Μόνο στόν διάδοχόν του ἡγούμενο, τόν παπᾶ Βησσαρίωνα, κατόπιν πολλῆς ἐπιμονῆς του, τοῦ εἶπε τἀ ἑξῆς: «Ἀφοῦ ἐπιμένεις παιδί μου νά μέ ἐρωτᾶς, θά σοῦ ἀποκαλύψω:
«Χωρίς
νά καταλάβω ἐάν εἶχα ἀνοικτά ἤ κλειστά τά μάτια μου, ἀντίκρυσα ἐν ὀράματι τήν Κυρίαν Θεοτόκο, μέσα σέ μεγάλη δόξα καί μεγολοπρέπεια. Μπροστά σ᾿ αὐτό τό καταπληκτικό μεγαλεῖο τῆς Ἀειπαρθένου, συγκλονίστηκα καί ἔπεσα κάτω γιά νά προσκυνήσω».
Μιά ἄλλη φορά, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς μας, ἀπό τούς ὁποίους τό ἔμαθα κι ἐγώ, ἀξιώθηκε νά ἰδῆ μέ τά μάτια του μέσα στό καθολικό (κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς), τήν ῾Αγίαν Ἀναστασία, Προστάτιδα τῆς Μονῆς μας, ντυμένη σάν Μοναχή καί σέ νεαρή ἡλικία. Ἐνῶ στόν ἡγούμενο παπᾶ Βησσαρίωνα, πρίν ἀπέλθει ἀπό τήν παροῦσα ζωή, τοῦ εἶπε ὅτι εἶδε πολλά μυστήρια, τά ὁποῖα ὑποσχέθηκε νά τά διηγηθῆ ἀργότερα, μέ τήν ἐλπίδα ἀναρρώσεώς του, ἀλλά ὁ Κύριος τόν ἐπῆρε.
Τήν ῾Αγία Ἀναστασία εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια, ὅπως τήν εἶχαν καί οἱ παλαιοί καί οἱ σημερινοί Πατέρες, διότι εἶναι ἡ ταχύς ἐν ἀνάγκαις καί ἀσθενείαις βοηθός καί ἰατρός.
῎Ετσι
ὁ παπᾶ Θανάσης, ὡσάκις ἀρρώσταινε, δέν ζητοῦσε φάρμακα καί γιατρούς. Ἐπήγαινε στό Παρεκκλήσιο τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, καί ἄλειφε τό πάσχον μέλος τοῦ σώματός του μέ τό λαδάκι ἀπό τήν εἰκόνα της. Ἀκόμη καί γιά ἕνα μικρό πονόδοντο δέν ἔπαιρνε οὔτε ἀσπιρίνη. Εἶχε πολλή βεβαιότητα καί πίστι ὅτι θά λάβῃ τήν θεραπεία ἀπό τήν ῾Οσιοπαρθενομάρτυρα ῾Αγία Ἀναστασία.
῏Ητο
ἀξιαγάπητος στούς μεγάλους καί ἀξιοσέβαστος στούς μικρούς. Φίλος μέ τούς ῾Αγίους, ἀδελφός μέ τούς ἀδελφούς καί πατέρας στοργικός γιά τούς ἀρχαρίους. Πολλοί Μοναχοί, ἀπό πολλά κυρίως γειτονικά Κοινόβια, ἔρχονταν νά εἰποῦν τόν λογισμό τους, νά πάρουν τήν εὐχή του, νά τόν συμβουλευτοῦν στὀν ἀγῶνα τους. Ἀκόμη μέχρι καί τά βασιλικά Ἀνάκτορα, εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του. ῾Ο Βασιλεύς Γεώργιος ὁ Β!, ὅταν ἐπισκεπτόταν τό ῞Αγιον ῎Ορος, θά ἔπρεπε ὅπωσδήποτε νά ξεκουρασθῇ σωματικά καί ψυχικά γιά τρεῖς τούλάχιστον ἡμέρες, στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου. Διατηροῦμε ἀκόμη, ὡς ἀνάμνησι γιά τούς νεωτέρους, τά ποτήρι καί τά φλυτζάνια μέ τά ὁποῖα τόν κεράσαμε. Ἐπίσης τό φτυάρι καί τόν κασμᾶ μέ τά ὁποῖα μᾶς ἐφύτευσε τό πανύψηλο κυπαρίσσι πού εἶναι στή δεύτερη αὐλή τῆς Μονῆς. Ἐνῶ στόν ἐψηφισμένο Μητροπολίτη ῾Ιερισσοῦ καί ῾Αγίου ῎Ορους, Διονύσιο, εἶπε, ὅταν ἐνώπιόν του ἐπρόκειτο νά δώσῃ τήν καθιερωμένη διαβεβαίωσι: «῞Οταν πᾶς στήν Μητρόπολί σου, φρόντισε νά ἐπισκεφθῇς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στήν
Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου θά γνωρίσῃς τόν ῾Ιερομόναχο π. Ἀθανάσιο.
Νά τοῦ φιλήσῃς ἐκ μέρους μου τό χέρι του, διότι γιά μένα δέν ὑπάρχει ἄλλος ἄνθρωπος σάν καί αὐτόν. Εἶναι μία σεβάσμια μορφή, γεμάτη μεγαλοπρέπεια, ἱερότητα καί ταπείνωσι».
Στήν θεία Λειτουργία, καθώς καί στίς ἄλλες Ἀκολουθίες καί ἑορτές, ἀφοσιωνόταν στή μυστική μετά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καί τῶν ῾Αγίων του, κοινωνία καί ἱερά ἀδολεσχία. Τό κορύφωμα τῶν ἱερῶν του ἀναβάσεων γινόταν στήν ῾Αγία Ἀναφορά τῆς θείας Λειτουργίας. Οἱ συλλειτουργοί του, ἱερεῖς καί διάκονοι, μέ δέος τόν ἀντίκριζαν ὅταν συχνά ἐσήκωνε τό δεξί του χέρι νά πάρῃ ἀπό τό δεξί κίονα τοῦ Κιβουρίου (ἤ κουβουκλίου) τῆς ῾Αγίας Τραπέζης ἕνα μαντῆλι πού τό εἶχε κρεμάσει γι᾿ αὐτό τόν σκοπό, νά σκουπίζῃ τά δάκρυά του. Τέτοια ζωή συγκινεῖ ὄχι μόνο τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τίς πέτρες.
῞Οταν
ἀπέθανε δέν ἤμουν παρών, διότι εὑρισκόμουν σέ κάποιο διακόνημα. Πάντως μοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ὅτι εἶχε ὁσιακό θάνατο, ὅτι εὐλόγησε ὅσους ἦταν κοντά του καί ὅτι εἶχε ἀλλάξει ὁ ἴδιος καί ἐπερίμενε τήν εὐλογημένη αὐτή ὥρα.
Μετά τόν σεβαστό μου Γέροντα, ἀνέλαβε ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας, ὁ παπᾶ Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τήν ἀδελφότητα ἀπό τό 1937 ἕως το 1943.
Καταγόταν
ἀπό τό χωριό Καστρί Κυνουρίας Ἀρκαδίας. Γεννήθηκε τό 1886 καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Θεόδωρος Κακούνης τοῦ Γεωργίου. Στήν νεανική του ἡλικία, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Παναγιώτη καί ἕνα φίλο τους ἀπό τήν Δημητσάνα, μετανάστευσαν στήν Ἀμερική γιά καλλίτερη τύχη, ὅπως λέγουν συνήθως οἱ κοσμικοί. ῾Η ζωή τους, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ παπᾶ Θεόδωρος, δέν ἦταν καί τόσο χριστιανική. Γι᾿ αὐτό ἐπήγαιναν στά νυκτερινά κέντρα, στά θέατρα γιά ψυχαγωγία καί σ᾿ ἄλλες κοσμικές ἐκδηλώσεις.
Μιά βραδυά ἐπῆγαν νά παρακαλουθήσουν ἕνα ζωντανό θέαμα σέ ἕνα μεγάλο θέατρο τῆς πόλεως. Πῶς εἶναι ἡ κόλασις στόν ἄδη καί πῶς οἱ δαίμονες βασανίζουν τούς κολασμένους ἐκεῖ.
Ξαφνικά
ὅμως στό ἐπάνω μέρος τοῦ κτιρίου, βλέπουν ἀληθινούς δαίμονες, μαύρους καί ἀγριωπούς στήν ὄψι, μέ κέρατα καί τεράστιες οὐρές καί κτηνώδη πρόσωπα.
Εἶχαν πιάσει στά χέρια τους μία γυναῖκα ὁλόγυμνη καί ἕνα ἄνδρα, πού φαινόταν μεθυσμένος καί κουρελιάρης. ῎Εβγαζαν φωτιές ἀπό τό στόμα τους καί σέ κάθε γυροβολιά πού ἔκαναν χορεύοντας, ἔρριχναν κάτω στό βάραθρο πότε μία κοπέλλα καί πότε ἕνα ἄνδρα καί ἐν συνεχείᾳ ἔπαιρναν ἄλλους νέους καί νέες. Τό συγκλονιστικό αὐτό, κατά παραχώρησι Θεοῦ, θέαμα τούς ξύπνησε, ὡσάν ἀπό λήθαργο καί εἶπαν μεταξύ τους, ὅτι αὐτό εἶναι τὀ σπίτι τῶν δαιμόνων καί ἐμεῖς ἐδῶ ἤλθαμε νά διασκεδάσουμε;
Αὐτό τό γεγονός στάθηκε ἀφορμή νά ἐγκαλείψουν γιά πάντα τήν Ἀμερική καί ὅλες τίς ματαιότητες. ῏Ηλθαν άποφασισμένοι γιά Μοναχοί στό ῞Αγιο ῎Ορος.
Πρῶτα τά δύο ἀδέλφια καί μετά ἀπό λίγο καί ὁ φίλος τους Δημήτριος τό ὄνομα. ῾Ο μέν Θεόδωρος ἐγκατεστάθηκε στό Κελλίον «῾Η Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης, στήν συνοδεία τοῦ πνευματικοῦ παπᾶ Στεφάνου, ὅπου ἐκάρη μοναχός, μετά τήν κανονικήν του δοκιμασία, μέ τό ἴδιο ὄνομα, τό ἔτος 1907. Μετ᾿ ὀλίγα ἔτη, δηλαδή τό 1912, χειροτονήθηκε Διάκονος στήν Μονή μας, ἀφοῦ πρῶτα ὑπηρέτησε τόν Γέροντά του Παπᾶ Στέφανο, μέχρι τελευταίας του πνοῆς.
῾Ο
ἀδελφός του ἐπῆγε στό Κελλίο «῾Η Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπου εὑρίσκετο ἡ σπηλιά τοῦ ῾Οσίου Ἀκακίου τοῦ κτήτορος τῆς Σκήτης. Ἐκεῖ ἐκάρη Μοναχός μέ τό ὄνομα ῾Ιερόθεος, καί διέπρεψε στήν ἀρετή καί τήν νοερά ἐργασία τῆς προσευχῆς καί μετανοίας.
Κοντά
του μετά ἀπό λίγα χρόνια, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ἰδίου, ἦλθε ὁ φίλος του Δημήτριος ἀπό τήν Ἀμερική, ὅπου ἐκάρη Μοναχός μέ τό ὄνομα Τιμόθεος. Αὐτός προώδευσε ἀκόμη περισσότερο καί ἔγινε ὑπόδειγμα ἐναρέτου Μοναχοῦ, κάνοντας τελείαν ὑπακοήν στόν ἄλλοτε φίλον του, παρ᾿ ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν μεγαλύτερος στήν ἡλικία ἀπό τόν Γέροντά του ῾Ιερόθεο.
Στό Μοναστήρι μας, ἄν καί ὑπῆρχαν πέντε ἄλλοι ῾Ιερομόναχοι καί αὐτοί ἐνάρετοι καί εὐλαβεῖς, ἡ ἀδελφότης ἐξέλεξε τόν παπᾶ Θεόδωρο ὡς ῾Ηγούμενο. Βέβαια δέν εἶχε τά χαρίσματα τοῦ προκατόχου του, ἀλλά κατά τό μέτρον τῶν φυσικῶν του χαρισμάτων καί δυνάμεών του, ἐβοήθησε τό Μοναστήρι.
῏Ηταν
εὐλαβής καί φιλακόλουθος. Ἀγαποῦσε τήν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων, καί ὑπηρέτησε μέ ζῆλο, πρό καί μετά τήν περίοδο τῆς ἡγουμενίας του, στά διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐπί χρόνια ἔκαμε τόν ἐφημέριο, τόν βοηθόν προσφοράρη καί τόν ἱερορράπτη. Τελειώθηκε μέ τήν ἀνίατη ἀσθένεια τῆς ἡμιπληγίας στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1964 σέ ἡλικία 79 ἐτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Τρίτος ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας, ἀνεδείχθη ὁ παπᾶ Βησσαρίων, ὁ ὁποῖος μέχρι πρό τῆς ἐκλογῆς του, ἦταν ἁπλός Μοναχός. Γεννήθηκε στό Γεράκι τῆς Σπάρτης τό 1912 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές, ἐπέτυχε στήν ἰατρική Σχολή Ἀθηνῶν.
῾Ο
θεῖος ὅμως πόθος γιά ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι στό μοναχικό πολίτευμα, τόν ὡδήγησε στό ῞Αγιον ῎Ορος τό 1933, ἐνῶ ἀκόμη ἦτο δευτεροετής φοιτητής.
Ἐπανειλημμένως ὁ πατέρας του ἐπεχείρησε μέ παρακλήσεις νά τόν ἐπαναφέρῃ στό πατρικό σπίτι, δεδομένου ὅτι ἦτο εὐκατάστατος, ἀλλ᾿ ὅμως δέν κατώρθωσε τίποτε. ῾Ο νεαρός Παναγιώτης Μίχας τοῦ Νικολάου, μπαίνοντας στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς, ἀντίκρυσε, χωρίς νά γνωρίζῃ ποῖος εἶναι, τήν σεβασμία μορφή τοῦ μετέπειτα Γέροντός του, ἡγουμένου π. Ἀθανασίου.
Δέν ἐπρόλαβε νά τοῦ ἀσπασθῇ τό χέρι καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Καλῶς τόν Παναγιώτη. Καλῶς ὥρισες παιδί μου στό Μοναστήρι μας. ῎Ελα σέ περιμένω ἀπό καιρό».
Ξαφνιάσθηκε
ὁ νέος, διότι δέν ἦταν δυνατόν νά τόν γνωρίζῃ ἐκ τῶν προτέρων, ἐφ᾿ ὅσον πρώτη φορά ἐπήγαινε στό Μοναστήρι. Συγκινήθηκε, τοῦ ἀσπάσθηκε θερμά τό χέρι καί ἦλθαν μαζί στό ῾Ηγουμενεῖο. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη συγκλονιστική ἐμπειρία τοῦ νεαροῦ Παναγιώτη, ὁ ὁποῖος μέ τήν παρουσία καί ζωή ἑνός τέτοιου Γέροντος, στηρίχθηκε καί προώδευσε στό Μοναστήρι.
Μετά τήν παραίτησι τοῦ ἡγουμένου παπᾶ Θεοδώρου, ἡ Ἀδελφότης ἐξέλεξε ῾Ηγούμενο τόν π. Βησσαρίωνα. Κατά τήν περίοδον τῆς διαποιμάνσεως τῆς Μονῆς ὁ παπᾶ Βησσαρίων διακρίθηκε ἰδιαιτέρως γιά τά διοικητικά του προσόντα, τήν ὀξύνοια τοῦ πνεύματός του καί τήν οἰκονομική στερέωσι τῆς Μονῆς.
Μαζί μέ τόν μακαριστό Γέροντα τῆς Μονῆς Διονυσίου ῾Ηγούμενο π. Γαβριήλ, ὑπῆρξαν δύο στυλοβάτες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, γιά μιά τριακονταετία. Καί τοῦτο διότι σέ διάφορες ὑποθέσεις τοῦ ῾Ιεροῦ μας Τόπου, ὑπερμαχοῦσαν γιά τά συμφέροντά του καί τήν διαφύλαξι τοῦ Αὐτοδιοικήτου.
Καί οἱ δύο μέ ἄρθρα, ἐπιστολές πρός τούς ἁρμοδίους καί εἰσηγήσεις κατεπολέμησαν τούς ἐχθρούς τῆς πίστεώς μας, τίς διάφορες αἰρέσεις καί ἐστερέωσαν τό φρόνημα καί τό ἦθος τοῦ ὀρθοδόξου ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, στά θεμέλια τῆς γνησίας Παραδόσεώς μας.
Ἐκτός ἀπό τά ἄρθρα του, πνευματικά, ἀντιαιρετικά, ἱστορικά, ἐκκλησιαστικά, τά ὁποῖα ἔγραφε καί ἐξέδιδε συνήθως στό ἀπ᾿ αὐτόν ἐκδιδόμενο περιοδικό «῾Ο ῞Οσιος Γρηγόρος», συνέγραψε καί μερικά βιβλία, τά κυριώτερα τῶν ὁποίων εἶναι· «ἱστορικόν Μοναχολόγιον τῶν Πατέρων τῆς ῾Ιερᾶς ἡμῶν Μονῆς τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου» καί τό «Οἱ ἀγῶνες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους κατά τῆς διεθνοποιήσεως αὐτοῦ».
Δέν διακρίθηκε γιά τό ποιμαντορικό χάρισμα καί τήν πνευματική φροντίδα τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς γιά τήν ψυχικήν τους σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ἐπί τῆς ἡγουμενίας του, πολλοί ἀδελφοί ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Μονή πρός διάφορες κατευθύνσεις ἐντός καί ἐκτός τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, κατά τό φαινόμενον μέν ἀπό ζηλωτισμό, διότι δέν ἤθελαν νά μνημονεύεται τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, στήν οὐσία ὅμως διότι δέν εἶχαν τήν πρέπουσα πνευματική σχέσι καί κοινωνία μέ τόν Γέροντά τους.
Σέ κάποια ἀποστολή του στό κόσμο γιά μοναστηριακές ὑποθέσεις, ὑπέστη ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο καί τελειώθηκε σέ μιά κλινική τοῦ Βόλου στίς 6 Ἰουλίου 1974 π. ἡμ. Μετεφέρθη στή Μονή καί ἐτάφη μέ τήν πάνδημη συμμετοχή τῶν Γρηγοριατῶν Πατέρων καί πολλῶν ῾Αγιορειτῶν.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὁ νῦν Γέροντάς μας μέ τήν ἑξαμελῆ συνοδεία του ἐρχόταν ὡς καλεσμένος ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῶν Γρηγοριατῶν Πατέρων καί εὑρισκόταν στήν Οὐρανούπολι. Δέν πρόλαβε νά εὑρίσκεται στήν κηδεία τοῦ μακαριστοῦ παπᾶ Βησσαρίωνος, μετά ἀπό τόν ὁποῖον ἀνέλαβε οὐσιαστικά τήν διακυβέρνησι τῆς Μονῆς μας, ἀφοῦ ἑκουσίως παραιτήθηκε ὁ μετά τόν παπᾶ Βησσαρίωνα ἡγούμενος παπᾶ Διονύσιος, γιά τόν ὁποῖον ἐγράψαμε σχετικά.
῾Ο
νῦν Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχός ἀπό τόν προκάτοχό του παπᾶ Διονύσιο στίς 6 Αὐγούστου τοῦ 1974 καί στίς 26 τοῦ ἰδίου μηνός ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς μας καί συνεχίζει νά ποιμαίνῃ τήν Ἀδελφότητά μας μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου