Ο
μακαριστός γέρων Γρηγόριος (κατά κόσμον Γεώργιος Αβραμίδης) γεννήθηκε στο
Παλαιοχώρι Καβάλας το 1932, από τους ευσεβείς γονείς Παναγιώτη και Ευανθία, και
ήταν το δεύτερον από τα 9 τέκνα τους.
Οι γονείς
του, κατά τα δύσκολα και γεμάτα στερήσεις εκείνα έτη, προσπαθούσαν να
αναθρέψουν με πολλές θυσίες και κόπους τα παιδιά που τους εχάρισε ο Θεός και,
ως φιλόθεοι που ήταν, να τα μεγαλώσουν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου,
εμφυτεύοντας στις παιδικές ψυχές τους τον φόβο και την αγάπη του Θεού.
Ο π.
Γρηγόριος από μικρός διακρινόταν για την σύνεση, οξύνοια και φιλομάθειά του,
που τα καλλιέργησε στις λίγες τάξεις του Δημοτικού που φοίτησε, και ήταν πολύ
επιμελής στα μαθήματά του. Ήσυχο, υπάκουο και εργατικό παιδί, ήταν το δεξί χέρι
της μητέρας του, που την βοηθούσε στις δουλειές και την ανατροφή των μικρότερων
αδελφών του. Και η ίδια τον αγαπούσε ιδιαιτέρως διότι είχε καλό χαρακτήρα.
Αγαπούσε πάρα πολύ το Θεό και την Εκκλησία και εκκλησιαζόταν ανελλιπώς με πόθο
κάθε Κυριακή, μετέχοντας στη θεία λατρεία.
Ο πατέρας του
Παναγιώτης, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, έστειλε στους αντάρτες που ήταν
στο βουνό και με απειλές του τα ζήτησαν, δέρματα ζώων για να φτιάξουν
παπούτσια, επειδή ήταν κτηνοτρόφος και κρεοπώλης. Κάποιος τον πρόδωσε στους
Βουλγάρους, που εκείνη την περίοδο λυμαίνονταν την περιοχή της Ανατολικής
Μακεδονίας, οι οποίοι τον μετέφεραν στο χωριό Μουσθένη, και τον υπέβαλλαν σε
καθημερινό ξυλοδαρμό ως τιμωρία. Μόνη του καταφυγή ήταν ο Θεός, στον οποίο με
δάκρυα προσευχήθηκε να τον απαλλάξει από τα χέρια τους, για να γυρίσει στην
οικογένειά του, τάζοντας ότι αν θελήσουν ακόμα και τρία παιδιά του ν’
αφιερωθούν στο Θεό, ο ίδιος δεν θα φέρει αντίρρηση και θα τους δώσει την ευχή
του. Το βράδυ είδε στον ύπνο του έναν λευκοφορεμένο να τον πιάνει από το χέρι
και να τον βγάζει από τη φυλακή. Το πρωί επιβεβαιώθηκε το όνειρο, γιατί ήρθε
ένας χωροφύλακας και τον απέλυσε στο σπίτι του. Αργότερα εκπληρώθηκε το τάμα
του και αξιώθηκε να δει τρεις γιούς του, αφιερωμένους στο Θεό, τον Ιερομόναχο
π. Γρηγόριο, και τον Μοναχό π. Στέφανο στα Κατουνάκια Αγίου Όρους και τον
Αρχιμανδρίτη π. Φίλιππο, κτίτορα και πνευματικό της γυναικείας Ιεράς Μονής
Αγίου Παντελεήμονος Χρυσοκάστρου Καβάλας.
Το 1945
πήγε ο πατέρας του στο Άγιον Όρος για προσκύνημα, και μέσα από τα βουνά και
ναρκοθετημένες περιοχές, πραγματοποίησε το οδοιπορικό του και μετέφερε τις
ευλογίες από το περιβόλι της Παναγίας, μερικά βιβλία και αφηγήθηκε τις
εντυπώσεις του στην οικογένειά του. Ο μικρός Γεώργιος εντυπωσιάστηκε τόσο από
τις διηγήσεις του, που μέσα στην παιδική του ψυχή το Άγιον Όρος έγινε ο πόθος
της ζωής του και άναψε ο ζήλος για την μοναχική πολιτεία. Το επόμενο έτος ο
πατέρας του ξαναπήγε στο Άγιον Όρος και επέμενε να πάει μαζί του ο Γεώργιος,
ελκόμενος προς την ησυχαστική ζωή. Λόγω των δύσκολων συνθηκών μετά βίας τον
πήρε μαζί του ο πατέρας του, αλλά αυτό στάθηκε σταθμός στη ζωή του, διότι είχε
την ευκαιρία να περιοδεύσει με τα πόδια όλο το Άγιον Όρος, και να ενθουσιαστεί
από τη ζωή των μοναχών. Η καρδιά του όμως προσκολλήθηκε στο ιερό Ησυχαστήριο
των Δανιηλαίων, στην αυχμηρά και απόκοσμη έρημο των Κατουνακίων, όπου εμόναζαν
ηλικιωμένοι πατέρες, βιαστές, αληθινοί ασκητές, που τηρούσαν ένα ασκητικό
πρόγραμμα ορισμένο από τον όσιο κτίτορα του Ησυχαστηρίου, Γέροντα Δανιήλ τον
Σμυρναίο, πολυγραφότατο, εμβριθή εις τους νηπτικούς πατέρες και διακριτικό
πατέρα, στον οποίο προσέτρεχαν πολλοί, για να τον συμβουλευτούν, ιδιαίτερα σε
θέματα πλάνης των δαιμόνων, που είχε κοιμηθεί το 1929. Αναχωρώντας ο Γεώργιος
διατήρησε αλληλογραφία με τους πατέρας της συνοδείας και καλλιεργούσε μέσα του
την επιθυμία της οριστικής αναχωρήσεως από τον κόσμο.
Ο ίδιος
περιγράφει την αναχώρησή του ως έξης :
…Όταν έσωσε
τον πατέρα μου από τη φυλακή ο προφήτης Ηλίας που έχουμε στο χωριό, η πρώτη του
δουλειά ήταν να πάει να εξομολογηθεί, και να γίνει κατά γράμμα χριστιανός
καλός. Έπεσε και στη μελέτη, αυτός ο ολιγογράμματος, και τα βράδια στο σπίτι
μάς αφηγείτο βίους αγίων, συν τοις άλλοις μας διηγήθηκε και το βίο του Αγίου
Ιωάννου του Καλυβίτου. Αυτό εγώ αμέσως το άρπαξα, ρώτησα, υπάρχει τώρα μοναχισμός;
Και μου απάντησε ότι υπάρχει στο Άγιον Όρος κι εγώ έχω πρόγραμμα να πάω. Εγώ
του είπα θέλω να γίνω μοναχός. Δικαίωμά σου είναι όπως νομίζεις κάνε μου
απάντησε, εσύ αποφασίζεις, εγώ ούτε ναι ούτε όχι λέω. Εγώ συνέχεια ήμουν στην
Εκκλησία, στο ψαλτήρι, τότε δεν είχε τηλεοράσεις και τέτοια πράγματα.
Πήγαμε με
τον πατέρα μου στο Άγιον Όρος το 1946 σαν προσκυνηταί, και με είχε τάξει εμένα
στο Κωσταμονίτου, κάναμε Πάσχα εκεί και λέει στον Ηγούμενο, «πέρσι μου είπες
κάτι για το παιδί, έφερα το παιδί μου, να το κρατήσεις εδώ να το κάνεις
μοναχό». Με βλέπει ο ηγούμενος « βρε λέει αυτό δεν έχει μουστάκια, ούτε γένεια,
τι να το κάνουμε εδώ, ας βγάλει μουστάκια και γένεια και μετά». Εγώ μαράζωσα
ακούγοντας αυτά. Γυρίσαμε πίσω, βρήκα και τον π. Δανιήλ εκεί, γειτονιά είμαστε,
και γράψαμε γράμμα στους Δανιηλαίους και μας απήντησαν «είστε μικροί, μη
ξεκινάτε, γιατί είναι εμφύλιος πόλεμος» και ήταν γεμάτη νάρκες όλη η Ελλάδα.
Την επόμενη χρονιά ήρθε ο γέρο Στέφανος, από τους Δανιηλαίους και διανυκτέρευσε
στο σπίτι μας, μου λέει λοιπόν ο πατέρας μου το βράδυ,« κοίταξε Γιώργο απόψε θα
σκεφτείς ναι ή όχι, το πρωί να μου πεις, αν θα πας στο Άγιον Όρος, να έχεις
υπόψη σου ότι δεν θα μας ξαναδείς, δεν θα φας ξανά κρέας, τρώγαμε πολύ κρέας
γιατί ο πατέρας μου ήταν χασάπης, δεν θα μάθεις γράμματα», «καλά λέω αυτά τα
έχω υπόψη μου», το πρωί μου λέει «τί γίνεται;», « είπα εγώ θα πάω να γίνω
μοναχός, τελείωσε, αυτό είναι η απόφαση» κι έτσι λοιπόν μου δίνει ένα
εικοσάρικο και μου δίνει και μια φορεσιά ρούχα, φυσικά δεν είχα και άλλη, με
πήρε ο γέρο Στέφανος και πήγαμε στην Καβάλα, αλλά ο διάβολος σ’ όλη την
διαδρομή, με πολεμούσε. Στην Καβάλα χάλασε το καράβι που θα μας πήγαινε στη
Θάσο, και το τι άκουσα από τους αχθοφόρους δεν λέγεται, εναντίον των καλογήρων
αλλά εγώ ήμουν δεμένος γερά μέσα μου. Μετά πήγαμε στη Θάσο, εκεί πάλι είχε
θάλασσα και μείναμε λίγες μέρες. Τα σπίτια τότε δεν είχαν νερό και πήγαινα από
την πλατεία να φέρω νερό στο σπίτι που μας φιλοξενούσε ένας γέρος. Εκεί ήταν
κάτι Θασίτισσες που μου είπαν κι αυτές τα μύρια όσα, γιατί μ’ έβλεπαν με τον
καλόγερο κι έλεγαν αυτό θα πάει να γίνει καλόγερος. «καλά έλεγα μέσα μου, λέτε
εσείς, εγώ δεν απαντούσα, είμαι αποφασισμένος» Μια μέρα πήγα στη θάλασσα δίπλα
να περάσει η μέρα, είχα λοιπόν στην τσέπη μου το μπλοκ και το στυλό και μια
ωραία φωτογραφία του πατέρα μου όταν ήταν σαλπιγκτής στο στρατό, ψηλός, ξανθός
που κουβαλούσα πάντοτε μαζί μου, «α λέω μέσα μου, εσύ τώρα πας να γίνεις
μοναχός, οι άγιοι όλοι κι ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης, τί έκανε; όλα τα
αρνήθηκε, ούτε τον πατέρα σου δεν πρέπει να έχεις, διότι θα σου είναι εμπόδιο
στην άνοδο και στην προκοπή» και πιάνω και την κάνω τέσσερα κομμάτια και την
πετώ στη θάλασσα, τέτοιο ζήλο είχα. Ύστερα περάσαμε στη Λαύρα, καθίσαμε ένα
βράδυ, ήταν των Βαΐων, και τη Μεγάλη Δευτέρα που ήταν και του Ευαγγελισμού με
το παλιό, πήγαμε στο σπίτι των Δανιηλαίων. Εκεί βρήκα τους παλιούς πατέρες,
Γέροντας ήταν ο παπά Δανιήλ, ο πνευματικός, επίσημος ψάλτης, από το Αδραμύτι
της Μικράς Ασίας, μετά ο γέρο Στέφανος από τη Μαγνησία, ο πατήρ Γερόντιος, πρώτος
ξάδελφος του παπά Δανιήλ, ο γέρο Δαμασκηνός, Βορειοηπειρώτης, άγιος άνθρωπος
και καλός χτίστης, ο πατήρ Νήφων Κρητικός και ο πατήρ Μόδεστος, ήταν κι ένας
Γρηγόριος παλιότερα, πολύ καλό παιδί από την Τήνο, αλλά είχε τρύπα στην καρδιά
και πέθανε νέος 24 ετών, εγώ πήρα το όνομά του.
Εγώ εκεί
που πήγα είπα μέσα μου: «Γιώργο τώρα εδώ που ήρθες, στη νέα σου ζωή, θα πρέπει
να εκπροσωπήσεις τους γονείς σου, το χωριό σου και τον εαυτό σου να φανείς
αντάξιος για όλα αυτά ». Και πράγματι έβαλα ζήλο, πολύ ζήλο και στην ψαλτική
και στην αγιογραφία και στον ξενώνα και στη μαγειρική, παντού πρώτος.
Επεκτείναμε και το σπίτι, με πολύ κόπο, κουβαλούσαμε όλα τα υλικά με τα
μουλάρια, χιλιάδες φορτία, και κόστιζαν διπλά για να τα ανεβάσουμε εκεί για να
χτίσουμε, αλλά σιγά-σιγά έγιναν αυτά τα ωραία πράγματα. Όπως λέει και το
τροπάριο, «επόλισας την έρημον». Κεκτήμεθα δε πολλών πλεονεκτημάτων διότι
έχουμε απίθανη ορατότητα, το πιο ξηρό κλίμα του Αγίου Όρους, χωρίς καθόλου
υγρασία, έχουμε απόλυτη ησυχία και όλα αυτά είναι πάρα πολύ βοηθητικά…
Ο
μακαριστός π. Γρηγόριος υπήρξε πρότυπον αληθούς Μοναχού, με τελείαν αποταγήν
του κόσμου, ένθερμον αγάπην προς τον Θεόν και την Θεοτόκον, πόθον για τις ιερές
Ακολουθίες και ζήλον διά την άσκησιν. Εκ φύσεως φιλομαθής και οξύνους, καίτοι
δεν εφοίτησε εις το Γυμνάσιον, εχειρίζετο απταίστως την καθαρεύουσαν στον
γραπτόν και προφορικόν λόγον, εστήριζε τα πνευματικά του τέκνα με λόγον
πατερικόν και εδίδασκε εκ της πολυετούς εμπειρίας του. Ηξιώθη της Ιερωσύνης λειτουργώντας
για πολλά χρόνια εναλλάξ με τον Γέροντα Μόδεστο καθημερινώς στο Ησυχαστήριο και
της πνευματικής πατρότητος, και διηκόνησε ως πνευματικός πολλών μοναχών,
γυναικείων ιερών μονών και χριστιανών στον κόσμο.
Η έρημος
των Κατουνακίων, έγινε το εφαλτήριόν του διά νοεράς αναβάσεις εις την κλίμακα
των μοναχικών αρετών, έχων σύναθλον τον ηγαπημένον αυτού αυτάδελφον, μακαριστόν
ήδη π. Στέφανον που τον ηκολούθησε εις το Άγιον Όρος εις ηλικίαν 9 ετών το
1953, τον π. Δανιήλ και τον π. Ακάκιον συγχωριανούς του.
Διέπρεψεν
εις την ψαλτικήν τέχνην του αγιορειτικού μέλους, και επί δεκαετίες μετά των
άλλων πατέρων της συνοδείας είχαν την ευθύνην των πανηγύρεων όλων των Ιερών
Μονών του Αγίου Όρους, ψάλλων με καλλιέπειαν στις πολύωρες αγρυπνίες.
Επιδόθηκε
με επιμέλεια στην εκμάθηση της αγιογραφίας, που είναι και το εργόχειρο του
Ησυχαστηρίου και φιλοτέχνησε πολλές εικόνες που κοσμούν ιερούς ναούς και οικίες
της Ελλάδος και του εξωτερικού.
Εργάσθηκε
εντατικά με τους άλλους πατέρες για την ανοικοδόμηση των κτιρίων, την μεταφορά
νερού από τον Άθωνα και χώματος για την καλλιέργεια των κήπων, με υπεράνθρωπες
προσπάθειες και κόπους, υποπιάζωντας το φθαρτό σαρκίο του. Επίσης αξιώθηκε να
συναναστραφεί και να γηροκομήσει πολλούς ερημίτες της περιοχής, αποκομίζων
μεγάλην ωφέλειαν εκ της πολυχρονίου ασκητικής εμπειρίας τους.
Επί πολλά
έτη ήτο Γέροντας του Ησυχαστηρίου, και επακολουθούσε τοις ίχνεσιν του
μακαριστού κτήτορος του Ησυχαστηρίου, Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτου τον
οποίον υπερβαλλόντως αγαπούσε, σεβόταν και επακριβώς τηρούσε τις υποθήκες του.
Κύριο μέλημά του ήταν η έκδοσις των επιστολών, διατριβών και μελετών του
Γέροντος Δανιήλ, που διασώζονται στο Ησυχαστήριο και αποτελούν μέγα πλούτο για
την θεολογία, το μοναχισμό, την εκκλησιαστική ζωή, την προσευχή, την καθαίρεση
της πλάνης και της αίρεσης και πολλών άλλων θεμάτων, εκ των οποίων αξιώθηκε να
εκδώσει αρκετούς τόμους. Αγαπούσε τους πατέρες της συνοδείας ως τέκνα του
πνευματικά και μοχθούσε για να τους αναδείξει καλούς και υπήκοους μοναχούς,
αντάξιους της βαριάς πνευματικής κληρονομιάς του Γέροντος Δανιήλ.
Ήταν
ακριβής τηρητής του μοναστικού προγράμματος, του ωραρίου των Ιερών ακολουθιών,
της καθημερινής τέλεσης του μοναχικού κανόνος και της μελέτης, της απόλυτης
σιωπής μετά το Απόδειπνο. Καθημερινό του εντρύφημα ήταν η Αγία Γραφή, ο
Συναξαριστής, ο Ευεργετινός, η Φιλοκαλία και το Γεροντικό. Σ’ αυτά έβρισκε
ανεξάντλητο πλούτο νοημάτων, βιωμάτων, παραδείγματος μοναχικής ζωής και τα
συνιστούσε σε όλους ως απλανείς οδηγούς προς σωτηρία.
Υπέμεινε
πολλές ασθένειες και εγχειρήσεις και τα τελευταία έτη κινητικές δυσκολίες,
δοξάζων πάντοτε το όνομα του Θεού, εσχάτως δε εδοκιμάσθη με σύντομον ασθένειαν,
την οποίαν επέλεξε να διανύσει εντός του κελλίου του. Παρέδωσε ολοκληρωτικά τον
εαυτό του στο θέλημα του Θεού και βλέποντας το τέλος να πλησιάζει ήταν τελείως
ατάραχος και ειρηνικός, διδάσκων με τις λίγες δυνάμεις που του απέμειναν τα
προς σωτηρίαν στους πατέρες. Δέχθηκε με πολλή ευγνωμοσύνη τις περιποιήσεις τους
και έλεγε ότι όπως αυτοί διακόνησαν τους παλιούς γεροντάδες, έτσι έστειλε ο
Θεός αγγέλους να τον υπηρετήσουν, ευχόμενος διαρκώς για την πνευματική προκοπή
τους. Είχε παραδοθεί σε συνεχή προσευχή, εξαϋλωμένος, ήρεμος, ειρηνικός, χωρίς
να παραπονεθεί καθόλου για πόνους παρόλο που υπέφερε, αξιώθηκε να διανύσει και
το τελευταίο αυτό στάδιο μαρτυρικώς και να ευαρεστήσει μέχρι τέλους τον Χριστό
για την αγάπη του οποίου επί εβδομήντα έτη προσκαρτερούσε εν υπομονή, ασκήσει
και προσευχή και καρποφόρησε καρπόν πίστεως, ελπίδος και αγάπης.
Το τέλος
του ήταν μακάριον, χριστιανικόν και οσιακόν, παρέδωσε το πνεύμα του εις τας
χείρας του ηγαπημένου Κυρίου του εν πλήρει συνειδήσει, περιβαλλόμενος υπό των
προσφιλών πνευματικών του τέκνων, κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας,
στις 18 Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μοδέστου, ιδιαιτέρου προστάτου του
Ησυχαστηρίου. Εις το Άγιον Όρος έζησε ασκητικώς εβδομήκοντα έτη, διατηρών μέχρι
τέλους άσβεστον την λαμπάδα και κατέλιπε τύπον αληθινού μοναχού, με τελείαν
αυταπάρνησιν, ξενιτείαν, διάπυρον ζήλον μέχρι της Κοιμήσεώς του διά την
μοναχικήν ζωήν, αγάπην προς τον Θεόν την Κυρίαν ημών Θεοτόκον και τον πλησίον
και προσήλωσιν εις την ορθόδοξον πίστιν. Είθε να έχουμε τον αγίαν ευχήν του!
. . . . . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου