-Ἐγνωρίσατε, πάτερ ῾Ησύχιε, ἐναρέτους Πατέρας στήν Μονή μας παλαιότερα;
Πολλοί
πατέρες ἐτίμησαν τόν τόπον μας καί ἐδόξασαν τόν Θεό μέ τήν ἁγία ζωή τους.
Ἀρκετοί προεῖδαν τόν θάνατόν τους. ῾Ο Γέρο Σίμων πού πέθανε τό 1931 σέ ἡλικία 60 ἐτῶν καί καταγόταν ἀπό τά Λαγκάδια Ἀρκαδίας, εἶδε τούς Ἁγίους Προστάτας μας νά μπαίνουν ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ εἶπαν: «ἑτοιμάσου καί σέ τρεῖς ἡμέρες ἐρχόμεθα νά σέ πάρουμε».
῾Ο
Γέρο Ευστάθιος, πού καταγόταν ἀπό τήν Μικρομάνη τῆς Μεσσηνίας καί ἐκοιμήθη τό 1927 σέ ἡλικία 46 ἐτῶν, εἶπε στόν Μοναχό ῾Υπάτιο: «σέ δύο ἡμέρες φεύγω. Μετά τόν θάνατο καί τήν κηδεία μου, νά κεράσῃς τούς Πατέρες λουκούμι καί ρακί. Τά ἔχω ἐπάνω στό ράφι τοῦ κελλιοῦ μου.
῾Ο
ἀείμνηστος Γέρο Στέφανος, ἦταν μία μεγάλη φυσιογνωμία στήν ἐποχή μας. Γεννήθηκε στόν Πύργο τῆς Ἠλείας τό 1873, καί ὀνομαζόνταν Στάϊκος Σταϊκόπουλος. Στό Μοναστήρι μας ἦλθε τό 1903 καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1935 σέ ἡλικία 62 ἐτῶν.
Στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς μας διαβάζουμε τά ἑξῆς: «῾Η πατριωτική δρᾶσις τοῦ μακαρίου ἦτο ἄφθαστος εἰς ἡρωϊσμόν καί αὐταπάρνησιν. ῾Υπηρέτησε εἰς τό μετόχιόν μας «Παρθενῶν» ἐν Χαλκιδικῆ, ὅπου ἦτο τό κέντρον δράσεως τῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων. Τό ῾Ελληνικό κράτος εἰς ἐκτίμησιν τῆς πατριωτικῆς του δράσεως τόν ἐπαρασημοφόρησεν.
῏Ητο
μεγαλοπρεπής εἰς τήν παράστασιν μέ ἀρκετήν ἐγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν. Εὐχάριστος καί περιζήτητος εἰς τάς συναναστροφάς, καί πολύτιμος βοηθός εἰς τόν ὑποφαινόμενον. Αἰωνία του ἡ μνήμη. ῾Ο Καθηγούμενος Ἀρχιμανδρίτης Βησσαρίων».
Γιά πολλά χρόνια ἔκαμε ἀντιπρόσωπος στίς Καρυές. ῏Ηταν παροιμιώδες τό σύνθημά του πού εἶχε δώσει στούς Ἀντιπροσώπους τῶν ἄλλων Μονῶν, ὁσάκις ἐπρόκειτο νά συνεδριάσουν στήν Κοινότητα. ῞Οταν ἔβλεπαν τό Γέρο Στέφανο νά χαϊδεύῃ τά γένεια του, κατεβάζοντας τό δεξί του χέρι ἀπό τό πηγούνι πρός τά κάτω, ἤξεραν ὅτι στό πρός συζήτησι θέμα, ἔπρεπε νά εἰποῦν τό ναί.
Ἐνῶ, ἄν τόν ἔβλεπαν νά χαϊδεύῃ τήν γενειάδα του ἀπό κάτω πρός τά ἐπάνω, θά ἔπρεπε νά εἰποῦν τό ὄχι. Μιά ἄλλη φορά ἦλθαν στήν Κοινότητα, ὡς ἐπισκέπται καθολικοί ἱερεῖς. Τό πρόγραμμά τους μᾶλλον ἀπέβλεπε γιά κάποιο ἄλλο σκοπό. Νά διδάξουν τήν "ἀλήθεια" στούς ῾Αγιορείτας Πατέρας, καί νά τούς ἐπαναφέρουν στήν ἀληθινή πίστι.
Οἱ Ἀντιπρόσωποι τῆς περιόδου ἐκείνης, ἄνθρωποι ἀγράμματοι καί ἁπλοϊκοί, δέν μποροῦσαν ν᾿ ἀπαντήσουν στίς φιλοσοφικές καί σοφιστικές ἐρωτήσεις τῶν σπουδασμένων Παπικῶν, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τήν πίστι τους στό ἐλάχιστο λοξοδρομοῦσαν.
Μερικοί
θυμήθηκαν τόν Γέρο Στέφανο τόν Γρηγοριάτη, τόν ὁποῖον καί ἐκάλεσαν γιά κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς Κοινότητος στίς Καρυές. ῞Οταν ἦλθε ὁ Γέρο Στέφανος στήν Κοινότητα, χαιρέτισε φιλοφρόνως τούς ἐπισκέπτας, καί εἶπε στούσ Σερδάρηδες νά τούς κεράσουν.
Μετά τό κέρασμα καί τά φιλόφρονα λόγια τῆς ὑποδοχῆς, τούς ἔκαμε μόνο μίαν ἐρώτησι. «Τό φῶς τοῦ Παναγίου Τάφου στά ῾Ιεροσόλυμα ποῖοι τό βγάζουν; Αὐτοί καί χωρίς νά θέλουν νά ἀπαντήσουν, ὡμολόγησαν τήν ἀλήθειαν. Πηγαίνετε τούς λέγει στό καλό καί αὐτό τό θαῦμα ἀρκεῖ γιά νά σᾶς διδάξη ποῦ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καί ἡ σωτηρία.
Σέ ὅλη του τήν ζωή, διέπρεψε ὡς οἰκονόμος στά Μετόχια, ὡς ἐπίτροπος τῆς Μονῆς πολλές φορές καί ὡς ἀντιπρόσωπος, ὅπως εἴπαμε, καί τοῦτο, διότι ἦταν προικισμένος μέ διοικητικά χαρίσματα καί εἶχε φιλάδεφο πνεῦμα.
Μία ἑβδομάδα πρίν πεθάνει, εἶδε τούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας, οἱ ὁποῖοι τόν εἰδοποίησαν ὅτι τήν Παρασκευή, στό πρῶτο χειροσήμαντρο τοῦ ῾Εσπερινοῦ, θά ἔλθουν νά τόν πάρουν.
Τίς τελευταῖες αὐτές ἡμέρες τόν διακονοῦσε στό γηροκομεῖο, ὁ Μοναχός Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε τά ἑξῆς:
Τήν πρώτη ἡμέρα τῆς τελευταίας ἑβδομάδος ὁ Γέρο Στέφανος, εἶδε τά πονηρά πνεύματα νά τόν πλησιάζουν καί νά τόν ἀπειλοῦν, ὅπως συνήθως γίνεται στούς ἑτοιμαθανάτους, κατά παραχώρησιν Θεοῦ, καί μοῦ ἔλεγε: «ποῖα εἶναι ἐκεῖνα τά μαυρομούτσουνα πού ἔρχονται συχνά καί μέ ἐνοχλοῦν;
Τήν ἄλλη ἡμέρα ἦλθαν οἱ ῎Αγγελοι νά τόν παρηγορήσουν, ἀλλά ἐκεῖνος, χωρίς νά ἀντιληφθῇ ποῖοι εἶναι μέ ρώτησε: "ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά παιδάκια πού λάμπουν καί ἀστράφτουν σάν ἀγγελούδια, πάτερ Σωφρόνιε;».
Τήν τρίτη ἡμέρα εἶδε τήν ῾Αγίαν Παρασκευή, τήν ὁποίαν πολύ εὐλαβεῖτο καί τῆς εἶχε εἰκόνα στό κελλί του.Ἐκείνη τοῦ ἐπεβεβαίωσε, ὅτι θά φύγῃ τήν ἡμέρα πού τοῦ εἶχαν ὁρίσει οἱ ῞Αγιοι Πραστάτες μας.
Τήν τετάρτη ἡμέρα, εἶδε ὅλους τούς Πατέρες τῆς Μονῆς μέσα στό κελλί του καί μέ ἐρώτησε· «ποῖοι εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ ἀσκητάδες;».
Τήν πέμπτη ἡμέρα μοῦ ἀνεκοίνωσε ὅτι πλησιάζῃ τό τέλος του, καί "τήν τάδε ἡμέρα καί ὥρα θά ἀναχωρήσω ἀπό τά ἐπίγεια γιά τά ἐπουράνια". Πράγματι στό πρῶτο τάλαντο, ὅταν εὐθύς ἀμέσως ἄρχιζε νά κτυπᾷ γιά τό ῾Εσπερινό, παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχήν του στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. ῏Ηταν ἡ 24 Αὐγούστου
1935.
Δέν θά ξεχάσω τόν ἀσκητικό καί βιαστή Γέρο Βαρθολομαῖο. Γεννήθηκε στό χωριό Ζευγολατιό Ἀρκαδίας τό 1874, καί στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Βασίλειος. Τό 1904 σέ ἡλικία 30 ἐτῶν ἦλθε γιά Μοναχός στήν Μοναστήρι μας. Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας γιά τἠν κάθαρσι τῶν παθῶν, τήν ἄσκησι τῶν ἀρετῶν, τήν νοερά κοινωνία καί ἕνωσι μέ τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς, τόν Ἰησοῦν Χριστό. ῞Οσες καί ὅποιες λέξεις νά μεταχειρισθῶ, δέν θά μπορέσω νά περιγράψω τήν ἀρετή, ἄκρα ταπείνωσι καί ὑπακοή τοῦ ἀειμνήστου αὐτοῦ ἀδελφοῦ μας.
῏Ηταν
τό ζῶν παράδειγμα τῆς ὑπακοῆς καί φιλομοναχικῆς πολιτείας. Οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπό τίς Ἀκολουθίες καί Λειτουργίες, στίς ὁποῖες πρῶτος μετέβαινε καί τελευταῖος ἀναχωροῦσε. Γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε στήν τράπεζα. ῏Ηταν ὑποδειγματικός στήν καθαριότητα καί ὁλοπρόθυμος στήν ἐξυπηρέτησι τῶν ἀδελφῶν. ῞Οταν ἤρχοντο λαϊκοί προσκυνητές καί ζητοῦσαν φαγητό, ὁ Γέρο Βαρθολομαῖος τούς ἐφρόντιζε γιά τά ἀπαραίτητα.
Δέν τούς περίμενε μέ ἀγωνία, πότε νά φᾶνε γιά νά πάῃ στό κελλί του, ἀλλά καθόταν κοντά τους καί τούς ἐδίδασκε. Τί τούς ἔλεγε; Κρατοῦσε στήν μνήμη του τό Συναξάρι τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας, πού εἶχε διαβάσει ὁ διαβαστής στήν πρωϊνή ἀνάγνωσι τοῦ ὄρθρου, καί παρακινοῦσε νά μιμηθοῦν τήν ζωή τῶν ῾Αγίων τῆς 'Εκκλησίας μας.
Κανείς
ἀδελφός, ὅσο μπορῶ νά ξέρω, δέν παραπονέθηκε γιά κάποια ἄστοχη ἐνέργεια ἤ παρακοή τοῦ π. Βαρθολομαίου. Ποτέ δέν ἀρνήθηκε τήν βοήθειά του, μέχρι τά βαθειά γεράματά του στόν ὁποιδήποτε ἀδελφό τῆς Μονῆς μας, ἀπό τόν γεροντότερο μέχρι τόν τελευταῖο δόκιμο. ῾Υπηρέτησε γιά πολλά χρόνια στά Μετόχια, ὡς μάγειρος καί παροικονόμος. Στό δωμάτιό του προσευχόταν ἀκαταπαύστως στόν Κύριο γιά ὅλο τόν κόσμο.
Πολλές
φορές τόν εἴδαμε νά ἔχῃ βουρκωμένα τά μάτια του, ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό κελλί του, ἐνῶ τό πρόσωπό του φεγγοβολοῦσε ἀπό τήν δυνατή ἐπίσκεψι τῆς Θείας Χάριτος.
Τό σπουδαιότερο ἀπό ὅλα εἶναι, ὅτι δέν κατέκρινε κανέναν, διότι ἀγωνιζόταν νά ἐφαρμόζῃ στήν ζωή του τόν λόγον τοῦ Κυρίου μας· « μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε». Κρατοῦσε τήν παλαιά παράδοσι, κατά τήν ὁποίαν μετά τό ἀπόδειπνο, οἱ Πατέρες, δέν ἔτρωγαν οὔτε ἔπιναν τίποτε. ῞Οταν μία φορά εἶδε ἕνα ἀδελφό, τόν π. Ἐ. νά πίνῃ νερό μετά τό Ἀπόδειπνο, τοῦ συνέστησε νἀ ἀποφεύγῃ αὐτήν τήν συνήθεια, καί ἐάν δέν μπορῆ νά ἐγκρατεύεται, ἄς πίνῃ λίγο νερό, ἀλλά κατόπιν νά λέγῃ τόν 50ον Ψαλμό.
Ἐτελείωσε τήν ζωή του μέ τήν ἀσθένεια τῆς φυματιώσεως, περιφρονημένος ἀπό τούς πολλούς, διότι λίγοι ἀναγνωρίζουν τούς ῾Αγίους τοῦ Θεοῦ. Ἐκοιμήθη τόν ὕπνον τῶν δικαίων στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας, στίς 19 Ἀπριλίου 1954 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Δέν μπορῶ νά μή μνημονεύσω καί τόν Γέρο ῾Υπάτιο, γιά νά γνωρίσουν οἱ μεταγενέστεροι καί αὐτοῦ τήν μεγάλη προσωπικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου