Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Ιερώνυμος ιερομόναχος Σιμωνοπετρίτης (1871 - 1957)


Την Πατριαρχική και Συνοδική πράξη αναγραφής στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας του νέου Οσίου, Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου, του οποίου η αγιοκατάταξη έγινε πρόσφατα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανέγνωσε αμέσως μετά το Ευαγγέλιο κατά την ημέρα της πανήγυρης (2019) της Μονής, ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αρχιμανδρίτης Ελισαίος.


Ο Γέρων Ιερώνυμος γεννήθηκε στο χωριό Ρεΐζ- Δερέ της επαρχίας Κρήνης Μικράς Ασίας το 1871 από φτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Νικόλαο Διακογιώργη και την Μαρία.
Το χωριό του ήταν καθαρά χριστιανικό και βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά από τ’ Αλάτσατα και δυόμιση χιλιόμετρα από τη θάλασσα. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήσαν γεωργοί και αμπελουργοί και προέρχονταν από την Κρήτη και την Πελοπόννησο.
Στη βάπτισή του έλαβε το όνομα Ιωάννης. Όταν πήγε στο σχολείο ήταν καλός μαθητής, ξεπερνούσε στην οξύνοια και φρόνηση τους συμμαθητές του, αφού για ένα μικρό διάστημα ο δάσκαλός του τον έστειλε να κάνει τον δάσκαλο σε κοντινή κωμόπολη, μόλις είχε τελειώσει το Δημοτικό.
Η εκκλησία του χωριού έγινε κέντρο της ζωής του. Εκεί εύρισκε ό,τι ζητούσε η ψυχή του. Τη χαρά και την ευλογία του Θεού, που χυνόταν πάνω του με τα μυστήρια, τις προσευχές, τις διακονίες. Αγαπούσε τις ιερές ακολουθίες, τους ιερείς, τους ψάλτες, τις αγρυπνίες, τα εξωκκλήσια. Βοηθούσε στο ψαλτήρι τους ιεροψάλτες και στο άγιο βήμα τους ιερείς. Από μικρός έδειχνε μεγάλος με τη σιωπή, τη σοβαρότητα και την ευλάβειά του.
Τέκνο φτωχών, από μικρός δοκίμασε την φτώχια, που αργότερα, ως μοναχός, θεληματικά θ’ ακολουθούσε πιστά. Πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή της μικρής του ηλικίας. Η μητέρα του άφησε πάνω του ζωντανά αποτυπώματα της αγάπης της. Από αυτήν πρωτάκουσε τους βίους των αγίων, έμαθε να νηστεύει, να προσεύχεται, ν’ αγαπά τον Θεό. Οι άγιοι νωρίς έγιναν φίλοι του. Όλο και περισσότερο τον έχαναν οι δικοί του, γνώριζαν όμως ότι θα τον βρουν στα εξωκκλήσια. Δύο φορές τον θεράπευσε ο Άγιος Δημήτριος. Μια όταν είχε φοβερούς πόνους στα πόδια και δεύτερη φορά όταν είχε ανεμοβλογιά. Και τις δύο φορές παρέμεινε 40 μέρες μέσα στο ναό του Αγίου νηστεύοντας.
Ένα βράδυ τον άκουσε η αδελφή του να λέει τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Το πρωί τον ρώτησε· «Ξέρεις τους Χαιρετισμούς; Όχι», της απάντησε. «Ε, τότε ευκαιρία να τους μάθεις», του είπε εκείνη. «Από επτά ετών γνώριζα τους Χαιρετισμούς απέξω», συνήθιζε να λέει αργότερα ο Γέροντας.
Η μεγάλη πίστη της μητέρας του φανερώθηκε πριν από τα τέλη της, όταν φόρεσε το μοναχικό σχήμα, που από μικρή αγαπούσε· μετονομάστηκε Μελάνη. Ο αδελφός του έγινε μοναχός με τ’ όνομα Μάξιμος· και οι τρεις αδελφές του μοναχές, Μαγδαληνή, Μελάνη και Κασσιανή. Οι δύο ήσαν έγγαμες πριν. Επίσης συγγενείς του ασπάστηκαν το αγγελικό σχήμα στο Άγιον Όρος και άλλοι σε Κοινόβια της Ελλάδος.
Σε ηλικία δώδεκα ετών πηγαίνει στη Χίο, στον περίφημο διακριτικό Γέροντα άγιο Παρθένιο, μαζί με άλλους τρεις νέους. Ο Γέρων ήταν σκυφτός και καλυμμένος όλος, ώστε να μη φαίνεται καθόλου ούτε η σάρκα του προσώπου και των χεριών του. Ζούσε σε σπήλαιο, δίπλα από μοναστήρι του οποίου ήταν κτίτορας, με μεγάλη άσκηση. Τους υποδέχτηκε καλώντας τους με τα ονόματά τους, παρ’ ότι πρώτη φορά τους έβλεπε. Στον καθένα είπε το τί δρόμο θ’ ακολουθήσει. Στον Ιωάννη με χαρά ανέφερε τη μοναχική του τελείωση.
Θα γράψει ο π. Ιερώνυμος αργότερα· «Κατά την εφηβική μου ηλικία σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να ευαρεστήσω τον Κύριο. Διάλεξα την καλή και θεάρεστη ζωή των μοναχών διότι αυτή ταιριάζει περισσότερο σ’ αυτόν που με ευλάβεια και υπακοή ακολουθεί τον Κύριο, ο οποίος λέει: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς». Και αφού πήρα την πατρική ευλογία και ευχή των γονέων και φυσικά τον Σταυρό του Κυρίου ως όπλο ακαταμάχητο, πήγα στο Άγιον Όρος του Άθω ως περισσότερο κατάλληλο και σύμφωνο στον θεοφιλή σκοπό και απόφασή μου».
Ο πατέρας του τού ευχήθηκε: «Να πας και να μη ξανάρθεις». Και αυτό το είπε γιατί μερικοί συνήθιζαν μετά από λίγο να επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Ήθελε αυστηρό ο πατέρας τον γιό του.
Ο Γέρων Ιερώνυμος μοναχός στο Άγιον Όρος (1888-1920)
Ο μικρός Ιωάννης φθάνοντας στο Άγιον Όρος κάνει τον σταυρό του και ευχαριστεί την Παναγία. Εδώ η αγάπη του για την Παναγία θα μεγαλώσει και μέχρι να κοιμηθεί θα δακρύζει λέγοντας ή ακούοντας το όνομά της. Την εποχή που ήρθε, ο Άθωνας έχει πάνω από δέκα χιλιάδες μοναχούς. Δοξολογώντας τον Θεό, εισέρχεται στο μυρωμένο χώρο, περνά την πύλη της Μονής της Σιμωνόπετρας, ο δεκαεφτάχρονος Ιωάννης για να μιμηθεί τα άγια κατορθώματα των αγίων του Θεού, στις 3 Οκτωβρίου 1888, και στις 28 γράφεται στο δοκιμολόγιο.
Όπως γράφει ο ίδιος: «έγινα δεκτός από τον Καθηγούμενο σεβάσμιο γέροντα αείμνηστο Αρχιμανδρίτη Νεόφυτο που καταγόταν από τα Αλάτσατα της Ερυθραίας,… και κατατάχθηκα ως δόκιμος, εξυπηρετώντας κατά κανόνα κάθε διακονία που μου ανέθεταν».
Η ζωή που αρχίζει είναι αυτή που έζησαν χιλιάδες μοναχοί πριν από αυτόν. Ζωή ποτισμένη από τη μνήμη του Θεού, μυστική, με καθημερινές πολύωρες ακολουθίες, συχνές αγρυπνίες, τακτικές νηστείες. Τον κανόνα, το διακόνημα, την εξομολόγηση, τη θεία κοινωνία. Και μέσα σε όλα αυτά τα καθημερινά συνεχίζει τη ζωή που είχε αρχίσει στην πατρίδα του απορρίπτοντας τα περιττά. Αρχίζει να μελετά, τη Γραφή, τους ασκητικούς Πατέρες, τα συναξάρια, βρέχοντας με δάκρυα τις σελίδες τους.
Ένα από τα πρώτα διακονήματά του ήταν του κονακτζή στο αντιπροσωπείο της Μονής στις Καρυές ως βοηθός του αντιπροσώπου. Μετά από δυόμιση χρόνια επιστρέφει λόγω ασθενείας στο μοναστήρι. Στέλλεται μικρό χρονικό διάστημα στη Δάφνη και για λίγους μήνες με το διακόνημα του κελλάρη στα μετόχια της Λήμνου. Η υπακοή στους υπευθύνους της Μονής μαρτυρεί την ταπείνωσή του.
Μετά από τεσσεράμισι χρόνια δοκιμασίας, την Κυριακή των Βαΐων του 1893, γίνεται μεγαλόσχημος μοναχός παίρνοντας το όνομα Ιερώνυμος. Τιμά την 15η Ιουνίου ιδιαίτερα τον άγιο και προστάτη του. Μετά την κουρά του νέοι μεγαλύτεροι αγώνες αρχίζουν. Γράφει Γέροντας γι’ αυτόν· «Περισσότερο πετρέλαιο είχε κάψει στις αναγνώσεις που έκανε, παρά το νερό που είχε πιει. Ήταν πάντοτε σιωπηλός διότι είχε την εσωτερική νήψη. Πολλές φορές, όταν ήτο μόνος του, τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του ποτάμι. Ουδέποτε πλησίασε στην φωτιά, αν κι έκανε τόσο πολύ κρύο. Ουδέποτε έδωσε ανάπαυση στο σώμα του, αλλά καθήμενος έπαιρνε λίγο ύπνο. Και δεν μπορεί γλώσσα ανθρώπινη να διηγηθεί την ακτημοσύνη του. Αυτός ο μοναχός ήταν το στήριγμα της Μονής. Και σύμβουλος έστω και στην παραμικρή υπόθεση. Αυτόν τον άνθρωπο, που ήταν γεμάτος ταπεινοφροσύνη, τον είχε καύχημα η Μονή».
Σεβόμενοι τον αγώνα του π. Iερωνύμου αρχίζουν να τον πλησιάζουν οι αδελφοί όλο και περισσότερο. Σ’ αυτόν στέλνουν τους δοκίμους να τους εισαγάγει στο μοναχικό πνεύμα. Με πολλή διάκριση τους ομιλεί. Γράφει μακαριστός Γέροντας, τότε δόκιμος, τί του έλεγε ο π. Ιερώνυμος: «Ήρθες να γίνεις καλόγερος; Το σκέφθηκες καλά; Η καλογερική ζωή είναι για τους αγνούς ένα τριανταφυλλάκι… Όταν τελειώνεις τις υπηρεσίες, που σου έχουν αναθέσει, να πηγαίνεις στο δωμάτιό σου, και να κάθεσαι στο σκαμνί σου. Εκεί με το θέλημά σου θα έχεις την αυτομεμψία, και θα σκεφτείς ότι δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος για σένα, παρά μόνον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που πήρε την αμαρτία όλου του ανθρώπινου γένους. Κατόπιν θα ανοίξεις τον αόρατο πόλεμο. Όταν προφέρουμε το γλυκύτατο όνομα του Δεσπότου Χριστού, να προσέχεις απ’ όλα τα μέρη των αισθήσεων, που δοξολογούν τον Θεό, να μην έρθει κανείς δεξιός διάβολος και με την οίηση ή υπερηφάνεια σε βγάλει από την αγάπη του Κυρίου».
Ο νέος μοναχός Ιερώνυμος γίνεται γραμματέας της Μονής, διακόνημα που διατήρησε και ως ηγούμενος. Μετά του αναθέτουν το δύσκολο έργο του αντιπροσώπου για όλες τις εξωτερικές υποθέσεις της Μονής. Αναγκάζεται τακτικά να βγαίνει από το Άγιον Όρος για να συναντήσει διάφορα πρόσωπα και να φέρει εις πέρας τις διάφορες υποθέσεις. Από νωρίς του ανατίθενται υπεύθυνες και κοπιώδεις αποστολές στα μετόχια. Δίχως καμιά ποτέ επιφύλαξη, με παραδειγματική υπακοή, ανταποκρίνεται στα αιτήματα των προϊσταμένων του, περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Μονής, απασχολείται με θέματα οικονομικά και διοικητικά, αλλά δεν χάνει ούτε για μια στιγμή την αίσθηση της μοναχικής του κλήσεως ή την ανάγκη της εσωτερικής επικοινωνίας του με τον Θεό.
Μέχρι τέλους της ζωής του δεν τον άφησαν οι ασθένειες- πυρετοί συνεχείς, πονοκέφαλοι, αδυναμία, υπερκόπωση, βρογχικά, ασθένειες του αίματος. Όταν κοιμήθηκε το σώμα του ήταν γεμάτο καρκινώματα. Ποτέ δεν έλεγε πως πονάει. Στην επιμονή και στην αγάπη των γιατρών παίρνει φάρμακα. Μια μέρα δεν δέχτηκε να πάρει τα φάρμακά του λέγοντας: «Όχι σήμερα, είναι των Αγίων Αναργύρων και είναι ιατροί». Μετά την κοίμησή του βρήκαν στο ερμάρι του πολλά αχρησιμοποίητα φάρμακα. Οι πιέσεις των γιατρών δεν τον άφηναν να παραδεχθεί την ανάγκη και να δώσει στη σάρκα αυτό που απαιτούσε. Ο εκούσιος και ακούσιος πόνος αποτελεί άσκηση, που είναι μέσο αγιασμού, απόδειξη παραδόσεως στον Θεό.
Δεν τον άφησαν όμως ποτέ και οι ποικίλοι πειρασμοί. «Είναι απαραίτητοι, έλεγε, σαν την αναπνοή μας. Κύματα θαλάσσης είναι οι πειρασμοί, χωρίς κύματα θάλασσα δεν ταξιδεύεται και χωρίς πειρασμούς άνθρωπος δεν σώζεται». Η πείρα του τού έδινε την άνεση να μιλά στα τέκνα του για την μεγάλη ωφέλεια των πειρασμών, που κουράζουν μόνο τους σαρκικούς ανθρώπους.
Υπόμενε τους πάντες στοργικά. Αντί να στενοχωριέται ο Γέροντας, όταν κάποιος τον ενοχλούσε, είχαν μεγάλη στεναχώρια τα πνευματικά του τέκνα, που τους έλεγε: «Ησυχάζετε, παρ’ όλα αυτά με αγαπάει».
Το 1949 η μονή του, ύστερα από συκοφαντικές καταγγελίες, σκέπτεται να τον ανακαλέσει. Κυρίως τον κατηγορούν πως «μεγάλα ποσά καταναλίσκονται ασκόπως». Η αγάπη των τέκνων του δεν άφησε να πραγματοποιηθεί η ανάκλησή του. Με πολλές και θερμότατες επιστολές προς την μονή του φανερώνουν τον σεβασμό και την αγάπη τους.
Η ανάκληση δεν έγινε, αλλά πάρθηκαν αποφάσεις δεσμευτικές για την άνετη πορεία του πνευματικού του έργου. Όλα τα υπέμεινε, με την ταπείνωση που τον διέκρινε, δίχως συζητήσεις και αντιρρήσεις, αλλά όχι και χωρίς πόνο. Είχε όλος παραδοθεί στον Θεό και μόνο σ’ Αυτόν απέβλεπε. Ούτε οι έπαινοι του έδιναν χαρά, ούτε οι κατηγορίες λύπη.
Οι πρώτοι του επισκέπτες είναι κυρίως οι απλοί κάτοικοι της γύρω περιοχής. Η αγάπη του τον έκανε ξακουστό, ώστε σε λίγο να μην άδειαζε ποτέ ο πάγκος, έξω από το εξομολογητήριό του, από κόσμο, που ώρες περίμενε υπομονετικά τη σειρά του. Κόσμος πολύς ερχόταν να του εμπιστευτεί τους πόνους του. Όσο αυστηρός ήταν για τον εαυτό του, τόσο επιεικής ήταν για τους άλλους. Ο π. Ιερώνυμος αναδείχτηκε, κυρίως, πνευματικός πατήρ ενός μεγάλου πλήθους πληγωμένου από την αμαρτία. Στάθηκε φιλό­στοργος ιατρός, επιμελητής ψυχών άριστος, φίλος που συμπονούσε στις ήττες και συνευφραινόταν στη χαρά της νίκης, διακριτικός οδηγός, προσεκτικός σύμβουλος, ακάματος, ήρεμος και γλυκύς.
Τα πρώτα χρόνια εξομολογούσε όρθιος. Άρχιζε μετά τη λειτουργία και τελείωνε πολλές φορές τα μεσάνυχτα. Συχνά, για να κερδίσει χρόνο, έτρωγε ή διάβαζε επιστο­λές και εξομολογούσε. Οι απαντήσεις του κάθε φορά έδειχναν όμως πόσο πρόσεχε. Δεν βιαζότανε ποτέ, παρά το ότι πολλοί τον περίμεναν. Ακόμη κι όταν ήταν άρρωστος. «Λέγετε, έλεγε, αφήστε τους άλλους να περιμένουν. Εγώ εσάς θέλω να ακούσω».
Έβλεπε τις ψυχές σαν ανοιχτό βιβλίο. Είχε καταπλη­κτική γνώση της ανθρώπινης ψυχής. Σπανίως έκανε ερωτήσεις στους εξομολογούμενους. Όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν τους βοηθάει με ερωτή­σεις, τους απαντούσε: «Δεν θέλω να σας βάλω σε αμαρτίες που δεν σκεφθήκατε. Ο καθένας γνωρίζει καλά τί έχει και τί τον βαραίνει». Πριν την εξομολόγηση κάτι θα σε κερνούσε, θα χαμογέλαγε, θα ρωτούσε για την εργασία σου και μετά θα φόραγε το πετραχήλι του.
Άκουγε με προσοχή τις εξομολογήσεις και στο τέλος απαντούσε. Μερικές φορές έκανε πως κοιμόταν ή έκλεινε τα μάτια του από την κόπωση ή ήθελε να συγκεντρωθεί, να εντείνει την προσοχή του, να δώσει άνεση στον εξομολογούμενο, να μη τον κοιτά στα μάτια.
Τα πάντα χρησιμοποιούσε για να βοηθήσει τον πονεμένο, μη λογαριάζοντας χρόνο και κόπους. Η μεγαλύτερη χαρά και αμοιβή των κόπων του ήταν, όταν έβλεπε ανθρώπους που ειλικρινά μετανοούσαν. Μερικές φορές, αν κάτι του έκρυβες, με διάφορους τρόπους προσπαθούσε να σε φέρει σε τέτοια κατάσταση μετανοίας να το φανερώσεις. Δίχως να σε προσβάλει ή να σε θίξει στο παραμικρό. Είχε μια αρχαία αρχοντιά, αυτήν που έχουν κόσμημα όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι. Η μεγαλύτερη λύπη του ήταν να βλέπει ψυχές να βγαίνουν από το εξομολογητήριο με μια ακόμη αμαρτία. Μια μη καθαρή εξομολόγηση ηθελημένη.
Στο τέλος σ’ ευχαριστούσε θερμά, γιατί τον εμπιστεύτηκες. Αν πήγαινες για πρώτη φορά, θα φύλαγε τ’ όνομά σου, και θα προσευχόταν καθημερινώς για σένα. Δεν σ’ άφηνε ν’ απελπιστείς. Ήξερε να παρηγορεί τις ψυχές. «Εγώ γι’ αυτό είμαι εδώ, έλεγε, αυτή είναι η δουλειά μου». Σου μιλούσε για το άπειρο έλεος του Πανάγαθου Θεού, τις πρεσβείες των Αγίων και της Θεοτόκου.
Σε μια εποχή καθαρά αντιμοναχική, ο Γέροντας κατόρθωσε να εμπνεύσει την αγάπη στον μοναχισμό και να φορέσει το μοναχικό σχήμα σε περισσότερες από τριακόσιες ψυχές, δίχως να διακρίνει ηλικία και κοινωνική κατάσταση. Δεν είναι λίγες οι οικογένειες, που ολόκληρες αφιερώθηκαν στον Θεό, με πρώτη τη δική του. Μοναχούς έστελνε στο Άγιον Όρος και αλλού. Τις μοναχές σε διάφορες μονές. Μερικές, λόγω της πολύ περασμένης ηλικίας τους, τις έκειρε και τις άφηνε στα σπίτια τους. Άλλες, τις έστελνε με τα λαϊκά στις μονές κι άλλες αγαπούσε να τους φορά ο ίδιος το σχήμα, στην Ανάληψη, στα εξωκκλήσια. Διάβαζε την κλήση, που ήταν χαραγμένη στις καρδιές των τέκνων του και τους προετοίμαζε το δρόμο τους. Με τις δεήσεις του βοηθούσε ν’ αυξηθεί το αγγελοειδές τάγμα των μοναχών. Βλέποντας ν’ αυξάνει ο αριθμός αυτός δεν του έμενε παρά να ευχαριστεί τον Κύριο και την Θεοτόκο.
Το μακάριο τέλος του 6 Ιανουαρίου 1957
Τον θάνατό του ο μακάριος Γέροντας προείδε και προμήνυσε σε πολλούς με διάφορους τρόπους. Τις ετοιμασίες για το ταξίδι του ουρανού είχε κάνει από τα νεανικά του χρόνια. Όλη του η ζωή ήταν μια ετοιμασία για το καλωσόρισμα του θανάτου, που τον ανέμενε με λαχτάρα.
Ήταν 86 ετών και η σφοδρότητα της ασθένειάς του τον ταλαιπωρούσε αρκετές ημέρες, αλλά δεν του διέκοπτε την προσευχή και συχνά έκανε το σημείο του σταυρού. Δίχως κανένα παράπονο, με υπομονή, με τον καλό λόγο και ηρεμία καρτερούσε το τέλος.
Λίγες ημέρες πριν την κοίμησή του, μεταφέρθηκε σε κλινική του Πειραιά. Τέσσερεις ημέρες πριν, κατόπιν θείου οράματος, επισκέφθηκε τη μονή του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, παρά την κακοκαιρία, για να προσκυνήσει την ιεράν κάρα του Αγίου. Η ωραιοποιημένη ψυχή του από τους πολυχρονίους αγώνες άφησε το πολύαθλο σώμα στις 11.40 το πρωί, ημέρα Κυριακή μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό των Θεοφανείων, 6.1.1957. Ανέβαινε η ψυχή του σε ανοιχτούς ουρανούς. Την παραμονή είχε τελεστεί το ιερό ευχέλαιο και είχε μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Πρόλαβε να πιει και Μεγάλο αγιασμό.
Αμέσως μετά την τελευτή του ο πολιτικός και θρησκευτικός τύπος έγραψε πολλά περί της μακαρίας βιοτής του. Οι ένθερμες νεκρολογίες πολλών, ήσαν ύμνοι και ευχαριστίες στον Θεό, που τους χάρισε τέτοιον πατέρα.
Λίγες ημέρες μετά την ταφή του Γέροντα, κάθονταν μερικοί κοντά στον τάφο του, που βρίσκεται πίσω από το ιερό του ναού της Αναλήψεως και ένιωσαν να έρχεται ένα λεπτό άρωμα από αυτόν.
Στις 8 Μαΐου του 1965 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του. Ο Γέρων Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης που στάλθηκε από την Μονή για την παραλαβή των οστών του, είπε: «Αν ο οικονόμος δεν τα έκρυβε στο καμπαναριό του ναού θα επέστρεφα το κιβώτιο κενό». Με ιερή λαχτάρα όλος ο κόσμος έπεσε στον τάφο του να πάρει ως ευλογία και φυλακτό, χώμα και ξύλο από το φέρετρό του. Πολλοί είχαν την ευκαιρία πάλι να αισθανθούν έντονα τα σημεία της χάριτος του Θεού. Με θαυμασμό αναφέρουν την ευωδία κατά την ώρα της ανακομιδής.
Αυτό που άφησε πίσω του ως εικόνα και αίσθηση του προσώπου του περιγράφεται θαυμάσια από τον λόγιο βιογράφο του αγιορείτη Γέροντα Μωϋσή: «Ο Γέροντας ήταν πολύ απλός. Κοντός στο ανάστημα. Παρά τ’ ότι ήταν λίγο ευτραφής φαινόταν εξαϋλωμένος και το βλέμμα σου τον διαπερνούσε. Το πρόσωπό του ήταν συνήθως φωτεινό και αυστηρό, σοβαρό και με καλωσύνη. Ποτέ δεν αποχωριζόταν τον καλογερικό του σκούφο. Οι αχνές ρυτίδες του προσώπου του είχαν μια φυσικότητα. Τα μάτια του βαθουλωτά, κοιτούσαν συνήθως χαμηλά και είχαν σπάνια φωτεινότητα. Δυσκολευόσουν αρκετά να τον δεις κατάματα. Συχνά φορούσε απλά ματογυάλια. Το βλέμμα του είχε επιείκεια, ζεστασιά και σε πρόσεχε με μια ακριβή αγάπη. Το χαμόγελό του είχε μια ιδιαίτερη ωραιότητα. Τα γένια του άσπρα, και στην μέση χωρίζανε λίγο. Συνήθως ήταν ωχρός. Ένας απλός ιερομόναχος, με καθαρά ρούχα και υποδήματα. Με έντονα τα ιδιαίτερα πατρικά χαρίσματα, αγαθότητα, ηρεμία, διάκριση και συμπάθεια. Ο χαρακτήρας του προσώπου του γενικά, υπογραμμισμένος από την λευκότητα των διάχυτων μαλλιών του, η απλότητα των ενδυμάτων και των λόγων του, η χάρη των νοημάτων του από θερμές φράσεις γίνονταν βιβλίο βοηθείας στους αναγκεμένους. «Στολισμός γάρ ανδρός και βήμα ποδός και γέλως οδόντων αναγγελεί τα περί αυτού». Βλέποντάς τον να ζει μέσα σε μια συνεχόμενη και αδιατάρακτη πραότητα και γαλήνη, αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, τον απλό γέροντα, αναφωνούσες στα μύχιά σου· «Καλόν το πορεύεσθαι οπίσω Κυρίου…»
Ο πατήρ Ιερώνυμος έζησε ως επίγειος άγγελος, ουράνιος άνθρωπος.
Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος



Γέρων Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (1871-1957)

Ο Γέροντας Ιερώνυμος, γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, είναι ένα πρόσωπο στο οποίο συνυπήρχαν πολλές και σπάνιες αρετές με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα. Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρη Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του. 
Από τα σπουδαιότερα, μεγαλύτερα, πιο σημαντικά που έχει να παρουσιάσει στην σύγχρονη ιστορία η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους είναι το διακριτικό πρόσωπο του για δέκα περίπου χρόνια ηγουμένου της π. Ιερωνύμου. Γόνος της αγιοτόκου Μικράς Ασίας, φυτεύθηκε στο περιβόλι της Παναγίας και της αγιότητος και έδωσε τα άνθη των αρετών και τους καρπούς της αγιωσύνης του στο Μετόχι της Αναλήψεως.
.......Κάτω από την αγία Τράπεζα του Σιμωνοπετρίτικου παρεκκλησίου της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ένα μικρό κιβώτιο διαφυλάσσει ως πολύτιμο θησαυρό και μοναδική παρακαταθήκη το υπόλειμμα της επίγειας παρουσίας και την υπόμνηση της ουράνιας πορείας, τα άγια λείψανα του εναρέτου ηγουμένου της.
.......Πίσω από το ιερό βήμα της «Αναλήψεως» ένα κενό μνήμα περιέχει το λίγο χώμα που αγκάλιασε το ελαφρό από την άσκηση σώμα και απορρόφησε τους τελευταίους ελάχιστους φυσικούς χυμούς ενός ανθρώπου γεμάτου πνεύμα, του αγίου οικονόμου της. Ο κόσμος που μέχρι σήμερα προσκυνά απλά και μόνον τον τόπο του και αναμειγνύει τα δάκρυα και τις προσευχές του με την απαλή αλλά βαθειά ανάμνησή του, επιβεβαιώνει την χάρη του και αποδεικνύει την αγιότητά του. Το άδειο μνήμα είναι γεμάτο από χάρη. Ο απών είναι παρών. Η μνήμη του δεν σβήνει στο παρελθόν· ζωογονεί το παρόν και ζωντανεύει το μέλλον.
Ο πατήρ Ιερώνυμος, κατά κόσμον Ιωάννης Διακογιώργης, γεννήθηκε το 1871, στο Ρεΐζ-Δερέ της Μικράς Ασίας. Στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους προσήλθε στις 28 Οκτωβρίου 1888 και εκάρη μοναχός στις 21 Μαρτίου 1893, Κυριακή των Βαΐων. Τον Φεβρουάριο του 1914 γίνεται προϊστάμενος, στις 11 Απριλίου 1920 χειροτονείται διάκονος, στις 12 Απριλίου του ιδίου έτους πρεσβύτερος και στις 20 Απριλίου 1920, Κυριακή των Μυροφόρων, ενθρονίζεται ηγούμενος της μετανοίας του. Στις 15 Ιουνίου 1931 εξορίζεται στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου και σε τρεις μήνες αποστέλλεται στην «Ανάληψη» Αθηνών. Το έτος 1937 του προτείνεται η επιστροφή στον ηγουμενικό θρόνο της Μονής, αλλά διακριτικά αυτός το αρνείται και σε είκοσι χρόνια, στις 7 Ιανουαρίου 1957 (ανήμερα των Χριστουγέννων με το παλαιό ημερολόγιο), αφήνει την τελευταία του πνοή σ’ αυτόν τον κόσμο. Έζησε 17 χρόνια στην πατρίδα του, την Μικρά Ασία, 43 χρόνια στην Μονή της μετανοίας του, την Σιμωνόπετρα, και 26 χρόνια στην λυχνία του, την «Ανάληψη».
Αυτό είναι το λιτό περίγραμμα της χρονικής διαδρομής ενός αιώνιου ανθρώπου. Πάνω σ’ αυτόν τον σκελετό οικοδομήθηκε η περιπλοκότητα της απλής ζωής του π. Ιερωνύμου και βρήκε έκφραση η μυστική ομορφιά του προσώπου του. Μαζί μ’ αυτό, το μικρό σώμα του με τις ποικίλες ταλαιπωρίες και ασθένειές του και οι σημαντικές και ασήμαντες λεπτομέρειες των γεγονότων της ζωής του συνθέτουν την ορατή εικόνα του που, παρά την απλότητα και σεμνότητά της, προϊδεάζει για κάτι το μεγαλειώδες, για κάτι το μοναδικό, για κάτι το άγιο. Ο πατήρ Ιερώνυμος δεν είναι αγιορείτης προηγούμενος που κάποτε ήταν οικονόμος της «Αναλήψεως». Είναι ο άγιος που και σήμερα οικονομεί την Σιμωνόπετρα και την «Ανάληψη» και πάντα κοσμεί την Εκκλησία.
Ζωή και γεγονότα 
Οι ρίζες του π. Ιερωνύμου ήταν Μικρασιατικές. Μεγάλωσε συντροφιά με την βαθειά πίστη και ευλάβεια των γονέων του, την ζωή της Εκκλησίας, τους αγίους, τα ζωντανά σημεία και θαύματα του Θεού, αλλά και την φτώχεια, τις ασθένειες, τις κακουχίες. Οι επισκέψεις στους επιζώντες αγίους -δώδεκα μόλις ετών πηγαίνει στην Χίο και παίρνει την ευχή και την γεύση της προόρασης του οσίου Παρθενίου της Χίου (1815-1883)-, η προσφυγή και ζώσα επικοινωνία με τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και τα προσκυνήματα, η επαφή με τα σαρανταλείτουργα, τις νηστείες και τα λειτουργικά κείμενα -από επτά ετών εγνώριζε τους Χαιρετισμούς απ’ έξω-, η εξοικείωση με τις απαντήσεις και τις παρεμβάσεις του Θεού -ο ίδιος από μικρός είχε θαυματουργικά θεραπευθεί από βαρειές παθήσεις και ασθένειες-, η φυσική κλίση του σε κάθε τι ιερό, εκκλησιαστικό, μοναχικό, τα ιδιώματα και χαρίσματα του χαρακτήρος του -ήταν σοβαρός, ολιγόλογος, βαθύς, ευφυής-, οι ευχές των εκλεκτών γονέων του και πάνω απ’ όλα η χάρις του Θεού, απετέλεσαν τα γερά θεμέλια και τις βάσεις της μετέπειτα αγίας και μοναχικής πορείας του. 
Έτσι σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, έχοντας ξεκάθαρα αισθανθεί την κλήση του, κάνει το μεγάλο βήμα της αυτοεξορίας και αποταγής του. Εγκαταλείπει την ευλογημένη πατρίδα και οικογένειά του και πολιτογραφείται στην κοινωνία των μοναχών. Αφήνει την μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας, διαβαίνει την Ερυθρά θάλασσα της ματαιότητος αυτού του κόσμου, «ανταλάσσεται την ουράνιον βασιλείαν της επιγείου» και έρχεται στην χερσόνησο του Αγίου Όρους, που διεισδύει πιο πολύ στον ουρανό απ’ όσο στην θάλασσα, με σκοπό να γευθεί περισσότερο την χάρη του Θεού απ’ όσο να αξιοποιήσει τα πολλά χαρίσματά του. 
Η Μονή που τον φιλοξενεί είναι η μονή των συμπατριωτών του από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας· είναι η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, το τολμηρότερο και εντυπωσιακότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους, που μοιάζει σαν γαντζωμένο στον βράχο να προσπαθεί να ανεβεί στον ουρανό.
Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος, ηγούμενος της μονής Σιμωνόπετρας (1871-1957), με την αδελφότητα 
(Φωτογραφία: Αλή Σαμή, δεκαετία 1920)
Στην Σιμωνόπετρα θα μείνει συνολικά 43 χρόνια κάνοντας όλα τα διακονήματα, από αυτό του κελλάρη και του κονακτσή μέχρι και του ηγουμένου, και καλλιεργώντας σε μέγιστο βαθμό όλες τις αρετές από την υπομονή, την ταπείνωση και υπακοή, την αφάνεια και την σιωπή μέχρι την ανυποχώρητη άσκηση και εγκράτεια, την αδιάλειπτη προσευχή, την ανεξικακία, την απαντοχή στις συκοφαντίες, την φιλοπτωχεία και αφιλοχρηματία.
Η επιμέλεια και η προθυμία του είναι απαράμιλλες. Μόλις βρίσκει τον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, τον αξιοποιεί με μελέτη και πνευματική ενασχόληση στην βιβλιοθήκη της Μονής. Από νωρίς του ανατίθενται υπεύθυνες και κοπιώδεις αποστολές στα μετόχια. Δίχως καμμία ποτέ επιφύλαξη, με παραδειγματική υπακοή, ανταποκρίνεται στα αιτήματα των προϊσταμένων του, περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός Μονής, απασχολείται με θέματα οικονομικά και διοικητικά, αλλά δεν χάνει ούτε για μια στιγμή την αίσθηση της μοναχικής του κλήσεως ή την ανάγκη της εσωτερικής επικοινωνίας του με τον Θεό.
Όπως γράφει το 1911 σε μνημειώδη επιστολή του από την «Ανάληψη» στον τότε ηγούμενο Ιωαννίκιο: «Εάν δε αποφεύγω μάλλον ή επιποθώ την εν τη ιερά Μετανοία ημών διαμονήν και εξακολούθησιν γνωρίζει ο Θεός την συνείδησιν, οι δε πολλοί λόγοι είναι περιττοί. Είναι αρκεταί, γέροντα, αι λοιπαί μή ακριβείς τηρήσεις των καθηκόντων μου, τάς οποίας αισθάνομαι επιβαρυνούσας με, το δε να προσθέσω και την σωματικήν απομάκρυνσίν μου από την νοσσιάν μας, διότι πνευματική τοιαύτη δεν μοί είναι τόσον εύκολος, μοί είναι υπερμέτρως βαρύ, εάν μή συμφέρον και λόγοι προόδου των της Ιεράς ημών Μονής κτημάτων, υπό τους πατρικούς πάντοτε ορισμούς και διαταγάς Σας, με διαθέσωσι» (22.9.1911).
Αυτή η προσοχή στην ζωή του, ο σεβασμός, η ευγένεια και η τέλεια υπακοή του στην Μονή και στους προϊσταμένους του τον παρακολουθούν μέχρι βαθέος γήρατος. Η μεγάλη προκοπή του στο Μοναστήρι, η επιτυχής διεκπεραίωση των διακονημάτων που του ανατίθενται και κυρίως η σεμνότητα, η πραότητα, και η εν γένει αρετή του τον κάνουν αφ’ ενός μέν πολύ αγαπητό και σεβαστό, αφ’ ετέρου δε, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, αντικείμενο ζηλοφθονίας και μικροπρέπειας. Απάντησή του είναι πάντοτε η σιωπή και η ανεξικακία. 
Εκείνο που πολύ τον στηρίζει είναι η σχέση κοινωνίας που αναπτύσσει με τους αγίους της Εκκλησίας. Η αγάπη του προς τον άγιο Δημήτριο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο είχε τις ρίζες της στην παιδική του ηλικία και η αμεσότητά της είχε ως συνέπεια να ζήσει θαυματουργικές θεραπείες με την βοήθεια και των δύο. Έτσι ο άγιος Δημήτριος τον θεράπευσε από επώδυνα πρηξίματα των ποδιών, όταν ήταν μικρός, ο δε άγιος Ιωάννης στην αρχή της μοναχικής του ζωής, το 1897, από κήλη. Αυτό όμως που κυρίως του πρόσφεραν δεν ήταν τόσο η θεραπεία του όσο η αίσθηση της παρουσίας τους. Αυτή η αίσθηση είναι που του καλλιεργούσε την συνεχή επαφή μαζί τους και του έδινε την δύναμη, μέσα στις καθημερινές φροντίδες για την Μονή του, να μην χάνει την επικοινωνία του με τον επέκεινα κόσμο
Η αγάπη του προς τους αγίους ήταν τόση ώστε ευδόκησε ο Θεός και γνώρισε, όπως προαναφέραμε, λίγο πριν από την κοίμησή του τον ασκητικότατο όσιο Παρθένιο της Χίου, συνδέθηκε δε με προσωπική φιλία με τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο Σάββα τον Νέο της Καλύμνου και τον άγιο Νικόλαο Πλανά.
Αυτή η έντονη αγιοφιλία του βρήκε έκφραση ποιητική μέσα από το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός να ψάλλει και να υμνογραφεί. Έτσι αμέσως μετά την μοναχική κουρά του, το 1893, γράφει «οκτώ κανόνες κατ’ ήχον του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Σίμωνος του Μυροβλύτου» αναπληρώνοντας αυτούς που κάηκαν κατά την πυρκαϊά του 1891. Το 1896, συνθέτει παρακλητικό κανόνα στους αγίους της Μονής, Σίμωνα τον Μυροβλύτη και Μαρία την Μαγδαληνή, που εκδίδει αργότερα, το 1924, μαζί με τις ασματικές ακολουθίες τους και τους οκτώ κανόνες του οσίου Σίμωνος.
Το 1902 γράφει και μελοποιεί ακολουθία του οσίου Εφραίμ του Σύρου και συμπληρώνει διάφορες άλλες ελλειπείς, μεταξύ των οποίων και τις ακολουθίες των αγίων Νεοφύτου και Ιωαννικίου, των οποίων τα ονόματα έφεραν οι γεροντάδες του, του αγίου Ιερωνύμου και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής.
Την υμνογραφική του δοξολογία συνεχίζει όντας σε εξορία με παρακλητικό κανόνα στον Μέγα Αντώνιο, Χαιρετισμούς στους αγίους Μηνά, Βίκτωρα και Βικέντιο, Παύλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Σέργιο και Βάκχο, συμπληρώματα σε ακολουθίες άλλων αγίων που τα τίμια λείψανά τους θησαυρίζονται στην Σιμωνόπετρα, ικετηρίους και προσευχητικούς στίχους στον Κύριο, την Παναγία και διαφόρους αγίους και κυρίως με την ανελλιπή καρδιακή συμμετοχή του στις καθημερινές ακολουθίες και την αδιάλειπτη προσευχή.
Η συνύπαρξη πολλών και σπανίων αρετών με μοναδικές ικανότητες και χαρίσματα, όπως ήταν φυσικό, τον ξεχώρισαν μέσα στην αδελφότητα. Ήδη η ακτινοβολία του είχε αρχίσει να γίνεται παναγιορειτική και σιγά σιγά πανελλαδική, η δε αναγνώρισή του σχεδόν καθολική. Για τον λόγο αυτόν, όταν ο τότε καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας και γέροντάς του Ιωαννίκιος, ύστερα από βαρειά ασθένεια εγκατέλειπε αυτόν τον κόσμο, ομόφωνη ήταν η απόφαση των πατέρων της Μονής, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του μακαριστού γέροντος, την σοφή υπόδειξη του λογίου μοναχού Δανιήλ του Κατουνακιώτου αλλά και το κοινό αισθητήριο των αγιορειτών πατέρων, ο π. Ιερώνυμος να εκλεγεί διάδοχός του.
Αξίζει να τονισθεί ότι στην ζωή του ποτέ δεν εζήτησε ούτε πολύ περισσότερο διεκδίκησε κάτι. Πάντοτε περίμενε υπομονετικά και αρνιόταν κάθε τιμή και διάκριση. Γι’ αυτό και αυτός που ήταν γεννημένος ιερομόναχος και πνευματικός, μέχρι την στιγμή της εκλογής του ως ηγουμένου, το 1920, σε ηλικία 49 ετών, παρέμεινε απλός μοναχός. Ενώ τον παρακαλούσαν να χειροτονηθεί αυτός δίσταζε να συναινέσει. Ήλθε λοιπόν η ώρα και υποχρεώνεται πλέον σε χειροτονία. Στις 11 Απριλίου του 1920, χειροτονείται διάκονος και την επομένη πρεσβύτερος και χειροθετείται αρχιμανδρίτης και πνευματικός από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο.
Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος, ηγούμενος της μονής Σιμωνόπετρας (1871-1957), με την αδελφότητα 
(Φωτογραφία: Αλή Σαμή, δεκαετία 1920)
Λίγους μήνες μετά την εκλογή του, εξέρχεται από την Μονή και επισκέπτεται την Αθήνα, όπου ως ηγούμενος πλέον λειτουργεί για πρώτη φορά στο αγαπημένο του μετόχι, την «Ανάληψη». Ένα μήνα πριν κοιμηθεί ο αγαπητός και γνωστός του από το 1898 επίσκοπος Πενταπόλεως, ο άγιος Νεκτάριος, αξιώθηκε να τον επισκεφθεί και στο νοσοκομείο, κατά την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, στις 11 Οκτωβρίου 1920.
Έτσι, με τις ευλογίες του αγίου, με τις ευχές της Ιεράς Κοινότητος και όλου του αγιορειτικού κόσμου, κυρίως δε με την σκέπη του προστάτου του αγίου Ιερωνύμου και των εφόρων της Μονής του, αγίας Μαρίας Μαγδαληνής και αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου, σηκώνει το βάρος της ηγουμενίας και τον σταυρό της ιερωσύνης στην ηλικία των 50 περίπου ετών. Και, ενώ ξαφνικά αναλαμβάνει αξιώματα και γίνεται αποδέκτης μοναδικής τιμής, τίποτε δεν αλλάζει στην προσωπική ζωή του. Συνεχίζει να είναι το ίδιο απλός, ταπεινός, καταδεκτικός, ευγενής, ασκητικός, διακριτικός, αφανής και υποχωρητικός, όπως πρώτα. Η ηγουμενία του διακρίνεται από πνευματική καρποφορία, λιτότητα, φιλοξενία και ελεημοσύνη, εργατικότητα, επιμέλεια, και εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού.
Η εξορία 
.......Το 1924 γίνεται η ημερολογιακή μεταρρύθμιση και στην εορτή του Ευαγγελισμού λειτουργεί για πρώτη φορά με το νέο ημερολόγιο στο Μετόχι της Αναλήψεως. Αυτό γεννά έντονη αντίδραση στην Μονή, ώστε, όταν επιστρέφει, να του απαγορευθεί από μια ομάδα μοναχών η είσοδος στον ναό για έξι μήνες. Αυτός ήρεμα υπομένει χωρίς να υποχωρεί στις θέσεις του, μια και πιστεύει ότι το θέμα προκαλείται από κάποιους «οίτινες εκ δοκησισοφίας παραπλανηθέντες και αδιακρίτως εμόμένουν μετά πεισμονής εν οίς ουκ έόδει και νομίζοντες ότι έχουν το δικαίωμα να κρίνωσι και να επικρίνωσι…». 
Το ημερολογιακό θέμα αφ’ ενός, που οφείλετο στον αδιάκριτο ζήλο ορισμένων, και ο έντονος τοπικισμός αφ’ ετέρου, που με κανένα τρόπο δεν ήθελε μοναχούς από άλλα μέρη πλην της δικής τους περιοχής, της Μικράς Ασίας, όπως επίσης η αφιλοχρηματία και ελεημοσύνη του γέροντος και κυρίως η ακατανόητη για τους πατέρες πνευματική του ζωή, τον κατέστησαν «βαρύν και βλεπόμενον»  (Σοφ. Σολ. Β΄ 14) με αποτέλεσμα, ύστερα από μια ενδεκαετή ηγουμενική περιπέτεια, να συκοφαντείται μέσα από το μοναστήρι του για οικονομική κακοδιαχείριση, και με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος, στα τέλη του Ιουνίου του 1931, να εξορίζεται για έξι μήνες στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου. 
Αυτός, κατά το πρότυπο του Κυρίου «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη και ως αμνός άμωμος εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ουκ ανοίγει το στόμα αυτού». Πράγματι όμως «την γενεάν αυτού τις διηγήσεται;» (Ησ. νγ΄ 7). Οι πατέρες της Μονής Κουτλουμουσίου του συμπεριφέρονται με απεριόριστη αγάπη και τον αναγνωρίζουν ως άγιο. Εκείνος ομολογεί πως υποφέρει για τις αμαρτίες του. 
Η Ιερά Κοινότητα εμμέσως αναγνωρίζοντας την αθωότητά του διακόπτει την εξορία του και στους τέσσερις μήνες τον αποστέλλει στην «Ανάληψη» «ως πεπειραμένον πνευματικόν ίνα διά του καλού αυτού παραδείγματος πολλάς ψυχάς παραστήση τω Χριστώ σεσωσμένας». Η άδικη τιμωρία του οδηγεί στον κατά Θεόν δοξασμό του· στην φανέρωση και αξιοποίηση των ταλάντων του, στο ξεδίπλωμα των αρετών και της χάριτός του. Εκεί πλέον κάνει την δεύτερη μεγάλη αποταγή του. Ζεί για 26 ολόκληρα χρόνια, από 60 μέχρι 86 ετών, ως αγιορείτης εκτός Αγίου Όρους, χωρίς ποτέ ξανά να επιστρέψει σε αυτό. Κάνει τον τόπο της εξορίας του χώρο της διακονίας του και μεταφέρει το γνήσιο Άγιον Όρος στον λόφο της «Αναλήψεως», γίνεται ο ίδιος όρος άγιο στο οποίο οι άλλοι προσέρχονται. 
Όταν μάλιστα το 1937, ο κατά σάρκα αδελφός του, μοναχός Μάξιμος Σιμωνοπετρίτης μεσολαβεί για να επιστρέψει πάλι, αποκατεστημένος και δικαιωμένος πλέον, ως ηγούμενος στην Μονή, εκείνος ευγενικά αποποιείται την τιμή με μια ιδιαίτερα σεμνή τηλεγραφική απάντηση: «αναμετρών ευσυνειδήτως διττάς δυνάμεις συνορώ ανεπαρκείς μάλλον. Δεν απειθώ. Αδυνατώ υποψηφιότητα διότι καθιστώ εμαυτόν βαρυτέρως υπεύθυνον. Γράφω. Ιερώνυμος.» Αυτό το τηλεγράφημα ακολουθείται από μια αναλυτική επιστολή μνημειώδη για την ταπείνωση και το ήθος της, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει:
«Εις απάντησίν μου ταύτην προέβην ουχί βεβιασμένως και εν συναρπαγή αλλά μετά πολλήν μελέτην και εξέτασιν του εαυτού μου, καλώς και επακριβώς αναλογιζόμενος την τε υποχρέωσιν και ευθύνην, και το βάρος της ευθύνης ην υπέχω αποδεχόμενος την αδελφικήν υπόδειξιν και σύστασίν σας, και της οποίας τον όγκον και το βάρος μή δυνάμενος να σηκώσω εις τους διττώς ασθενείς ώμους μου, εάν αποδεχθώ και αναλάβω, θα εμπέσω εις περισσότερον κρίμα και έσομαι καταγέλαστος. Όπερ δεν είναι φρόνιμον, καθόσον εγώ βλέπω και ανομολογώ. Και την μέν Ι. ημών Μετάνοιαν ουδόλως θα ωφελήσω, εμέ δε τα μέγιστα θα ζημιώσω, μή δυνάμενος να αντεπεξέλθω κατά το χρέος μου και καθήκον προς όσα η θέσις και η μεγάλη τωόντι διακονία απαιτεί και προσεπιβάλλεται εις τον αναδεχόμενον το πράγμα. Οίδα ο λέγω. Επαναλαμβάνω και ανομολογώ ότι δεν είμαι ο κατάλληλος, και δεν αναδέχομαι, διότι δεν δύναμαι να σηκώσω το βάρος του υπουργήματος, και παρακαλώ να μή παρεξηγηθώ ως αντιπειθαρχικός διότι δι’ εμέ η απείθεια είναι ανιαρά και επίμεμπτος. Το να με ανακαλέσητε από το εδώ διακόνημα, παρ’ υμίν κείται. Αλλά και εις την Μονήν ερχόμενος δεν θα δυνηθώ να αναλάβω ηγουμενείαν δι’ ους λόγους αναφέρω ανωτέρω. Εις δε την Σεβαστήν επιστολήν Σας, μοί δίδεται να εννοήσω ότι η εδώ υπηρεσία μου δεν ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα της Μονής, ουδέ την ικανοποιεί. Εις αυτό αποκρίνομαι ταπεινώς χωρίς ποτέ να καυχηθώ. Πέπεισμαι και είναι βέβαιον ότι ουδέν άλλο εργάζομαι ειμή την υπακοήν και αυτήν την αξιοπρέπειαν της Μονής, εξυπηρετών αυτήν, θεία χάριτι συμβάλλων ως ετάχθην κατά δύναμιν εις την ωφέλειαν και σωτηρίαν των προσερχομένων αδελφών μας χριστιανών, το οποίον βεβαίως δεν είναι μικρόν συμφέρον και περιουσία εις την Μονήν, η σωτηρία δηλαδή τόσων ψυχών, ως είπεν ο Κύριος, και η πληροφορία είναι φανερά. Η δε εδώ αποστολή μου είναι αυτό τούτο και ουδέν άλλο. Και δι’ όσα μέν αναφέρετε εις την επιστολήν, να μοί αποδοθή το δίκαιον και λοιπά, ευχαριστώ θερμώς. Αλλά δι’ εμέ, τον ελάχιστον μεταξύ των αδελφών, δίκαιον και εάν με αγαπάτε, καθώς τούτο γίνεται φανερόν, είναι να θελήσητε όχι να με επιφορτήσητε, αλλά να με απαλλάξητε από το βάρος το οποίον δεν δύναμαι να σηκώσω…»
Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος (1871-1957), ηγούμενος της μονής Σιμωνόπετρας, με τους Ιωασαφαίους ζωγράφους των Καρεών
(Φωτογραφία: Αλή Σαμή, δεκαετία 1920)
Επίγειος Άγγελος 
Ο διψασμένος και πνιγμένος στην αναζήτηση και τα προβλήματά του κόσμος βρήκε πλέον τον πατέρα του. Αυτόν που μπορούσε να ακούσει, να κατανοήσει, να αγκαλιάσει, να δώσει κατεύθυνση και λύση, να εμπνεύσει, να μεταγγίσει ελπίδα, φωτισμό, αγάπη, χάρι Θεού. Βρήκε αυτόν που μιλάει με τον σοφό λόγο του, την ενάρετη πολιτεία του, τον θαυμαστό μυστικό κόσμο του. 
Αυτά που προσφέρει είναι παράδειγμα, παραμυθία και μοναχική παρακαταθήκη. Η ελεημοσύνη του είναι παροιμιώδης. Πρόσφερε αδιακρίτως σε όποιον του ζητούσε. Ανοιγε το συρτάρι και ό,τι έπιανε έδινε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον πλησιάσει κάποιος και να φύγει με άδεια χέρια. Ο ίδιος υπερβολικά λιτοδίαιτος, αυστηρός νηστευτής, υποδειγματικά ολιγαρκής και αυτάρκης. «Πτωχός εκ πτωχών γονέων», όπως του άρεσε να λέει για τον εαυτό του. Όταν εκοιμήθη, βρέθηκαν μόνον επτά δραχμές στο συρτάρι του! 
Ακολουθούσε ανυποχώρητα το ασκητικό πρόγραμμα που για δεκαετίες έζησε στο Άγιον Όρος, με κάθε του υπερβολή και ακρότητα μέσα στην Αθήνα. Καθ’ όλες τις ενδείξεις δεν κοιμόταν σε κρεββάτι, απέφευγε και τις πιο κρύες μέρες να ανάψει την θερμάστρα, αγρυπνούσε κάθε βράδυ στον ναό ή στο κελλί του, στην θεία λειτουργία μέχρι τα βαθειά του γεράματα απέφευγε να καθίσει, παρά το βάρος των ασχολιών του συμμετείχε σε όλες τις ακολουθίες από την αρχή είτε λειτουργώντας, είτε ψάλλοντας, είτε κηρύττοντας. 
Αλλά και τα καλοκαίρια, μέσα στην αφόρητη πολλές φορές ζέστη της Αθήνας, δεν αποχωριζόταν εύκολα το κελλάκι του. Αυτός ήταν ο τόπος του. Εδώ κατέθετε τους θησαυρούς των προσευχών του, εδώ φανέρωνε τα πετράδια των σοφών λόγων του, εδώ αξιοποιούσε την αγάπη της καρδιάς του. Συχνά τον παρακαλούσαν να βγεί λίγο στην αυλή να δροσισθεί. Κι εκείνος με αδιαπραγμάτευτη σιγουριά εξουδετέρωνε κάθε περιθώριο υποχωρήσεως λέγοντας κοφτά: «Δροσιά για τον μοναχό είναι το κελλί του». 
Δίπλα σ’ αυτά, αυτές οι βαθειές αρετές της μυστικής εσωτερικής ζωής του που την μεταμόρφωναν σε μυστήριο· σιωπή στην πρόκληση, υπομονή στον διωγμό και την συκοφαντία, απαντοχή στους περιορισμούς, αδιατάρακτη προσοχή, απουσία φόβου, αδιάλειπτη προσευχή, συνεχής ταπείνωση. Η κακία, η ταραχή, ο φόβος, ο θυμός και η εκδίκηση του ήταν άγνωστα και ως λέξεις ακόμα. 
Όλο αυτό το δυναμικό το αντλούσε μέσα από την βίωση και την εντρύφηση της ασκητικής μοναχικής παραδόσεως. Αν και διώχθηκε άδικα από τους αδελφούς του μοναχούς, η αγάπη του γι’ αυτούς και τον μοναχισμό έμεινε αδιάπτωτη και ανόθευτη. 
Η μητέρα του εκοιμήθη ως μοναχή Μελάνη. Ο αδελφός του ήταν Σιμωνοπετρίτης με το όνομα Μάξιμος, οι δε τρεις αδελφές του έγιναν επίσης μοναχές, Μαγδαληνή, Μελάνη και Κασσιανή. Δεν είναι όμως μόνον η φυσική του οικογένεια που φόρεσαν τα ράσα· είναι και η καινούργια πνευματική του οικογένεια που αγκάλιασε το μοναχικό σχήμα. Ως ηγούμενος προέβη στις κουρές αρκετών μοναχών, το δε πέρασμά του από την «Ανάληψη» και ως επισκέπτου τα πρώτα χρόνια (1908-1920), και ως ηγουμένου αργότερα (1920-1931), και ως οικονόμου στην συνέχεια (1931-1957), ξύπνησε, καλλιέργησε και ενεργοποίησε πλήθος μοναχικών κλήσεων, μια που, όπως λέγεται, ο ίδιος έκανε περίπου τριακόσιες κουρές ευλαβών γυναικών, πράξη για την οποία παρεξηγήθηκε και κατ’ επανάληψιν συκοφαντήθηκε και διώχθηκε. Μεταξύ αυτών δέχθηκαν να ασπαστούν τον μονήρη βίο το ζεύγος Μωραϊτίδη και να ενδυθούν το μοναχικό τριβώνιο. 
Ο π. Ιερώνυμος δεν ήταν μόνο «γέροντας»· ήταν και πατέρας. Η αγάπη του προς τον μοναχισμό δεν τον εμπόδιζε καθόλου να διακρίνει τα προβλήματα της καθημερινότητος. Κοντά του έβρισκαν καταφύγιο μικροί και μεγάλοι, άπιστοι και ευλαβείς, μορφωμένοι και αγράμματοι, σημαίνοντες και άσημοι, άνθρωποι με φυσικές αρετές και άλλοι μπερδεμένοι με τους λογισμούς και τα πάθη τους. Όλοι μουτζουρωμένες εικόνες του Θεού, που αυτός ως καλός συντηρητής έπρεπε να καθαρίσει. Να τους μεταβάλει σε εικόνες που θα δείχνουν τον Θεό και θα βλέπουν τον Θεό. Αυτή ήταν η αποστολή του. 
Μέσα στην Αθήνα διατήρησε στον εαυτό του την μοναχική ζωή και στους άλλους, στην δυσκολότερη ίσως εποχή, ενέπνευσε τον μοναχικό πόθο. Παράλληλα όμως αγκάλιασε και τον ανθρώπινο πόνο και την ανάγκη. Συνδύασε την ησυχία με την δράση, τον μοναχισμό με την προς τον αδελφό διακονία, τον δικό του αγώνα με την σωτηρία των αδελφών του. Γι’ αυτό και στην εποχή του ήταν ο πνευματικός της Αθήνας. 
Σαν πνευματικός δεν αποδείκνυε· αποκάλυπτε. Δεν μιλούσε με επιχειρήματα· σε ειρήνευε και σε «πληροφορούσε» με αγάπη. Η δική του βεβαιότητα και ειρήνη γινόταν δική σου βεβαίωση και ειρήνευση. Η αγάπη του ήταν συμπαθής και ανθρώπινη, αλλά δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Ένοιωθες ότι η προσευχή του ήταν ενεργός. Δεν ήταν απαρίθμηση λέξεων για σένα, δεν ήταν τόσο το ανθρώπινο αίτημα, όσο η διαρκώς διαπιστούμενη απάντηση του Θεού στην ζωή σου. Δεν συγχωρούσε μόνον τις δικές σου αμαρτίες αλλά και τις φορτωνόταν. Ο λόγος του δεν ήταν η δική του διδασκαλία ή συμβουλή σε σένα, αλλά το ξύπνημα της δικής σου ανάγκης, το ξέσπασμα της δικής σου ανάσας. Με τις λιγότερες λέξεις, με την ελάχιστη παρέμβαση, ξυπνούσε αναξιοποίητες δυνατότητες και ανέσταινε άγνωστες προοπτικές στην ζωή των πνευματικών τέκνων του. Δεν φανέρωνε μόνον τον δρόμο τους, αλλά υποδηλωνόταν και η δική του κατάσταση. Δεν ήταν καλός οδηγός· ήταν αληθινός συνοδοιπόρος. 
Αυτό που άφησε πίσω του ως εικόνα και αίσθηση του προσώπου του περιγράφεται θαυμάσια από τον λόγιο βιογράφο του αγιορείτη Γέροντα Μωϋσή: 
«Ο Γέροντας ήταν πολύ απλός. Κοντός στο ανάστημα. Παρά τ’ ότι ήταν λίγο ευτραφής φαινόταν εξαϋλωμένος και το βλέμμα σου τον διαπερνούσε. Το πρόσωπό του ήταν συνήθως φωτεινό και αυστηρό, σοβαρό και με καλωσύνη. Ποτέ δεν αποχωριζόταν τον καλογερικό του σκούφο. Οι αχνές ρυτίδες του προσώπου του είχαν μια φυσικότητα. Τα μάτια του βαθουλωτά, κυττούσαν συνήθως χαμηλά και είχαν σπάνια φωτεινότητα. Δυσκολευόσουν αρκετά να τον δείς κατάματα. Συχνά φορούσε απλά ματογυάλια. Το βλέμμα του είχε επιείκεια, ζεστασιά και σε πρόσεχε με μια ακριβή αγάπη. Το χαμόγελό του είχε μια ιδιαίτερη ωραιότητα. Τα γένια του άσπρα, και στην μέση χωρίζανε λίγο. Συνήθως ήταν ωχρός. Ένας απλός ιερομόναχος, με καθαρά ρούχα και υποδήματα. Με έντονα τα ιδιαίτερα πατρικά χαρίσματα, αγαθότητα, ηρεμία, διάκριση και συμπάθεια. Ο χαρακτήρας του προσώπου του γενικά, υπογραμμισμένος από την λευκότητα των διάχυτων μαλλιών του, η απλότητα των ενδυμάτων και των λόγων του, η χάρη των νοημάτων του από θερμές φράσεις γίνονταν βιβλίο βοηθείας στους αναγκεμένους. «Στολισμός γάρ ανδρός και βήμα ποδός και γέλως οδόντων αναγγελεί τα περί αυτού». Βλέποντάς τον να ζή μέσα σε μια συνεχόμενη και αδιατάρακτη πραότητα και γαλήνη, αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, τον απλό γέροντα, αναφωνούσες στα μύχια σου· «Καλόν το πορεύεσθαι οπίσω Κυρίου…» (Μωϋσέως μοναχού, «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης – Ο Γέρων της Αναλήψεως», Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, 1982, σσ. 226-7). 
Ο πατήρ Ιερώνυμος έζησε ως επίγειος άγγελος, ουράνιος άνθρωπος. 
Φωτογραφίες: http://athosprosopography.blogspot.gr


Ιερομόναχος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (1871 - 6 Ιανουαρίου 1957)







Ιερομόναχος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (1871 - 6 Ιανουαρίου 1957)
Ο Σιμωνοπετρίτης ηγούμενος Ιερώνυμος συνήθιζε να κοιμάται στο σκαμνί ή στην καρέκλα και για λίγο. «Στον μοναχό είναι αρκετό και τ’ ότι βρίσκεται κάτω από σκεπή» έλεγε. «Περισσότερο πετρέλαιο είχε κάψει στη λάμπα του για τις αναγνώσεις και μελέτες του, παρά νερό είχε πιει σε όλη του τη ζωή», έλεγαν. 
 Όταν αδελφοί του τον κα­τηγόρησαν για καταχραστή, ενώ γνώριζε καλά τους καταχραστές, η ανεξικακία του δεν του επέτρεψε να τους μαρτυρήσει και απλά στους ανακρίνοντες είπε: «Μήπως ο άγιος Σίμων γνωρίζει… Μήπως εκείνος χρειάσθηκε τα χρήματα και τα πήρε…». 
Υπέμεινε αδιαμαρτύρητα εξορία. Έκανε βουρδουνάρης στη μονή Κουτλουμουσίου. Έμεινε για λίγο σε μία καρβουναποθήκη στα Καυσοκαλύβια. Διήλθε από το μετόχι του Αγίου Χαραλάμπους στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στο μετόχι της Αναλήψεως των Αθηνών. Δεν έπαυσε ποτέ να προσεύχεται θερμά για τους κατηγόρους και τους συκοφάντες του.
Στο τέλος των συνεχών αγώνων του η αγάπη του στον Θεό αποδείχθηκε με ουράνια χαρίσματα: διάκριση, διόραση, προόραση. Αξιώθηκε να λειτουργεί με αγγέλους. Να μην πατά στη γη όταν λειτουργούσε. Τα πνευματικά του τέκνα μιλούν με ιερή συγκίνηση για θαύματα της πύρι­νης προσευχής του. Ο θάνατος τον βρήκε προσευχόμενο κι ευχαριστούντα τον Θεό για το μεγάλο δώρο των πυκνών ασθενειών του.

Για όσους αγαπούν τους αριθμούς, δίνουμε μερικούς: 17 ετών έρχε­ται από το Ρεΐζ-Δερέ της Μ. Ασίας στην ουρανογείτονα Σιμωνόπετρα. Μετά 47 ετών δοκιμή κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός από τον σπουδαίο Αλατσατιανό ηγούμενο Νεόφυτο (†1907). Επί 43 έτη δεν κοιμήθηκε σε κρεβάτι. 69 έτη φορούσε το τίμιο του μοναχού ένδυμα, χρησιμοποιώντας το πάντοτε ως υπηρετική ποδιά των αδελφών του. Το μοναχικό ράσο φόρεσε σε περισσότερες από 300 αφιερωμένες ψυχές. Τα πνευματικά του τέκνα αριθμούνται σε αρκετές δεκάδες εκατοντά­δων. Οι παραμυθητικές επιστολές του υπολογίζονται σε 10.000 περί­που. Μνημόνευε καθημερινά στην προσκομιδή περί τα 2.500 ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Στο συρτάρι του βρήκαν μετά την οσιακή κοίμησή του 7 δραχμές, που δεν θα είχε προλάβει να προσφέρει στους φίλους του φτωχούς, στις πόρτες των οποίων τις νύχτες κρυφά άφηνε την ελεημοσύνη του. Εκοιμήθη σε ηλικία 86 ετών. Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 7.1.1957. Χιλιάδες κόσμος βρέθηκε στην κηδεία του διηγούμενος μετά δακρύων πολλά θαυμαστά γεγονότα του βίου του. Ετάφη πίσω από το άγιο βήμα του ιερού ναού της Αναλήψεως, μετοχιού της αθωνικής μονής Σίμωνος Πέτρας, στον Βύρωνα Αθηνών. Υπήρξε οικονόμος του μετοχίου από το 1931. Ωφέλησε χιλιάδες ψυχές. Με αυτή την υπέροχη «αριθμητική» πως να μην ευωδιάσουν τα χρυσαφένια οστά του, στην ανακομιδή του 1965, όπου παιδί κι εμείς παρακολουθούσαμε με συγκίνηση τα γενόμενα, μη γνωρίζοντας τότε ότι μετά δύο δεκαετίες θα μονάζαμε στη μονή του και θα καθιστάμεθα βιογράφος του. Η μακα­ριστή μητέρα μου τον είχε Πνευματικό.
       Ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικης Νικόλαος, ζώντας στο μετόχι της Αναλήψεως, έγραφε γι’ αυτόν: «Επίγειος άγγελος. Ουρά­νιος άνθρωπος. Ήταν ενάρετος και σε έκρινε. Ήσουν αμαρτωλός και σε ανέπαυε. Τον αγαπούσες και σε απεμάκρυνε. Του δημιουργούσες πειρασμούς και δεν σε απέφευγε. Τον επαινούσες και σε επιτιμούσε. Τον αδικούσες και αρνιόταν να δικαιολογηθεί. Συχνά ανέδιδε ευωδία. Ήταν τόσο ευκατάνυκτος, που σχεδόν πάντοτε κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου έσπαγε η φωνή του και άνοιγαν οι κρουνοί των οφθαλμών του. Χαιρόταν να συναντά τις ψυχές στη μνημόνευση. Η συμμετοχή του στη θεία λατρεία τον μετεμόρφωνε σε άγγελο …».

Πηγές – Βιβλιογραφία
Νικολάου Χατζηνικολάου ιερομ., Ιερό Μετόχι Αναλήψεως, Αθήνα 2004. Σοφοκλή Δημητρακόπουλου, Ευλαβείς κληρικοί των Αθηνών κατά τον εικοστό αιώνα, Αθήνα 2005, σσ. 11-15. Μωυσέως Αγιορείτου μοναχού, Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης ο Γέρων της «Αναλήψεως», Θεσσαλονίκη 2008.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.569-573
http://www.pemptousia.gr


Νέο βιβλίο: Μαθητεύοντας στον Γέροντα της Αναλήψεως Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη

ΜΙΑ ΟΣΙΑ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ
ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ-2018
Κάθε εποχή αναδεικνύει τους Αγίους της. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς τους Αγίους τους αναδεικνύει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος μέσα από τον προσωπικό τους αγώνα. Ωστόσο κάθε Άγιος φέρει τα ιστορικά χαρακτηριστικά της εποχής του και τρόπον τινα, η παρουσία του αποτελεί μία ζωντανή απάντηση στα σύγχρονα φλέγοντα ερωτήματα, μία λύση στα παρόντα προβλήματα, μία διέξοδο στα εκάστοτε αδιέξοδα. Για τους λόγους αυτούς η ανάδειξη των αγιασμένων προσώπων μέσα από την καταγραφή του βίου τους είχε πάντοτε περίοπτη θέση στην ζωή της Εκκλησίας. Ο Γέρων Αιμιλιανός της Σιμωνόπετρας επέμενε ότι, αν υπάρχει ιεράρχηση στην μελέτη την οποία οφείλει να τηρεί κάθε χριστιανός ως μέρος του πνευματικού του αγώνα, οι βίοι των Αγίων κατέχουν σαφώς την πρώτη θέση.
Κινούμενος στο ίδιο πνεύμα, ο ιερομόναχος π. Μύρων, οικονόμος του Ιερού Σιμωνο-
πετρίτικου Μετοχίου της Αναλήψεως στον Βύρωνα της Αττικής, παραδίδει παραμονές των μεγάλων εορτών του Δωδεκαημέρου του 2018, σκιαγραφώντας και σχολιάζοντας την βιογραφία του Γέροντος Ιερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου, ο οποίος υπήρξε προκάτοχός του στο ίδιο διακόνημα πριν από 62 έτη.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο πανοσιολογιώτατος Καθηγούμενος της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας αρχιμανδρίτης Γέρων Ελισαίος, ο π. Μύρων, με τρόπο εύληπτο και λόγο περιεκτικό καθιστά προσιτή στον σύγχρονο χριστιανό μία προσωπικότητα που σφράγισε με το πέρασμά της την πνευματική ζωή της Αθήνας του 20ού αιώνα.
Ο λόγος του συγγραφέα είναι ρέων, σαφής και σύντομος. Ο αναγνώστης δεν κουράζεται. Μπορεί με άνεση να τελειώσει την πρώτη ανάγνωση του μικρού σχετικά βιβλίου μέσα σε λίγες ώρες. Όμως τα νοήματα που πραγματεύεται είναι βαθύτατα και με διαστάσεις που εκφεύγουν από την αντίληψη της πρώτης ματιάς. Θα χρειαστεί κάποιος σίγουρα να διαβάσει ξανά και ξανά τον βίο ενός ανθρώπου που έζησε παιδιόθεν μέσα στην άσκηση, στην ατμόσφαιρα των αγίων, στην τέλεια υπακοή, στην υψιβάμονα Σιμωνόπετρα, στο κλίμα της Αγιορειτικής Κοινότητας, στην μαρτυρική ανοχή της συκοφαντίας, στην παρέα των μεγάλων συγχρόνων του αγιασμένων μορφών, στην πολύβουη έρημο των πιο ταραγμένων περιόδων της Αθήνας.
Ο πατήρ Μύρων εξ αρχής παραθέτει εισαγωγικά τα ιστορικά και μεθοδολογικά στοιχεία για να αφήσει έπειτα τον λόγο να κυλήσει στα ρείθρα της ουσίας της πνευματικής ζωής. Εξηγεί την προσωπική του σχέση με τον Γέροντα Ιερώνυμο, τον τόπο με τον οποίον άντλησε τις πληροφορίες για την ζωή του και τις πηγές στις οποίες ανατρέχει. Ξεκαθαρίζει ότι ο ίδιος δεν προβαίνει σε συστηματική βιογραφία, κάτι που είχε ανατεθεί δεκαετίες νωρίτερα στον μακαριστό Γέροντα Μωϋσή, όταν εγκαταβίωνε στη Σιμωνόπετρα.
Το πρόταγμα του συγγραφέα είναι σαφώς πνευματικό και ποιμαντικό. Η προσέγγισή του στο πρόσωπο του Γέροντος Ιερωνύμου της Αναλήψεως γίνεται μέσα στο πλαίσιο της αναφοράς του στις αρετές του χριστιανού. Αν και παραθέτει πολλά ιστορικά στοιχεία, προχωρά στον ερμηνευτικό υπομνηματισμό τους μέσα από βιωματική και εμπειρική προσέγγιση. Με τρόπο αβίαστο σε κάθε ευκαιρία συνδέει τα γεγονότα της ζωής του Γέροντος με το σήμερα και με την αναζήτηση της κάθε διψώσας ψυχής. Έτσι μέσα από τις λίγες σελίδες αναδεικνύονται πτυχές της εν Πνεύματι ζωής με τρόπο όχι θεωρητικό, αλλά πρακτικό. Όπως καλείται ο κάθε βαπτισμένος στο όνομα της Αγίας Τριάδος άνθρωπος να τις συναντήσει στον στίβο της καθημερινής ρουτίνας.
Ζητήματα όπως η χριστιανική ανατροφή των παιδιών, ταπείνωση, μετάνοια, υπακοή, υπομονή στις θλίψεις, αγάπη, χαρά, δικαιοσύνη του Θεού και των ανθρώπων, η σωτηρία των ψυχών, εκδιπλώνονται με την αφηγηματική εξιστόρηση των γεγονότων. αι φλέγοντα θέματα ποιμαντικής όπως η ιερατική κλήση, το μυστήριο της εξομολογήσεως, τα επιτίμια ως παιδαγωγία, η σχέση Μοναχισμού και Εκκλησίας, προσεγγίζονται με τρόπο ζωντανό που διαλύει πολλές σκιές που συχνά τα καλύπτουν. Υπάρχουν και άλλα ζητήματα τα οποία μπορεί φαινομενικά να παρουσιάζονται ως ασήμαντα, το διακριτικό πρίσμα όμως, που αποτελεί το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό γνώρισμα της πνευματικής πατρότητος, τα επισημαίνει ως άξια προσοχής είτε προς μίμηση είτε προς αποφυγή. Οι οικονομικές σχέσεις και οι συναλλαγές, η στάση του χριστιανού μπροστά στις ιστορικές κρίσεις, η έμπνευση και όχι η επιβολή των αρετών, το πρόβλημα του τοπικισμού, τα δικαιώματα του ατόμου και τα δικαιώματα του Θεού είναι θέματα που συναντά ο καθένας στην “υψουμένην θάλασσαν του βίου” και τα οποία συνοδεύονται από “κλύδωνες πειρασμών” πολλές φορές.
Η αγιασμένη μορφή του Γέροντος Ιερωνύμου της Αναλήψεως όπως την προσεγγίζει η γραφίδα του πατρός Μύρωνος δίνει το ζωντανό παράδειγμα της ψυχής που περνά την θάλασσα αυτής της ζωής με καπετάνιο τον Χριστό.
Η βιογραφία του Γέροντος Ιερωνύμου έρχεται ως ένα θείο δώρο παραμονές της Γεννήσεως του Θείου Βρέφους. Ο πνευματικός λόγος προετοιμάζει τις ψυχές για να προσλάβουν το γεγονός της Σαρκώσεως του Μονογενούς Λόγου. Πιστεύουμε ότι το πόνημα του π. Μύρωνος αξίζει να υπάρχει στα χέρια κάθε αγωνιζόμενου χριστιανού.
Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να απευθύνεται για την προμήθεια του βιβλίου στο Ιερό Κοινόβιο Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ορμύλια της Χαλκιδικής και στο Ιερό Μετόχιο της Αναλήψεως της Ι.Μ. Σίμωνος στον Βύρωνα της Αττικής.
Νικόλαος Κόϊος, Σύμβουλος Έκδοσης – Πεμπτουσία


Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης 
Ο Άγιος Νεκτάριος και ο Γέρων Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης
Άγιος Νεκτάριος
Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος
και Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ,
τεύχ. 67-68 (Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1979)




Πηγή Αγιορειτική Βιβλιοθήκη


Ένα αγιορείτικο μετόχι στην Αθήνα
Γράφει ο Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης (†2014)
στο περιοδικό ΠΡΩΤΑΤΟΝ, τεύχ. 5, Ιούν-Ιούλ 1983
 Το μόνο αγιορείτικο μετόχι στην πρωτεύουσα σήμερα είναι ο περικαλλής ναός της Αναλήψεως στην περιοχή Παγκρατίου-Βύρωνος, μετόχι της Σιμωνόπετρας. Η Ανάληψη υπήρξε σπουδαίο πνευματικό κέντρο. Περί αυτής γράφει ο Μοναχός Μωυσής στο βιβλίο του «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, ο Γέρων της Αναλήψεως», Αθήνα 1982.
«Η Ανάληψη και ο Προφήτης Ελισσαίος είναι δύο από τα βαθύσκια και ευσκιόφυλλα κέντρα της Αθήνας την εποχή αυτή (1931). Εκεί συχνάζουν οι τελευταίοι Κολλυβάδες, οι φιλομόναχοι, οι φιλοαγιορείτες, οι αγρυπνούντες, οι φιλακόλουθοι και φιλέορτοι, ταπεινοί φίλοι της αρετής. Μέχρι την Ανάληψη φτάνουν οι παπα-Πλανάς, ο νέος άγιος της Καλύμνου Σάββας, ο Φιλόθεος ο Ζερβάκος, ο Αμφιλόχιος Μακρής, ο Αθανάσιος της Νερατζιώτισσας και πολλοί Αγιορείτες, που απέδειξαν όλοι μαζί πως η αγιότητα ζει και στις ημέρες μας.
Το αγιορείτικο μετόχι της Αναλήψεως και κάτω ο προσφυγικός συνοικισμός του Βύρωνα (φωτ. του 1924).
Η ιστορία του ναού της Αναλήψεως αρχίζει με τις αρχές του αιώνος μας. Ο γέροντας λευΐτης Ιγνάτιος, θείος του λόγιου Σιμωνοπετρίτη μοναχού Νείλου, με διαθήκη «εις μνημόσυνον των γονέων του και αυτού» δωρίζει στη μονή το κτήμα με το ναό. Τότε η γύρω περιοχή ήταν τελείως ακατοίκητη κι έπρεπε να περπατήσεις αρκετή ώρα ανηφορικό δρόμο για να φτάσης μέχρις εκεί.
Το αγιορείτικο μετόχι της Αναλήψεως στον Βύρωνα Αθηνών
Από τότε οι καλοί αγιορείτες πνευματικοί και οικονόμοι του μετοχίου, με τις αγρυπνίες, τις εξομολογήσεις και τα κηρύγματά τους, έκαναν γνωστό τον ναό στους διψασμένους των Αθηνών. Οι προκάτοχοι του Γ. Ιερωνύμου, Πανάρετος και Ιωάννης οι Κατουνακιώτες πνευματικοί, ο Καυσοκαλυβίτης Μεθόδιος, ο Μεγαλοσπηλαιώτης Πανάρετος και ο πνευματικός Ματθαίος είχαν αφήσει άριστα παραδείγματα εναρέτου βιοτής στους εκκλησιαζόμενους…»
Ο Γ. Ιερώνυμος απετέλεσε σταθμό στη ιστορία του μετοχίου, με την ενάρετη ζωή του, τα κηρύγματα, τις εξομολογήσεις, τις ελεημοσύνες και τα χαρίσματά του.

Μέχρι σήμερα συνεχίζονται οι καθημερινές ακολουθίες, κατά το αγιορείτικο τυπικό, και γίνονται συχνές αγρυπνίες. Το μετόχι αποτελεί μια καλή μαρτυρία του Αγίου Όρους στην πρωτεύουσα. Πέρα των περιοίκων, που τόσο το αγαπούν, πολλοί φιλαγιορείτες φθάνουν μέχρις εκεί για να παρακολουθήσουν τις ακολουθίες.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου