Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Κάλλιστος μοναχός Σιμωνοπετρίτης (1880-1979)

Ο αιωνόβιος μοναχός των επτά Ηγουμένων!
Μοναχὸς Κάλλιστος, κατὰ κόσμον Κωνσταντῖνος Μπαλακούτης τοῦ Ἰωάννου καὶ τῆς Αἰκατερίνης, γεννηθεὶς τὸ 1880 εἰς τὰ Ἀλάτσατα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, προσῆλθε εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τὸ 1901 καὶ ἔγινε ἡ κουρά του τὸ 1904. Ἐξελέγη Προϊστάμενος τὸ 1932. Ἐκοιμήθη τὴν 13-2-1979. Αὐτὲς τὶς πληροφορίες δίδει τὸ Μοναχολόγιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας γιὰ τὸν γερο-Κάλλιστο.
Ὅταν προσῆλθε στὴν Σιμωνόπετρα, ἡγούμενος ἦταν ὁ ἐξ Ἀλατσάτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀρχιμανδρίτης Νεόφυτος, τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ἡ τελευταία κουρά, ἀφοῦ τὸ 1906 ἐκοιμήθη. Δεύτερος ἡγούμενός του ὑπῆρχε ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἰωαννίκιος, τρίτος ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἱερώνυμος, τέταρτος ὁ ἀρχιμανδρίτης Καισάριος, πέμπτος ὁ ἀρχιμανδρίτης Χαραλάμπης, ἕκτος ὁ ἀρχιμανδρίτης Δαμιανὸς καὶ ἕβδομος ὁ ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανός, ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ ὁποίου καὶ ἐκοιμήθη.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1973 ποὺ ἤλθαμε στὴν Σιμωνόπετρα ὁ γερο-Κάλλιστος ἦταν 94 ἐτῶν ἀλλὰ ἀκμαῖος, αὐτοεξυπηρετούμενος, μὲ πλήρη διαύγεια πνεύματος. Τὸν πρῶτο χρόνο μάλιστα ἐρχόταν ἀνελλιπῶς στὸν ναὸ καὶ καθόταν στὴν Λιτή. Ἐν συνεχείᾳ ἐρχόταν πιὸ ἀραιά, ἕως ὅτου παρέμενε πλέον στὸ κελλί του. Ἀῤῥώστησε γιὰ δύο ἑβδομάδες καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικά.
Ὡς ὑπέργηρος δὲν εἶχε τὴν ἄνεση νὰ συναναστρέφεται μαζί μας, γιὰ αὐτὸ καταγράφουμε ὅ,τι εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε.
Εἶχε μία συνήθεια νὰ μὴν βάζει ἄνθρωπο στὸ κελλί του. Ὅταν κανεὶς κτυποῦσε τὴν πόρτα του, ἄνοιγε μέν, ἀλλὰ καθόταν μπροστά της καὶ δὲν μποροῦσες νὰ μπῆς. Ἔμπαινε μόνο ὁ παπα-Σίμων, κατὰ τριάντα χρόνια νεώτερός του, τὸν ὁποῖον καὶ ἀσπρομάλλη προσφωνοῦσε: παιδί μου, παπα-Σίμων, καὶ ὁ ὁποῖος τὸν βοηθοῦσε στὶς ἀνάγκες του ἢ τοῦ ἔκανε λίγη παρέα στὸν ἐξώστη, στὴν ἁπλωταριὰ κατὰ τὸ ἁγιορείτικο, ὅπου τὶς ἀπογευματινὲς ὥρες σχολίαζαν τὴν καθημερινότητα ἢ ἐνθυμοῦνταν τὰ παλαιά. Ἄφηνε καὶ τὸν γράφοντα, ὡς νοσοκόμο, νὰ μπαίνει μόνος του ἢ μὲ κάποιον ἰατρόν, τοὺς ὁποίους ἰδιαιτέρως ηὐλαβεῖτο γιὰ τὶς γνώσεις τους. Ἔτσι μάθαμε τὰ λίγα περὶ τῆς ζωῆς του.
Ἦλθε νέος, 20-21 ἐτῶν, στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ βρῆκε νὰ κτίζεται μετὰ τὴν τελευταία πυρκαγιὰ τοῦ 1891. Ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Νεόφυτος, συγχωριανός του, μέγας τῆς Μονῆς ἡγούμενος. Τὸ Μοναστήρι τελείωσε τὸ 1903, καὶ αὐτὸς ἔγινε μοναχὸς τὸ 1904.
Ὁ ἡγούμενος Νεόφυτος παρὰ τὴν ἡλικία του συμμετεῖχε στὸ κτίσιμο. Μᾶς διηγεῖτο ὁ γερο-Κάλλιστος πῶς ἔπεσε ὁ ἡγούμενος ἀπὸ ἕναν ὄροφο στὸ κάτω καὶ μωλωπίστηκε. Ὅταν πῆγε νὰ τὸν σηκώσουν, δὲν τοὺς ἄφησε, ἀλλὰ τοὺς εἶπε νὰ πάνε νὰ σφάξουν ἕνα μοσχάρι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βόσκαγαν οἱ ταυριάρηδες, νὰ φᾶνε τὸ κρέας οἱ ἐργάτες καὶ αὐτὸν νὰ τὸν τυλίξουν, ἀμέσως μετὰ μὲ τὸ δέρμα, νωπὸ ἀκόμη, γιὰ νὰ ἀποῤῥοφήσει τὰ αἱματώματα. Πράγματι, ἔτσι ἔκαναν καὶ ἔγινε καλά. Πρακτικὰ γιατροσόφια.
Τὸν θυμότανε ἀκόμη ὡς Γέροντα νὰ ἔχει χάσει τὸ φῶς τῶν ματιῶν του καὶ νὰ ἔχει ὡς γέρος εἰδικὴ θέση στὰ στασίδια τῶν ἀρχαρίων, τὰ πίσω ἀπὸ τὸν ἡγουμενικὸ θρόνο, γιὰ νὰ παρακολουθῆ τὴν ἀκολουθία ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ βγαίνει μπροστὰ νὰ λέει τὰ Προεστωτικά, τὰ ὁποῖα γνώριζε ἀπὸ στήθους. Ἦταν πολὺ φιλακόλουθος, ἐγγράμματος, κατέγραψε τὰ κτήματα καὶ ἔκανε τὸ κτηματολόγιο τῆς Μονῆς. Γενικῶς, στὶς μέρες του τὸ Μοναστήρι γνώρισε μέρες δόξης καὶ ἀκμῆς. Μαθητής του καὶ διάδοχός του ἦταν ὁ π. Ἰωαννίκιος καὶ γραμματέας του ὁ π. Ἱερώνυμος, μετέπειτα καὶ αὐτὸς ἡγούμενος.
Ὁ γερο-Κάλλιστος ἔκανε σχεδὸν σὲ ὅλα τὰ διακονήματα. Ἀπὸ τὸ 1932 ὡς Προϊστάμενος ἦταν ἢ Οἰκονόμος ἢ Ἐπίτροπος τῆς Μονῆς. Δραστήριος καὶ ἀπαιτητικὸς τόσο στοὺς ἐργάτες, ὅσο καὶ στοὺς μοναχούς. Ἀναφέρουν ἕνα ὡραῖο περιστατικὸ ἀπὸ μία παγκοινιὰ γιὰ τὸ μάζεμα τῶν ἐλαιῶν στὸν Καραβασαρᾶ. Εἶχαν κουρασθῆ ἀπὸ τὶς πολλὲς μέρες τῆς παγκοινιᾶς, τὸ κρύο καὶ τὴν νηστεία -ἦταν περίοδος Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων- καὶ ζήτησαν λίγο νὰ ξεκουραστοῦν. Ἀλλὰ ὁ γερο-Κάλλιστος ἦταν ἀνένδοτος. Τὶ νὰ κάνουν λοιπόν, δὲν ξέρανε.
Τότε κάποιος νεώτερος, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε ὁ γερο-Κάλλιστος καὶ τὸν ἐμπιστευόταν σοφίστηκε τὸ ἑξῆς. Θὰ πήγαιναν μὲ τὴν σειρὰ μερικοὶ πατέρες καὶ θὰ τοῦ ἔλεγαν: -Τί ἔχεις γέρο-Κάλλιστε; Δὲν σὲ βλέπουμε καλὰ σήμερα. –Κιτρίνισες, θὰ τοῦ ἔλεγε ἄλλος. -Ἄκεφος εἶσαι σήμερα, θὰ τοῦ ἔλεγε ἕνας τρίτος, καὶ στὸ τέλος θὰ περνοῦσε καὶ αὐτὸς καὶ θὰ τοῦ ἔλεγε τὰ ἴδια.
Ἔτσι καὶ ἔγινε. Τὸν πρῶτο τὸν ἀποπῆρε καὶ τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του: -Θὰ μοῦ πῆς ἐμένα, ὅτι δὲν εἶμαι καλά! Στὸν δεύτερο τὸ σκέφθηκε, μὲ τὸν τρίτο συμφώνησε ὅτι δὲν εἶναι καλά, καὶ μετὰ τὸν τέταρτο ζήτησε νὰ φύγει, γιατὶ ἦταν ἄῤῥωστος! Ἔπιασε λοιπὸν τὸ κόλπο καὶ ἔτσι ἐκείνη τὴν ἡμέρα πῆραν κάποια ἀνάσα καὶ ἔνοιωσαν ἄνεση.
Μετὰ ὅμως τοὺς ἔπιασαν οἱ τύψεις καὶ πῆγαν καὶ τοῦ ζήτησαν συγγνώμη, λέγοντάς του πὼς ἔκαναν ἀστεῖο καὶ πὼς τοῦ εἶπαν ψέματα ὅτι δὲν ἦταν καλά. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπαντοῦσε: -Ἐσεῖς θὰ μοῦ πῆτε ὅτι εἶμαι καλά; Δὲν ξέρω ἐγὼ τὸν ἑαυτό μου; Εἶμαι χάλια...
Ὅταν τὸν ῥώτησα προσωπικῶς γιὰ τὰ Ἀλάτσατα, μοῦ εἶπε πόσο ὡραία κωμόπολις ἦταν. Εἶχε πέντε μαχαλάδες ἑλληνικούς. Τοῦρκοι ἦταν μόνον οἱ Ἀρχές. Εἶχαν πολὺ ὡραῖες ἐκκλησίες μὲ καλοὺς παπάδες, ὡραῖο σχολεῖο, κτιστὸ μὲ πέτρα, καὶ πολλὰ ἀμπέλια μὲ σταφίδες. Ἦταν πλούσιο κεφαλοχώρι. Στὸν χαλασμὸ ὅμως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας οἱ Τοῦρκοι τὸ κατέστρεψαν. Τοὺς ἄνδρες τοὺς σφάξανε καὶ τὰ γυναικόπαιδα μεταφερθήκανε στὴν Κρήτη. Τότε, μπροστὰ στὴν μάννα του καὶ στὶς νυφάδες του σφάξανε καὶ τὰ δικά του, ἂν θυμᾶμαι καλά, δύο ἀδέλφια.
Μὲ τὴν μητέρα του, ὅσο ζοῦσε, διατηροῦσε κάποια ἀλληλογραφία, καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς ἔστελνε καὶ κάποια βοήθεια. Ὅταν ὅμως αὐτὴ ἐκοιμήθη, ἔπαυσε κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν κόσμο.
Εἶχε πολὺ καλὴ ὅραση καὶ ἔβλεπε πόσους ἀνθρώπους ἄφηνε στὸν Ἀρσανᾶ τὸ καράβι, τὶ φύτευε ὁ κηπουρὸς στὸν κῆπο, τὶ κουβαλοῦσαν τὰ μουλάρια καὶ τὰ σχολίαζε μὲ τὸν παπα-Σίμωνα ἢ τὸν παπα-Ἡσύχιο.
Ὅταν ἤλθαμε στὸ Μοναστήρι, μαγείρευε ὁ παπα-Παντελεήμων στὴν κουζίνα τοῦ Ἀρχονταρικιοῦ. Ἦταν πολὺ λίγοι οἱ πατέρες καὶ γι’ αὐτὸ δὲν χρησιμοποιοῦσαν τὴν μεγάλη κουζίνα. Τὸ φαγητὸ ὅμως τὸ κένωναν, τὸ σέρβιραν δηλαδή, κάτω στὴν μοναστηριακὴ τράπεζα. Ὁ γερο-Κάλλιστος 94 χρονῶν περίμενε ὑπομονετικὰ νὰ ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ πάρει καὶ αὐτὸς στὸ κατσαρόλι του, ὅπως ὁ στρατιώτης στὴν καραβάνα του, τὸ φαγητὸ καὶ νὰ πάει στὸ κελλάκι του νὰ τὸ φάει. Εἶχε ἀρχίσει καὶ τὸ πάρκινσον καὶ καθ’ ὁδὸν χύνοταν ἴσως καὶ κάποια ζουμιά, ἀλλὰ μικροπράγματα. Μᾶς ἔκανε πολὺ μεγάλη ἐντύπωση ἡ ὑπομονή του καὶ ἡ καρτερικότητά του.
Ὅταν ὅμως οἱ νεώτεροι ἀναλάβαμε τὴν κουζίνα, τότε ὁ σεβαστὸς Γέροντάς μας ἀνέθεσε σὲ κάποιον νὰ τοῦ πάει τὸ φαγητὸ στὸ κελλί του σὲ δίσκο. Τὸ δέχθηκε εὐχαρίστως καὶ πολὺ εὐγενικὰ εὐχαριστοῦσε τὸν διακονητή του. Χαρακτηριστικές του φράσεις: -Τώρα, τώρα, ἔρχομαι, περίμενε. Ἄνοιγε τὴν πόρτα καὶ παίρνοντας τὰ πιάτα ἔλεγε: -Πώ, πώ! πολλὰ τσανάκια ἔχει σήμερα. Εὐχαριστῶ.
Ἐπίσης, δίπλα στὴν μασίνα ὑπῆρχε ἕνα καζάνι μαντεμένιο, ὅπου ζέσταιναν νερὸ γιὰ τὸ πλύσιμο τῶν πιάτων. Ἀπὸ αὐτὸ ἔπαιρνε μὲ ἕνα δοχεῖο καὶ ὁ γερο-Κάλλιστος καὶ ἔπλενε τὰ ῥοῦχά του. Ἦταν πολὺ καθαρὸς καὶ φοροῦσε ἄσπρα τὸ καλοκαίρι καὶ μαῦρα τὸν χειμώνα. Στὸ κελλί του φοροῦσε καὶ ἄσπρο πλεκτὸ σκοῦφο. Ἔπλενε τὰ ῥοῦχά του ἕως 100 χρονῶν μόνος του! Δὲν μᾶς ἄφησε ποτὲ νὰ τοῦ τὰ πλύνουμε.
Ὑπῆρχε ἡ συνήθεια νὰ φέρνουν Πνευματικὸ ἀπὸ ἔξω γιὰ νὰ ἐξομολογῆ τοὺς πατέρες. Τὸν γερο-Κάλλιστο τὸν ἐξομολογοῦσε ὁ γερο-Σπυρίδων ὁ Ξένος ἀπὸ τὴν Νέα Σκήτη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἁπλότητα στὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πατέρες, ντομπροσύνη καὶ καλοσύνη. Κέρδιζε τὶς ψυχὲς καὶ τοῦ ἀνοιγόντουσαν. Ἦλθε πολλὲς φορές. Συνήθως τὸν ἐξομολογοῦσε στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, παρεκκλήσιο ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κελλί του. Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τὸν εἶδε, εἶπε: -Τώρα ὁ γέρος εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι, ὅτι καὶ ἂν τοῦ συμβῆ. Ἔκανε καθαρὴ ἐξομολόγηση.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ γερο-Κάλλιστος φοβήθηκε νὰ ξαπλώσει στὸ κρεβάτι του μήπως, ὅταν σηκωθῆ, πέσει κάτω καὶ σπάσει τὴν λεκάνη του, ὅπως ὁ κατά τι νεώτερός του γερο-Γαβριήλ,  ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Διονυσίου. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ πρησθοῦν τὰ πόδια του, νὰ πονοὺν καὶ νὰ ἀνοίξουν. Τὴν νύκτα παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο Σίμωνα καὶ τὴν Ἁγία Μαγδαληνὴ νὰ τὸ κάνουν καλὰ ἢ διαφορετικὰ νὰ τὸν πάρουν. Ἤθελε φυσικὰ νὰ ζήσει μέχρι τὸν Μάϊο γιὰ νὰ συμπληρώσει τὰ 100 χρονια.
Ζήτησε καὶ τοῦ πήγαμε τὴν Ἁγία Μαγδαληνὴ στὸ κελλί του γιὰ νὰ προσκυνήσει. Ζήτησε καὶ τοῦ κάναμε Εὐχέλαιο καὶ ἐν συνεχείᾳ κοινώνησε. Ζήτησε καὶ τοῦ κάναμε καὶ κομποσχοίνι κάτω ἀπὸ τὸν Πολυέλαιο γιὰ τὴν ὑγεία του. Στὸ τέλος ἦλθε καὶ ὁ γερο-Δημόκλητος ὁ ἰατρός, τὸν εἶδε καὶ τὸν ἔπεισε νὰ ἀνεβῆ στὸ κρεβάτι νὰ ξαπλώσει. Αὐτὸ ἦταν. Σὲ δύο ἑβδομάδες ἔφυγε γιὰ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ζήτησε ἐπίσης ἀπὸ τὸν παπα Σίμωνα: ῥοβύθια νὰ φάει καὶ ἀπὸ τὸν Γέροντα Αἰμιλιανὸ νὰ τοῦ στείλουν οἱ καλόγριες κολοκυθόπιτα. Πράγματι, ὁ Γέροντας ἔβαλε τὶς μοναχὲς καὶ βρῆκαν, ὡς ἐκ θαύματος τὸν χειμῶνα κολοκύθα, ξεχασμένη στοῦ κ. Λάμπρου τὸν κῆπο, καὶ ἔτσι τοῦ κάνανε κολοκυθόπιτα. Ἔφαγε καὶ ἕτοιμος, εὐχαριστημένος καὶ ὡς πρὸς τὴν τελευταία του ἐπιθυμία, ἐκοιμήθη τὴν 13/2/1979. Τὸν ἑτοιμάσαμε καὶ τὸν προπέμψαμε ἐν ὕμνοις καὶ εὐχαῖς.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ σαράντα μέρες, ὅπῶς συνηθίζεται, ἀνοίξαμε τὸ κελλί του καὶ τὸ ἑτοιμάσαμε, διαπιστώσαμε τὴν μεγάλη του ἀκτημοσύνη. Δύο ζωστικά, δύο παντελόνια, λίγες φανέλλες, τσουράπια, δύο τρία μουσικὰ βιβλία, λίγες εἰκόνες καὶ τίποτε περισσότερο, ἂν καὶ ὀγδόντα ὁλόκληρα χρόνια ὑπῆρξε μοναχός, καὶ μάλιστα τὰ πενήντα Προϊστάμενος καὶ Ἐπίτροπος. Πολὺ λιτὸς ἐκ πεποιθήσεως.
Ὁ γερο-Κάλλιστος ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, ὅπως λέγανε, δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ποτέ, παρὰ μόνον μία φορὰ πῆγε μὲ τὸ βαπόρι στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ κάποια δικαστικὴ ὑπόθεση καὶ μὲ τὸ ἴδιο βαπόρι γύρισε. Δὲν ἔμεινε καθόλου στὴν πόλη.
Ἐπίσης, εἶχε καὶ αὐτὸς τὴν καλὴ συνήθεια μετὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου νὰ κλείνει τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του καὶ νὰ μὴν ἀνοίγει σὲ κανέναν. Ἔκανε τὰ ἁπλᾶ καλογερικά του, ὅπως ἤξερε, ὅλα τὰ χρόνια.
Ὀγδόντα χρόνια μοναχός!, μία ζωὴ ἀφιερωμένη στὸν Θεό, ζωντανὴ ἱστορία τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὀγδόντα χρόνια, μία ζωὴ μαζὶ μὲ τοὺς οὐρανίους Ἁγίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπιγείους ἀδελφούς του μοναχούς, ἁγίους ἐν δυνάμει. Ὀγδόντα χρόνια στὴν παλαίστρα τῆς μοναχικῆς ζωῆς προσδοκώντας τὸν στέφανον τοῦ ἀγωνοθέτου Θεοῦ. Ὀγδόντα χρόνια πάνω στὸν βράχο τῆς Σιμωνόπετρας ὡς νυκτικόραξ προσδοκώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὀγδόντα χρόνια μὲ τόσους ἀνθρώπους καὶ τόσους ἡγουμένους προσπαθώντας νὰ μένει ὁ μοναχὸς Κάλλιστος.
Μετὰ τὰ ὀγδόντα χρόνια ἡ ἔξοδός του καὶ τὸ ταξίδι του γιὰ τὴν αἰωνιότητα μὲ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Πνευματικοῦ ὅτι ἔχει τὸ πιστοποιητικὸ καὶ εἰσητήριο γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν κερδισμένο μὲ τοὺς δικούς του κόπους, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὴν ἐλπίδα του στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ μεγάλου Θεοῦ.
[3450 - Σιμωνοπετρίτες Πατέρες που βρήκαμε και αγαπήσαμε (1973–1997)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου