-Εἶσθε εὐχαριστημένος, πάτερ ῾Ησύχιε, ἀπό τήν σημερινή κατάστασι τῆς Μονῆς μας;
-Σήμερα ἐσεῖς, ἀδελφάκι μου, εἶσθε πολύ καλλίτερα ἀπό ἐμᾶς. Εἶσθε τυχεροί διότι ἔχετε Γέροντα πού σᾶς διδάσκει συνεχῶς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς τότε εἴχαμε ῞Αγιο Γέροντα καί Πατέρες, ἀλλά δέν μᾶς ἔκαναν συνάξεις, ὅπως ἔχετε ἐσεῖς τώρα.῎Εχετε βιβλία πολλά καί καλά. ῎Εχετε τά Πατερικά στή καθομιλουμένη γλῶσσα καί τά καταλαβαίνετε.
Ἐγώ, καθώς καί οἱ ἄλλοι παραδελφοί μου, ἀγράμματος ὅπως ἤμουνα, τίποτα δέν καταλάβαινα.
Μά
οὔτε καί πολλά βιβλία εἴχαμε. Ἐγώ ἐδῶ, τό 1965 ἔμαθα τί θά πῇ Φιλοκαλία. Τό ἔχω σέ μεγάλη χαρά, διότι ὁ Γέροντάς μας ἔδωσε εὐλογία γιά τήν συχνή Κοινωνία. Εἶναι γιά μένα ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο πού τό ἔψαχνα στόν Ούρανό καί τό εὑρῆκα στή γῆ. Καί ὁ ἀείμνηστος παπᾶ Θανάσης καθώς καί ἄλλοι Πατέρες, ἦταν παλαιότερα ὑπέρ τῆς συχνῆς Θείας Κοινωνίας, ἀλλά τά αὐστηρά τυπικά μᾶς ἐμπόδιζαν νά ἐπιζητήσουμε τήν οὐσία τῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός.
Παλαιότερα
εἴχαμε Θεία Κοινωνία κάθε εἴκοσι ἡμέρες, καί ἄν μᾶς συνέβαινε κανένας πειρασμός, διπλασιαζόταν ἡ ἀποχή μας ἀπό τόν Χριστό. Δέν ἔχω παράπονο ἀπό κανέναν ἀδελφό. ῞Ολοι μέ ἀγαποῦν, οἱ γιατροί μας μέ ἐπισκέπτονται συχνά, ὁ γηροκόμος μέ περιθάλπει, ὁ Γέροντας μέ τιμᾶ καί μέ συμβουλεύει. Δόξα σοι ὁ Θεός. Ποῦ νά ἰδοῦμε τέτοια ζωή ἐμεῖς παλαιότερα! ῾Υπῆρχε πολλή αὐστηρότης. Εἴμασταν οἱ πιό πολλοί χωριάτες καί δέν ξέραμε ποῦ πᾶν τά τέσσαρα.
Δέν ὑπῆρχαν τότε καί τά σημερινά γεωργικά ἐργαλεῖα καί μηχανήματα, καί ἔτσι οἱ Πατέρες ἐκοπίαζαν πολύ στούς κήπους, στά μετόχια, στίς παγκοινιές, στό βουνό, στό μακηπεῖο (φοῦρνο) καί ἀλλοῦ. Ἐπίσης δέν εἴχαμε τήν θέρμανσι ὅπως τώρα. Σόμπα στήν ἐκκλησία, μπῆκε γιά πρώτη φορά τό 1960, ἐπί ἡγουμένου παπᾶ Βησσαρίωνος, ἐνῶ στά κελλιά μας γιά πρώτη φορά ἐγνωρίσαμε θέρμανσι, ὅταν ἦλθε ὁ νῦν Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος τό 1975.
Οἱ Πατέρες ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, δέν εἶχαν τήν ποιμαντική φροντίδα πού ἔχετε ἐσεῖς τώρα, ἀλλά καί ἐμεῖς κοντά σας, ἀπό τόν νῦν Γέροντά μας. Ἀγωνίζοντο ὁ καθένας τους, ἀνάλογα μέ τήν προαίρεσι καί τόν πόθο πού εἶχαν. Μερικοί στήν ἐκκλησία δέν ἐκάθοντο καθόλου, ἐνῶ οἱ περισσότεροι στά ψαλτήρια καί στίς ῟Ωρες, ὅπως ὑπῆρχε ἡ τάξις. Τότε ὁ διαβαστής κανοναρχοῦσε ὄχι μόνο τίς ὠδές τοῦ Κανόνων τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας καί τῆς Παρακλητικῆς, τίς ὁποῖες ἔψαλλαν οἱ Πατέρες ὅλες κάθε ἡμέρα, ἀλλά καί τούς Κανόνες τοῦ Θεοτοκαρίου καί τῶν Παρακλήσεων τῆς Θεοτόκου καί τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Αὐτό τό τυπικό ὑπῆρχε σέ ὅλες τίς ἁγιορείτικες Μονές, καί μόλις τό 1965 περιωρίσθηκε, τοὐλάχιστον γιά τήν δική μας Μονή, στό κανονάρχημα τῶν ὠδῶν α, γ, καί θ τῶν Κανόνων τοῦ Ὄρθρου.
-Ἀφ᾿ ὅτου ἤλθατε στό Μοναστήρι, ποῖοι ῾Ηγούμενοι κατά σειρά τό ἐκυβέρνησαν, καί τί γνωρίζετε γι᾿ αὐτούς;
-Ἐγώ ὅπως εἴπαμε, ἦλθα τόν Αὔγουστο τοῦ 1924. Ἀπό τήν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία ὁ παπᾶ Θανάσης, ὁ ὁποῖος παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό μέχρι τό 1936. Αὐτός ἦλθε στό Μοναστήρι μας τόν Δεκαπενταύγουστο τοῦ 1891, μαζί μέ ἄλλους δύο νέους συμπατριῶτες του.
Καί οἱ τρεῖς κατήγοντο ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας.
Ξεκίνησαν μέ πολλές δυσκολίες γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἀφοῦ ἔφθασαν μέ τά τότε συγκοινωνιακά μέσα, μέχρι τόν Βόλο Μαγνησίας, στήν συνέχεια ἐναύλωσαν βάρκα καί μετά ἀπό ἕνα μῆνα θαλάσσιου πλοῦ, ἐν μέσῳ ἀνέμων καί θαλασσοταραχῶν, ἀπεβιβάσθησαν στήν Μονή.
Ἀπ᾿ αὐτούς ὁ ἕνας ἐπέστρεψε μετ᾿ ὀλίγον στόν κόσμο, ὁ δεύτερος ἀσκήτευσε στήν ἔρημο τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, καί ὁ Γέροντάς μου, δεκαοκταετής στήν ἡλικία τότε, μέ τό ὄνομα Ἀνδρέας Πρωτογερόπουλος τοῦ Γεωργίου, παρέμεινε στήν Μονή μας γενόμενος ὑποτακτικός τοῦ ἀειμνήστου ἡγουμένου παπᾶ Συμεών. Διάκονος ἐχειροτονήθη τό 1904, ἐνῶ ῾Ιερομόναχος τό 1908. Διακρινόταν γιά τήν γλυκειά καί πραεία μορφή του.
Οὐδέποτε θυμᾶμαι νά μέ μάλωσε. Μ᾿ ἐδίδασκε μέ τό παράδειγμά του καί τά ταπεινά του συμβουλευτικά λόγια. Εἶχε βαθειά ταπείνωσι καί ἀπέφευγε τά ἀξιώματα. Γι᾿ αὐτό μετά τόν θάνατο τοῦ ἡγουμένου παπᾶ Συμεών, ὁ παπᾶ Θανάσης ἔφυγε γιά λίγες ἡμέρες κρυφά γιά τήν ἔρημο, γιά νά μή παρευρίσκεται ὡς ὑποψήφιος ἡγούμενος στίς ἐκλογές τῆς Ἀδελφότητος γιά τήν ἀνάδειξι τοῦ νέου ῾Ηγουμένου. ῎Ετσι ἐξελέγη ὁ παπᾶ Γιώργης, παρ᾿ ὅτι οἱ Πατέρες ἐκτιμοῦσαν καί ἤθελαν περισσότερο τόν παπᾶ Θανάση.
῞Οταν
ἦλθα στό Μοναστήρι, τό πρῶτο διακόνημα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντάς μου, ἦταν παραμάγειρος καί κατόπιν κηπουρός. ῾Ως κανόνα προσευχῆς μοῦ διώρισε νά κάνω 6 ἑκατοστάρια κομποσχοίνια καί 60 μετάνοιες. Παντοῦ μέσα στό Μοναστήρι, στίς αὐλές, στά διακονήματα κυκλοφοροῦσε μέ τό ρόσο του καί τό κουκούλι καί τήν ράβδο. ῏Ηταν ψηλός, λιγνός, ἀσκητικός, ἱεροπρεπής, σοβαρός, εὐγενής καί πρᾶος.
Οὐδέποτε θυμᾶμαι νά ἔλειψε ἀπό τήν ἐκκλησία καί τήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ. Στό πρῶτο Ψαλτήρι τοῦ ὄρθρου κάθε πρωῒ, περιερχόταν τά στασίδια τῶν Πατέρων γιά νά ἰδῇ ποιός ἀπουσιάζει. Συχνά ἔστελνε ἐμένα νά φωνάξω τούς καθυστερήσαντας {Πατέρες. Ἐνίοτε ἐπήγαινε καί ὁ ἴδιος. Σπανίως ἔβαζε ἐπιτίμιο: τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι στήν τράπεζα. Συνήθως ἔβαζε κανόνα (ἐπιτίμιο) νά κάνουν οἱ Πατέρες περισσότερη προσευχή ἤ μετάνοιες στά κελλιά τους.
Πολλές
φορές ὅταν ἐπήγαινα στό κελλί του, μέ δεχόταν μέ τό πρόσωπό του λουσμένο στά δάκρυα τῆς Θείας Χάριτος. ῎Ελαμπε ἐνίοτε ὁλόκληρος καί φαινόταν ἡ κατανυκτικότης τῶν ματιῶν του.
Ποιός ξέρει τί θερμές προσευχές καί μετάνοιες θά προσέφερε στόν Θεό σάν ἱκεσία γιά τήν πνευματική φρούρησι τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς, ἀπό τήν ἀκηδία, τήν ὑπηρηφάνεια, τήν ἁμαρτία γενικά.
Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέρο-'Εφραίμ, ὅτι ὁ Γέροντάς μας εἶχε ἐπιτελέσει ἐπί πλέον κανόνα προσευχῆς καί μετανοιῶν για 20 χρόνια, ἔτσι ὥστε, σέ περίπτωσι βαρειᾶς καί πολυετοῦς ἀσθενείας του, πού δέν θά μπορῇ νά προσεύχεται, νά ἔχῃ συμπληρωμένο τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του.
Στό ἁπλό καί ταπεινό κελλί του διασώζονται ἀκόμη τό κρεβάτι του, τό κομποσχοίνι του καί μία μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στήν εἰκόνα αὐτή διαφαίνονται καθαρά τά ἴχνη ἀπό τούς ἀσπασμούς του. Τό δεξί χέρι τῆς Παναγίας, καί τό δεξί ποδαράκι τοῦ Χριστοῦ διατηροῦν ἀνεξίτηλα τά ἱερά αὐτά ἀποτυπώματα τῆς ἐρωτικῆς του πρός αὐτούς ἀγάπης.
Συχνά
μᾶς ἐξυμνοῦσε τό μεγαλεῖο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά μέ μετρημένες λέξεις. ῾Η μοναχική ζωή, εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔλεγε: «Ἐάν ἦτο δυνατόν νά ἐπέστρεφα μιά καί δυό φορές σ᾿ αὐτή τήν ζωή, πάλι μοναχός καί μάλιστα ἁγιορείτης θά γινόμουν. Παιδιά μου, νά ἀποκτήσετε στήν ζωή σας σεμνότητα, ἀγαθότητα, γνῶσι, προσευχή ἀδιάλειπτη, ἀνδρεία, ἀνυπόκριτη ἀγάπη σωφροσύνη, κοσμιότητα. Νά εἶσθε συμπαθεῖς, φιλόπτωχοι, σιωπηλοί, καρτερικοί. Μή λοιδορήσετε κανέναν. Ἀποκτῆστε τό ἀόργητο, τό ἀκενόδοξο, τό ἀνυπερήφανο πνεῦμα καί φρόνημα καί ὁ Κύριος θά σᾶς μεγαλύνῃ ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ῾Αγίων του».
Λέγουν ὅτι εἶδε ὀπτασίες. Σέ μένα δέν εἶπε τίποτε, ἄλλα ἄκουσα, ὅτι εἶδε τήν Παναγία. Κάποια χρονιά στή ἀγρυπνία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅταν ἡ ἀκολουθία εἶχε φθάσει στήν Ἐννάτη ὠδή, πολλοί ἀπό τούς Πατέρες πού ἐστέκοντο στούς χορούς, εἶδαν τόν Γέροντά μας νά γονατίζῃ καί μέ τά χέρια ὑψωμένα νά ἔχῃ τά μάτια του προσηλωμένα ψηλά. Κατάλαβαν ὅτι κάτι βλέπει. Τόν παρεκάλεσαν ἀρκετοί νά τούς ἀποκαλύψῃ κάτι ἀπό τά οὐράνια μυστήρια πού εἶδε καί ἔζησε, ἀλλά οὐδέποτε συγκατένευσε νά πῇ κάτι.
Μόνο στόν διάδοχόν του ἡγούμενο, τόν παπᾶ Βησσαρίωνα, κατόπιν πολλῆς ἐπιμονῆς του, τοῦ εἶπε τἀ ἑξῆς: «Ἀφοῦ ἐπιμένεις παιδί μου νά μέ ἐρωτᾶς, θά σοῦ ἀποκαλύψω:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου