Ο κατά κόσμον
Νικόλαος Ζαχαριάδης του Μιχαήλ και της Ελένης γεννήθηκε στην Προύσα της Μ.
Ασίας το 1900. Προσήλθε στο Άγιον Όρος το 1926. Εκάρη μοναχός το 1928 στο
Σταυρονικητιανό Κελλί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Έζησε και στα Κελλιά της
ίδιας μονής του Αγίου Γεωργίου, των Τριών Ιεραρχών, του Αγίου Ανδρέου και του
Γενεσίου της Θεοτόκου.
Ζούσε ως διά Χριστόν
σαλός. Ακτήμων, πάμφτωχος, αυτοειρω-νευόμενος, φτωχοντυμένος. Το Κελλί του
Αγίου Ανδρέου, που ζούσε για χρόνια, ήταν ένα ερείπιο. Έκρυβε συστηματικά την
αρετή του. Παρηγορούσε με τρόπο εκεί που έπρεπε. Για να μην τον τιμούν έκανε
αστεία. Μας μιλούσαν γι’ αυτόν εύφημα οι ηγούμενοι της μονής Σταυρονικήτα
Βασίλειος και Τύχων και άλλοι πατέρες που τον γνώριζαν από κοντά. Συνήθως τα
καλοκαίρια έμενε έξω και μόνο τους χειμώνες πήγαινε κάτω από σκεπή.
Στην αρχή της Μ.
Σαρακοστής, που πήγαιναν κάτι να του δώσουν από τη μονή, ζητούσε αρτύσιμα,
λέγοντας «ο καλόγερος χρειάζεται καλό φαΐ». Όταν ο ηγούμενος Τύχων πήγε στο
καλύβι του, μία Κυριακή της Σαρακοστής, έβραζε αλάδωτη φακή. Όταν τον ρώτησε
γιατί δεν βάζει λάδι, του απάντησε: «Δεν έχει καλό λάδι αυτός ο μπακάλης στις
Καρυές». Ήξερε να κρύβεται. Ένας νέος που πήγε στο κελλί του σκέφθηκε να του
ζητήσει την Αγία Γραφή που είχε, για ευλογία. Δίχως να πει τίποτε, ο Γέροντας
τού την έδωσε. Κι εκείνος τα έχασε. Μιλούσε στον καθένα τα κατάλληλα και τα
ωφέλιμα.
Ένας μοναχός που τον
γνώρισε καλά, αναφέρει περί αυτού: «Ξένος προς την έξω σοφία, ολιγόλογος,
ολιγαρκής, με καμιά υπόληψη για τον εαυτό του, τον οποίο θεωρούσε υποκάτω
πάντων. Απέφευγε τις συναναστροφές και τον έτρεφε μάλλον η μοναξιά και η
ερημιά. Πάντοτε απλός, ευγενής, ασκητικός. Όταν μόνος του εξευτέλιζε τον εαυτό
του, είχε καλά την αίσθηση ότι είναι απόλυτα ειλικρινής. Το διέκρινες από την
αντίθεσή του προς το ψεύτικο, το συναισθηματικό, το φτιαχτό, το
χαζοταπεινολόγο. Δεν είχε φήμη του διορατικού, όμως σίγουρα αυτός ήταν ένας
μεγάλος, κρυφός αγωνιστής με βαθιές γνώσεις».
Όπως έλεγε σ’ έναν
άλλο μοναχό πολύ απλά, έβλεπε τις καρδιές των ανθρώπων σαν σε ανοιχτό βιβλίο.
Έλεγε: «Εκείνος ο μοναχός δεν είναι άρρωστος, αλλά δεν του αρέσει το διακόνημα
του μάγειρα». Σε άλλον που κάπως ενοχλήθηκε, δίχως να πει τίποτε σε κανέναν,
που έγινε άλλος διάκος και όχι εκείνος, του είπε: «Μη σε πειράζει καθόλου που
δεν έγινες διάκος».
Όταν τον ρώτησαν αν
είδε ποτέ τον δαίμονα, απάντησε με απλότητα: «Τον είδα ψηλό, να μου λέει: “Αν
δεν σταυρωνόταν Εκείνος, τί θα σας έκανα”…». Τον πείραζε ο πειρασμός έως
τέλους. Ήθελε να τον φέρει σε απόγνωση, ταραχή, άρνηση. Δεν τα κατάφερε όμως ο
παμπόνηρος δαίμονας.
Και για το παραμικρό
που του έδινες ήταν πάντοτε ευγνώμων και ευχαριστημένος. Δόξαζε συνεχώς τον Θεό
για όλα. Ήταν λιτοδίαιτος, αυτάρκης, λίαν εγκρατής. «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ·
πασάς, έλεγε, είμαι εδώ». Άλλοτε έκανε τον σαλό. Έκοβε τα γένεια και τα μαλλιά
του. Όταν ήταν μικρός, έλεγε: «Αντί να μάθω γράμματα στην πατρίδα μου, πήγαινα
στο ποτάμι κι έπιανα ψάρια. Είμαι αγράμματος, ξύλο απελέκητο, κούτσουρο, ζώο,
χαζός». Στα τελευταία του πάλι τον πείραζε ο δαίμονας ότι δεν θα σωθεί και είχε
μία αγωνία. Όταν όμως κοινώνησε, ηρέμησε. «Ήλθε η Παναγία», έλεγε. Έφυγε
ήρεμος, γαλήνιος, νηφάλιος, σαν πουλάκι. Ούτε που το κατάλαβε ο διακονητής.
Ανεπαύθη στις
14.11.1989 γηροκομούμενος στη μονή Σταυρονικήτα επί μία περίπου διετία. Πάντα
νοσταλγούσε την έρημο. Το πνεύμα ήταν πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενούσε. Έκανε
υπομονή στην ασθένεια. Όταν κάποιος τον ρωτούσε: «Γερο-Τιμόθεε τί κάνεις;».
Απαντούσε· «κάθομαι». Η απάντηση ήταν στοχαστική, με βαθύ πνευματικό περιεχόμενο.
Έλεγε δηλαδή κάθομαι εδώ, μένω, περιμένω με υπομονή. Σαν τους αρχαίους αββάδες
που έλεγαν: «Ησυχάζω, φυλάω τον τόπο». Έζησε 63 χρόνια στο Άγιον Όρος αθόρυβα,
ησύχια και ασκητικά. Μερικοί “έξυπνοι” τον είχαν για ναυάγιο, δίχως να
καταλάβουν πως ήταν περιττή η πρώτη συλλαβή … Αναπαύεται και αυτός στο
κοιμητήρι της μονής Σταυρονικήτα, αναμένοντας να ξυπνήσει, όταν ηχήσει η σάλπιγγα
την έσχατη εκείνη ημέρα.
Πήγες – Βιβλιογραφία:Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής
Σταυρονικήτα.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα
Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ’ – 1984-2000,
σελ. 1247- 1252 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Γέροντας Τιμόθεος ο Καψαλιώτης
O γερω-Τιμόθεος
ό Καψαλιώτης είχε έρθει πρόσφυγας από την Προύσα. Έζησε 67 χρόνια στο Όρος. Ποτέ
δεν βγήκε στον κόσμο. Γύρισε όλο το Όρος.
Έζησε σαν
πουλάκι με τέλεια ξενιτειά. «Σ' αυτόν τον κόσμο», έλεγε, «δεν έχω κανένα, ούτε
φίλο ούτε συγγενή ούτε γνωστό». Κατά μόνας ήταν εως ου παρήλθε από τον φθαρτό
και μάταιο τούτο κόσμο. Ήταν πράος, ειρηνικός, χαρούμενος και ευδιάθετος
πάντοτε. Καίτοι έζησε όλη του την ζωή στην μοναξιά, ήταν ισορροπημένος. Τελείως
αγράμματος. Ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Απέφευγε
την κατάκριση και δεν ασχολείτο με τούς άλλους. Το κυριότερο, είχε πολλή
αύτομεμψία, μεγάλη ταπείνωση και πολλή απλότητα. Οι κρίσεις του ήταν εύστοχες.
Σε πολλούς φανέρωνε τούς λογισμούς των. Σε κάποιον δόκιμο του είπε: «Θα περάσει
ό χειμώνας και θα φύγεις». Σε άλλον, χωρίς να του πει τίποτε, του είπε τί τον
απασχολούσε και τον συμβούλευσε καταλλήλως.
Παρουσιαζόταν
σαν γαστρίμαργος.
Έλεγε για
τον εαυτό του: «Εγώ δεν κάνω για τίποτε-μόνο για φαγητό είμαι πρώτος. Είμαι
βόδαρος, ντιπ χαζός, αγράμματος».
Έτρωγε
χόρτα αλάδωτα, και όταν τον ρωτούσαν τί έφαγε, έλεγε μπριζόλα. Πήγε σε κάποιο
Κελλί και είπε: «Δεν βλέπω κήπους. Βάλτε να έχετε από όλα, να τρώτε.
Φαγητό-ζωή, νηστεία-θάνατος», είπε χαμογελώντας και κρύβοντας την δική του
άσκηση.
Όταν κάποτε
ζούσε σε μία σπηλιά κοντά στον Άγιο Παύλο, του παρουσιάσθηκε τη νύχτα ό
διάβολος εξαγριωμένος και του είπε. «Αν δεν είχε σταυρωθεί ό Χριστός και αν δεν
φορούσες τον σταυρό, να δεις τί θα σου έκανα».
Είπε ό
γερω-Τιμόθεος: «Τον λαιμό σου να τον κάνης λεπτό από τη νηστεία, ώσπου να περνά
από σακοράφα, αν δεν έχεις αγάπη, όλα χαμένα είναι».
«Ό Θεός τα
έσχατα μακαρίζει».
Εκοιμήθη
στις 13 Νοεμβρίου 1989. Είχε τέλος καλό και ειρηνικό. Το πρωί κοινώνησε. Έλεγε
συχνά, «Παναγία μου, Παναγία μου», και μετά απαντούσε ό ίδιος, «δεν ήρθε ακόμη
ή ώρα». Ξάπλωσε για λίγο. Του είπε ό διακονητής του να του δώσει την ευχή του.
Σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι του, πράγμα πού δεν το συνήθιζε άλλοτε. Μετά
αποκοιμήθηκε για ένα δεκάλεπτο και στο τέλος έκανε μία βαθειά εκπνοή και
ετελειώθη. Εκοιμήθη σε ηλικία 90 ετών περίπου. Στο τέλος έμεινε μόνο σάρκα και
οστά.
Δύο αφανείς Αγιορείτες Γέροντες
Φέτος (ενν. το 2009) συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του
γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους
αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και τα λίγα λόγια τους βοήθησαν
πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές
τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.
Ο γέρο Ενώχ ήταν
ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα
κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ' αυτές εκτέθηκε το 1997
στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια
μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του
αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους
πολλούς.
Ήταν ρακένδυτος,
γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του εδιναν. Όταν ένας
ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε
βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε
μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».
Δεν έλεγε πολλά, αλλά
στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί
που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το
Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη
σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον
ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό
μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το
εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν
άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του,
ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν
σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς
νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της «λειτουργικής μεταρρύθμισης».)
Το 1979 άρχισε να
χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και
διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε
γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η
«ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από
λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν,
ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει
στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.
Ο γέρο
Τιμόθεος ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά.
Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, μ' ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του
κουρεμένα πολύ κοντά. Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα
γκρεμιζόταν, αφού δεν τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς
περνά, απαντούσε: «Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία
θάνατος». Ήθελε να δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος.
Κατηγορούσε
τον εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε
ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση,
απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και
που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε
επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους
μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι' αυτούς που ένιωθε ότι
θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με
τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά.
Οι
απαντήσεις του δεν ήταν ανάλογες μ' όσα του έλεγες αλλά μ' αυτό που διέκρινε
μέσα σου. Πολλές φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός
του είπε: «Είμαι χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι
χαζός. Καλός είσαι». Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον
έναν απάντησε: «Χαζός είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις,
να μην τα λες», κοκ.
Ένας
μοναχός εξομολογήθηκε:
«Όταν ήμουν
δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου,
με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον
δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό
έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά
από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν
από εννιά μήνες.
Άρχισε να
έρχεται πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν
αμέσως μου κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους
είχα τις στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα
και την καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες
μαζί του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο,
και θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ'
αυτούς. Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς
απ' αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο.
Κάποτε
ήμουν επι της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από
τον γέρο Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει
κάποιος έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο,
δαγκώθηκα όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο
εύελπις ούτε απ' αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και
με ρωτά: «Τι μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα.
Τίποτα δεν ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή
για μένα και δεν του έστειλα κανένα στο εξής».
Ο γέρο
Τιμόθεος κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση
τελευταία χρόνια της ζωής του.
*Ευχαριστούμε
τον Τhiv για την συγγραφή και παραχώρηση του κειμένου στο blog μας.
http://plibyos.blogspot.com/2009/06/blog-post_08.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου