελόνι, καί ἐσκέπαζε τήν γυμνότητά του μέ τό ζωστικό του. ῎Επλενε τό ζωστικό του καί ἔμενε μέ τό παντελόνι.῞Οταν ἔκανε πολύ κρύο ἤ ἔβρεχε πολύ, δέν ἔπλενε τό παντελόνι του, διότι ἦτο ἀδύνατο σέ λίγες ὧρες νά στεγνώσῃ. ῎Ετσι τό φοροῦσε ἐπί μῆνες, παρότι ἐμύριζε ἀπό ἀκαθαρσία. ῾Υπέφερε μέ Ἰώβειο ὑπομονή, ὅλες τίς στερήσεις στήν ζωή του, γιά τήν ἀπόκτησι τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν.
Στά
τελευταῖα 20 χρόνια του, τυφλώθηκε σχεδόν τελείως καί ἀπό τά δύο του μάτια. Δέν δέχθηκε ὅμως νά γηροκομηθῇ καί ἐξυπηρετηθῇ ἀπό καμμία Καλύβη ἤ Μοναστήρι. Τό Καλυβάκι του ἦτο κτισμένο μέ πλίθους καί γιά στέγη εἶχε τσίγκους. Ἐκεῖ μέσα ζοῦσε ὡσάν ἐξόριστος μή ἔχοντας σχέσεις, γνωριμίες καί συναντήσεις μέ ἄλλους ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Ἐκεῖ ζοῦσε τίς οὐράνιες ἐπισκέψεις τῶν ῾Αγίων, καί ροφοῦσε σάν τήν μέλισσα τό μέλι τῆς ἡσυχίας καί τῶν ἀρετῶν. Ἐπί 40 χρόνια ἐπάλεψε μέ τήν σάρκα, τόν διάβολο καί τά πάθη του, καί ἐξῆλθε νικητής. ῾Ο Χριστός τόν ἐχαρίτωσε, τοῦ ἔδωσε χαρίσματα καί ἰδιαίτερα τό χάρισμα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀπαθείας. Δέν ἐνοιάζετο γιά τίποτα, παρά μόνο πῶς νά ἀπολαμβάνῃ τήν μετά τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνία. Ἀπό τήν στέγη ἔμπαιναν νερά, διότι εἶχαν σαπίσει οἱ τσίγκοι. Δέν ἐφρόντισε ὅμως ποτέ νά τούς ἀντικαταστήσῃ, διότι ἐν οὐρανοῖς εἶχε τόν νοῦν καί τό πολίτευμα.
Πολλές φορές ὁ μακαριστός π. Παῒσιος, τοῦ ἐπρότεινε νά τοῦ φτιάξῃ τήν στέγη του. Μάλιστα κάποτε τόν ἐρώτησε:
-Ποῦ κοιμᾶσαι εὐλογημένε, ὅταν ἔρχεται κακοκαιρία καί βροχές;
-Δέν πειράζει ἡ βροχή τόν γέρο-Τρύφωνα. ῞Οταν στάζῃ ἀπό τήν μιά πλευρά, κοιμᾶμαι ἀπό τήν ἄλλη. Δέν χρειάζεται νά μοῦ φτιάξῃς τίποτα. Καλά εἶναι ἔτσι. ῎Αχ, ἀλλοίμονό μου, στόν Οὐρανό ἐφρόντισα νά φτιάξω τήν Καλύβη μου;
Δίπλα καί ἔξω ἀπό τό Καλυβάκι του, εἶχε ἀνοίξει ἕνα λάκκο γιά νά μαζεύῃ ἐκεῖ τά βρόχινα νερά. ῾Οπότε ὁ π. Παῒσιος, τόν ἐρώτησε μίαν ἡμέρα:
-Γέρο-Τρύφων θά πέσῃς καμμιά ἡμέρα μέσα σ᾿ αὐτό τό πηγάδι, ὅταν πᾶς νά βγάλῃς νερό, ἐφ᾿ ὅσον δέν βλέπεις καλά. ῎Αν πέσῃς μέσα, μετά ποιός θά σέ βγάλῃ;
-Ο
Θεός δέν ἀφήνει τόν Τρύφωνα νά πέσῃ στό πηγάδι. ῎Αν πέσω μέσα, θά μέ βγάλῃ ἔξω ὁ Θεός.
Εἶχε παραδώσει τελείως τήν ζωήν του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν τόν ἀπασχολοῦσε τίποτα τό ἐπίγειο. Συνεχῶς ἐμνημόνευε τόν θάνατο, τά βάσανα τῆς κολάσεως, τήν Κρίση τοῦ Θεοῦ. ῞Ολα αὐτά τοῦ ἀπορροφοῦσαν τόν νοῦν καί τήν καρδιά καί τοῦ ἔφερναν πολλά δάκρυα στά μάτια του.
Ο
παπᾶ-Ξενοφῶν, Ρουμᾶνος ἀσκητής γείτονάς του, πολλές φορές τόν παρακαλοῦσε, νά ἔλθῃ στό κελλί του νά μένουν μαζί γιά νά τόν βοηθήσῃ. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ ἀπαντοῦσε:
-Ο
Γέρο-Τρύφων, παπᾶ-Ξενοφῶν, ἄφησε γονεῖς, ἀδέλφια πατρίδα, συγγενεῖς, φίλους, ἄφησε τόν κόσμο καί ἔγινε Μοναχός. ῞Ολα αὐτά τά ἄφησε για νά τόν οἰκονομήσῃ ὁ παπᾶ-Ξενοφῶν, ἤ ὁ Θεός; ῎Οχι, ὁ Τρύφων δέν δέχεται οἰκονομίες. Θά μείνῃ στό Κελλί του μέχρι τόν θάνατόν του.
-Μπορῶ νά ἔρχωμαι νά σέ βλέπω; Νά σοῦ φέρνω ψωμί, ἐλιές, χόρτα βραστά καί παξιμάδι;
-Νά ἔρχεσαι, ὄχι γιά πολλή ὥρα. Λίγο καί μετά νά φεύγῃς. Μία φορά στίς δύο ἑβδομάδες νά ἔρχεσαι. Δέν θέλω νά βλέπω ἀνθρώπους συχνά, διότι μοῦ φεύγουν ὁ Χριστός καί οἱ ῎Αγγελοί μου.
Ο
π. Παῒσιος τόν ἐρώτησε:
-Όταν
δέν ἔρχεται ὁ παπᾶ-Ξενοφῶν νά σοῦ φέρῃ λίγο φαγητό, τότε ἐσύ τί τρώγεις;
-Ἐγώ εἶμαι προβατίνα. Τρώγω χόρτα. Σκύβω κάτω καί τρώγω.
Εἶχε τόση ταπείνωσι καί περιφρόνησι στό σῶμα του, ὡσάν νά μιλοῦσε γιά κάποιου ἄλλου τό σῶμα καί τήν ζωή.
Η
ἀδιάλειπτη προσευχή τόν ἀνεβίβαζε σέ δυσθεώρητα ὕψη. Τό πρόσωπό του ποτέ δέν ἦτο τό ἴδιο. Πάντοτε ἐδέχετο ἀλλοιώσεις καί προσετίθετο Χάρις ἐπάνω στήν Χάρι.
Ἐπειδή ἔφθασε στήν μακαρία ἀπάθεια, ζοῦσε πλέον σάν μικρό παιδάκι, χωρίς πονηρία καί πολυπραγμοσύνη. Απλότης στήν ὁμιλία του, ἁπλότης στό περπάτημά του, στήν συμπεριφορά του, σ᾿ ὅλη τήν διαγωγή του.
῞Οταν κάποια φορά, λόγῳ ἐργασίας στό κῆπο του, φάνηκε μέρος τοῦ σώματός του, ἀμέριμνος ἐκουβέντιαζε μέ τόν π. Παῒσιο, χωρίς νά ντραπῇ. Οὔτε σκέφθηκε ὅτι θά μποροῦσε νά σκανδαλίσῃ τόν ἄλλον ἀδελφό. Σκέπασε τήν γυμνότητά του φυσιολογικά, ὡσαν νά μή συνέβαινε τίποτε..
από
το βιβλίο: «Αγιορείτες Ρουμάνοι Μοναχοί» -Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου