Γεννήθηκε στην κοινότητα Μπάχνα
του νομού Ρόμαν της Ρουμανίας το 1888, ο κατά κόσμον Γεώργιος Οπρισάν. Το 1910
ήλθε στο Άγιον Όρος κρυφά, γιατί ο πατέρας του ήθελε να τον νυμφεύσει. Εισήλθε
στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου όπου εκάρη μοναχός. Εκεί διακόνησε στο ναό, το
μαγειρείο, τον κήπο και το νοσοκομείο. Μετά από λίγα χρόνια πήγε στη σκήτη του
Αγίου Δημητρίου-Λάκκου, όπου ασκήτευαν πολλοί συμπατριώτες του.
Υποτάχθηκε σ’ έναν από αυτούς που
ζούσε ησυχαστικά. Ήταν ο Ρουμάνος Γέροντας Βαρλαάμ, που ζούσε με μεγάλη άσκηση,
συνεχή προσευχή και θεία οράματα. Διηγείται ο ίδιος αργότερα:
«Ήταν πολλοί τότε οι όσιοι μοναχοί
στον Άθωνα, αλλά έφευγαν τους ανθρώπους και ζούσαν τελείως άγνωστοι από τον
κόσμο μέσα σε σπηλιές, ασκητήρια, και εκεί απέθαιναν. Έεε τί ήταν τότε το Άγιον
Όρος! Αληθινός κήπος του παραδείσου. Σε κάθε βήμα, όπου και να επήγαινες, θα
συναντούσες ένα μοναχό, έναν ερημίτη να προσεύχεται, ένα μεγαλόσχημο να κάνη
μετάνοιες …».
Το 1924, λόγω των ημερολογιακών
διχασμών, αναχώρησε για το αγιορείτικο μετόχι της σκήτης Νταρβάρι του
Βουκουρεστίου, όπου έμεινε εκεί επί μία εικοσαετία. Ήθελε να επιστρέψει στο
Περιβόλι της Παναγίας, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Πάντοτε πάντως το
νοσταλγούσε. Την τελευταία τριακονταετία της ζωής του έζησε στη μονή Τσερνίκα
εργαζόμενος ακατάπαυστα την παθοκτονία και αρετοσυγκομιδή και φθάνοντας σε
υψηλά μέτρα ταπεινώσεως.
Έλεγε ο μακάριος Γέροντας: «Το
Ψαλτήρι είναι το προσευχητάριο του μοναχού. Καθημερινά πρέπει να το διαβάζουμε
… Οι ασθένειες κάνουν πολύ καλό για τους μοναχούς. Ιδιαίτερα στα γεράματα,
διότι μας προκαλούν την μνήμη του θανάτου, μας ταπεινώνουν και μας προετοιμάζουν
για το μεγάλο ταξίδι. Η ασθένεια είναι ένα μεγάλο δώρο για τους γέροντες, διότι
τους προειδοποιεί για την ώρα του θανάτου… Το ακριβώτερο δώρο στον άνθρωπο
είναι η σωτηρία του. Γι’ αυτό εδώ στην γη πρέπει να κοπιάσουμε για την σωτηρία
μας, διαφορετικά ματαίως γεννηθήκαμε. Την σωτηρία μας να κερδίσουμε, διότι εάν
την χάσουμε, χάσαμε το παν … Το ωφελιμότερο έργο για τον μοναχό είναι η
προσευχή. Οι κοσμικοί αποκτούν παιδιά και έχουν πολλές φροντίδες. Αυτοί
σώζονται με τις θλίψεις και δοκιμασίες της ζωής, εάν τις υπομείνουν. Ενώ οι
μοναχοί με την προσευχή. Αυτή είναι η αποστολή μας: να δοξάζουμε πάντοτε τον
Θεό. Είναι μία μικρή προσευχή, αλλά έχει πολλή δύναμη γι’ αυτούς που την
λέγουν συχνά. Δηλαδή το: “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον
αμαρτωλό”»…
Ανεπαύθη, εκηδεύθη και ετάφη στη
μονή Τσερνίκα στις 21.11.1972, εορτή των Εισόδιων της Υπεραγίας Θεοτόκου, την
οποία από τον ιερό Άθωνα, το Περιβόλι της, υπεραγαπούσε.
Πήγες – Βιβλιογραφία
Ιωαννικίου Μπαλλάν ιερομ.,
Πνευματικοί διάλογοι με Ρουμάνους πατέρες, Θεσσαλονίκη 1986. σσ. 337-341.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως
Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ –
1956-1983, σελ. 855-856 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου